Ποια Είναι η Άποψις της Βίβλου;
Γιατί και Πώς Τιμωρήθηκαν ο Αδάμ κι η Εύα
ΠΟΛΛΟΙ ειλικρινείς άνθρωποι που πιστεύουν στη Γραφή κατά καιρούς απορούν γιατί ο Αδάμ και η Εύα να χάσουν την παραδεισιακή τους κατοικία και ακόμη τη ζωή τους για κάτι που τους φαίνεται να είναι μια ασήμαντη παράβασις—η βρώσις του καρπού ενός απηγορευμένου δέντρου. Κάνουν επίσης υποθέσεις για το τι συνέβη στον Αδάμ και την Εύα στο θάνατο τους.—Γένεσις 3:1-19.
Πρώτα απ’ όλα, ας σημειώσωμε ότι, αφού ο Θεός ήταν ο Δοτήρ της ζωής και των ευλογιών του παραδείσου στον Αδάμ και την Εύα, είχε το δικαίωμα να τους δώση αυτές τις απολαύσεις υπό όρους. Αυτό το έκαμε με το να πη στον Αδάμ ότι η συνεχής απόλαυσις θα εξηρτάτο από το να μη φάγη τον καρπό ενός ωρισμένου δέντρου. Κάνοντας αυτό, ο Θεός δεν ζητούσε κάτι πολύ δύσκολο από τους πρώτους μας γονείς· μόνον μια απλή απαγόρευσι: ‘Απέχετε από του να φάτε από το δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού.’—Γέν. 2:16, 17.
Αλλά θα μπορούσε κάποιος ν’ απαντήση, ‘Πράγματι ο Θεός είχε το δικαίωμα να εκδώση μια τέτοια εντολή, άλλα έπρεπε να το κάμη αυτό;’ Ο Ιεχωβά Θεός είχε χορηγήσει δωρεάν στον Αδάμ και την Εύα αμέτρητες ευλογίες. Εκτιμούσαν, όμως, αυτές τις ευλογίες; Ήσαν ευγνώμονες στον Δημιουργό τους για όλα όσα είχε κάμει γι’ αυτούς; Αν συνέχιζε ο Θεός να τους χορηγή τις άφθονες ευλογίες του χωρίς αυτοί να δείχνουν εκτίμησι, αυτό θα έτεινε να τους κάμη ιδιοτελείς και ν’ αγνοούν τον Ευεργέτη τους.
Έτσι ο Ιεχωβά Θεός έθεσε επάνω τους μια εντελώς απλή δοκιμασία: Δεν έπρεπε να φάγουν από ένα σαφώς καθωρισμένο δέντρο σ’ ένα κήπο που ήταν γεμάτος με κάθε είδους ωραία δέντρα. Ασφαλώς αυτή δεν ήταν καμμιά πολύ δύσκολη δοκιμασία. Ο Αδάμ εγνώριζε πολύ καλά την ποινή, το ίδιο και η Εύα. Εν τούτοις, η Εύα προτίμησε να πιστεύση εκείνον που μίλησε μέσω του όφεως αντί να πιστέψη τον Θεό, και ο Αδάμ προτίμησε ν’ ακούση τη γυναίκα του που είπε, ‘Φάγε!’ αντί ν’ ακούση τον Ιεχωβά Θεό, που είχε πει, ‘Να μη φας!’ Επειδή ο Αδάμ εσκεμμένα και με πλήρη επίγνωσι ενήργησε εναντίον του θείου νόμου, ο Θεός επέβαλε την ποινή του.
Αλλά δεν θα μπορούσε ο Θεός να είχε λάβει μια ανεκτική στάσι, όπως κάνουν οι δικασταί και οι γονείς μερικές φορές σήμερα; Αν το έκανε αυτό, δεν θα ήταν υπεύθυνος για την έκβασι; Η ανεκτικότης εκ μέρους των ανθρώπων δεν έχει φέρει περιφρόνησι των δικαίων νόμων και αύξησι του εγκλήματος και της ανομίας; Ο Ιεχωβά δεν μπορούσε να είναι συνένοχος σε καμμιά τέτοια πορεία ενεργείας, δεν είναι έτσι; Αλλιώς, όλα τα άλλα πλάσματα του σύμπαντος θα έβγαζαν το συμπέρασμα ότι ο Λόγος του Θεού δεν είναι αξιόπιστος, ότι ο Θεός είναι ασταθής, ότι δεν πιστεύει αυτά που λέγει και ότι οι νόμοι του μπορούν να παραβιάζωνται χωρίς τιμωρία.—Εβρ. 6:18.
Με την ενέργεια τους ο Αδάμ και η Εύα έδειξαν ότι δεν αγαπούσαν τον Δημιουργό τους, τον Ιεχωβά Θεό, με όλη τους την καρδιά, την ψυχή, τη διάνοια και τη δύναμι· έδειξαν ότι δεν εκτιμούσαν όσα ο Θεός είχε κάμει γι’ αυτούς. Έτσι ο Ιεχωβά Θεός τους αφήρεσε τόσο τον Παράδεισο όσο και τη ζωή τελικά. Σ’ αυτό υπάρχει κάποιο μάθημα για μας σήμερα. Αν δεν εκτιμούμε τις ευλογίες του Θεού, άσχετα με το ποιες είναι, θα τις χάσωμε. Οι άνθρωποι που δεν εκτιμούν αρκετά την υγεία τους ώστε να την φροντίζουν, αργά η γρήγορα θα την χάσουν. Οι έγγαμοι άνδρες ή γυναίκες που δεν εκτιμούν τους γαμήλιους συντρόφους των διατρέχουν τον κίνδυνο να τους χάσουν κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Πώς τιμωρήθηκαν ο Αδάμ και η Εύα για την ανυπακοή τους, για την έλλειψι εκτιμήσεως εκ μέρους των; Σύμφωνα με μερικούς θρησκευτικούς διδασκάλους, ο Αδάμ και η Εύα κατά τον θάνατο τους πήγαν στον ουρανό. Αλλά είναι αυτό λογικό; Λέγει η Γραφή ότι πήγαν στον ουρανό; Μα αν αυτό πράγματι συνέβη, τότε ο Αδάμ και η Εύα έλαβαν μεγαλύτερη αμοιβή και ευλογία με το ν’ αμαρτήσουν παρά αν είχαν μείνει υπάκοοι. Αν δεν είχαν αμαρτήσει, το καλύτερο που μπορούσαν να ελπίζουν ήταν να ζήσουν σ’ ένα γήινο Παράδεισο για αόριστο χρόνο, διότι ο Θεός δεν είχε πει τίποτε ότι μπορούσαν να ζήσουν κάπου αλλού. Όχι, δεν είναι λογικό να συμπεράνωμε ότι ο Αδάμ και η Εύα βγήκαν κερδισμένοι με το να παρακούσουν τον Θεό.
Τότε, λοιπόν, μήπως ο Αδάμ και η Εύα πήγαν σε μια φλεγόμενη κόλασι για να βασανίζωνται για πάντα; Αν ο Θεός είχε σκοπό να τους τιμωρήση μ’ αυτόν τον τρόπο, ασφαλώς θα τους είχε προειδοποιήσει γι’ αυτό. Ο Ιεχωβά θα είχε πει τότε στον Αδάμ: ‘Αν φας από το δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού θα πας στην κόλασι και θα βασανίζεσαι για πάντα.’ Αλλ’ ο Θεός δεν είπε τίποτα τέτοιο. Μήπως, επομένως, άλλαξε την ποινή αφού πια το έγκλημα είχε διαπραχθή; Μα ακόμη και οι ατελείς άνθρωποι αναγνωρίζουν ότι αυτό είναι άδικο. Ασφαλώς ο Θεός δεν είναι λιγώτερο δίκαιος από τον άνθρωπο, μήπως είναι;—Γέν. 18:25.
Το γεγονός είναι ότι όταν ο Θεός κατεδίκασε τον Αδάμ και την Εύα δεν είπε τίποτα για το αν θα πάνε στον ουρανό ή σε μια πύρινη κόλασι. Τους είχε δοθή ζωή με τον όρο της υπακοής. Όταν παρήκουσαν, ο Ιεχωβά δεν είχε άλλη εκλογή παρά να εκτελέση την καταδίκη για την οποίαν είχαν προειδοποιηθή, και να τους αφαιρέση ό,τι τους είχε δώσει. Κι έτσι ο Θεός είπε στον Αδάμ: «Επειδή . . . έφαγες από του δένδρου . . . εν τω ιδρώτι του προσώπου σου θέλεις τρώγει τον άρτον σου, εωσού επιστρέψης εις την γην . . . επειδή γη είσαι, και εις γην θέλεις επιστρέψει.»—Γέν. 3:17-19.
Όταν επέστρεψε στο χώμα, ο Αδάμ έπαυσε να υπάρχη. Δεν είχε συναίσθησι για τίποτα, όπως ακριβώς διαβάζομε: «Οι ζώντες γνωρίζουσιν ότι θέλουσιν αποθάνει, αλλ’ οι νεκροί δεν γνωρίζουσιν ουδέν.» Τι συνέβη λοιπόν στην ψυχή του Αδάμ; Αφού, όταν δημιουργήθηκε, «έγεινε . . . εις ψυχήν ζώσαν,» όταν πέθανε, πέθανε ως ψυχή, Ναι, «η ψυχή η αμαρτήσασα αυτή θέλει αποθάνει.»—Εκκλ. 9:5· Γέν. 2:7· Ιεζ. 18:4, 20.
Αλλά κάποιος μπορεί να πη: ‘Ας παραδεχθούμε ότι η ποινή του Αδάμ ήταν δικαία. Αλλά δεν είναι ο Θεός ελεήμων, επίσης; Πού βλέπετε εδώ το έλεος;’ (Εξ. 34:6) Ας θυμηθούμε ότι έλεος δεν σημαίνει να δικαιολογήται η ανομία και να μένουν ατιμώρητοι οι εσκεμμένοι παραβάται του θείου νόμου. Εν τούτοις με το να επιτρέψη ο Ιεχωβά Θεός στον Αδάμ και την Εύα να συνεχίσουν να ζουν για ένα διάστημα και να γίνουν γονείς, ενήργησε με έλεος προς εκείνους που έγιναν αμαρτωλοί όχι με δική τους εκλογή αλλά λόγω κληρονομικότητος από τον πρόγονο τους. Όχι μόνο επέτρεψε ο Ιεχωβά στους απογόνους του Αδάμ να χαρούν τη ζωή για ένα περιωρισμένο χρονικό διάστημα, αλλά τελικά έκαμε προμήθεια με βάσι τη θυσία του πιο αγαπητού του Υιού ώστε όλοι να ελευθερωθούν από την αμαρτία και τον θάνατο. (Ιωάν. 3:16· 1 Τιμ. 2:3-6) Ως ελεήμων Θεός, επέτρεψε υπομονητικά να περάση χρόνος ώστε να δοθή στους ανθρώπους ευκαιρία να μάθουν γι’ αυτή την προμήθεια και να εκλέξουν να κάμουν το θέλημα του. «Μη θέλων να απολεσθώσι τινές, αλλά πάντες να έλθωσιν εις μετάνοιαν.» (2 Πέτρου 3:9) Εκείνοι, όμως, από τους απογόνους του Αδάμ, που αρνούνται να μετανοήσουν και δεν επιθυμούν να γίνουν δούλοι του Ιεχωβά Θεού, δεν θα εξαιρεθούν από την τιμωρία.—Παραβάλετε Έξοδος 34:6, 7.
Αλήθεια αυτό θα πρέπει να μας υποκινήσει να δείξωμε εκτίμησι για ό,τι έχει κάμει ο Θεός προς χάρι μας, με το να είμαστε αποκλειστικά αφοσιωμένοι σ’ αυτόν και με το να δίνωμε από τον χρόνο μας και την ενεργητικότητα μας ώστε να βοηθήσωμε και άλλους να κερδίσουν την επιδοκιμασία του και τη ζωή. Αυτό απαιτεί να υπακούωμε στη νέα εντολή που έδωσε ο Ιησούς, όταν είπε: «Εντολήν καινήν σας δίδω, Να αγαπάτε αλλήλους· καθώς εγώ σας ηγάπησα, και σεις να αγαπάτε αλλήλους.» (Ιωάν. 13:34) Επιδιώκετε να δείχνετε τέτοια ανιδιοτελή αυτοθυσιαστική αγάπη;