Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Λόγω της σοβαρότητος της λήψεως αίματος στον ανθρώπινο οργανισμό με μετάγγισι, θα υπέβαλλε μήπως η παραβίασις των Αγίων Γραφών από αυτή την άποψι σε αποκοπή από την επικοινωνία της Χριστιανικής εκκλησίας το αφιερωμένο, βαπτισμένο άτομο που θα ελάμβανε αίμα με μετάγγισι;
Οι θεόπνευστες Άγιες Γραφές απαντούν ναι. Περί το μέσον του πρώτου «Χριστιανικού» αιώνος οι δώδεκα απόστολοι του Χριστού συναθροίσθηκαν με τους άλλους ωρίμους αντιπροσώπους της εκκλησίας στην Ιερουσαλήμ για να καθορίσουν ποια έπρεπε να είναι η Γραφική απαίτησις για την αποδοχή μη Ιουδαίων στη Χριστιανική εκκλησία. Οι δώδεκα απόστολοι και οι άλλοι εκπρόσωποι της εκκλησίας της Ιερουσαλήμ, που συναθροίσθηκαν στην περίστασι αυτή για να καθορίσουν το ζωτικό αυτό ζήτημα, ήσαν Ιουδαίοι ή περιτετμημένοι προσήλυτοι, και, ως τοιούτοι, υπέκειντο ως την Πεντηκοστή του 33 μ.Χ. στην απαγόρευσι που περιείχετο στον Μωσαϊκό νόμο αναφορικά με το να φάγουν ή να πιουν το αίμα ζώων. Στον Μωσαϊκό αυτόν νόμο, στο Λευιτικόν 17:10-12 (ΜΝΚ), ο Θεός έλεγε στους Ιουδαίους: «Και όστις άνθρωπος εκ του οίκου Ισραήλ, ή εκ των ξένων των παροικούντων μεταξύ σας, φάγη οιονδήποτε αίμα, θέλω στήσει το πρόσωπόν μου εναντίον εκείνης της ψυχής ήτις τρώγει το αίμα, και θέλω εξολοθρεύσει αυτήν εκ μέσου του λαού αυτής· διότι η ψυχή της σαρκός είναι εν τω αίματι· και εγώ έδωκα αυτό εις εσάς, δια να κάμνητε εξιλέωσιν υπέρ των ψυχών σας επί του θυσιαστηρίου· διότι το αίμα τούτο κάμνει εξιλασμόν υπέρ της ψυχής. Δια τούτο είπα προς τους υιούς Ισραήλ, Ουδεμία ψυχή από σας θέλει φάγει αίμα· ουδέ ο ξένος, ο παροικών μεταξύ σας, θέλει φάγει αίμα.»
Οι Ιουδαίοι εκείνοι Χριστιανοί είχαν τώρα υπαχθή στη νέα διαθήκη που είχε καταστή έγκυρη με έκχυσι σε θάνατο του αίματος του Ιησού Χριστού, του Μεσίτου μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Ποια ήταν, λοιπόν, η απόφασίς των ως προς τις απαιτήσεις που έπρεπε να επιβληθούν στους εξ εθνών πιστούς για να γίνουν δεκτοί στη Χριστιανική εκκλησία; Το θέσπισμα που εκθέτει την απόφασί τους απαντά: «Οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι και οι αδελφοί, προς τους εξ εθνών αδελφούς τους κατά την Αντιόχειαν και Συρίαν και Κιλικίαν, χαίρειν. . . . Διότι εφάνη εύλογον εις το άγιον πνεύμα και εις ημάς, να μη επιβάλλωμεν εις εσάς μηδέν πλειότερον βάρος εκτός των αναγκαίων τούτων, να απέχητε από ειδωλοθύτων, και αίματος, και πνικτού, και πορνείας· από των οποίων φυλάττοντες εαυτούς, θέλετε πράξει καλώς. Έρρωσθε.» (Πράξ. 15:23-29) Έτσι για όλους τους Χριστιανούς πιστούς το αποστολικό θέσπισμα υπό την καθοδηγία του αγίου πνεύματος του Θεού διεκήρυττε ότι μεταξύ των πραγμάτων που ήσαν αναγκαία γι’ αυτούς ήταν η αποχή από αίμα και από ζώα φονευμένα χωρίς να στραγγισθή το αίμα των. Έπειτα από χρόνια η απόφασις αυτή ίσχυε ακόμη για τους Χριστιανούς σύμφωνα με το Πράξεις 21:25. Η απόφασις αυτή δεν ανεκλήθη ποτέ, επειδή είναι θεόδοτη και εφαρμόζεται ακόμη στους Χριστιανούς σήμερα που είναι αφιερωμένοι, βαπτισμένοι πιστοί, ακολουθώντας πιστά τα ίχνη του Ιησού Χριστού, που εγεννήθη Ιουδαίος πριν από χίλια εννιακόσια χρόνια και πλέον.
Κάτω από τον νόμον του Θεού υπό την μεσιτεία του προφήτου Μωυσέως για το έθνος Ισραήλ, οι Ιουδαίοι εκείνοι ή οι περιτετμημένοι προσήλυτοι που παρέβαιναν την απαγόρευσι του Θεού αναφορικά με το να τρώγουν ή πίνουν αίμα ζώων, έπρεπε να αποκόπτωνται από τον εκλεκτό του λαό. Σύμφωνα με το αποστολικό θέσπισμα που εξεδόθη από τη διάσκεψι της Ιερουσαλήμ, η Χριστιανική εκκλησία υπέκειτο στην υποχρέωσι να πράττη κάτι όμοιο σ’ εκείνους οι οποίοι έτρωγαν ή έπιναν αίμα ζώων. Οι μεταγγίσεις αίματος δεν ήσαν του συρμού στις αποστολικές ημέρες. Εν τούτοις, μολονότι οι δώδεκα απόστολοι και τα συντροφικά των μέλη της εκκλησίας της Ιερουσαλήμ μπορεί να μην είχαν στο νου κάτι σαν τη σύγχρονη μετάγγισι αίματος, το θέσπισμα ωστόσο που εξεδόθη απ’ αυτούς περιελάμβανε κάτι τέτοιο στην έκτασί του. Η ιατρική επιστήμη σήμερα παραδέχεται ότι η μετάγγισις αίματος είναι ένας άμεσος εφοδιασμός των αγγείων του αίματος του ανθρωπίνου σώματος με αίμα ενός άλλου ατόμου ή άλλων ατόμων, που ο ενεργών τη μετάγγισι αίματος λέγει ότι είναι απαραίτητο για την επιβίωσι το δεχομένου τη μετάγγισι.
Ο νόμος του Θεού θετικά λέγει ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι στο αίμα του. Επομένως εκείνος που δέχεται τη μετάγγισι αίματος τρέφεται με μια θεόδοτη ψυχή που περιέχεται στο αιμοφόρο σύστημα ενός ή περισσοτέρων συνανθρώπων. Τούτο είναι παραβίασις των εντολών του Θεού προς τους Χριστιανούς, της οποίας η σοβαρότης δεν πρέπει να σμικρυνθή με το να την παρέλθη κανείς με ελαφρότητα ωσάν να είναι κάτι το προαιρετικό που το αποφασίζει η συνείδησις ενός ατόμου. Το θέσπισμα των αποστόλων στην Ιερουσαλήμ διακηρύττει: «Από των οποίων φυλάττοντες εαυτούς, θέλετε πράξει καλώς.» Επομένως ένας Χριστιανός που εσκεμμένως δέχεται τη μετάγγισι αίματος και έτσι δεν φυλάττει τον εαυτό του από αίμα, δεν πράττει καλώς πνευματικά. Σύμφωνα με τον νόμο του Μωυσέως, ο οποίος παρέχει σκιές των μελλόντων, εκείνος που δέχεται μετάγγισι αίματος πρέπει ν’ αποκοπή από τον λαό του Θεού με το ν’ αποχωρισθή ή τεθή έξω από επικοινωνία.
Αν η αποδοχή μεταγγίσεως αίματος είναι το πρώτο παράπτωμα ενός αφιερωμένου, βαπτισμένου Χριστιανού, που οφείλεται σε έλλειψι ωριμότητας ή Χριστιανικής σταθερότητος και αυτός βλέπη το σφάλμα της ενεργείας του και λυπάται και μετανοή γι’ αυτό και ζητή τη θεία συγχώρησι και τη συγχώρησι της εκκλησίας του Θεού επάνω στη γη, τότε πρέπει να του εκδηλωθή έλεος και δεν είναι ανάγκη ν’ αποκοπή από την επικοινωνία. Χρειάζεται να τεθή κάτω από επιτήρησι και να εκπαιδευθή πλήρως σύμφωνα με τις Γραφές επάνω στο θέμα αυτό, και έτσι να βοηθηθή ν’ αποκτήση δύναμι για να λαμβάνη αποφάσεις σύμφωνα με τον Χριστιανικό κανόνα σε οποιεσδήποτε μελλοντικές περιπτώσεις.
Αν, εν τούτοις, αρνήται ν’ αναγνωρίση τη μη συμμόρφωσί του προς τον απαιτούμενο Χριστιανικό κανόνα και καθιστά το πράγμα επίμαχο ζήτημα στη Χριστιανική εκκλησία και προσπαθή να επηρεάση άλλους να τον υποστηρίξουν ή, αν στο μέλλον επιμένη να δεχθή μετάγγισι αίματος ή να δώση αίμα για την εκτέλεσι της ιατρικής αυτής ενεργείας σε άλλους, δείχνει ότι δεν μετενόησε πραγματικά, αλλ’ εσκεμμένως αντιτίθεται στις απαιτήσεις του Θεού. Ως στασιαστικά εναντιούμενος και άπιστο παράδειγμα στα συνάδελφα μέλη της Χριστιανικής εκκλησίας, πρέπει ν’ αποκοπή απ’ αυτήν με το να τεθή έξω από επικοινωνία. Έτσι η Χριστιανική εκκλησία δικαιώνει τον εαυτό της από κάθε κατηγορία συμμετοχής στην παραβίασι του νόμου του Θεού από ένα μέλος της εκκλησίας με μετάγγισι αίματος, και υποστηρίζει τον κατάλληλο Χριστιανικό κανόνα ενώπιον όλων των μελών της Χριστιανικής εκκλησίας, και τηρείται καθαρή από του αίματος πάντων, όπως έκαμε ακριβώς ο απόστολος Παύλος, ο οποίος κοινοποιούσε στις διάφορες εξ εθνών εκκλησίες το αποστολικό θέσπισμα που εξεδόθη στην Ιερουσαλήμ.—Πράξ. 20:26.
● Ποια στάσι πρέπει να λάβουν τα τέκνα αφιερωμένων Χριστιανών γονέων, όσον αφορά τα σχολικά εορταστικά σχεδιάσματα; Τι θα λέγατε για τα Χριστουγεννιάτικα προγράμματα με τις ψαλμωδίες και τα Χριστουγεννιάτικα άσματα; Επίσης για τους εορτασμούς γενεθλίων στα σχολεία;—Μ. Κ., Η.Π.Α.
Στη διάρκεια μιας εορταστικής περιόδου μπορεί ν’ απαιτηθή απ’ όλους τους μαθητάς να χρωματίζουν και ζωγραφίζουν εικόνες σχετικές με την ειδική αυτή εορτή μέσα στη σχολική αίθουσα της τάξεώς των. Είναι μέρος της εργασίας της τάξεως, και όταν ο νεαρός μαθητής ζωγραφίζη ή χρωματίζη απλώς τις εικόνες, δεν έπεται ότι τηρεί την εορτή ή ότι αποδίδει σ’ αυτήν οποιαδήποτε σημασία. Απλώς εκτελεί μια σχολική εργασία, στην οποία και η επιδεξιότης του δοκιμάζεται και εξασκείται. Συνεπώς, αφού είναι ζήτημα επιδεξιότητος, και σχολικής εργασίας, το παιδί των αφιερωμένων γονέων μπορεί να εκτελή μια τέτοια εργασία.
Εν τούτοις, η συμμετοχή σε εορταστικές διασκεδάσεις ή εορτασμούς, που δεν είναι εκπαιδευτικές αλλά πρωτίστως ψυχαγωγικές, είναι κάτι διαφορετικό. Εορτές, όπως η εορτή των Αγ. Πάντων, η ημέρα Ευχαριστιών, τα Χριστούγεννα, το Νέον Έτος, η ημέρα του Αγ. Βαλεντίνου και το Easter έχουν τις ρίζες των στον παγανισμό. Οι συγγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών δεν αναφέρουν καμμιά απ’ αυτές τις εορτές. Σχετικώς μ’ αυτές οι λόγοι του αποστόλου Παύλου μπορούν κατάλληλα να εφαρμοσθούν: «Εκείνα τα οποία θυσιάζουσι τα έθνη, εις τα δαιμόνια θυσιάζουσι, και ουχί εις τον Θεόν· και δεν θέλω σεις να γίνησθε κοινωνοί των δαιμονίων. Δεν δύνασθε να πίνητε το ποτήριον του Ιεχωβά και το ποτήριον των δαιμονίων· δεν δύνασθε να ήσθε μέτοχοι της τραπέζης του Ιεχωβά και της τραπέζης των δαιμονίων. Ή τον Ιεχωβά θέλομεν να διεγείρωμεν εις ζηλοτυπίαν; μήπως είμεθα ισχυρότεροι αυτού;» «Τίνα δε συμφωνίαν [έχει] ο Χριστός με τον Βελίαλ; ή τίνα μερίδα ο πιστός με τον άπιστον; Τίνα δε συμβίβασιν ο ναός του Θεού με τα είδωλα;»—1 Κορ. 10:20-22, ΜΝΚ· 2 Κορ. 6:15, 16.
Τώρα, όσον αφορά τις εορτές των γενεθλίων. Είναι πραγματικά μοναδικό, για να πούμε το ελάχιστον, το ότι, αν και έχομε αναγραφή γενεθλίων που εωρτάζοντο σε πολύ παλαιές εποχές όπως στην αρχαία Αίγυπτο, εν τούτοις, δεν γνωρίζομε την ημέρα της γεννήσεως του Ιησού ή οποιουδήποτε από τους αποστόλους του. Σαφώς, λοιπόν, εξάγομε το συμπέρασμα ότι ο Ιεχωβά Θεός δεν θέλει να εορτάζωμε καμμιά τέτοια ημέρα γενεθλίων, διότι αλλιώς θα είχε καταγράψει αυτές τις ημερομηνίες. Στον λόγο του μόνον δύο ημέρες εορτασμού γενεθλίων αναφέρονται, και οι δύο ειδωλολατρών βασιλέων, σε κάθε μια δε από τις περιπτώσεις αυτές είναι συνυφασμένη και μια εκτέλεσις: του αρχισιτοποιού του Φαραώ και του Ιωάννου του Βαπτιστού. (Γέν. 40:20-22· Ματθ. 14:6-10) Ακόμη και οι Ιουδαίοι των ημερών εκείνων «θεωρούσαν τις εορτές των γενεθλίων ως μέρος της θρησκευτικής εκδηλώσεως των ειδωλολατρών,» και αυτό, χωρίς αμφιβολία, «λόγω των ειδωλολατρικών ιεροτελεστιών οι οποίες εγίνοντο προς τιμήν εκείνων που εθεωρούντο ως οι προστάται θεοί της ημέρας κατά την οποίαν εγίνετο η εορτή.»—Εγκυκλοπαιδεία Μακ Κλίντοκ και Στρογκ.
Επομένως, τα παιδιά αφιερωμένων Χριστιανών γονέων δεν πρέπει να λαμβάνουν μέρος σε εορτασμούς τέτοιων εορτών ή γενεθλίων. Σ’ αυτό περιλαμβάνονται εορτές των εθνών καθώς κι εκείνες που έχουν εν μέρει ή εξ ολοκλήρου ειδωλολατρική προέλευσι. Τα παιδιά, αν παρίσταται ανάγκη, μπορούν τα ίδια να παρουσιάσουν αυτά τα πράγματα στους δασκάλους των· έτσι, με τη μαρτυρία τους δείχνουν ότι έχουν σταθερές Χριστιανικές πεποιθήσεις αν και είναι νεαροί. Αν όμως τα παιδιά δεν είναι σε θέσι να το κάνουν αυτό κατάλληλα, τότε, οπωσδήποτε, ένας από τους γονείς των θα πρέπει να φροντίση να δικαιολογήση τα παιδιά, με βάσι την αρχή της συνειδήσεως και της ελευθερίας λατρείας.—Ψαλμ. 8:2· Παροιμ. 22:6.
● Το κατά Ματθαίον 11:11 λέγει ότι «ο μικρότερος εν τη βασιλεία των ουρανών» είναι μεγαλύτερος του Ιωάννου του Βαπτιστού. Πώς πρέπει να κατανοηθή αυτό; Δεν θα καθήσουν όλα τα μέλη του σώματος του Χριστού σε ίσες θέσεις, ή μερικά θα κατέχουν ανώτερες θέσεις και άλλα μικρότερες εν συγκρίσει μ’ αυτές;—Β.Κ., Η.Π.Α.
Πρώτ’ απ’ όλα, ας σημειώσωμε ότι, καθόσον αφορά την τάξι της βασιλείας των ουρανών επάνω στη γη, υπήρξαν πάντοτε σ’ αυτή μερικοί που κατείχαν θέσεις μεγαλυτέρας ευθύνης και άλλοι που είχαν μικρότερες θέσεις. Έτσι, από αυτή την άποψι τουλάχιστον, υπάρχουν μεγαλύτεροι και μικρότεροι στην τάξι της βασιλείας των ουρανών. Τέτοια είναι υποχρεωτικά η περίπτωσις οπουδήποτε υπάρχει οργάνωσις. Στον Ισραήλ, παραδείγματος χάριν, υπήρχαν χιλίαρχοι, εκατόνταρχοι, πεντηκόνταρχοι και δέκαρχοι για την εξασφάλισι ομαλής λειτουργίας της οργανώσεως.—Έξοδ. 18:21.
Στην ουράνια βασιλεία ο Ιησούς Χριστός θα είναι επάνω από όλους τους 144.000 ως η κεφαλή των, και, βέβαια, εν συγκρίσει μ’ αυτόν θα είναι όλοι μικρότεροι. Περαιτέρω, διαβάζομε ότι η αγία πόλις, η ουράνια Ιερουσαλήμ, έχει ένα τείχος με «θεμέλια δώδεκα, και εν αυτοίς τα ονόματα των δώδεκα αποστόλων του Αρνίου.» (Αποκάλ. 21:14) Χωρίς αμφιβολία, οι υπόλοιποι από τους 144.000 θα είναι μικρότεροι εν συγκρίσει με αυτούς τους δώδεκα θεμελίους λίθους. Όσον αφορά άλλες διακρίσεις οι Γραφές σιωπούν, αλλά εν όψει της εικόνος που δίδεται στην Αποκάλυψι 7:1-4, για τις δώδεκα φυλές του πνευματικού Ισραήλ, που υπαινίσσονται οργάνωσι, μπορεί να λεχθή ότι υπονοούνται διάφοροι βαθμοί τάξεως στη βασιλεία των ουρανών.