«Ο Λόγος ο Σος Αλήθεια Εστί»
Γιατί Πρέπει να Μετανοούμε από ‘Νεκρά Έργα’;
ΠΡΙΝ από 6.000 περίπου έτη το ανθρώπινο γένος απομακρύνθηκε από τον Ιεχωβά Θεό. Αυτό συνέβη όταν ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ είχε αμαρτήσει. Η αλήθεια για το θέμα αυτό βρίσκεται στον Λόγο του Θεού, που μας λέγει: «Καθώς δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον, και διά της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντας ανθρώπους, επειδή πάντες ήμαρτον.»—Ρωμ. 5:12.
Ως αμαρτωλοί οι άνθρωποι δεν μπορούν να αποκτήσουν μια επιδοκιμασμένη στάσι ενώπιον του Θεού με τη δική των αξία. Μόνο με την απολυτρωτική θυσία του Ιησού Χριστού μπορούν οι άνθρωποι, που είχαν αποξενωθή από τον Θεό και είχαν γίνει «εχθροί» του Θεού, να συμφιλιωθούν μαζί του. Αυτό συμβαίνει επειδή η απολυτρωτική θυσία έχει συγχωρητική αξία.—Κολ. 1:19-22.
Η συμφιλίωσις με τον Θεό, εν τούτοις, δεν επέρχεται χωρίς καμμιά ενέργεια από μέρους των ατόμων. Μια από τις απαιτήσεις για να συμφιλιωθή ένα άτομο με τον Θεό είναι και η μετάνοια από «νεκρών έργων.»(Εβρ. 6:1) Αλλά ποια είναι αυτά τα ‘νεκρά έργα’; Έχουν όλοι οι άνθρωποι επιδοθή σ’ αυτά, καθιστώντας την μετάνοια από αυτά τα ‘νεκρά έργα’ ένα βασικό πράγμα;
Επειδή ο θάνατος είναι το αντίθετο της ζωής, τα ‘νεκρά έργα’ είναι προφανώς έργα που δεν οδηγούν στη ζωή. Είναι πνευματικώς νεκρά, μάταια και άκαρπα έργα.
Προφανώς τα έργα της αμαρτωλής σαρκός είναι θανατηφόρα. Σύμφωνα με τη Γραφή, τα έργα αυτά είναι «πορνεία, ακαθαρσία, ασέλγεια, ειδωλολατρία, φαρμακεία, έχθραι, έριδες, ζηλοτυπίαι, θυμοί, μάχαι, διχοστασίαι, αιρέσεις, φθόνοι, φόνοι, κώμοι, και τα όμοια τούτων· . . . οι τα τοιαύτα πράττοντες βασιλείαν Θεού δεν θέλουσι κληρονομήσει.» (Γαλ. 5:19-21) Οποιοσδήποτε επιθυμεί την επιδοκιμασία του Θεού και ζωή πρέπει να μετανοήση απ’ αυτά τα «έργα της σαρκός» και να μη επιδίδεται σ’ αυτά.
Αλλά μήπως τα ‘νεκρά έργα’ περιορίζονται στην αδικοπραγία και ανηθικότητα; Όχι, διότι υπάρχουν επίσης και άλλα έργα τα οποία είναι μάταια και άκαρπα.
Στα ‘νεκρά έργα’ περιλαμβάνεται και η αυτοδικαίωσις. Όλες οι προσπάθειες των ανθρώπων όπως επιβάλουν τη δική τους δικαιοσύνη μακράν από τη δικαιοσύνη του Χριστού Ιησού και την απολυτρωτική του θυσία, είναι μάταιες. Γι’ αυτό εκείνος που προσπαθεί να προσκολληθή στο Μωσαϊκό νόμο για να υποστηρίξη τη δική του δικαιοσύνη επιδίδεται σε ‘νεκρά έργα.’ Η άποψις αυτή τονίζεται στην επιστολή προς Ρωμαίους 3:20-25: «Εξ έργων νόμου δεν θέλει δικαιωθή ουδεμία σαρξ ενώπιον αυτού [του Θεού]· επειδή διά του νόμου γίνεται η γνώρισις της αμαρτίας . . . δικαιούνται δε δωρεάν με την χάριν αυτού διά της απολυτρώσεως της εν Χριστώ Ιησού, τον οποίον ο Θεός προέθετο μέσον εξιλεώσεως, εν τω αίματι αυτού.»
Επίσης, έργα τα οποία θα ήσαν άλλως καλά μπορεί να γίνουν ‘νεκρά έργα’ αν δεν προέρχωνται από τα ορθά ελατήρια. Ο απόστολος Παύλος λέγει: «Και εάν πάντα τα υπάρχοντά μου διανείμω, και εάν παραδώσω το σώμα μου διά να καυθώ, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι.»—1 Κορ. 13:3.
Επίσης, ένα άτομο μπορεί να έχη τη γνώμη ότι υπηρετεί τον Θεό ενώ στην πραγματικότητα επιδίδεται σε ‘νεκρά έργα.’ Αυτό συμβαίνει διότι αν τα έργα του δεν βρίσκωνται σε αρμονία με την ακριβή γνώσι, τότε τα έργα αυτά είναι μάταια και θα βρίσκωνται μάλλον σε αντίθεσι προς τον σκοπό του Θεού. Όσον αφορά τους Ιουδαίους των ημερών του ο απόστολος Παύλος έγραψε: «Έχουσι ζήλον Θεού, αλλ’ ουχί κατ’ επίγνωσιν. Επειδή μη γνωρίζοντες την δικαιοσύνην του Θεού, και ζητούντες να συστήσωσι την ιδίαν αυτών δικαιοσύνην, δεν υπετάχθησαν εις την δικαιοσύνην του Θεού.»—Ρωμ. 10:2, 3.
Λόγω του γεγονότος ότι τα «νεκρά έργα» δεν είναι απλώς εξευτελιστικές πράξεις, είναι φανερό ότι όλα τα άτομα οφείλουν να μετανοήσουν από τα ‘νεκρά έργα.’ Κανείς από όσους ζουν σήμερα δεν μπορεί να ισχυρισθή ότι ποτέ δεν έπραξε κάτι με εσφαλμένο ελατήριο. Κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθή ότι κάθε πράξις του υπήρξε τελείως ανιδιοτελής, μια πλήρης έκφραση αγάπης για τον Θεό και τον συνάνθρωπό του. Κανείς άνδρας ή γυναίκα οπουδήποτε και αν βρίσκεται δεν μπορεί να ισχυρισθή ότι όλες οι πράξεις που έκαμαν ήσαν σε πλήρη αρμονία με το θέλημα του Θεού. Ο απόστολος Ιωάννης κάτω από έμπνευσι έγραψε: «Εάν είπωμεν ότι δεν ημαρτήσαμεν, ψεύστην κάμνομεν αυτόν, και ο λόγος αυτού δεν υπάρχει εν ημίν.»—1 Ιωάννου 1:10.
Εφόσον όλοι οι άνθρωποι είναι αμαρτωλοί, όλοι έχουν διαπράξει ‘νεκρά έργα.’ Για τον λόγο αυτόν εφ’ όσον τα άτομα αυτά παραμένουν αμετανόητα, δεν μπορούν να έχουν καθαρή συνείδησι ενώπιον του Ιεχωβά Θεού. Εν τούτοις, όταν ο άνθρωπος μετανοή από ‘νεκρά έργα’ και καταβάλλει προσπάθεια να ζήση σε αρμονία με το θέλημα του Θεού, τότε μπορεί, με πίστι στην απολυτρωτική θυσία του Ιησού, να καθαρίση την καρδιά του από ‘νεκρά έργα.’—Εβρ. 9:14.
Η ειλικρινής του μετάνοια ανοίγει σ’ αυτόν την οδό για να πλησιάση τον ουράνιο Πατέρα ελεύθερα. Δεν φοβείται ότι ο Ιεχωβά Θεός δεν θα προσέξη την κραυγή του για βοήθεια. Ο απόστολος Ιωάννης έγραψε: «Εάν η καρδία ημών δεν μας κατακρίνη, έχομεν παρρησίαν προς τον Θεόν και ό,τι αν ζητώμεν, λαμβάνομεν παρ’ αυτού, διότι φυλάττομεν τας εντολάς αυτού και πράττομεν τα αρεστά ενώπιον αυτού.»—1 Ιωάννου 3:21-22.
Το άτομο που αποτυγχάνει να μετανοήση από τα ‘νεκρά έργα’ αποστερεί τον εαυτό του από την πολύτιμη σχέσι με τον Δημιουργό του. Παραμένει χωρίς τη θεία βοήθεια σε καιρούς δοκιμασιών και θλίψεων. Αφ’ ετέρου, το άτομο που συμφιλιώνεται με τον Θεό έχει θετική βεβαίωσι ότι θα λάβη την κατάλληλη σοφία για την αντιμετώπισι των δοκιμασιών.—Ιακ. 1:1-5.
Όλοι όσοι έχουν συμφιλιωθή με τον Θεό δεν μπορούν να εκλαμβάνουν την πολύτιμη αυτή σχέσι ως κάτι το δεδομένον. Αν πρόκειται να εξακολουθήσουν να πλησιάζουν τον Θεό με ελεύθερο τρόπο, πρέπει να διατηρήσουν μια καθαρή συνείδησι. Αυτό απαιτεί προσπάθεια, διότι ο νόμος της αμαρτίας ή η έμφυτη τάσις προς την αδικοπραγία εργάζεται συνεχώς στα μέλη του σώματός των. Αυτός ο ‘νόμος της αμαρτίας’ στην πραγματικότητα προσπαθεί να έχη υπό τον έλεγχό του την πορείαν της ζωής των και τους κάνει να ακολουθούν ένα δρόμο που είναι αντίθετος με το θέλημα του Θεού. Όσον αφορά τον αγώνα προς την κατεύθυνσι αυτή, ο απόστολος Παύλος ανέφερε: «Διότι ηδύνομαι μεν εις τον νόμον του Θεού κατά τον εσωτερικόν άνθρωπον, βλέπω όμως εν τοις μέλεσί μου άλλον νόμον αντιμαχόμενον εις τον νόμον του νοός μου και αιχμαλωτίζοντά με εις τον νόμον της αμαρτίας τον όντα εν τοις μέλεσί μου. Ταλαίπωρος άνθρωπος εγώ, τις θέλει με ελευθερώσει από του σώματος του θανάτου τούτου.»—Ρωμ. 7:22-24.
Με ένα τέτοιον αγώνα που διεξήγετο μέσα του, θα εφαίνετο ότι ο Παύλος, παρ’ όλη τη μετάνοιά του από τα ‘νεκρά έργα,’ δεν θα μπορούσε να διατηρήση καθαρή συνείδησι ενώπιον του Θεού. Αλλά δεν συμβαίνει αυτό. Απαντώντας στην παραπάνω ερώτησι, ο Παύλος εξηγεί: «Ευχαριστώ τον Θεόν διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού!» (Ρωμ. 7:25) Μάλιστα, η εξιλαστήριος θυσία του Ιησού Χριστού ‘ηλευθέρωσε’ τον Παύλο, και τον κατέστησε ικανόν να διακρατήση την σχέσι του με τον Θεό και να έχη καθαρή συνείδησι.
Με το να συνεχίζωμε να επικαλούμεθα τον Θεό με πίστι για τη συγχώρησι των αμαρτιών βάσει της απολυτρωτικής θυσίας του Ιησού, εμείς, όπως ο Παύλος, μπορούμε να διακρατήσωμε την αγαθήν συνείδησιν που προήλθε από την αρχική μας μετάνοια από «νεκρά έργα.» Έτσι μπορούμε να εξακολουθήσουμε απολαμβάνοντες τη βοήθεια του ουρανίου Πατρός μας έχοντας προ των οφθαλμών μας την προσδοκία αιωνίου ζωής.