«Ο Λόγος ο Σος Αλήθεια Εστί»
«Μη Ψευδομαρτυρήσης»
Η ΨΕΥΔΗΣ μαρτυρία εναντίον ενός άλλου απηγορεύετο από την Ενάτη Εντολή του Δεκαλόγου. Έτσι διαβάζομε: «Μη ψευδομαρτυρήσης κατά του πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή.» (Έξοδ. 20:16) Η ψευδής μαρτυρία εναντίον ενός άλλου εθεωρείτο ότι ήταν ένα πολύ σοβαρό αδίκημα στα όμματα του μεγάλου Κριτού, Ιεχωβά Θεού. Αυτό μπορεί να φανή από την ποινή που απαιτούσε να επιβληθή στον ψευδομάρτυρα. Και ποια ήταν αυτή η ποινή; Έπρεπε να λάβη την τιμωρία που ήθελε να επιβληθή σ’ έναν άλλον:
«Εάν ψευδής μάρτυς σηκωθή εναντίον ανθρώπου, δια να μαρτυρήση κατ’ αυτού αδίκως, τότε και οι δύο άνθρωποι, μεταξύ των οποίων είναι η διαφορά, θέλουσι σταθή ενώπιον του Ιεχωβά, ενώπιον των ιερέων και των κριτών των όντων κατ’ εκείνας τας ημέρας· και οι κριταί θέλουσιν εξετάσει ακριβώς, και ιδού, εάν ο μάρτυς ήναι ψευδομάρτυς, και εμαρτύρησε ψευδώς κατά του αδελφού αυτού, τότε θέλετε κάμει εις αυτόν, καθώς αυτός εστοχάσθη να κάμη εις τον αδελφόν αυτού· και θέλεις εκβάλει το κακόν εκ μέσου σου. Και οι λοιποί θέλουσιν ακούσει και φοβηθή, και δεν θέλουσιν εις το εξής πράξει τοιούτον κακόν εν μέσω σου. Και ο οφθαλμός σου δεν θέλει φεισθή· θέλει δοθή ζωή αντί ζωής, οφθαλμός αντί οφθαλμού, οδούς αντί οδόντος, χειρ αντί χειρός, πους αντί ποδός.»—Δευτ. 19:16-21, ΜΝΚ.
Επί πλέον για να τονισθή η σοβαρότης της ψευδομαρτυρίας ο Νόμος απαιτούσε όπως εκείνοι των οποίων η μαρτυρία κατεδίκαζε έναν άλλο για σοβαρό αδίκημα, άξιον θανάτου, ώφειλαν να είναι οι πρώτοι που θα ελάμβαναν μέρος στην εκτέλεσι του κακούργου, δια λιθοβολισμού. Έτσι διαβάζομε: «Αι χείρες των μαρτύρων θέλουσιν είσθαι αι πρώται επ’ αυτόν, εις το να θανατώσωσιν αυτόν, και έπειτα αι χείρες παντός του λαού. Ούτω θέλεις εκβάλει το κακόν εκ μέσου σου.» Πόσο προσεκτικόν θα έτεινε να κάνη έναν αυτή η απαίτησις προκειμένου να δώση μαρτυρία!—Δευτ. 17:7.
Το σκληρό γεγονός ότι ένας που έδιδε μαρτυρία για την ενοχή ενός παραβάτου του νόμου έπρεπε ν’ αναλάβη την αρχηγία στην εκτέλεσι του ενόχου ατόμου μπορεί να κατηύθυνε μερικούς να μη θέλουν να δώσουν μαρτυρία εναντίον ενός ενόχου. Αλλά ο νόμος του Θεού δεν επέτρεπε σ’ έναν να συγκρατηθή να δώση μαρτυρία που ν’ αφορά παράβασιν του νόμου όταν ένας ήταν μάρτυς στην πράξι. Κατηγορηματικά ο νόμος εδήλωνε: «Εάν δε τις αμαρτήση, και ακούση φωνήν ορκισμού, και ήναι μάρτυς, είτε είδεν, είτε εξεύρει· εάν δεν φανερώση αυτό, τότε θέλει βαστάσει την ανομίαν αυτού.» Οποιοσδήποτε που εγνώριζε για κάποια σοβαρή αδικοπραγία και παρέλειπε να την αναφέρη εγίνετο συμμέτοχος του παραβάτου. Με το να προσποιήται ότι δεν είχεν ιδεί ή ακούσει για καμμία παράβασι, εψεύδετο και ήταν εξ ίσου στην εσφαλμένη οδό όσο και ένας ο οποίος με όρκο θα μαρτυρούσε ψευδώς εναντίον του αδελφού του.—Λευιτ. 5:1· Ψαλμ. 50:18.
Μεταξύ εκείνων που εσκεμμένα παρέβαιναν την Ενάτη Εντολή ήσαν οι εχθροί του Ιησού Χριστού. Χρησιμοποιούσαν ψευδομάρτυρας κατά του Χριστού. Εν τούτοις, όπως είναι τόσο συχνά αληθινό σε τέτοιες περιπτώσεις, κατ’ αρχήν «πολλοί εψευδομαρτύρουν κατ’ αυτού· αλλ’ αι μαρτυρίαι δεν ήσαν σύμφωνοι.» Στο τέλος, με την ψευδή κατηγορία της βλασφημίας έκριναν τον Ιησού άξιον θανάτου. Αν και όλοι εκείνοι που περιελαμβάνοντο σ’ αυτή την παράβασι της Ενάτης Εντολής στη δίκη του Ιησού δεν τιμωρήθηκαν αμέσως, αναπόφευκτα αυτοί επλήρωσαν για το αδίκημά τους, στην καταστροφή της Ιερουσαλήμ και του έθνους των, καθώς είχε προειδοποιήσει ο Ιησούς.—Μάρκ. 14:56-60· Ματθ. 23:35, 36.
Αιώνες πριν, ο κακός Βασιλιάς του Ισραήλ Αχαάβ και η σύζυγός του Ιεζάβελ απεδείχθησαν ένοχοι μιας παρομίας παραβάσεως. Ο Αχαάβ, για ν’ αποκτήση τον αμπελώνα ενός γείτονός του, του Ναβουθαί, επέτρεψε στην Ιεζάβελ να προμηθεύση ψευδείς μάρτυρας που ωρκίσθηκαν ότι ο Ναβουθαί είχε βλασφημήσει τον Ιεχωβά Θεό. Ως αποτέλεσμα ο Ναβουθαί κατεδικάσθη σε θάνατο και έτσι ο Αχαάβ μπορούσε ν’ αποκτήση τον Αμπελώνα του Ναβουθαί. Γι’ αυτή τη φονική πράξι ο Θεός προειδοποίησε τον Αχαάβ ότι και αυτός και η Ιεζάβελ θα είχαν κακό τέλος, όπως και είχαν.—1 Βασ. 21:1-26· 22:34-38· 2 Βασ. 9:30-37.
Όχι μόνον το νομικόν ψεύδος αλλά και κάθε ψεύδος καταδικάζεται από το Λόγο του Θεού. «Δεν . . . θέλετε ψεύδεσθαι, ουδέ θέλετε απατήσει έκαστος τον πλησίον αυτού.» «Ο λαλών ψεύδη θέλει απολεσθή.» Μεταξύ των πραγμάτων που λέγει ο Ιεχωβά ότι μισεί είναι ‘γλώσσαν ψευδή.’ «Θέλεις [Ιεχωβά] εξολοθρεύσει τους λαλούντας ψεύδος.»—Λευιτ. 19:11· Παροιμ. 19:9· 6:17· Ψαλμ. 5:6, ΜΝΚ.
Ο Ιησούς συμπεριελάμβανε και ‘ψευδομαρτυρίες’ μεταξύ τέτοιων κακών πράξεων όπως φόνος, μοιχεία και κλοπή. Ο απόστολος Παύλος συμβούλευσε: «Μη ψεύδεσθε εις αλλήλους.» «Όθεν απορρίψαντες το ψεύδος, ‘λαλείτε αλήθειαν έκαστος κατά του πλησίον αυτού’.» Κατόπιν, πάλι, τα λόγια που βρίσκονται στο εδάφιο Αποκάλυψις 21:8, «πάντες οι ψεύσται» θα υποστούν αιώνια καταστροφή στον δεύτερο θάνατο, υπογραμμίζουν τη σοβαρότητα του ψεύδους.—Ματθ. 15:19· Κολ. 3:9· Εφεσ. 4:25.
Η σοβαρότης του ψεύδους και της ψευδούς μαρτυρίας μπορεί να εκτιμηθή όταν παρατηρήσωμε ότι όλα τα προβλήματα του ανθρωπίνου γένους άρχισαν όταν ο Σατανάς είπε το πρώτο ψέμα στην Εύα, δηλαδή, ότι δεν θα πέθαινε αν έτρωγε από τον απαγορευμένο καρπό. Μ’ αυτό το ψέμα, επίσης έδωσε ψευδή μαρτυρία εναντίον του Ιεχωβά Θεού. Αληθώς, όπως είπε ο Ιησούς, ο Σατανάς είναι «ο πατήρ του ψεύδους.»—Γέν. 3:4· Ιωάν. 8:44.
Η αφήγησις για τον Ανανία και την Σαπφείραν δείχνει πώς ακριβώς θεωρεί ο Θεός το ψέμα σε ζητήματα που σχετίζονται με την Χριστιανική εκκλησία. Αυτοί ισχυρίσθηκαν ότι έδωσαν όλες τις εισπράξεις από την πώλησι της περιουσίας των στην πρώτη Χριστιανική εκκλησία στην Ιερουσαλήμ, όπως είχαν κάμει και άλλοι, αλλά εκράτησαν μέρος από τις εισπράξεις για τον εαυτό τους. Δεν ήσαν κάτω από υποχρέωσι να πωλήσουν την περιουσία τους, πολύ ολιγώτερο να δώσουν όλες τις εισπράξεις στους συγχριστιανούς τους. Αλλά, προσπαθώντας να σκέπτωνται καλά οι άλλοι γι’ αυτούς, είπαν στους αποστόλους ένα αδιάντροπο ψέμα. Για να εντυπώση σε όλους μέσα στην εκκλησία πόσο δυσάρεστο στον Θεό είναι ένα τέτοιο ψέμα, και ο Ανανίας και η Σαπφείρα εθανατώθησαν από τον Θεό. «Και επέπεσε φόβος μέγας . . . επί πάντας τους ακούοντας ταύτα.» Αν θα θέλαμε να ευχαριστήσωμε τον Ιεχωβά Θεό, θα πρέπει ν’ αποφεύγωμε τα ψεύδη· πρέπει πάντοτε να ομιλούμε την αλήθεια.—Πράξ. 5:1-11.
Στην Αγία Γραφή βλέπομε ότι η αλήθεια αποδίδεται στον Ιεχωβά Θεό, στον Ιησού Χριστό, στον Λόγο του Θεού και στο άγιο πνεύμα ή ενεργό δύναμι του Θεού. Έτσι ο Ιεχωβά χαρακτηρίζεται ως «ο Θεός της αληθείας.» (Ψαλμ. 31:5) Ο απόστολος Παύλος έγραψε γι’ αυτόν: «Είναι αδύνατον να ψευσθή ο Θεός.» (Εβρ. 6:18) Για τον Υιόν του Θεού, Ιησούν Χριστό, διαβάζομε ότι ήταν «πλήρης χάριτος και αληθείας.» Και ο Ιησούς μίλησε για τον εαυτό του ως ‘την οδόν, και την αλήθεια, και την ζωήν.’ (Ιωάν. 1:14· 14:6) Για τον Λόγο του Θεού ο Ιησούς είπε, «Ο λόγος ο ιδικός σου είναι αλήθεια.» (Ιωάν. 17:17) Και ο Ιησούς μίλησε για το άγιο πνεύμα ή ενεργό δύναμι του Θεού ως «το πνεύμα της αληθείας.» (Ιωάν. 14:17· 15:26· 16:13) Δεν είναι περίεργον, λοιπόν, ότι ο απόστολος Πέτρος μπορούσε να μιλήση για την αληθινή Χριστιανοσύνη ως ‘την οδόν της αληθείας.’—2 Πέτρ. 2:2.
Όλοι οι αληθινοί δούλοι του Ιεχωβά Θεού και ειλικρινείς ακόλουθοι του Ιησού Χριστού θα πρέπει, λοιπόν, να προσέχουν πολύ να μην μαρτυρήσουν ποτέ ψευδώς. Ας ακολουθούν πάντοτε την συμβουλή να ‘ομιλούμε την αλήθεια.’—Εφεσ. 4:15, ΜΝΚ.