5 Η καρδιά μου κραυγάζει για τον Μωάβ.+ Οι φυγάδες του φτάνουν μέχρι τη Σηγώρ+ και την Εγλάθ-σελεσία.+ Διότι στον ανήφορο της Λουίθ+—κλαίγοντας ανεβαίνουν όλοι σε αυτόν· διότι στο δρόμο για την Ορωναΐμ+ υψώνουν κραυγή για τον όλεθρο.
3 Να γιατί οι γοφοί μου γέμισαν δυνατούς πόνους.+ Συσπάσεις με έπιασαν, σαν τις συσπάσεις γυναίκας που γεννάει.+ Έπεσα σε παραζάλη και δεν ακούω· αναστατώθηκα και δεν βλέπω.