«Μην Κάνεις Καμιά Ανοησία Γιατί θα σε Σκοτώσω»
Η κάνη ενός όπλου πέρασε από το άνοιγμα που άφηνε το παράθυρο του αυτοκινήτου και σημάδεψε το κεφάλι μου. Μια φωνή είπε:
«Μη με κοιτάς, κυρά μου. Άνοιξε την πόρτα. Πήγαινε στο κάθισμα του συνοδηγού». Έκανα ό,τι μου είπε. Ο άντρας μπήκε στο αυτοκίνητο και κάθησε στη θέση του οδηγού, κρατώντας το όπλο στραμμένο διαρκώς προς το μέρος μου.
«Έχεις κλειδί της τράπεζας;»
«Δεν έχω κλειδί. Κάποιος θα έρθει από στιγμή σε στιγμή για να ανοίξει».
«Μην κάνεις καμιά ανοησία», με προειδοποίησε, «γιατί θα σε σκοτώσω». Έβαλε μπρος το αυτοκίνητό μου και ξεκίνησε.
Αυτό μου είχε γίνει πλέον ρουτίνα. Ήμουν ταμίας σ’ ένα υποκατάστημα της Τραστ Κόμπανι Μπανκ. Τον προηγούμενο Απρίλιο μια γυναίκα μού έδειξε την τσάντα της και είπε: «Εδώ μέσα υπάρχει ένα όπλο. Δώσε τα λεφτά». Αυτό και έκανα.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, ένας άντρας ήρθε στο γκισέ μου. Το όπλο του φαινόταν ολοκάθαρα. «Δώσ’ μου τα λεφτά». Έσπρωξα προς το μέρος του ένα σωρό από χαρτονομίσματα.
Δεν άντεχα άλλο. Ζήτησα να με μεταθέσουν σε κάποιο άλλο υποκατάστημα. Το αίτημά μου έγινε δεκτό. Τώρα λοιπόν, αυτό το πρωινό της Πέμπτης 23 Μαΐου είμαι καθισμένη στο αυτοκίνητό μου στο χώρο στάθμευσης του νέου υποκαταστήματος, του υποκαταστήματος Πίτστρι Μολ, στο Κολόμπους της Γεωργίας. Περιμένω να ανοίξει. Είναι 8:25. Συνήθως έρχομαι στη δουλειά λίγα λεπτά νωρίτερα και διαβάζω το Γραφικό εδάφιο της ημέρας. Εκείνο το πρωινό συγκεκριμένα ήταν το εδάφιο Ματθαίος 6:13, το οποίο αναφέρει: «Ελευθέρωσον ημάς από του πονηρού». Δεν το ήξερα τότε, αλλά αυτό το εδάφιο επρόκειτο να γίνει πολύ σημαντικό για εμένα τις επόμενες δύο μέρες.
Ήταν δύο μόνο εβδομάδες που εργαζόμουν στο νέο υποκατάστημα και δεν μου είχαν δώσει ακόμη κλειδί. Το παράθυρο του αυτοκινήτου μου ήταν λίγο κατεβασμένο κι εγώ έκανα σκέψεις γύρω από το εδάφιο που μόλις είχα διαβάσει, όταν ξεπρόβαλε η κάνη του όπλου στο παράθυρο. Στα δύο προηγούμενα περιστατικά οι ληστές είχαν φύγει παίρνοντας μαζί τους χρήματα της τράπεζας. Αυτή τη φορά ο ληστής πήρε μαζί του εμένα.
Καθώς έβαζε μπρος το αυτοκίνητο, άρχισα να προσεύχομαι δυνατά: «Ιεχωβά, σε παρακαλώ βοήθησέ με!»
«Ποιος είναι ο Ιεχωβά;» ρώτησε ο απαγωγέας μου.
«Είναι ο Θεός που λατρεύω».
«Μη με κοιτάς! Εσύ θα κοιτάς έξω από το παράθυρό σου! Ιεχωβά . . . η Σκοπιά, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, έτσι δεν είναι;»
«Ναι».
«Τους ήξερα όταν έμενα στη Νέα Υόρκη. Εγώ είμαι Καθολικός. Τέλος πάντων, την προσευχή σου να την κάνεις από μέσα σου. Δεν θέλω να την ακούω». Αλλά πρόσθεσε: «Κοίτα, δεν θα σου κάνω κακό. Εγώ λεφτά θέλω, όχι εσένα. Μην κάνεις καμιά ανοησία, και δεν θα πάθεις τίποτα».
Όση ώρα οδηγούσε, με ρωτούσε για την τράπεζα. Ποιος θα πήγαινε να ανοίξει; Τι ώρα ανοίγει για το κοινό; Πόσα χρήματα έχει μέσα; Πολλές ερωτήσεις για την τράπεζα. Εγώ απαντούσα όσο καλύτερα μπορούσα και ταυτόχρονα προσευχόμουν σιωπηλά. Θερμοπαρακαλούσα τον Ιεχωβά να με βοηθήσει να βγω σώα και ασφαλής απ’ αυτή την περιπέτεια.
Έπειτα από δέκα περίπου λεπτά, μπήκε σ’ ένα χωματόδρομο που οδηγούσε σε δάσος. Προφανώς περίμενε να συναντήσει κάποιον, γιατί άρχισε να μονολογεί μουρμουρίζοντας: «Πού ’ναι τος; Πού είναι;» Σταμάτησε το αυτοκίνητο, βγήκε έξω, και με ανάγκασε να συρθώ πάνω στο κάθισμα και να βγω από τη μεριά του οδηγού, με την πλάτη μου γυρισμένη όλη την ώρα προς αυτόν. Με το όπλο κολλημένο στα πλευρά μου, με οδήγησε πιο βαθιά μέσα στο δάσος, ενώ εγώ έπρεπε να κοιτάζω συνεχώς κάτω για να μην μπορώ να τον βλέπω. Δυσκολευόμουν να περάσω μέσα από τους πυκνούς θάμνους με το φόρεμα και τα ψηλοτάκουνα παπούτσια που φορούσα. Με οδήγησε σ’ ένα δέντρο, με γύρισε προς τον κορμό και έβαλε χοντρή κολλητική ταινία στα μάτια μου και στο στόμα μου. Έδεσε με ταινία τα χέρια μου πίσω από την πλάτη μου και μετά με έδεσε στο δέντρο βάζοντας ταινία γύρω από το σώμα μου και τον κορμό του δέντρου.
Εκείνη την ώρα εγώ τρανταζόμουν ολόκληρη. Με διέταξε να σταματήσω. Ψέλλισα μέσα από την ταινία ότι δεν μπορούσα. «Λοιπόν, στάσου ακίνητη. Κάποιος σε παρακολουθεί και αν προσπαθήσεις να λυθείς, θα σε σκοτώσει». Λέγοντας αυτά με άφησε κι έφυγε. Θυμόμουν το εδάφιο της ημέρας που έλεγε «Ελευθέρωσον ημάς από του πονηρού» και σκεφτόμουν πόσο ταίριαζε στην περίπτωσή μου εκείνη την ώρα.
Σε λίγο γύρισε αλλά με διαφορετικό αυτοκίνητο—το δικό μου θα το αναγνώριζα από το θόρυβο της μηχανής. Ίσως να το είχε αφήσει και να πήρε το δικό του. Έβγαλε την ταινία που ήταν γύρω από τη μέση μου και τον κορμό του δέντρου, αλλά άφησε αυτές που είχε βάλει στα μάτια μου και στο στόμα μου, και οι καρποί μου παρέμεναν δεμένοι με την ταινία πίσω από την πλάτη μου. Με οδήγησε ξανά μέσα από τους θάμνους και τελικά φτάσαμε στο αυτοκίνητο. Άνοιξε το πορτμπαγκάζ, με πέταξε μέσα, έκλεισε το καπό και ξεκίνησε.
Άρχισα πάλι να προσεύχομαι. Προσευχόμουν τις περισσότερες ώρες της ημέρας και ζητούσα από τον Ιεχωβά να μου δώσει τη δύναμη που χρειαζόμουν για να αντέξω ό,τι άλλο με περίμενε. Κάναμε μια διαδρομή πιθανόν 15-20 λεπτών και μετά ο απαγωγέας μου σταμάτησε και άνοιξε το πορτμπαγκάζ, τράβηξε την ταινία από το στόμα μου και με ρώτησε ποιο ήταν το τηλέφωνο της τράπεζας. Του το έδωσα. Με ρώτησε ποιος ήταν ο προϊστάμενός μου. Του είπα, και ξαναέβαλε την ταινία στο στόμα μου. Τότε ήταν που τηλεφώνησε στην τράπεζα και ζήτησε τα χρήματα—150.000 δολάρια (περ. 27 εκατ. δρχ.), όπως έμαθα αργότερα.
Είπε στον Τζορτζ—αυτό ήταν το όνομα του υπευθύνου στην τράπεζα εκείνη την ημέρα—να βρίσκεται σ’ ένα συγκεκριμένο τηλεφωνικό θάλαμο νότια της Ατλάντας στις δύο το απόγευμα μαζί με τα λεφτά, και από κει θα έπαιρνε περαιτέρω οδηγίες. Με ενημέρωσε γι’ αυτές τις εξελίξεις και με διαβεβαίωσε ότι σύντομα θα ήμουν ελεύθερη. Μέχρι τις δύο το απόγευμα, ωστόσο, είχαμε ακόμη μέλλον, κι εγώ εξακολουθούσα να είμαι κουβαριασμένη και δεμένη μέσα στο πορτμπαγκάζ και ζεσταινόμουν όλο και πιο πολύ. Οι ώρες κυλούσαν αργά. Μια-δυο φορές ήρθε να δει αν ήμουν καλά. «Ο Θεός σου ο Ιεχωβά σε φροντίζει», σχολίασε. Θυμόταν λοιπόν την προσευχή που έκανα στον Ιεχωβά το πρωί.
Σκεφτόμουν την οικογένειά μου. Ήξεραν άραγε ότι αγνοούνταν η τύχη μου; Αν το είχαν μάθει, πώς να αντέδρασαν; Ανησυχούσα γι’ αυτούς πιο πολύ απ’ ό,τι για τον εαυτό μου. Έκανα σκέψεις γύρω από διάφορα εδάφια. Το ένα ήταν αυτό που λέει ότι το όνομα του Ιεχωβά είναι ‘πύργος οχυρός και ο δίκαιος που καταφεύγει σ’ αυτόν είναι ασφαλής’. Επίσης, ‘όποιος επικαλεσθεί το όνομα του Ιεχωβά θα σωθεί’. Και φυσικά εφάρμοζα τη συμβουλή του αποστόλου Παύλου να ‘προσευχόμαστε αδιαλείπτως’. (Παροιμίαι 18:10· Ρωμαίους 10:13· 1 Θεσσαλονικείς 5:17) Εκτός από τα Γραφικά εδάφια, στο μυαλό μου επαναλαμβάνονταν τα λόγια και οι μελωδίες ύμνων της Βασιλείας, όπως: ‘Ιεχωβά, είσαι συ πύργος μου σκέπη γλυκιά’ και ‘ο Ιεχωβά είναι το καταφύγιό μου’.
Από εμπειρίες που είχα διαβάσει στη Σκοπιά, θυμόμουν ότι ο Ιεχωβά είχε βοηθήσει άλλους να υπομείνουν ασυνήθιστες δοκιμασίες. Μια εμπειρία από το Ξύπνα! που τριγυρνούσε στο μυαλό μου ήταν για κάποια Μάρτυρα που πιάστηκε όμηρος σε μια ληστεία τράπεζας.a Ο ληστής την κρατούσε σφιχτά από το λαιμό ενώ κουνούσε πέρα δώθε μια χειροβομβίδα απειλώντας την. Η δοκιμασία της συνεχίστηκε επί ώρες· αυτή και ο ληστής ήταν κλεισμένοι μέσα στην τράπεζα, ενώ η αστυνομία βρισκόταν απ’ έξω. Κι αυτή επίσης είχε υπομείνει τη δοκιμασία της προσευχόμενη στον Ιεχωβά και φέρνοντας στο νου της εδάφια, και το θάρρος της ανταμείφθηκε αφού επέστρεψε σώα στην οικογένειά της.
Τελικά το αυτοκίνητο σταμάτησε και ο οδηγός βγήκε έξω. Δεν μπορούσα να δω το ρολόι μου, αφού το φορούσα στον καρπό μου, ο οποίος ήταν δεμένος με την κολλητική ταινία πίσω από την πλάτη μου, αλλά υπέθεσα σωστά ότι ήταν δύο η ώρα και ότι είχε πάει να συναντήσει τον Τζορτζ από την τράπεζα. Είχα ελπίδες ότι η απελευθέρωσή μου θα ερχόταν σύντομα. Αλλά δεν ήρθαν έτσι τα πράγματα. Προφανώς το σχέδιό του δεν εξελίχθηκε ομαλά και ξεκινήσαμε πάλι.
Ξαφνικά, πάτησε γκάζι και το αυτοκίνητο τινάχτηκε προς τα εμπρός ολοταχώς! Όχι μόνο οδηγούσε με πολύ μεγάλη ταχύτητα, αλλά άλλαζε και πορεία τελείως αιφνιδιαστικά, κάνοντας μάλλον ελιγμούς μέσα στην κίνηση. Μέσα στο πορτμπαγκάζ, εγώ έπεφτα πότε εδώ και πότε εκεί. Το σώμα μου τιναζόταν πάνω-κάτω και το κεφάλι μου χτυπούσε στις πλευρές του πορτμπαγκάζ. Με τα χέρια μου και τα μπράτσα μου πίσω από την πλάτη μου, ήμουν ανήμπορη να σταθεροποιηθώ κάπου ή να προφυλαχτώ από τα χτυπήματα την ώρα που το σώμα μου έπεφτε προς κάθε κατεύθυνση. Αυτό συνεχίστηκε επί δέκα λεπτά περίπου, αλλά σ’ εμένα το διάστημα φάνηκε πολύ μακρύτερο.
Σύντομα έπειτα απ’ αυτό, το αυτοκίνητο σταμάτησε και αυτός άνοιξε το πορτμπαγκάζ για να δει πώς ήμουν. Φυσικά, ήμουν καταχτυπημένη και σε κακή κατάσταση απ’ όλο αυτό το ταρακούνημα. Η καρδιά μου χτυπούσε ακανόνιστα και η αναπνοή μου έβγαινε πολύ δύσκολα. Ήμουν λουσμένη στον ιδρώτα και δεν μπορούσα να τον σκουπίσω αφού τα χέρια μου ήταν δεμένα πίσω από την πλάτη μου. Η αναπνοή έβγαινε πολύ δύσκολα καθώς φαινόταν μόνο η μύτη μου ανάμεσα στις ταινίες που είχα στα μάτια μου και στο στόμα μου. Έβγαλε γρήγορα την ταινία από το στόμα μου για να αναπνεύσω ευκολότερα και να μιλήσω αν ήθελα.
Μου είπε ότι η αστυνομία είχε εντοπίσει το αυτοκίνητό του, μάλλον από κει που τον παραφύλαγαν, και άρχισαν να τον καταδιώκουν. Αυτός ήταν ο λόγος που πήγαινε τόσο γρήγορα και έκανε συνέχεια ελιγμούς για να μη χτυπήσει άλλα αυτοκίνητα. Κατάφερε τελικά να ξεφύγει από την αστυνομία. Μου εξήγησε ότι δεν είχε πάρει ακόμη τα χρήματα, αλλά επρόκειτο να δοκιμάσει κάτι άλλο που θα έπαιρνε λίγο περισσότερο χρόνο· αλλά εγώ να μην ανησυχώ. Με διαβεβαίωσε ξανά ότι δεν θα μου έκανε κακό, δεν είχε τέτοια πρόθεση. Χρειαζόταν χρήματα κι εγώ ήμουν το κλειδί για να τα πάρει. Όταν το είπε αυτό, ησύχασα, επειδή είχα προσευχηθεί, σε περίπτωση που ήθελε να μου κάνει κακό, να με βοηθήσει ο Ιεχωβά να αντιδράσω με το σωστό τρόπο.
Οι ώρες κυλούσαν αργά. Σταμάτησε μια-δυο φορές, ίσως για να κάνει κι άλλα τηλεφωνήματα ή απόπειρες να πάρει τα χρήματα. Μια φορά που σταμάτησε, τον άκουσα να βάζει βενζίνη στο αυτοκίνητο. Είχα πιαστεί ολόκληρη και προσπάθησα να απλωθώ όσο μπορούσα και έκανα κάποιο θόρυβο. Αμέσως εκείνος άνοιξε το πορτμπαγκάζ και με προειδοποίησε να μην κάνω θόρυβο. Αναρωτιόμουν τι ώρα ήταν. Ποτέ δεν μου είπε την ακριβή ώρα, παρά μόνο την πρώτη φορά, όταν ήταν δύο η ώρα. Ήξερα ότι ήμασταν ακόμη στην περιοχή της Ατλάντας επειδή άκουγα τα αεροπλάνα που απογειώνονταν και προσγειώνονταν στο αεροδρόμιο.
Έπειτα απ’ αυτό άνοιξε το πορτμπαγκάζ και είπε: ‘Μια ώρα ακόμη. Μια ώρα και θα είσαι ελεύθερη’. Αυτό το είπε αρκετές φορές. Δεν τον πίστευα πια. Απλώς έλπιζα. Έξω η μέρα δεν ήταν φοβερά ζεστή, αλλά μέσα στο πορτμπαγκάζ ήταν κλειστά και αποπνικτικά, και όσο περνούσε η ώρα η ζέστη γινόταν μεγαλύτερη. Ίδρωνα πολύ και ανέπνεα με ολοένα και μεγαλύτερη δυσκολία. Άρχισα να προσεύχομαι για την ανάσταση επειδή δεν ήμουν σίγουρη πόση ώρα ακόμη θα τα κατάφερνα να αναπνέω.
Αν πέθαινα, έλπιζα ότι ο Ιεχωβά θα βοηθούσε την οικογένειά μου να το ξεπεράσει. Σκεφτόμουν και την οικογένειά μου και τον εαυτό μου. Ήξερα ότι αν τελικά πέθαινα, ο Ιεχωβά θα με έφερνε πίσω στην ανάσταση και θα ξαναέβρισκα την οικογένειά μου στον υποσχεμένο του νέο κόσμο της δικαιοσύνης. (Ιωάννης 5:28, 29· 2 Πέτρου 3:13) Οι σκέψεις μου για τον Ιεχωβά και τις υποσχέσεις του ήταν αυτές που με στήριξαν.
Ο οδηγός άνοιξε ξανά το πορτμπαγκάζ. Ήταν σκοτάδι—είχε σκοτεινιάσει εδώ και αρκετές ώρες. Είχε κάνει κι άλλα τηλεφωνήματα. Καμιά από τις προσπάθειές του να πάρει τα λύτρα δεν είχε πετύχει. Είπε ότι είχε κουραστεί να προσπαθεί και ότι θα με πήγαινε πάλι στο Κολόμπους και θα με άφηνε να φύγω. Όταν πια γυρίσαμε πίσω, εγώ ήμουν τελείως εξαντλημένη. Ήμουν σωριασμένη ανήμπορα μέσα στο πορτμπαγκάζ και ευχόμουν να τελειώσουν όλα. Αλλά συγκέντρωσα τις δυνάμεις μου και είπα: ‘Όχι, πρέπει να είμαι σε εγρήγορση. Πρέπει να αναγκάσω τον εαυτό μου να παραμείνει ξύπνιος. Όλα θα τελειώσουν σε λίγο. Δεν τα κατάφερε και με πάει στο σπίτι’.
Θα με άφηνε στο αυτοκίνητό μου, αλλά δεν ήταν εκεί που νόμιζε ότι θα ήταν. Με πήγε σε μια Αίθουσα Βασιλείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά, αλλά στο διαμέρισμα όπου έμενε ένας από τους περιοδεύοντες εκπροσώπους μας τα φώτα ήταν αναμμένα. «Δεν πρόκειται να σ’ αφήσω μέσα σε κόσμο!» Ωστόσο, ήταν η πρώτη φορά που με άφησε να βγω από το πορτμπαγκάζ. Τα μάτια μου ήταν ακόμη κολλημένα με ταινίες, τα χέρια μου ήταν ακόμη πίσω από την πλάτη μου, αλλά αυτός έβγαλε την ταινία από το στόμα μου. Αισθανόμουν ζαλισμένη και μόλις και μετά βίας μπορούσα να περπατήσω—τα πόδια μου ήταν τόσο μουδιασμένα. Με ξαναέβαλε στο πορτμπαγκάζ, κατηφόρισε το δρόμο, με άφησε στο πίσω μέρος μιας Βαπτιστικής εκκλησίας και έφυγε. Ήταν 1:30, ξημερώματα Παρασκευής.
Αισθανόμουν πραγματικά ζαλισμένη, κάθησα κάτω και λιποθύμησα. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι ήταν ότι άκουσα το αυτοκίνητό του να φεύγει. Όταν συνήλθα, τρεις ώρες αργότερα, κειτόμουν μέσα στο χορτάρι και στη λάσπη. Έβγαλα την ταινία από τους καρπούς μου και έβγαλα κι αυτές που είχα στα μάτια μου. Κοίταξα το ρολόι μου. Ήταν 5 παρά τέταρτο. Είχα μείνει μέσα στο πορτμπαγκάζ 17 ώρες και ήμουν αναίσθητη στο έδαφος επί 3 ώρες. Με πόδια τρεμάμενα και μουδιασμένα, κατηφόρισα το δρόμο. Ένας άντρας έβγαινε με το φορτηγό του από το δρομάκι του σπιτιού του. Του είπα ότι με είχαν απαγάγει και ότι ήταν ανάγκη να τηλεφωνήσω στην οικογένειά μου και στην αστυνομία. Η αστυνομία βρισκόταν εκεί σε δέκα λεπτά. Η περιπέτεια είχε τελειώσει.
Με πήγαν στο ιατρικό κέντρο για να κάνω εξετάσεις. Επί 20 ώρες δεν είχα πιει και δεν είχα φάει τίποτα ούτε είχα χρησιμοποιήσει τουαλέτα, και είχα κοιμηθεί μόνο τις τελευταίες τρεις ώρες. Το σώμα μου ήταν μελανιασμένο, το φόρεμά μου λασπωμένο, τα μαλλιά μου είχαν τα χάλια τους, το πρόσωπό μου ήταν βρόμικο και παραμορφωμένο από τα σημάδια που είχαν αφήσει οι ταινίες. Αλλά τίποτα απ’ αυτά δεν ήταν ικανό να χαλάσει τη στιγμή που ξαναέσμιξα με τον άντρα μου, τον Μπραντ, και τη μητέρα μου την Γκλέντα, καθώς και με τους πολλούς άλλους αγαπημένους μου συγγενείς και φίλους που είχαν συγκεντρωθεί για να με καλωσορίσουν. Η δοκιμασία της αναμονής και της ανησυχίας που είχαν υποστεί ήταν διαφορετική από τη δική μου αλλά, κατά κάποιον τρόπο, ίσως ακόμη πιο τυραννική.
Από το ιατρικό κέντρο πήγα στο αστυνομικό τμήμα για να απαντήσω σε κάποιες ερωτήσεις και να δώσω κατάθεση. Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Κολόμπους Λέτζερ-Ενκουάιρερ (Columbus Ledger-Enquirer), της 25ης Μαΐου 1991, η αστυνομία είπε ότι ο απαγωγέας, ο οποίος είχε πλέον συλληφθεί, θα «κατηγορούνταν επίσης για ένα βιασμό και εξαναγκασμό σε σοδομία που έλαβαν χώρα το προηγούμενο σαββατοκύριακο», ακριβώς πριν από την απαγωγή μου. Επίσης, σ’ αυτή την εφημερίδα ήταν δημοσιευμένη και η εξήγηση που έδωσε ο διοικητής της αστυνομίας Γουεδέρινγκτον για το αίτημά του να μη γίνει γνωστή η απαγωγή από τα μέσα ενημέρωσης: «Ανησυχούσαμε πραγματικά για τη ζωή της Λίζας». Όλα αυτά με έπεισαν ακόμη περισσότερο ότι με προστάτευσε η εμπιστοσύνη μου στον Ιεχωβά.
Πήγα στο σπίτι όπου έκανα το ωραιότερο ζεστό μπάνιο της ζωής μου, ένα γλυκό, ευεργετικό ύπνο και την εξής παρηγορητική σκέψη καθώς παραδινόμουν σιγά-σιγά στο βαθύ μου ύπνο: Το εδάφιο της ημέρας, Ματθαίος 6:13, εξακολουθούσε να είναι παρηγοριά για εμένα και, σύμφωνα με το εδάφιο Ψαλμός 146:7, είχα ‘απελευθερωθεί από δεσμά’.—Όπως το αφηγήθηκε η Λίζα Ντάβενπορτ.
[Υποσημειώσεις]
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 17]
«Την προσευχή σου να την κάνεις από μέσα σου. Δεν θέλω να την ακούω»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 17]
Άνοιξε το πορτμπαγκάζ, με πέταξε μέσα, έκλεισε το καπό και ξεκίνησε
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 18]
Τιναζόμουν πάνω-κάτω και το κεφάλι μου χτυπούσε στις πλευρές του πορτμπαγκάζ
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 19]
Ήμουν σωριασμένη ανήμπορα μέσα στο πορτμπαγκάζ και ευχόμουν να τελειώσουν όλα
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 20]
Όταν συνήλθα, τρεις ώρες αργότερα, κειτόμουν μέσα στο χορτάρι και στη λάσπη
[Εικόνα της Λίζα Ντάβενπορτ στη σελίδα 20]