7 Και οι γιοι του Ιακώβ ήρθαν από τον αγρό αμέσως μόλις το άκουσαν· και πόνεσαν οι άντρες μέσα τους και θύμωσαν πολύ,+ επειδή εκείνος είχε διαπράξει μια επαίσχυντη ανοησία εναντίον του Ισραήλ με το να πλαγιάσει με την κόρη του Ιακώβ,+ ενώ τίποτα τέτοιο δεν έπρεπε να γίνει.+
23 Τότε ο ιδιοκτήτης του σπιτιού βγήκε έξω σε αυτούς και τους είπε:+ «Όχι, αδελφοί μου,+ μην κάνετε τίποτα κακό, σας παρακαλώ, εφόσον αυτός ο άνθρωπος μπήκε στο σπίτι μου. Μη διαπράξετε αυτή την επαίσχυντη ανοησία.+
25 Και οι άντρες δεν ήθελαν να τον ακούσουν. Γι’ αυτό, ο άνθρωπος έπιασε την παλλακίδα+ του και τους την έφερε έξω· και εκείνοι άρχισαν να έχουν σχέσεις μαζί της+ και συνέχισαν να την κακοποιούν+ όλη τη νύχτα μέχρι το πρωί και μετά την άφησαν να φύγει, καθώς χάραζε η αυγή.
12 Αλλά εκείνη του είπε: «Όχι, αδελφέ μου! Μη με ταπεινώσεις·+ διότι δεν γίνονται τέτοια πράγματα στον Ισραήλ.+ Μην κάνεις αυτή την επαίσχυντη ανοησία.+