ΚΛΕΙΔΑΡΙΑ
Μηχανισμός με τον οποίο ασφαλίζεται μια πόρτα ή μια πύλη ώστε να αποκλείεται η είσοδος. (Κρ 3:23, 24· Νε 3:3, 6, 13-15) Στους αρχαίους χρόνους η κλειδαριά αποτελούνταν συνήθως από έναν ξύλινο σύρτη, ο οποίος συρόταν μέσα στην εγκοπή ενός ξύλινου ορθοστάτη που ήταν στερεωμένος στην πόρτα. Για να κλειδώσει η πόρτα, ο σύρτης ωθούνταν μέσα σε μια υποδοχή στον παραστάτη της πόρτας και ασφαλιζόταν με ξύλινους ή σιδερένιους πίρους οι οποίοι έπεφταν από τον ορθοστάτη μέσα σε οπές που υπήρχαν στο σύρτη. Για να ξεκλειδώσει η πόρτα, έμπαινε ένα κλειδί το οποίο ανύψωνε τους πίρους, επιτρέποντας έτσι στο σύρτη να επιστρέψει στην ξεκλείδωτη θέση. Την υποδοχή, ή εσοχή, μέσα στην οποία έμπαινε ο σύρτης αναφέρει η Σουλαμίτισσα καθώς εξιστορεί ένα όνειρό της, στο οποίο ο βοσκός που αγαπούσε εμποδίστηκε να τη συναντήσει από μια κλειδωμένη πόρτα.—Ασμ 5:2-5· βλέπε ΚΛΕΙΔΙ.