Να Έχωμε την Ορθή Άποψι του Επαίνου
ΠΟΙΟΣ δεν εκτιμά τον έπαινον; Αν είμεθα ευσυνείδητοι, τότε θέλομε να κάμωμε κάτι σωστά, καταβάλλομε προσπάθεια να το κάμωμε σωστά. Ο έπαινος μάς ενθαρρύνει σ’ αυτόν τον ορθό δρόμο. Εν τούτοις, αυτές οι εκφράσεις επαίνου δεν θα πρέπει να βγαίνουν από το δικό μας στόμα, αλλ’ από τα στόματα των άλλων.
Ο σοφός Βιβλικός συγγραφεύς λέγει τα εξής στις Παροιμίες 27:2: «Ας σε επαινή άλλος, και μη το στόμα σου· ξένος, και μη τα χείλη σου.»
Ο αυτοέπαινος εκ μέρους μερικών είναι καταφανής. Χρησιμοποιούν σε υπερβολικό βαθμό την αντωνυμία «εγώ.» Μπορεί όμως να είναι και πιο επιδέξιος. Μπορεί κανείς, επί παραδείγματι, ν’ αναφέρη κάποια αγορά που έκαμε, κάνοντάς το αυτό μ’ έναν αυθόρμητο και απλό τρόπο. Αν η αγορά αφορά μεγάλα χρηματικά ποσά, πολύ περισσότερα απ’ ό,τι θα μπορούσαν να χειρισθούν οι ακροαταί του, αυτή η φυσικότης με την οποία αφηγείται την αγορά μπορεί να κάμη τους ακροατάς του να εντυπωσιασθούν πολύ με την πράξι του. Το ίδιο μπορεί να συμβή με πολλά άλλα πράγματα στη ζωή. Βέβαια μπορεί να μην υπάρχη πρόθεσις αυτοεπαίνου. Αλλ’ αν κανείς διαπιστώνη ότι το κάνει αυτό συχνά, χρειάζεται ν’ αναγνωρίση ότι η καρδιά του μπορεί να τον παρασύρη σε μια πορεία αυτοεξυψώσεως.
Σημειώστε ότι ο θεόπνευστος συγγραφεύς των Παροιμιών 27:2 λέγει ότι ένας «άλλος» και ένας «ξένος» ας είναι εκείνος που δίνει τον έπαινο. Αυτό προσθέτει μια άλλη όψι στην αρχή που διδάσκεται. Θυμίζει το Γερμανικό ρητό, «Ο αυτοέπαινος βρωμά, ο έπαινος από ένα φίλο χωλαίνει, ο έπαινος του ξένου ηχεί [αληθινά].»
Βέβαια, μπορεί αυτό το ρητό να μη ισχύη σε όλες τις περιπτώσεις. Αλλά η παροιμία της Γραφής δείχνει ότι όταν ο έπαινος προέρχεται από κάποιον που δεν έχει δεσμούς μαζί σας, που δεν αισθάνεται υποχρεωμένος να σας επαινή, που δεν δείχνει ότι ελπίζει να κερδίση κάτι κάνοντας έτσι, τότε συνήθως αισθάνεσθε ικανοποίησι, επειδή ο έπαινός του δεν είναι ψεύτικος, αλλά βασισμένος στην αληθινή αξία της εργασίας σας, της ομιλίας ή της πορείας σας. Αν όμως παραλείψη κανείς ν’ αναγνωρίση την αξία αυτής της παροιμιακής αλήθειας, μπορεί να τον εμποδίση να μάθη πού θα μπορούσε και ίσως πού θα χρειαζόταν να βελτιωθή.
Υπάρχει, όμως, και μια άλλη όψις του ζητήματος. Θα πρέπει να προσέξωμε ώστε ο έπαινος να μη γίνη το ελατήριο που θα μας παρακινή να εργαζώμεθα καλά. Επειδή ο απόστολος Παύλος ήταν απηλλαγμένος από επιθυμία για προσωπικό κέρδος, μπορούσε να γράψη στους Θεσσαλονικείς και να πη: «Διότι ούτε λόγον κολακείας μετεχειρίσθημεν ποτέ, . . . Ούτε εζητήσαμεν δόξαν εξ ανθρώπων, ούτε αφ’ υμών, ούτε απ’ άλλων.»—1 Θεσσ. 2:5, 6.
Έτσι θα πρέπει να είμεθα προσεκτικοί, πρώτ’ απ’ όλα να μη διαλαλούμε εμείς οι ίδιοι τους επαίνους μας. Έπειτα δεν θα πρέπει να φθάσωμε στο σημείο να αποσπούμε έπαινο από άλλους. Η Γραφή προτρέπει τους Χριστιανούς να μην εργάζωνται «με οφθαλμοδουλείαν, ως ανθρωπάρεσκοι, αλλά με απλότητα καρδίας, φοβούμενοι τον Ιεχωβά. Και παν ό,τι αν πράττητε, εκ ψυχής εργάζεσθε, ως εις τον Ιεχωβά, και ουχί εις ανθρώπους.»—Κολ. 3:22,23, ΜΝΚ.
Επίσης το να έχωμε την ορθή άποψι του επαίνου περιλαμβάνει προθυμία να θέλωμε και άλλοι να περιληφθούν στον έπαινο· να τον μοιραζώμεθα μ’ εκείνους που μπορεί να έχουν συμβάλει στην επιτυχία αυτών που είπαμε ή εκάμαμε. Επί παραδείγματι, σε μια συμφωνική συναυλία ο διευθυντής μπορεί να ζητήση όπως ολόκληρη η ορχήστρα υποκλιθή σε απάντησι των παρατεταμένων και επανειλημμένων χειροκροτημάτων. Και αυτό είναι πολύ κατάλληλο, διότι, όπως είπε κάποτε στους άνδρες του ένας διάσημος διευθυντής, ‘Γνωρίζετε ότι χωρίς εσάς δεν μπορώ να κάμω τίποτα.’ Η εντιμότης και η μετριοφροσύνη θα μας κάμουν ν’ αποδίδωμε έπαινο εκεί που αξίζει έπαινος. Οι Χριστιανοί δεν θα πρέπει να μοιάζουν με πολλούς ανθρώπους αυτού του κόσμου που αγωνίζονται να στέκουν ‘στο προσκήνιο.’
Βέβαια, μπορεί ένα άτομο να έχη προσφέρει βοήθεια που συνέβαλε σημαντικά στην επιτυχία ενός σχεδίου κι όμως οι προσπάθειές του να μην έλαβαν καμμιά δημοσία αναγνώρισι ή ευγνωμοσύνη. Αυτό δεν θα πρέπει ποτέ να τον στενοχωρή, διότι, όπου αξίζει, στον ωρισμένο καιρό «ο έπαινος θέλει γίνει εις έκαστον από του Θεού.» (1 Κορ. 4:5). Έτσι η εργατική σύζυγος, που ίσως να λαμβάνη λίγη αναγνώρισι, μπορεί να έχη την εσωτερική ικανοποίησι με το να γνωρίζη πόσο πολύ έχει συμβάλει στην ευημερία και επιτυχία του συζύγου της. Και μπορεί να είναι ευτυχής που η πορεία της είναι ευάρεστη σ’ αυτούς που είναι ανώτεροι από τη συζυγική της κεφαλή, τον Ιησού Χριστό και τον Ιεχωβά Θεό.—Παροιμ. 31:23, 28, 31· 1 Κορ. 11:3.
Ιδιαίτερα θα πρέπει ο Χριστιανός που λαμβάνει έπαινο επειδή τα κατάφερε καλά στον ένα τομέα ή στον άλλο, ν’ απευθύνη τον έπαινο στον Ιεχωβά Θεό και στον Υιό του. Ο Θεός είναι ο Δοτήρ κάθε αγαθού και τελείου δώρου. (Ιακ. 1:17) Ο Χριστιανός θα πρέπει να υπενθυμίζη στον εαυτό του, όχι κατ’ ανάγκην πάντοτε φωναχτά, αλλά στην καρδιά και στο νου του, το μέρος που είχε ο Ιεχωβά σε οποιαδήποτε επιτυχία απήλαυσε. Ο Ιησούς έδωσε το πιο χτυπητό παράδειγμα σ’ αυτό.
Μολονότι τιμήθηκε πολύ σαν Μεσσίας και Υιός του Θεού, σε καμμιά περίπτωσι δεν οικειοποιήθηκε τη δόξα για το άγγελμά του ή τα έργα του. Έτσι μπορούσε να πη έντιμα στους θρησκευτικούς του εχθρούς: «Εάν εγώ δοξάζω εμαυτόν, η δόξα μου είναι ουδέν· ο Πατήρ μου είναι όστις με δοξάζει.»—Ιωάν. 8:54.
Επομένως όλοι οι Χριστιανοί δούλοι του Ιεχωβά θα κάμουν καλά να έχουν υπ’ όψι τους την αρχή που εξήγγειλε ο απόστολος Παύλος σχετικά μ’ αυτό. Ετόνισε: «Διότι του Θεού είμεθα συνεργοί· σεις είσθε του Θεού αγρός, του Θεού οικοδομή.» Και το ότι ο Θεός είναι εκείνος που αξίζει τον έπαινο, το δείχνει ο Παύλος στα συμφραζόμενα, διότι εκεί λέγει: «Εγώ εφύτευσα, ο Απολλώς επότισεν αλλ’ ο Θεός ηύξησεν. Ώστε ούτε ο φυτεύων είναι τι, ούτε ο ποτίζων, αλλ’ ο Θεός ο αυξάνων.» Πόσο αληθινό είναι αυτό! Ασφαλώς το κάθε τι εξαρτάται από την ευλογία του Θεού στις προσπάθειές μας.—1 Κορ. 3:9, 6, 7.
Ασφαλώς, αν έχωμε την ορθή άποψι για τον έπαινο, όχι μόνο δεν θα θέλωμε να διαλαλούμε τους επαίνους μας, ή να προσπαθούμε ν’ αποσπάσωμε έπαινο από άλλους, αλλά και όταν μας επαινούν θα πρέπει με την αρμόζουσα μετριοφροσύνη να δίνωμε την τιμή και στους άλλους που αξίζουν και, πάνω απ’ όλα, ν’ απευθύνωμε τον έπαινο στον Ιεχωβά Θεό, στον οποίον πάντοτε αξίζει.