ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Καταγγελία για αδικοπραγία. Ο κατηγορούμενος καλείται να λογοδοτήσει.
Μια εβραϊκή λέξη που αποδίδεται «κατηγορία» (σιτνάχ) προέρχεται από τη ρίζα σατάν, η οποία σημαίνει “αντιστέκομαι”. (Εσδ 4:6· παράβαλε Ζαχ 3:1.) Η πιο κοινή συναφής λέξη του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου είναι το ρήμα κατηγορέω, που σημαίνει “μιλώ εναντίον” κάποιου, συνήθως με δικαστική ή νομική έννοια. (Μαρ 3:2· Λου 6:7) Στο εδάφιο Λουκάς 16:1 η λέξη διαβάλλω του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου, που αποδίδεται “κατηγορώ”, μπορεί επίσης να μεταφραστεί «συκοφαντώ». Το ρήμα αυτό είναι συγγενικό της λέξης διάβολος (συκοφάντης).
Η λέξη συκοφαντέω, που μεταφράζεται “κατηγορώ ψεύτικα” στο εδάφιο Λουκάς 3:14, αποδίδεται “αρπάζω με ψεύτικη κατηγορία” στο εδάφιο Λουκάς 19:8. Μία από τις διάφορες εξηγήσεις για την προέλευση αυτής της λέξης είναι ότι στην αρχαιότητα απαγορευόταν η εξαγωγή σύκων από την περιοχή της Αθήνας. Κάποιος ο οποίος κατήγγελλε άλλους, κατηγορώντας τους ότι επιχειρούσαν να εξαγάγουν σύκα, αποκαλούνταν συκοφάντης, δηλαδή «αυτός που φανερώνει τα σύκα». Ο όρος κατέληξε να σημαίνει τον κακοήθη καταδότη, αυτόν που κατηγορούσε άλλους από φιλοκέρδεια, τον ψευδόμενο κατήγορο, τον εκβιαστή.
Ένα άτομο μπορεί να κληθεί να λογοδοτήσει για κάποιο αδίκημα ενώ είναι εντελώς αθώο και άμεμπτο, θύμα ψευδόμενου κατήγορου. Γι’ αυτό, ο εβραϊκός νόμος, παρότι εξέθετε την ευθύνη που είχε ο καθένας στο έθνος να φροντίζει να λογοδοτούν οι αδικοπραγούντες, παράλληλα προστάτευε επαρκώς τους κατηγορουμένους. Μερικά παραδείγματα από το Μωσαϊκό Νόμο καταδεικνύουν παραστατικά αυτές τις αρχές. Αν κάποιος γνώριζε οτιδήποτε σχετικά με ένα έγκλημα, έπρεπε να το καταγγείλει ενώπιον των αρμόδιων αρχών. (Λευ 5:1· 24:11-14) Οι αρχές, με τη σειρά τους, έπρεπε να “ψάξουν και να ερευνήσουν και να ρωτήσουν σχολαστικά” ώστε να διαπιστώσουν αν οι κατηγορίες ήταν βάσιμες προτού επιβάλουν τιμωρία. (Δευ 13:12-14) Όποιος γινόταν μάρτυρας αδικοπραγίας δεν έπρεπε να αποκρύψει το γεγονός ή να μην καταγγείλει τον ένοχο, ακόμη και αν επρόκειτο για στενό συγγενή, παραδείγματος χάρη αδελφό, γιο, κόρη ή γαμήλιο σύντροφο. (Δευ 13:6-8· 21:18-20· Ζαχ 13:3) Απαιτούνταν η μαρτυρία δύο ή τριών μαρτύρων, και όχι απλώς ο λόγος ενός και μοναδικού κατήγορου.—Αρ 35:30· Δευ 17:6· 19:15· Ιωα 8:17· Εβρ 10:28.
Ο Νόμος του Μωυσή έδινε επίσης στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να αντιμετωπίσει τον κατήγορό του ενώπιον δικαστηρίου προκειμένου να αποδειχτεί πλήρως ότι οι καταγγελίες ήταν βάσιμες. (Δευ 19:16-19· 25:1) Κλασικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση με τις δύο πόρνες οι οποίες παρουσιάστηκαν με ένα βρέφος ενώπιον του σοφού Βασιλιά Σολομώντα για να αποφασίσει εκείνος ποια από τις δύο ήταν η μητέρα του παιδιού.—1Βα 3:16-27.
Και ο ρωμαϊκός νόμος επίσης απαιτούσε από τους κατηγόρους να παρουσιάζονται στο δικαστήριο. Όταν, λοιπόν, ο Ρωμαίος πολίτης Παύλος δικάστηκε ενώπιον των κυβερνητών Φήλικα και Φήστου, οι κατήγοροί του διατάχθηκαν να παρουσιαστούν και αυτοί. (Πρ 22:30· 23:30, 35· 24:2, 8, 13, 19· 25:5, 11, 16, 18) Ωστόσο, ο Παύλος εμφανίστηκε ενώπιον του Καίσαρα στη Ρώμη επειδή τον επικαλέστηκε ο ίδιος για να επιτύχει αθωωτική απόφαση, όχι για να κατηγορήσει το έθνος του. (Πρ 28:19) Ούτε ο Παύλος αλλά ούτε και ο Ιησούς κατηγόρησαν το Ιουδαϊκό έθνος για αδικοπραγία. Τέτοιου είδους κατηγορία διατύπωσε ο Μωυσής με τη συμπεριφορά του και τα γραφόμενά του.—Ιωα 5:45.
Τρεις Εβραίοι κατηγορήθηκαν ότι δεν λάτρεψαν τη χρυσή εικόνα του Ναβουχοδονόσορα και ρίχτηκαν στο καμίνι. Η κατηγορία ήταν αληθινή, αλλά βασιζόταν σε κακό νόμο. Ωστόσο, εκείνοι δεν είχαν αδικοπραγήσει, και όταν η υπόθεση έφτασε στο Ανώτατο Δικαστήριο του Ουρανού, ο Ιεχωβά τούς απάλλαξε από κάθε ενοχή. (Δα 3:8-25) Παρόμοια, ο Δανιήλ ελευθερώθηκε από το θάνατο, ενώ οι κατήγοροι που έστησαν την πλεκτάνη εναντίον του ρίχτηκαν στα λιοντάρια. (Δα 6:24) Η λέξη “κατηγόρησαν” σε αυτές τις δύο αφηγήσεις αποτελεί μετάφραση μιας αραμαϊκής φράσης της οποίας η κυριολεκτική σημασία είναι «έφαγαν τα κομμάτια [της σάρκας που ξέσκισαν από το σώμα]», και μπορεί επίσης να αποδοθεί «συκοφάντησαν». (Δα 3:8· 6:24· υποσημειώσεις) Οι εναντιούμενοι στην ανοικοδόμηση του ναού στην Ιερουσαλήμ έγραψαν μια επιστολή με την οποία κατηγορούσαν τους οικοδόμους για αδικοπραγία, με βάση δε αυτή την ψεύτικη κατηγορία επιβλήθηκε απαγόρευση του έργου—απαγόρευση η οποία μεταγενέστερα αποδείχτηκε παράνομη. (Εσδ 4:6–6:12) Ανάλογα, οι θρησκευτικοί ηγέτες έψαχναν να βρουν τρόπους για να κατηγορήσουν τον Ιησού ως παραβάτη του νόμου. (Ματ 12:10· Λου 6:7) Τελικά πέτυχαν να συλληφθεί αυτός ο αθώος άνθρωπος, ενώ στη δίκη διατύπωσαν τις ψεύτικες κατηγορίες τους εναντίον του Δικαίου, του Ιησού, με τη μεγαλύτερη σφοδρότητα. (Ματ 27:12· Μαρ 15:3· Λου 23:2, 10· Ιωα 18:29) Αυτά τα παραδείγματα δείχνουν πόσο εσφαλμένο είναι να κατηγορεί κάποιος ψεύτικα τους άλλους, ιδιαίτερα αν βρίσκεται σε θέση εξουσίας.—Λου 3:14· 19:8.
Στη Χριστιανική εκκλησία, οι επίσκοποι και οι διακονικοί υπηρέτες πρέπει, όχι μόνο να μην ψευδομαρτυρούν εναντίον των άλλων, αλλά και να είναι οι ίδιοι ακατηγόρητοι. (1Τι 3:10· Τιτ 1:6) Επομένως, αν διατυπωθούν κατηγορίες εναντίον κάποιου πρεσβυτέρου, θα πρέπει να υποστηρίζονται από δύο ή τρεις μάρτυρες. (Ματ 18:16· 2Κο 13:1· 1Τι 5:19) Ολόκληρη η εκκλησία πρέπει να είναι ακατηγόρητη (1Κο 1:8· Κολ 1:22), αν και αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα διατυπώνονται εναντίον της ψεύτικες κατηγορίες, διότι ο μεγάλος Αντίδικος, ο Σατανάς ο Διάβολος, είναι «ο κατήγορος των αδελφών μας . . . ο οποίος τους κατηγορεί ημέρα και νύχτα ενώπιον του Θεού μας!»—Απ 12:10.