Πόσο Αξιόπιστο Είναι το Κείμενο της Βίβλου Μας;
ΠΑΡΑ την ταχεία παρακμή των εκκλησιών του Χριστιανικού κόσμου, η Βίβλος διατηρεί ακόμη τη λαϊκή ζήτησι. Αυτό διαφαίνεται από την παραγωγή νέων μεταφράσεων της Βίβλου κάθε χρόνο. Μερικές απ’ αυτές φθάνουν σύντομα μια κυκλοφορία εκατοντάδων χιλιάδων, και κατά περιστάσεις ο αριθμός αυτός ανέρχεται σε εκατομμύρια αντιγράφων.
Αλλά θα μπορούσε να ρωτήση κανείς, ‘Γιατί εξακολουθούν να δημοσιεύωνται νέες μεταφράσεις; Υπάρχουν στην Αγγλική η μετάφρασις του Βασιλέως Ιακώβου, η Καθολική μετάφρασις Ντουαί και άλλες. Γιατί χρειάζονται και νέες Αγγλικές μεταφράσεις;’
Λόγοι για Νέες Μεταφράσεις
Υπάρχουν αρκετοί λόγοι, αλλά μόνο τρεις είναι οι πιο σπουδαίοι. Πρώτον, η γλώσσα συνεχώς μεταβάλλεται. Αυτό κάνει τις παλαιότερες μεταφράσεις δύσκολες στην κατανόησι, και μερικές φορές μάλιστα παροδηγούν στο νόημά των.
Παραδείγματος χάριν, η Αγγλική λέξις «κόουστ» σε παλαιότερους χρόνους δεν ανεφέρετο μόνον σε μια παραλία της θαλάσσης. Εσήμαινε την πλευρά ή το σύνορο μιας χώρας. Έτσι και η μετάφρασις του Βασιλέως Ιακώβου και η Καθολική Ντουαί, που δημοσιεύθηκαν αρχικά πριν από 360 χρόνια, ομιλούν για τον απόστολο Παύλο ότι εταξίδεψε μέσω των παραλιών [«κόουστς»] προς την Έφεσο. (Πράξ. 19:1) Εν τούτοις, η Γραφική αφήγησις δείχνει ότι ο Παύλος εταξίδεψε προς την Έφεσο από τη χώρα της Γαλατίας και της Φρυγίας, και σ’ αυτό το ταξίδι του δεν επρόκειτο να πλησιάση σε καμμιά παραλία! (Πράξ. 18:23) Έτσι, Η Νέα Αμερικανική Βίβλος, μια νεώτερη Καθολική μετάφρασις του 1970 αναφέρει: «Ο Παύλος πέρασε από το εσωτερικό της χώρας και ήλθε στην Έφεσο.»
Θα μπορούσαμε ν’ αναφέρωμε πολλά παρόμοια παραδείγματα. Έτσι η αλλαγή που έγινε διά μέσου των ετών στην έννοια ωρισμένων λέξεων καθιστά πολύτιμη μια συγχρονισμένη μετάφρασι.
Ένας δεύτερος λόγος για την έκδοσι νέων μεταφράσεων της Γραφής είναι ότι πολλές χιλιάδες χειρογράφων έχουν ανακαλυφθή τα τελευταία χρόνια. Τα νέα αυτά κοσμικά έγγραφα παρέχουν καλύτερη κατανόησι των αρχικών γλωσσών—Εβραϊκής, Αραμαϊκής και Ελληνικής—στις οποίες γλώσσες είχε γραφή η Βίβλος.
Πριν από ολίγα σχετικώς χρόνια ενόμιζαν ότι πολλές λέξεις των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών ήσαν ειδικές Βιβλικές λέξεις, όπως θα λέγαμε. Αλλά τώρα οι ίδιες αυτές λέξεις βρέθηκαν στη συνήθη αλληλογραφία των Βιβλικών χρόνων—σε εμπορικές πράξεις, επίσημα έγγραφα, ακόμη και σε αποδείξεις. Βλέποντας πώς οι λέξεις αυτές εχρησιμοποιούντο και σε κοσμικά έγγραφα του καιρού εκείνου θεωρήθηκε βοηθητικό να σχηματισθούν, σε ωρισμένες περιπτώσεις, ακριβέστερες Αγγλικές μεταφράσεις της Βίβλου.
Ένας τρίτος σπουδαίος λόγος για νέες μεταφράσεις της Βίβλου είναι η ανακάλυψις ολοένα περισσοτέρων χειρογράφων της Βίβλου. Για τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές μόνον υπάρχουν 4.600 αντίγραφα χειρογράφων, ολόκληρα ή κατά μέρος στην Ελληνική γλώσσα· επίσης υπάρχουν άνω των 8.000 αντιγράφων στη Λατινική και περίπου 1.000 σε άλλες γλώσσες. Ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος για τους σημερινούς μεταφραστάς της Βίβλου είναι ότι έχουν στη διάθεσί τους τρία μεγάλα χειρόγραφα που ανακαλύφθηκαν περίπου τα τελευταία σαράντα χρόνια.
Τα πρώτα απ’ αυτά ήσαν μερικά Βιβλικά χειρόγραφα του δευτέρου μέχρι του τετάρτου αιώνος γραμμένα σε πάπυρο και τα οποία είχε αποκτήσει ο αποθανών Αλφρέδος Τσέστερ Μπήτυ το έτος 1930. Κατόπιν από το 1947 και έπειτα πάνω από 40.000 τμήματα χειρογράφων βρέθηκαν σε διάφορα σπήλαια κοντά στη Νεκρά Θάλασσα και αυτά περιλαμβάνουν περίπου 100 χειρόγραφα της Βίβλου. Καλύπτουν μέρη τουλάχιστον από κάθε Εβραϊκό βιβλίο της Γραφής εκτός του βιβλίου της Εσθήρ. Το πιο περίφημο απ’ όλα είναι ο Ρόλλος της Νεκράς θαλάσσης «Α» του βιβλίου του Ησαΐα. Και μια τρίτη πρόσφατη ανακάλυψις αποτελείται από μερικούς παπύρους που πιστεύεται ότι χρονολογούνται από το έτος 200 περίπου μ.Χ. Αυτά αγοράσθηκαν από τη βιβλιοθήκη του Μπόντμερ στη Γενεύη της Ελβετίας.
Η σημασία των ευρημάτων αυτών δεν έγκειται στο ότι είναι ριζικώς διαφορετικά από τα ήδη κατεχόμενα χειρόγραφα και καταδεικνύοντα την ανάγκη βασικών μεταβολών στο κείμενο της Βίβλου. Αντιθέτως, οι διαφορές των είναι μικρές. Εν τούτοις, αν είσθε ένας ενθουσιώδης οπαδός του Σαίξπηρ, τότε και μια μόνο λέξις αν μεταβληθή στο έργο του Άμλετ, θα ήταν σπουδαίο για σας, μολονότι δεν θα επέφερε πραγματική διαφορά στους χαρακτήρας ή στην πλοκή του έργου ή και στο αποτέλεσμα. Παρομοίως, σ’ ένα σπουδαστή της Βίβλου, η αλλαγή μιας λέξεως μπορεί να είναι σπουδαία, για την έννοια ενός Γραφικού εδαφίου, αν και δεν μεταβάλλεται καμμιά διδασκαλία ή βασική ερμηνεία του κειμένου.
Εν τούτοις, αυτό μπορεί να εγείρη το ερώτημα στη διάνοια μερικών ατόμων: ‘Πώς μπορεί ένας μεταφραστής της Βίβλου, ο οποίος επιθυμεί να χρησιμοποιήση όλα τα ανακαλυφθέντα χειρόγραφα, να ελέγξη κάθε στίχον στα κυκλοφορούντα διάφορα χειρόγραφα; Δεν θα ήταν αυτό ένα έργο που θα διαρκούσε περισσότερο από τη ζωή του ανθρώπου;’
Κατασκευή ενός Κειμένου
Ευτυχώς ο μεταφραστής της Γραφής δεν υποχρεούται να ελέγχη προσωπικά κάθε χειρόγραφο. Ειδικοί λόγιοι, άνδρες όπως ο Μπ. Φ. Ουέστκοττ και ο Φ. Τζ. Α. Χορτ, ο Ντ. Έμπερχαρντ Νέστλε και ο Ροδόλφος Κίττελ, έχουν συγκρίνει τα διακριτικά χαρακτηριστικά και τις ποικιλίες κάθε σπουδαίου χειρογράφου και κατεσκεύασαν τα λεγόμενα «τεξτς,» (κείμενα) στην αρχική των γλώσσα. Τα κείμενα τα οποία υιοθετούν τις καλύτερες εκφράσεις που υπάρχουν απ’ όλα τα χειρόγραφα. Συχνά αναγράφονται στις υποσημειώσεις τα γράμματα του κώδικος και τα χαρακτηριστικά των χειρογράφων και μεταφράσεων που υποστηρίζουν την έκφρασι, ακολουθούμενα από λεπτομέρειες όλων των σπουδαίων νέων εκφράσεων. Οι λόγιοι αυτοί δεν ενδιαφέρονται να μεταφράσουν τη Βίβλο στην Αγγλική ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα, αλλ’ εργάζονται μόνον με την αρχική γλώσσα.
Τότε εμφανίζεται επί σκηνής ο μεταφραστής. Το έργο του είναι να θέση το κείμενο της αρχικής γλώσσης σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα επιθυμεί. Προς τούτο καθοδηγείται από τη μαρτυρία που έχουν συσσωρεύσει οι λόγιοι σχετικά με το κείμενο.
Κριτική του Κειμένου
Η κριτική του κειμένου έχει να κάμη με την εργασία των λογίων, που κατασκεύασαν το κείμενο της αρχικής γλώσσης από το οποίον εργάζονται οι μεταφρασταί της Βίβλου. Η εργασία των κριτικών του κειμένου ονομάζεται μερικές φορές «κατωτέρα κριτική» προς διάκρισιν από την «ανωτέρα κριτική.» Αφού ο σκοπός της είναι η αποκατάστασις του αρχικού κειμένου του συγγραφέως της Βίβλου, αποτελεί μάλλον μια εποικοδομητική κριτική και όχι καταστρεπτική.
Σαν παράδειγμα του έργου των λογίων του κειμένου, παρατηρήστε το εδάφιο της Γραφής 1 Τιμοθέου 3:16. Η Μετάφρασις του Βασιλέως Ιακώβου αναφέρει: «Θεός φανερωθείς εν σαρκί.» Γιατί αυτή η διαφορά; Και γιατί οι νεώτερες μεταφράσεις αντικατέστησαν τη λέξι «Θεός» με το «ο οποίος» ή «Αυτός»; Τούτο οφείλεται στο ότι οι λόγιοι των κειμένων εξακρίβωσαν πώς είχε προφανώς το αρχικό κείμενο της Βίβλου.
Η αρχαία συντομογραφία της λέξεως Θεός παρίστατο με τον Ελληνικό τύπο ΘC [Απεικόνιση ελληνικών χαρακτήρων], ενώ τα Ελληνικά γράμματα που σημαίνουν «ο οποίος» εγράφοντο με κεφαλαία ΟC. Αντιλαμβάνεσθε πόσον εύκολο θα ήταν να μεταβάλουν τη λέξι «ο οποίος» στον τίτλο Θεός, θέτοντας απλώς μια γραμμή στο μέσον του «Ο» και μια παύλα στο επάνω μέρος των δύο γραμμάτων. Και αυτή είναι μια αλλαγή που έγινε σε μερικά αρχαία χειρόγραφα.
Οι λόγιοι των κειμένων έχουν εκθέσει αυτή την αλλαγή. Οι Ουέστκοττ και Χορτ αναφέρουν στο βιβλίο τους Σημειώσεις επί των Επιλέκτων Εκφράσεων ότι η αλλαγή αυτή βρίσκεται μόνον σε χειρόγραφα που παρήχθησαν από το τέλος του τετάρτου αιώνος μ.Χ. και έπειτα. Ακόμη και στο περίφημο Αλεξανδρινό χειρόγραφο του πέμπτου αιώνος που βρίσκεται στο Βρεττανικό Μουσείο μια μικροσκοπική εξέτασις απεκάλυψε ότι η γραμμή και η παύλα προσετέθησαν από άλλο χέρι πολύ αργότερα!
Οι λόγιοι των κειμένων είναι επίσης ικανοί ν’ ανακαλύψουν και άλλες αλλαγές ή λάθη. Πολλές ενδείξεις τούς βοηθούν σ’ αυτό. Παραδείγματος χάριν, μια σύγχυσις γραμμάτων που μοιάζουν πολύ μεταξύ των, παράλειψις ή επανάληψις φράσεων εκ του γεγονότος ότι το μάτι ακολουθεί εσφαλμένη γραμμή, ή η ενσωμάτωσις περιθωριακών σχολίων μέσα στο κείμενο.
Λεπτολόγος Προσοχή στην Αντιγραφή
Η ύπαρξις αυτών των σφαλμάτων δυνατόν να ωθήση κάποιον να κάμη την ερώτησι: ‘Πόσο συχνά είναι τα λάθη αυτά ή οι αλλοιώσεις στα χειρόγραφα; Πώς μπορούμε να είμεθα βέβαιοι ότι τα αρχαία χειρόγραφα της Βίβλου από τα οποία εργάζονται οι λόγιοι των κειμένων είναι λογικώς ακριβή, εφόσον κανένα απ’ αυτά τα χειρόγραφα δεν είναι τα πρωτότυπα που έγραψαν οι ίδιοι Βιβλικοί συγγραφείς;’
Είναι αλήθεια ότι είναι εύκολο να παρεισφρύσουν λάθη όταν γίνωνται επανειλημμένα αντίγραφα του ιδίου εγγράφου. Εν τούτοις, είναι σπουδαίο να σημειωθή ο λεπτολόγος τρόπος με τον οποίο τα αντίγραφα των Γραφών ελέγχονταν και διορθώνονταν από τους αντιγραφείς.
Οι Εβραίοι γραμματείς ήσαν ιδιαιτέρως ευλαβείς στην εργασία αυτή. Κατέβαλλαν ευσυνείδητη προσοχή όταν εργάζονταν με τα κείμενα. Είχαν συστήματα ελέγχου, όπως είναι η αρίθμησις των γραμμάτων κάθε τμήματος, ακόμη πόσες φορές συνηντώντο μερικά γράμματα. Καμμιά λέξις δεν εγράφετο από μνήμης. Ακόμη και αν ένας βασιλεύς μιλούσε στον γραμματέα ενώ αυτός έγραφε το όνομα του Θεού, Ιεχωβά, ο γραμματεύς έπρεπε να τον αγνόηση. Όταν ετελείωνε ένα χειρόγραφο ηλέγχετο, δηλαδή επαληθεύετο από διορθωτάς.
Χειρόγραφα που αντεγράφοντο στην Ελληνική μαρτυρούν την εργασία της διορθώσεως. Αυτό μπορεί να το ιδή κανείς, παραδείγματος χάριν, στον περίφημο Σιναϊτικό Κώδικα, ένα Ελληνικό χειρόγραφο των Εβδομήκοντα του τετάρτου αιώνος, ο διορθωτής επρόσθεσε στο άνω μέρος του περιθωρίου ένα εδάφιο που είχε παραλειφθή εκ παραδρομής από την Πρώτη Επιστολή προς Κορινθίους, κεφάλαιο δέκατο τρίτο. Κατόπιν έβαλε τόξα για να δείξη πού έπρεπε να υπάρχη το εδάφιο αυτό μέσα στο κείμενο.
Όσον αφορά το αποτέλεσμα μιας τέτοιας ευσυνείδητης προσοχής ο Δρ. Χορτ αναφέρει: «Ο μεγάλος όγκος των λέξεων της Καινής Διαθήκης στέκεται υψηλότερα από κάθε έλεγχο διότι είναι απηλλαγμένες από κάθε αλλοίωσι και χρειάζονται μόνο να αντιγραφούν. Αν τεθούν κατά μέρος . . . μερικά ασήμαντα πράγματα, οι λέξεις, που κατά τη γνώμη μας επιδέχονται κάποια αμφιβολία δύσκολα μπορούν να ανέλθουν σε περισσότερες από το ένα χιλιοστό ολόκληρης της Καινής Διαθήκης.»
Ο αποθανών λόγιος των κειμένων της Βίβλου Σερ Φρέντερικ Κένυον έκαμε την ακόλουθη καθησυχαστική δήλωσι στην εισαγωγή στο επτάτομο έργο του «Βιβλικοί Πάπυροι Τσέστερ Μπήτυ»: «Το πρώτο και πιο σημαντικό συμπέρασμα που προήλθε από την εξέτασί των (των τότε μόλις ανακαλυφθέντων παπύρων του δευτέρου μέχρι τετάρτου αιώνος) είναι ικανοποιητικό, διότι επιβεβαιώνουν την ουσιώδη ακρίβεια των υπαρχόντων κειμένων. Καμμιά χτυπητή ή θεμελιώδης αλλοίωσις δεν φαίνεται είτε στην Παλαιά είτε στη Νέα Διαθήκη. Δεν υπάρχουν σπουδαίες παραλείψεις ή προσθήκες εδαφίων ούτε και διαφορές που επηρεάζουν ζωτικά γεγονότα ή διδασκαλίες. Οι διαφορές του κειμένου αφορούν επουσιώδη ζητήματα, όπως είναι η σειρά των λέξεων ή οι ακριβείς λέξεις που χρησιμοποιούνται.»
Το γεγονός ότι η προσοχή κατά την αντιγραφή είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνσι λαθών μαρτυρείται επίσης και από τον εσχάτως ανακαλυφθέντα ρόλλον της Νεκράς Θαλάσσης «Α» του Ησαΐα, που χρονολογείται γύρω στο 100 π.Χ. Ο ρόλλος αυτός είναι περίπου χίλια έτη παλαιότερος από το παλαιότερο γνωστό αντίγραφο του βιβλίου του Ησαΐα στην Εβραϊκή. Κι εν τούτοις υπάρχουν λίγες διαφορές μεταξύ των δύο αντιγράφων του Ησαΐα, οι οποίες και ώθησαν τον Καθηγητήν Μύλλαρ Μπάρρως να παρατηρήση τα εξής στο βιβλίο του Οι Ρόλλοι της Νεκράς Θαλάσσης: «Αποτελεί κατάπληξιν ότι επί χίλια έτη το κείμενο υπέστη τόσο λίγη αλλαγή.»
Είναι Πραγματικά Τόσο Παλαιοί οι Ρόλλοι;
Εν τούτοις κάποιος μπορεί να ρωτήση: ‘Πώς μπορεί να είναι κανείς τόσο βέβαιος ότι οι ρόλλοι αυτοί της Νεκράς Θαλάσσης καθώς και άλλα χειρόγραφα που ανευρέθησαν είναι τόσο παλαιά; Υπάρχει πραγματική απόδειξις ότι είναι τόσο παλαιά;’
Ναι, υπάρχει. Η παλαιογραφία που ασχολείται με τη μελέτη παλαιών χειρογράφων παρέχει αξιοσημείωτη απόδειξι. Το συγγραφικό ύφος ποικίλλει από περίοδο σε περίοδο, και αλλάζει ανάλογα με τις συνήθειες της εποχής καθώς και σύμφωνα με τις αλλαγές της γλώσσης στη διάρκεια των ετών. Παλαιά έγγραφα χρονολογούνται συχνά με τη χρησιμοποίησι της Παλαιογραφικής Επιστήμης. Προσέξτε ένα παράδειγμα:
Στο ρόλλο «Α» της Νεκράς Θαλάσσης του Ησαΐα και τα δυο Εβραϊκά γράμματα βάου και ιώδ έχουν παρόμοια εμφάνισι. Αυτή ήταν η συνήθεια γύρω από τον πρώτον και δεύτερον αιώνα μ.Χ., αλλά σε μεταγενέστερες εποχές το ιώδ ήταν καταφανώς μικρότερο από το βάου. Αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα του πώς μπορεί ένα συγγραφικό ύφος να βοηθήση στη χρονολόγησι ενός χειρογράφου.
Βεβαίως, υπάρχει πιθανότης ότι κάποιος μπορεί ν’ απομιμηθή ένα παλαιό χειρόγραφο κάνοντάς το να φαίνεται αρχαίο. Και υπήρξαν δύο ή τρία άτομα κατά τον 19ον αιώνα τα οποία προσεπάθησαν να το επιτύχουν αυτό. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Κωνσταντίνος Σιμωνίδης. Αλλά κατόπιν προσεκτικής εξετάσεως από τους ειδικούς, το άτομον αυτό εξετέθη δημοσίως. Σήμερα η χρησιμοποίησις του άνθρακος-14 για τη χρονολόγησι αρχαίων χειρογράφων, μολονότι δεν είναι αναμφισβήτητη, θα βοηθούσε εν τούτοις για να εκθέση μια απάτη. Εν τούτοις, μια προσεκτική μελέτη είναι ακόμη το πιο αξιόπιστο μέσον για τον καθορισμό της ηλικίας των χειρογράφων και την ανακάλυψι των προσπαθειών απομιμήσεως.
Εκείνο που βοηθεί τους λογίους της Βίβλου σ’ αυτό το έργο σήμερα είναι οι φωτογραφίες παλαιών χειρογράφων, οι οποίες τοποθετούνται σε μικροφίλμ ή αναπαράγονται πανομοιότυπα. Τότε οι λόγιοι όλου του κόσμου μπορούν να παραδώσουν λεπτομερή μελέτη των χειρογράφων. Έτσι οι περιπτώσεις απομιμήσεως που διαφεύγουν την ανακάλυψι είναι πράγματι ελάχιστες. Θα ήταν πολύ ευκολώτερο να πλαστογραφηθούν τραπεζογραμμάτια, διότι τότε θα απητείτο μόνον τεχνική ικανότης παρά γνώσις και της παλαιογραφίας επίσης.
Βάσις για Εμπιστοσύνη
Μπορεί συνεπώς να γίνη φανερό ότι η μελέτη παλαιών χειρογράφων αποτελεί πραγματική επιστήμη η οποία γίνεται ακριβέστερη κάθε χρόνο. Και κάθε νεώτερη μετάφρασις της Βίβλου, αν οικοδομή επάνω σε μια πλήρη μαρτυρία με αμερόληπτο τρόπο, γίνεται περισσότερο εκλεπτυσμένη και ακριβής. Έτσι η σύγχρονη γνώσις των αρχαίων γλωσσών δίνει λόγους για πλήρη εμπιστοσύνη ότι η Βίβλος έφθασε μέχρις ημών ουσιαστικώς αμετάβλητη.
Βεβαίως, αυτό είναι εκείνο που θα έπρεπε να περιμένη κανείς. Διότι ο Παντοδύναμος Θεός εφρόντισε αναμφιβόλως, όπως ο Λόγος του διατηρηθή αναλλοίωτος όλα αυτά τα έτη. Όπως και αν το δη κανείς, η συνολική αξιοπιστία του Βιβλικού κειμένου είναι πέραν πάσης αμφιβολίας.
[Πλαίσιο στη σελίδα 8]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Ο τύπος των Εβραϊκών γραμμάτων διέφερε κατά διαφόρους περιόδους της αντιγραφής των χειρογράφων. Αυτές οι διαφορές βοήθησαν τους λογίους να χρονολογήσουν τα χειρόγραφα. Προσέξτε τις διαφορές κάτωθι.
[Απεικόνιση εβραϊκών χαρακτήρων]
Το Θείον Όνομα από τον ρόλλο «Α» του Ησαΐα (π. 100 π.Χ.)
Το Θείον Όνομα χειρόγραφο χρονολογούμενο 895 μ.Χ.