Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Ως μια γυναίκα, η οποία μελετά την Αγία Γραφή μαζί με τους μάρτυρας του Ιεχωβά, ενδιαφέρομαι να ευαρεστήσω τον Θεό. Πριν από δέκα επτά χρόνια ο σύζυγός μου μ’ εγκατέλειψε, και από τότε δεν έχω μάθει τίποτε γι’ αυτόν. Πιθανόν να έχη πεθάνει εν τω μεταξύ. Είμαι ελευθέρα να νυμφευθώ και πάλι;—Α. Σ., Η.Π.Α.
Είμεθα ευτυχείς, όταν εκείνοι που μελετούν τον Λόγο του Θεού εκφράζουν γνήσιο ενδιαφέρον να ευαρεστήσουν τον Ιεχωβά. Για να το επιτυγχάνη ένας αυτό, είναι σπουδαίο ν’ αναγνωρίζη και να ζη σύμφωνα με τον εμπνευσμένο Λόγο του.
Η Αγία Γραφή λέγει ότι ο θάνατος διαλύει τον γάμο. Ομιλώντας για την Χριστιανή σύζυγο, ο απόστολος Παύλος έκαμε το εξής σχόλιο: «Εάν . . . ο ανήρ αυτής αποθάνη, είναι ελευθέρα να υπανδρευθή με όντινα θέλει, μόνον να γίνηται τούτο εν Κυρίω.» (1 Κορ. 7:39· Ρωμ. 7:2) Το αυτό ισχύει αν η σύζυγος πεθάνη· ο σύζυγος θα ήταν ελεύθερος να υπανδρευθή και πάλι.
Στην προκειμένη περίπτωσι, είναι καταφανές ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένη απόδειξις ότι ο σύζυγος είναι νεκρός. Έτσι από νομική άποψι ο γάμος εξακολουθεί να ισχύη. Θα ήταν και παράνομο και ανήθικο να προχωρήση η σύζυγος και να νυμφευθή πάλι απλώς διότι νομίζει ότι ο σύζυγος της είναι νεκρός.
Εν τούτοις, σε πολλές χώρες υπάρχουν νόμοι, οι οποίοι θεσπίζουν ότι αν ένας ενήλιξ απουσιάζη και δεν έχη ακουσθή γι’ αυτόν επί μία περίοδο ετών μπορεί νομίμως ν’ ανακηρυχθή νεκρός. Ο 17ος Τόμος του Κωδικός Αστικού Δίκαιου λέγει: «Στο Εθιμικόν Δίκαιον ο κανών ήταν ότι η προϋπόθεσις θανάτου ανεγνωρίζετο από μια ανεξήγητη απουσία επτά ετών, . . . μολονότι σε μερικές περιοχές μια βραχυτέρα περίοδος έχει αναγνωρισθή δια νόμου.» (Σελίδες 1167, 1168) Αλλά δεν μπορεί ένας απλώς να θεωρήση ως δεδομένον ότι, εφόσον ο καθωρισμένος χρόνος έχει παρέλθει, αυτός ή εκείνη είναι ελεύθεροι να νυμφευθούν εκ νέου. Πρέπει να ληφθούν νομικά μέτρα. Ο (Αμερικανικός) Αστικός Κώδιξ συνεχίζει: «Καμμία προϋπόθεσις θανάτου ενός ατόμου δεν προκύπτει από το γεγονός και μόνον της ανεξήγητου απουσίας του εκτός εάν έχουν καταβληθή επιμελείς προσπάθειες για την ανεύρεσί του.»—Σελίς 1171.
Ποια είναι ακριβώς η νομική ενέργεια που απαιτείται θα πρέπει να καθορισθή τοπικώς. Οι «επιμελείς προσπάθειες» θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν το να έλθη ένας σ’ επαφή με όλους τους συγγενείς και φίλους, οι οποίοι θ’ ανεμένετο να έχουν ακούσει για τον απόντα, την έρευνα στους προηγουμένους τόπους διαμονής και εργασίας του και μια δημοσίευσι σε κάποια εφημερίδα. Όταν μια εξαντλητική έρευνα δεν φέρη τίποτε σε φως που να δείχνη ότι ο απών ζη, τότε το δικαστήριο θα μπορούσε να τον ανακηρύξη νεκρό. Προτού λάβη χώρα αυτό, η σύζυγος δεν θα ήταν νομικώς ελευθέρα να νυμφευθή εκ νέου.
Αν όλες οι λογικώς δυνατές προσπάθειες για την ανεύρεσι του συζύγου έχουν αποτύχει και αυτός έχη ανακηρυχθή από τον νόμο νεκρός, τότε η σύζυγος πρέπει ν’ αποφασίση τι θα κάμη. Αν ειλικρινά τον θεωρή νεκρό και θέλη να νυμφευθή και πάλι, τότε πρέπει να είναι πρόθυμη να φέρη το φορτίον της ευθύνης ενώπιον του Θεού, ο οποίος γνωρίζει όλα τα γεγονότα και τα ελατήρια που περιλαμβάνονται.—Γαλ. 6:5· Εβρ. 4:13.
Αυτή είναι μια σοβαρή απόφασις διότι ο απών σύντροφος, ο οποίος έχει ανακηρυχθή νεκρός, μπορεί να εμφανισθή και πάλι. Τι θα γίνη τότε; Ο Αστικός Κώδιξ λέγει τι συμβαίνει σε μερικά μέρη: «Όταν η απόφασις [του θανάτου] αποδεικνύεται εσφαλμένη από γεγονότα που δείχνουν ότι ο απών ζη, τότε ο συναφθείς [άλλος] γάμος κηρύσσεται άκυρος εξ υπαρχής.» (Τόμος 38, σελίς 1296) Η γυνή πρέπει να χωρισθή από τον δεύτερο άνδρα και να διευθετήση το ζήτημα.
Μολονότι μια τέτοια επανεμφάνισις θα μπορούσε να φαίνεται απίθανη, εν τούτοις, αυτά συμβαίνουν. Μια γυναίκα στην πολιτεία του Νιου Τζέρσεϋ την εγκατέλειψε ο σύζυγός της το 1924. Το 1943 ένα δικαστήριο τον ανεκήρυξε νεκρό. Ύστερ’ από δύο χρόνια η γυναίκα νυμφεύθηκε και πάλι. Με τον καιρό έγινε Χριστιανή. Κατόπιν, τριάντα έξη χρόνια αφότου ο σύζυγός της την είχε εγκαταλείψει, έμαθε ότι αυτός προσφάτως ζούσε σε μια πόλι τριάντα πέντε περίπου μίλια μακριά από την κατοικία της. Έτσι ο δεύτερος γάμος της ήταν άκυρος και ήταν αναγκασμένη να χωρισθή από τον δεύτερο άνδρα, με τον οποίο ενόμιζε ότι ήταν νυμφευμένη, και να φροντίση για τη νομική τακτοποίησι της όλης υποθέσεως.
Έτσι στην περίπτωσι της υπό εξέτασιν υποθέσεως μπορούμε να πούμε τούτο: Η έλλειψις πληροφορίας όσον αφορά τον σύζυγο δεν μπορεί να εμποδίση την σύζυγο από του να γίνη Μάρτυς. Αν με τον καιρό θα μπορούσε ν’ αποδείξη με ικανοποιητικό τρόπο στους εκπροσώπους της Χριστιανικής εκκλησίας ότι όλες οι προσπάθειες για ν’ αποδειχθή ότι αυτός ζη υπήρξαν άκαρπες και προέκυψαν σοβαροί λόγοι να πιστευθή ότι αυτός είναι νεκρός, κι έχη κατά τον νόμο ανακηρυχθή νεκρός, τότε αυτοί θα μπορούσαν να της επιτρέψουν ν’ αναλάβη εκείνη την ευθύνη της αποφάσεως να νυμφευθή και πάλι, «μόνον . . . εν Κυρίω.» (1 Κορ. 7:39) Πρέπει να ενθυμήται ότι αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, όχι ένα ζήτημα για το οποίο πρέπει ένας να σπεύση ή να το λάβη στα ελαφρά. Μια Χριστιανή, η οποία νυμφεύεται και πάλι κάτω από τέτοιες περιστάσεις, οφείλει να επωμισθή την ευθύνη ενώπιον του Ιεχωβά, ο οποίος ‘κρίνει απροσωπολήπτως κατά το έργον εκάστου.’—1 Πέτρ. 1:17· Εβρ. 13:4.