ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σκοπιάς
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
της Σκοπιάς
Ελληνική
  • ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
  • ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ
  • w60 1/10 σ. 454-456
  • Ερωτήσεις από Αναγνώστας

Δεν υπάρχει διαθέσιμο βίντεο για αυτή την επιλογή.

Λυπούμαστε, υπήρξε κάποιο σφάλμα στη φόρτωση του βίντεο.

  • Ερωτήσεις από Αναγνώστας
  • Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1960
Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1960
w60 1/10 σ. 454-456

Ερωτήσεις από Αναγνώστας

● Το παιδί μας, ηλικίας δεκαεπτά ετών, ήταν δύσκολο να διαπαιδαγωγηθή επί πολλά έτη, και κατά καιρούς απειλεί ν’ αφαιρέση τη ζωή μας, αν δεν συμμορφωθούμε με ό,τι σκέπτεται και κάνει. Είναι βίαιος χαρακτήρ. Λίγες προσπάθειες καταβάλλει προς εξεύρεσιν εργασίας, αλλά λέγει ότι είναι δικό μας καθήκον να τον υποστηρίξωμε υλικώς σε ό,τι επιθυμεί. Τι πρέπει εμείς να κάνωμε;—Ε. Ντ., Η.Π.Α.

Για να υπερνικήσωμε διεστραμμένες τάσεις των παιδιών απαιτείται πολλή υπομονή από μέρους των γονέων. Μολονότι πρέπει να υπάρχη σταθερότης, δεν πρέπει να υπάρχη και αμφιβολία περί του ότι οι γονείς αληθινά αγαπούν τα τέκνα των. Πρέπει συνεχώς να γίνεται προσφυγή στη Γραφική αυθεντία και στη λογική, το δε παράδειγμα των γονέων πρέπει να δείχνη ότι κι αυτοί επίσης υπόκεινται σ’ αυτές. Ως μια ωρισμένη ηλικία τα τέκνα θα είναι ευπειθή, αλλ’ όταν ένας νεαρός ξεσπά σε φανερή ανταρσία, τότε μπορεί να χρειασθούν αυστηρότερα μέτρα.—Εβρ. 12:7-11.

Στην εποχή του αρχαίου Ισραήλ, όταν ένας γυιός ήταν φανερά στασιαστικός, οι γονείς του τον παρέδιδαν στους πρεσβυτέρους της πόλεως για να τον τιμωρήσουν. Αυτοί εξέδιδαν απόφασι θανάτου δια λιθοβολισμού. Δεν υπήρχε δικαιολογία στασιασμού λόγω νεαράς ηλικίας. Μολονότι σήμερα δεν έχομε μια τυπική Θεοκρατία που να κυβερνά τη γη, έχομε θεοκρατικό κανόνα στο σπίτι και στην εκκλησία, καθώς και πολιτικό νόμο της χώρας. Όταν ένας γυιός αρνήται ν’ αναγνωρίση θεοκρατικό κανόνα στο σπίτι, πρέπει να γίνη προσφυγή στον θεοκρατικό κανόνα της εκκλησίας. Αν ο στασιαστικός γυιός αρνήται να προσέξη τη φωνή της εκκλησίας, οι γονείς είναι πλήρως δικαιολογημένοι να τον παραδώσουν στις αρχές της χώρας για να πολιτευθούν μαζί του όπως θεωρούν καλύτερα. Η προοπτική μιας τέτοιας ενεργείας μπορεί να είναι αρκετή για να φέρη έναν ανυπότακτο γυιό στην ευθεία γραμμή.

Είναι αληθές ότι οι γονείς είναι υποχρεωμένοι να προνοούν για τα τέκνα των, αλλά μόνον εφόσον τα τέκνα δεν μπορούν να προνοήσουν μόνα των κι εφόσον αναγνωρίζουν την αρχηγία των γονέων και συνεργάζονται με τα υπόλοιπα μέλη της οικογενείας. Αν αρνούνται να το πράξουν αυτό, δεν έχουν δικαιώματα στα αγαθά της οικογενειακής στέγης. Κι εδώ, επίσης, πρέπει να εφαρμοσθή η αρχή που αναφέρεται στο εδάφιο 2 Θεσσαλονικείς 3:10: «Εάν τις δεν θέλη να εργάζηται, μηδέ ας τρώγη.»

● Στην επιστολή 1 Κορινθίους 11:29 αναγινώσκομε: «Διότι ο τρώγων και πίνων αναξίως, τρώγει και πίνει κατάκρισιν εις εαυτόν, μη διακρίνων το σώμα.» Μήπως το σώμα, για το οποίον γίνεται λόγος εδώ, είναι το ίδιο το ανθρώπινο σώμα του Χριστού, που μνημονεύεται στα συμφραζόμενα, ή είναι το σώμα των 144.000 πνευματικών υιών;

Ναι, το σώμα που αναφέρεται ενταύθα και το οποίον πρέπει να διακρίνη κανείς, αν δεν θέλη να φάγη κατάκρισι για τον εαυτό του, είναι το ίδιο το κατά γράμμα σώμα του Κυρίου Ιησού Χριστού, το ίδιο όπως και στα προηγούμενα εδάφια του κεφαλαίου. Δεν είναι το πνευματικό σώμα του Χριστού που αποτελείται από 144.000 μέλη. Εκείνο που τονίζει εδώ ο απόστολος Παύλος είναι η ανάγκη του να εκτιμούν όσοι μετέχουν την αξία της θυσίας του Χριστού υπέρ αιτών και να μην είναι τόσο αμβλείς στις αισθήσεις των ως προς τη συμμετοχή στον εμβληματικό άρτο, μη αντιλαμβανόμενοι το ότι ο άρτος συμβολίζει την πολύτιμη θυσία του Ιησού Χριστού και τρώγοντας έτσι το έμβλημα αυτό κατά ένα τρόπον που είναι ανάξιος της θυσίας του Χριστού και που προξενεί προσβολή εναντίον αυτού.

● Τι πρέπει να κάνη μια επιτροπή εκκλησίας στην περίπτωσι ενός, ο οποίος έκαμε πράξεις άξιες θέσεώς του σε δοκιμή ή αποκοπής του και ο οποίος τώρα ισχυρίζεται ότι υπό το φως των όσα είπε Η Σκοπιά της 1ης Δεκεμβρίου 1958 περί εγκύρων και ακύρων βαπτισμάτων, το βάπτισμά του δεν ήταν έγκυρο;

Γνωρίζομε καλά ότι ο «Χριστιανικός κόσμος» ομολογεί ότι αποτελεί την οργάνωσι του Ιεχωβά και βρίσκεται στη νέα διαθήκη με αυτόν. Ποτέ δεν εγκατέλειψε αυτή τη σχέσι, μολονότι είναι ένας ψευδής ισχυρισμός και πρόφασις. Ωστόσο, ένεκα της εμφανίσεως που προσλαμβάνει ο «Χριστιανισμός» ενώπιον του κόσμου και των απαιτήσεων που κάνει σύμφωνα με τις κομπαστικές αξιώσεις του, ο Ιεχωβά Θεός θα κρίνη τον «Χριστιανισμό» το ίδιο ακριβώς σαν να ήταν σε πραγματική θέσι διαθήκης με αυτόν. Ο «Χριστιανισμός» θα κριθή άπιστος και θα τιμωρηθή ανάλογα διότι ενήργησε υποκριτικά κι επέφερε όνειδος στο όνομά του.

Ομοίως, ένα άτομο, το οποίον έκαμε ομολογία αφιερώσεως στον Θεό δια Χριστού και μετά την ομιλία περί βαπτίσματος υπεβλήθη στο εν ύδατι βάπτισμα και κατόπιν εξακολούθησε να συναναστρέφεται την εκκλησία, έστω και σπασμωδικά, ισχυριζόμενον ότι είναι ένα αφιερωμένο, βαπτισμένο μέλος της εκκλησίας και ποτέ δεν παραιτείται αυτής της σχέσεως με την εκκλησία, τότε αυτό το άτομο πρέπει να κρίνεται από την εκκλησία σύμφωνα με την όψι των πραγμάτων που παρέχεται από το άτομο.

Η εκκλησία αποδίδει στο άτομο ειλικρίνεια και νοήμονα είσοδο στην πλήρη ιδιότητα μέλους της εκκλησίας δυνάμει της αφιερώσεως και του βαπτίσματος. Η εκκλησία δεν είναι ο Θεός, ο οποίος είναι ικανός ν’ αναγνώση την καρδιά, ούτε έχει υπερφυσικά χαρίσματα, όπως είχαν ο Πέτρος και άλλοι απόστολοι, για να γνωρίζη αν το άτομο είναι σοβαρό και ειλικρινές και δεν είναι δόλιο και υποκριτικό. Αν το άτομο προσέρχεται για να γίνη αποδεκτό από την εκκλησία βάσει της αντιλήψεως και απόψεως του ζητήματος από την εκκλησία, τότε το άτομον αυτό υποβάλλει τον εαυτό του στο να κριθή και να τύχη μεταχειρίσεως σύμφωνα με τους κανόνες που κατέχει η εκκλησία όπως βρίσκονται στον λόγον του Θεού.

Αν, αφού το άτομο διαπράξη ένα αδίκημα άξιον της αποκοπής, για πρώτη φορά αρνήται ότι υπήρξε πραγματικά εκείνο που ισχυρίζετο γενικά ότι ήταν όλον τον καιρό και ό,τι άφησε την εκκλησία να νομίζη γι’ αυτόν ότι είναι, τότε βεβαίως αυτό το άτομο προσπαθεί να εξασφαλίση πλεονεκτήματα από την εκκλησία και προσπαθεί να υπεκφύγη από την υφιστάμενη ευθύνη και τις πρέπουσες συνέπειες των πράξεών του. Δεν μπορεί τώρα κατάλληλα να ισχυρισθή ότι δεν ήταν πραγματικά αφιερωμένος και ότι το βάπτισμά του αποτελούσε ένα λάθος και ότι στην πραγματικότητα ποτέ δεν ήταν ένα μέλος της εκκλησίας και της κοινωνίας του Νέου Κόσμου κι έτσι δεν μπορεί να τιμωρηθή ή να αποβληθή απ’ αυτήν.

Αυτό ιδιαίτερα πρέπει να εφαρμοσθή στην περίπτωσι που ένας τοιούτος έκαμε μια ομολογία. Αν αυτός από μέσα του δεν ελογάριασε τον εαυτό του μέλος της εκκλησίας, τότε γιατί εν πρώτοις έκαμε μια ομολογία στην εκκλησία; Ένας μη αφιερωμένος, μη βαπτισμένος άνθρωπος, δεν είναι υποχρεωμένος να εξομολογηθή στην εκκλησία όλες τις αμαρτίες και τις ανομίες που είχε διαπράξει πριν από την αφιέρωσί του και να ζητήση τη συγχώρησί των. Ό,τι χρειάζεται είναι να καθαρίση τη ζωή του, και κατόπιν να κάμη αφιέρωσι και να ενεργή σύμφωνα μ’ αυτή την αφιέρωσι και να προσφερθή για βάπτισμα.

Αλλ’ είτε το ομολογεί είτε όχι, όταν ένας βρεθή ένοχος κακής διαγωγής, πρέπει να τύχη μεταχειρίσεως σύμφωνα με την εμφάνισι που έδωσε στα μέλη της κοινωνίας του Νέου Κόσμου και πρέπει συνεπώς να τεθή υπό δοκιμήν ή να αποκοπή, όπως απαιτεί η περίστασις. Αν, μετά την αποκατάστασί του, είναι ακόμη πεπεισμένος ότι δεν είχε κάμει αφιέρωσι πριν από το βάπτισμά του κι επομένως το βάπτισμά του εστερείτο κύρους, πρέπει, αν δεν το έχη ήδη πράξει, να κάμη μια νοήμονα, δεσμευτική αφιέρωσι στον Θεό τώρα που μετενόησε και απέδειξε τη μετάνοιά του με έργα αντάξια και κατόπιν πρέπει να βαπτισθή. Δεν μπορούμε να ενεργούμε με ελαφρότητα απέναντι του Ιεχωβά Θεού. Είναι ζήτημα σοβαρό και πρέπει να το χειριζώμεθα σοβαρά.

● Γιατί ο Ιησούς παρενέβαλε την παρενθετική δήλωσι «ο αναγινώσκων ας εννοή,» όπως αναγράφεται στο κατά Ματθαίον 24:15; Μήπως δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε νόησι όταν εξετάζωμε την εφαρμογή προφητείας;—Ρ. Μπ., Η.Π.Α.

Είναι αληθές ότι νόησις πρέπει πάντοτε να χρησιμοποιήται, όταν εξετάζεται ο λόγος του Θεού, αλλ’ υπάρχει προφανώς ειδική ανάγκη να είμεθα άγρυπνοι ως προς την εφαρμογή του μέρους της προφητείας του Δανιήλ που αναφέρεται στο κατά Ματθαίου 24:15. «Όταν λοιπόν ίδητε το βδέλυγμα της ερημώσεως, το λαληθέν δια του προφήτου Δανιήλ, ιστάμενον εν τω τόπω τω αγίω (ο αναγινώσκων ας εννοή).»

Οι Ιουδαίοι εφήρμοζαν το εδάφιο Δανιήλ 11:31, στο οποίον ανεφέρετο ενταύθα ο Ιησούς, στη βεβήλωσι του ναού από τον Αντίοχο Δ΄ (Επιφανή) το έτος 168 π.Χ. Εφόσον αυτή η εφαρμογή, που είναι ακόμη κοινώς παραδεδεγμένη, δεν ήταν ορθή, ο Ιησούς προφανώς προσέθεσε αυτή την προφυλακτική λέξι για να μην περιπέσωμε εμείς στο ίδιο σφάλμα. Η προφητεία του Δανιήλ περί του «βδελύγματος της ερημώσεως,» μακριά από το να είχε εκπληρωθή τότε, έχει την εκπλήρωσί της στην εποχή μας ως μέρος του μεγάλου σημείου που αποδεικνύει τη δευτέρα παρουσία του Χριστού. Όπως ετονίσθη κατ’ επανάληψιν στις εκδόσεις της Σκοπιάς, πρόκειται για το υποκατάστατο της βασιλείας του Θεού από τον Διάβολο, για τα σημερινά Ηνωμένα Έθνη, τα οποία γι’ αυτό τον λόγο είναι βδέλυγμα στα όμματα του Θεού, και προξενεί ερήμωσι, διότι όλοι εκείνοι που εναποθέτουν την εμπιστοσύνη των σ’ αυτό, αντί στη βασιλεία τον Θεού, θα ερημωθούν, θα καταστραφούν, στον Αρμαγεδδώνα.

    Ελληνικές Εκδόσεις (1950–2025)
    Αποσύνδεση
    Σύνδεση
    • Ελληνική
    • Κοινή Χρήση
    • Προτιμήσεις
    • Copyright © 2025 Watch Tower Bible and Tract Society of Pennsylvania
    • Όροι Χρήσης
    • Πολιτική Απορρήτου
    • Ρυθμίσεις Απορρήτου
    • JW.ORG
    • Σύνδεση
    Κοινή Χρήση