«Ο Λόγος ο σος Αλήθεια Εστί»
Ποιος Ήταν ο Απαγορευμένος Καρπός της Εδέμ;
«ΑΝ ο Αδάμ και η Εύα δεν έτρωγαν τον απαγορευμένο καρπό, δεν θα γεννιούνταν παιδιά. Κι έτσι πού θα ήμασταν τώρα;» Άτομα που παρουσιάζουν αυτό το σημείο πιστεύουν ότι η αμαρτία του Αδάμ και της Εύας περιελάμβανε τις σεξουαλικές σχέσεις. Είναι όμως αυτή η πίστις λογική; Και το πιο σπουδαίο, είναι Γραφική;
Η εντολή του Θεού, όπως βρίσκεται στη Γένεσι 2:16, 17 λέγει: «Από παντός δένδρου του παραδείσου ελευθέρως θέλεις τρώγει, από δε του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού, δεν θέλεις φάγει απ’ αυτού· διότι καθ’ ην ημέραν φάγης απ’ αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει.»
Τον καιρό που δόθηκε αυτή η εντολή, ο Αδάμ ήταν μόνος στον παράδεισο, διότι η δημιουργία της γυναίκας αναφέρεται αργότερα στην αφήγησι. (Γέν. 2:21, 22) Η ίδια η εντολή ομοίως δείχνει ότι ο Αδάμ ήταν μόνος. Στο αρχαίο Εβραϊκό κείμενο, η λέξις «θέλεις» είναι στον ενικό.
Έτσι, πώς μπορεί ο απαγορευμένος καρπός ν’ αναφέρεται σε σεξουαλικές σχέσεις, όταν ο Αδάμ ήταν ο μόνος άνθρωπος στη γη;
Η ερμηνεία της εντολής για τον απαγορευμένο καρπό ότι σημαίνει σεξουαλικές σχέσεις αντιτίθεται ακόμη στη θετική εντολή που δόθηκε στο πρώτο ζεύγος να γεννήση τέκνα. Τους ελέχθη: «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και γεμίσατε την γην.» (Γέν. 1:28) Πόσο παράλογο, άδικο και σκληρό θα ήταν από μέρους του Ιεχωβά να ενθαρρύνη να γεμίσουν τη γη και έπειτα ν’ απαγορεύση, με την ποινή του θανάτου, τις σεξουαλικές σχέσεις!
Η αφήγησις της Γενέσεως στο κεφάλαιο 3 δίνει ακόμη μεγαλύτερη απόδειξι ότι ο απαγορευμένος καρπός δεν ανεφέρετο σε σεξουαλικές σχέσεις. Η Βίβλος αναφέρει: «Και είδεν η γυνή, ότι το δένδρον ήτο καλόν εις βρώσιν, και ότι ήτο αρεστόν εις τους οφθαλμούς, και επιθυμητόν το δένδρον.»
Προφανώς, όχι σεξουαλικές σχέσεις, αλλ’ ο καρπός ενός κατά γράμμα δένδρου μπορεί να περιγραφή ως «καλόν εις βρώσιν.» Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι το γεγονός ότι η Εύα δεν παρουσίασε ένα μέρος του καρπού στον Αδάμ παρά αφού η ίδια τον είχε δοκιμάσει. Αφού η Εύα δεν ήταν με τον Αδάμ όταν έφαγε τον απαγορευμένο καρπό, πώς μπορούσε η αμαρτία της να είναι σεξουαλικές σχέσεις με τον άνδρα της;—Γέν. 3:6.
Αλλά μερικά άτομα μπορεί να αισθάνωνται ότι η αναφορά στον καρπό ενός δένδρου πρέπει να είναι ένας παιδιάστικος τρόπος για να δείξη κάτι πολύ πιο σοβαρώτερο που απαγορεύθηκε από τον Θεό. Η αφήγησις της Βίβλου, όμως, δεν παρέχει καμμιά βάσι γι’ αυτό το συμπέρασμα. Πρέπει να θυμηθούμε ότι, με την εξαίρεσι του ενός δένδρου, είχε επιτραπή στον Αδάμ να ‘τρώγη ελευθέρως από παντός δένδρου του παραδείσου.’ Έτσι, αν το «δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού» δεν ήταν αληθινό δένδρο με πραγματικό καρπό, τι ήταν τα άλλα δένδρα του παραδείσου; Δεν υπάρχει λόγος να πιστεύωμε ότι ήταν κάτι άλλο εκτός από κατά γράμμα δένδρα. Η Γένεσις 2:9 (ΜΝΚ) λέγει καθαρά: «Και Ιεχωβά ο Θεός έκαμε να βλαστήση εκ της γης παν δένδρον ωραίον εις την όρασιν, και καλόν εις την γεύσιν.» Έτσι όλα τα δένδρα, περιλαμβανομένου του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού, κατά γράμμα βλάστησαν από το έδαφος. Παρ’ όλα αυτά, το είδος του καρπού του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού δεν προσδιορίζεται στη Γραφή.
Ενώ η αφήγησις της Γενέσεως μπορεί να φαίνεται πολύ απλή, αυτό που λέγει έχει βαθειά σημασία. Ο καρπός του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού δεν ήταν δηλητηριώδης αλλά υγιεινός, κατά γράμμα «καλός εις την βρώσιν.» Έτσι ο περιορισμός του Θεού γι’ αυτόν τον καρπό ήταν το μόνο πράγμα που η βρώσις του το έκανε κακό. Το δένδρο, λοιπόν, ήταν ένα κατάλληλο σύμβολο του δικαιώματος να προσδιορίζη ή να θέτη κανόνες του καλού και του κακού, το οποίον δικαίωμα ο Θεός κράτησε για τον Εαυτό του απαγορεύοντας στον Αδάμ να φάγη απ’ αυτό. Αυτή η απαγόρευσις ετόνιζε την κατάλληλη εξάρτησι του ανθρώπου από τον Θεό ως τον Κυρίαρχο Νομοθέτη. Με την υπακοή ο πρώτος άνδρας και γυναίκα μπορούσαν ν’ αποδείξουν ότι σέβονται το δικαίωμα του Θεού να τους κάνη γνωστό τι ήταν «καλό» (επιδοκιμασμένο από τον Θεό) και τι ήταν «κακό» (καταδικασμένο από τον Θεό). Η παρακοή από μέρους των θα εσήμαινε επανάστασι εναντίον της κυριαρχίας του Θεού. Αυτή η κατανόησις των πραγμάτων αναγνωρίζεται σε μια υποσημείωσι της σύγχρονης Καθολικής μεταφράσεως γνωστής ως Η Βίβλος της Ιερουσαλήμ: «Η πρώτη αμαρτία ήταν επίθεσις εναντίον της κυριαρχίας του Θεού, μια αμαρτία υπερηφάνειας.»
Η φύσις της ίδιας της εντολής ήταν εκείνο που θα μπορούσαμε να περιμένωμε από ένα Θεό αγάπης και δικαιοσύνης. Τίποτα το παράλογο δεν υπήρχε σ’ αυτήν. Ούτε ο Αδάμ ούτε η Εύα δεν αναγκάσθηκαν απ’ αυτήν να βρεθούν σε μια δύσκολη θέσι. Δεν στερούνταν από τα αναγκαία πράγματα για την συντήρησι της ζωής των. Υπήρχαν πολλά άλλα δένδρα στον κήπο από τα οποία μπορούσαν να τρώγουν και να ευχαριστούνται.
Η εντολή επίσης έδειχνε τον υψηλότερο σεβασμό στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Όταν δόθηκε αρχικά στον Αδάμ, δεν απέδιδε βάσι ή εξευτελιστικές τάσεις στον πρώτο άνθρωπο, τάσεις που για να δαμασθούν χρειάζονταν έναν ειδικό νόμο. Επί παραδείγματι, ο Ιεχωβά δεν είπε στον Αδάμ: ‘Δεν θα διάπραξης κτηνωδία.’ Όχι, η εντολή περιελάμβανε κάτι τελείως φυσικό και κατάλληλο: τροφή.
Με την απλότητά της η εντολή φανέρωνε τι μπορούσε να αναμένεται από τον πρώτο άνδρα και τη γυναίκα στην περίπτωσι της νομιμοφροσύνης. Αυτό βρίσκεται σε αρμονία με την αρχή που εξέφρασε ο Ιησούς: «Ο εν τω ελαχίστω πιστός και εν τω πολλώ πιστός είναι, και ο εν τω ελαχίστω άδικος και εν τω πολλώ άδικος είναι.» (Λουκ. 16:10) Και ο Αδάμ και η Εύα είχαν την ικανότητα να διατηρήσουν τέλεια υπακοή. Με αυτή τη βάσι, κανένας σήμερα δεν μπορεί να πη ότι η θανατική καταδίκη ήταν άδικη.
Για μας σήμερα είναι ζωτικό να καταβάλλωμε προσπάθεια ώστε να μη πέσωμε στον ίδιο τρόπο λογικεύσεως που έκαμε ο Αδάμ και η Εύα. Αν και ο Αδάμ δεν είχε απατηθή, φαίνεται ότι η ανταρσία της γυναίκας του τον έκαμε να χάση την πίστι στον ουράνιο πατέρα του ότι είναι ικανός να διευθετή τα πράγματα για την ευλογία του. Φαίνεται ακόμη ότι επετέθη εναντίον του Ιεχωβά Θεού λέγοντας: «Η γυνή την οποίαν έδωκας να είναι μετ’ εμού, αυτή μοι έδωκεν από του δένδρου και έφαγον.» (Γέν. 3:12) Όσο για την Εύα κατέληξε να πιστεύση ότι ο Ιεχωβά Θεός την κρατούσε σε χαμηλό επίπεδο και σε άγνοια. Έτσι κατέληξε να θεωρήση την ανυπακοή και την ανεξαρτησία από τον Θεό ως την οδό προς την ευτυχία.
Αν θυμούμεθα ότι αυτό που έκαμαν ο Αδάμ και η Εύα τρώγοντας έναν πραγματικό, αλλά απηγορευμένο από τον Θεό, καρπό ήταν ανταρσία εναντίον της κυριαρχίας του Ιεχωβά, θα πρέπει να κάνωμε σκοπό μας να παραμένωμε νομιμόφρονες υπήκοοι του Δημιουργού μας. Δεν θα θελήσωμε ποτέ ν’ απατηθούμε από τη σκέψι ότι οι νόμοι του Θεού είναι άδικοι και όχι για τα καλύτερα συμφέροντά μας. Άσχετα με το τι περιστάσεις θα δημιουργηθούν, εμείς, ανόμοια με τον Αδάμ, οφείλομε ν’ αναγνωρίζωμε το γεγονός ότι ο Ιεχωβά Θεός μπορεί να ευλογήση και θα ευλογήση τους αφοσιωμένους δούλους του. Έχομε τη Γραφική διαβεβαίωσι, αποδεδειγμένη από αναρίθμητα παραδείγματα μέσα στην ανθρώπινη ιστορία, ότι ο Ιεχωβά Θεός είναι «μισθαποδότης εις τους εκζητούντας αυτόν.»—Εβρ. 11:6.