Εδάφια της Ημέρας για τον Μήνα Ιανουάριο
1 Τι ωφελείται άνθρωπος, εάν τον κόσμον όλον κερδήση, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή;—Ματθ. 16:26. Σ 1/7/56 22α· 3
2 Ανδρίζεσθε, και ας κραταιωθή η καρδία σας, πάντες οι ελπίζοντες επί τον Ιεχωβά.—Ψαλμ. 31:24, ΑΣ. Σ 15/6/56 15
3 Εγώ Ιεχωβά ο Θεός σου είμαι Θεός απαιτών αποκλειστικήν αφοσίωσιν.——Δευτ. 5:9, ΜΝΚ. Σ 1/2/56 1· 11α
4 Εγώ είμαι ο Θεός, και δεν υπάρχει άλλος· εγώ είμαι ο Θεός, και ουδείς όμοιός μου· όστις απ’ αρχής αναγγέλλω το τέλος, και από πρότερον τα μη γεγονότα, λέγων, Η βουλή μου θέλει σταθή, και θέλω εκτελέσει άπαν το θέλημά μου.—Ησ. 46:9, 10. Σ 15/10/56 7, 8
5 Ουδέ δι’ αίματος τράγων και μόσχων, αλλά δια του ιδίου αυτού αίματος εισήλθεν άπαξ εις τα άγια, αποκτήσας αιωνίαν λύτρωσιν.—Εβρ. 9:12. Σ 15/2/56 23, 24
6 Αλλά ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού, και την δικαιοσύνην αυτού· και ταύτα πάντα θέλουσι σας προστεθή.—Ματθ. 6:33. Σ 1/2/56 16
7 Ο Ιεχωβά με έχρισε δια να ευαγγελίζωμαι εις τους πτωχούς· με απέστειλε δια να ιατρεύσω τους συντετριμμένους την καρδίαν, να κηρύξω ελευθερίαν εις τους αιχμαλώτους, και άνοιξιν δεσμωτηρίου εις τους δεσμίους.—Ησ. 61:1, ΑΣ. Σ 15/9/56 5, 6
8 Οι ζώντες κατά την σάρκα, τα της σαρκός φρονούσιν· οι δε κατά το πνεύμα, τα του πνεύματος. Επειδή το φρόνημα της σαρκός είναι θάνατος το δε φρόνημα του πνεύματος, ζωή και ειρήνη.—Ρωμ. 8:5, 6. Σ 15/6/56 9
9 Ουδέ θέλεις συμπενθερεύσει μετ’ αυτών· . . . Διότι θέλουσιν αποπλανήσει τους υιούς σου απ’ εμού, και θέλουσι λατρεύει άλλους θεούς· και θέλει εξαφθή η οργή του Ιεχωβά εναντίον σας.—Δευτ. 7:3, 4, ΜΝΚ. Σ 15/8/56 24α
10 Και γύμναζε σεαυτόν εις την ευσέβειαν. Διότι η σωματική γυμνασία είναι προς ολίγον ωφέλιμος· αλλ’ η ευσέβεια είναι προς πάντα ωφέλιμος, έχουσα επαγγελίαν της παρούσης ζωής και της μελλούσης.—1 Τιμ 4:7, 8. Σ 15/7/56 3
11 Απεκδύθητε τον παλαιόν άνθρωπον μετά των πράξεων αυτού· και ενδύθητε τον νέον, τον ανακαινιζόμενον εις επίγνωσιν κατά την εικόνα του κτίσαντος αυτόν.—Κολ. 3:9, 10. Σ 1/8/56 1, 9
12 Ουδείς δύναται δύο κυρίους να δουλεύη· διότι ή τον ένα θέλει μισήσει, και τον άλλον θέλει αγαπήσει ή εις τον ένα θέλει ποοσκολληθή, και τον άλλον θέλει καταφρονήσει. Δεν δύνασθε να δουλεύητε Θεόν και Μαμμωνά.—Ματθ. 6:24. Σ 1/10/56 8
13 Εάν τις θέλη να έλθη οπίσω μου, ας απαρνηθή εαυτόν, και ας σηκώση τον σταυρόν αυτού, και ας με ακολουθή.—Ματθ. 16:24. Σ 1/9/56 7
14 Άξιος είσαι, Ιεχωβά, ο Θεός ημών, να λάβης την δόξαν και την τιμήν και την δύναμιν· διότι συ έκτισας τα πάντα, και δια το θέλημά σου υπάρχουσι και εκτίσθησαν.—Αποκάλ. 4:11, ΜΝΚ. Σ 1/7/56 4
15 Ο Θεός συνεκέρασε το σώμα, . . . δια να μη ήναι σχίσμα εν τω σώματι, αλλά να φροντίζωσι τα μέλη το αυτό υπέρ αλλήλων.—1 Κορ. 12:24, 25. Σ 15/10/56 8β
16 Πολλοί λαοί θέλουσιν υπάγει, και ειπεί, Έλθετε και ας αναβώμεν εις το όρος του Ιεχωβά, . . . και θέλει διδάξει ημάς τας οδούς αυτού, και θέλομεν περιπατήσει εν ταις τρίβοις αυτού.—Ησ. 2:3, ΑΣ. Σ 15/2/56 19α
17 Ω Ιεχωβά, συ είσαι ο Θεός ημών· ημείς είμεθα ο πηλός, και συ ο Πλάστης ημών.—Ησ. 64:8, ΑΣ. Σ 1/2/56 17
18 Αγαπητοί, μη πιστεύετε εις παν πνεύμα, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα αν ήναι εκ του Θεού.—1 Ιωάν. 4:1. Σ 1/6/56 12
19 Και είπεν ο Αβραάμ περί Σάρρας της γυναικός αυτού, Αδελφή μου είναι. Έστειλε δε Αβιμέλεχ ο βασιλεύς των Γεράρων, και έλαβε την Σάρραν.—Γέν. 20:2. Σ 15/5/56 12, 13, 17
20 Επειδή καθαιρούμεν λογισμούς, και παν ύψωμα επαιρόμενον εναντίον της γνώσεως του Θεού, και αιχμαλωτίζομεν παν νόημα εις την υπακοήν του Χριστού.—2 Κορ. 10:5. Σ 15/9/56 15, 16α
21 Δεν είναι εις πάντας η γνώσις αύτη· τινές δε δια την συνείδησιν του ειδώλου έως σήμερον τρώγουσι το ειδωλόθυτον ως ειδωλόθυτον, και η συνείδησις αυτών ασθενής ούσα μολύνεται.—1 Κορ. 8:7. Σ 15/6/56 11
22 Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν. Εγώ είμαι ο Ιεχωβά.—Λευιτ. 19:18, ΜΝΚ. Σ 15/10/56 8, 9α
23 Δίδαξον το παιδίον εν αρχή της οδού αυτού.—Παροιμ. 22:6. Σ 15/8/56 4
24 Μη προσκυνήσης αυτά, μηδέ λατρεύσης αυτά· διότι εγώ Ιεχωβά ο Θεός σου είμαι Θεός απαιτών αποκλειστικήν αφοσίωσιν.—Έξοδ. 20:5, ΜΝΚ. Σ 1/2/56 6
25 Εκείνα τα οποία θυσιάζουσι τα έθνη, εις τα δαιμόνια θυσιάζουσι, και ουχί εις τον Θεόν· και δεν θέλω σεις να γίνησθε κοινωνοί των δαιμονίων.—1 Κορ. 10:20. Σ 15/2/56 9, 10, 12
26 Έλπιζε επί Κύριον [Ιεχωβά] εξ όλης σου της καρδίας, και μη επιστηρίζεσαι εις την σύνεσίν σου· εν πάσαις ταις οδοίς σου αυτόν γνώριζε, και αυτός θέλει διευθύνει τα διαβήματά σου.—Παροιμ. 3:5 6. Σ 15/7/56 9
27 Θέλουσι σας καταδιώξει, παραδίδοντες εις συναγωγάς και φυλακάς, φερομένους έμπροσθεν βασιλέων και ηγεμόνων, ένεκεν του ονόματός μου.—Λουκ. 21:12. Σ 1/2/56 5β
28 Τον αγώνα τον καλόν ηγωνίσθην.—2 Τιμ. 4:7. Σ 15/9/56 6, 7
29 Μεταμορφώνεσθε δια της ανακαινίσεως του νοός σας, ώστε να δοκιμάζητε τι είναι το θέλημα του Θεού το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον.—Ρωμ. 12:2. Σ 1/2/56 13
30 Να στρατεύης κατ’ αυτάς την καλήν στρατείαν, έχων πίστιν και αγαθήν συνείδησιν, την οποίαν τινές αποβαλόντες, εναυάγησαν εις την πίστιν.—1 Τιμ. 1:18, 19. Σ 15/9/56 3, 4α
31 Ο Ιεχωβά, . . . είναι Θεός απαιτών αποκλειστικήν αφοσίωσιν.—Έξοδ. 34:14, ΜΝΚ. Σ 1/2/56 14, 15