15 Ο Μωυσής είπε στον πεθερό του: «Επειδή ο λαός έρχεται σε εμένα για να ρωτήσει τον Θεό. 16 Όταν προκύπτει κάποια υπόθεση, τη φέρνουν σε εμένα και εγώ κρίνω ανάμεσα στη μία πλευρά και στην άλλη και κάνω γνωστές τις αποφάσεις του αληθινού Θεού και τους νόμους του».+
11 Ο Ιεχωβά μιλούσε στον Μωυσή πρόσωπο με πρόσωπο,+ όπως θα μιλούσε κάποιος άνθρωπος σε έναν συνάνθρωπό του. Όταν ο Μωυσής επέστρεφε στο στρατόπεδο, ο Ιησούς,+ ο γιος του Ναυή, που ήταν διάκονος και υπηρέτης του,+ δεν έφευγε από τη σκηνή.
11 Ο γιος της Ισραηλίτισσας άρχισε να εξυβρίζει το Όνομα* και να το καταριέται.+ Τον έφεραν λοιπόν στον Μωυσή.+ Παρεμπιπτόντως, μητέρα του ήταν η Σελομίθ, η κόρη του Διβρεί από τη φυλή του Δαν. 12 Τον έθεσαν υπό κράτηση μέχρι να δουν ξεκάθαρα ποια ήταν η απόφαση του Ιεχωβά.+