Ο Άνθρωπος που Κυνηγούσε Αιλουρόποδες
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΤΗ ΤΟΥ «ΞΥΠΝΑ» ΣΤΗ ΦΟΡΜΟΖΑ
ΗΤΑΝ μια παγερή μέρα του Δεκεμβρίου που έπεφτε χιονόνερο στον Ζωολογικό Κήπο του Λονδίνου. Δεν είχα αντιληφθή πόσο εποχιακές είναι οι επισκέψεις στον ζωολογικό κήπο, εωσότου βρέθηκα στο λεωφορείο έξω από το Μαρμπλ Αρτς προς τον ζωολογικό κήπο μόνον με άλλον ένα επιβάτη μέσα. Γιατί είχα διαλέξει να επισκεφθώ τον ζωολογικό κήπο του Λονδίνου με τέτοιον καιρό;
Η απάντησις βρισκόταν μπροστά μου εκείνο το πρωί. Περπάτησα από το ταμείο εκδόσεως εισητηρίων του ζωολογικού κήπου κάτω από δένδρα που στάλαζαν, πέρασα τεράστια παληά σιδερένια κλουβιά που είχαν μέσα λιοντάρια και άλλα ζώα. Αλλά, στην πραγματικότητα δεν είχα καθόλου καιρό να τα κοιτάξω. Θα έμενα στο Λονδίνο μόνο μια μέρα και είχα έρθει στον ζωολογικό κήπο να δω κάτι ειδικό. Τελικά έφθασα στο περίφραγμα που ζητούσα.
Εκεί μπροστά μου ήταν ξαπλωμένος ένας τεράστιος όγκος χοντρής άσπρης γούνας με μια μαύρη ράβδωσι στους ώμους. Ήταν κουλουριασμένος σαν μια μεγάλη μπάλλα και κοιμόταν βαθιά. Άρχισα να κτυπώ το δαχτυλίδι μου στο τζάμι του παραθύρου για να ξυπνήσω αυτόν τον υπναρά. Αργά, ένα μικρό σαν κουμπότρυπα μάτι φάνηκε από ένα απρόθυμο βλέφαρο. Κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον. Πραγματοποιούσα ένα παιδικό όνειρο. Έβλεπα ένα ζωντανό αιλουρόποδα, ή μια «πάντα» όπως τον λένε εδώ.
Ένα Παιδικό Όνειρο
Πιθανόν να υπάρχουν χιλιάδες Λονδρέζων που δεν έχουν δει ποτέ μια «πάντα» μολονότι αυτή, η Τσι-τσι, είχε ζήσει εκεί περίπου δεκατέσσερα χρόνια. Γιατί ήταν τόσο σημαντικό για μένα να δω μια «πάντα»; Υπήρχαν δυο λόγοι. Συνέβησαν σε δύο αντίθετα μέρη του κόσμου και τους χώριζαν τρεις δεκαετίες και πλέον.
Μερικοί ίσως να θυμούνται ότι το 1936 πολλοί συγκινήθηκαν από τις αφηγήσεις των εφημερίδων για την άφιξι στον Ζωολογικό Κήπο Μπρούκφηλντ του Σικάγου μιας χαριτωμένης ‘νέας αρκούδας από την Κίνα.’ Ήταν μια ασπρόμαυρη «πάντα»: που έμοιαζε με τα παραγεμισμένα αρκουδάκια που εκατομμύρια παιδιά παίρνουν μαζί τους στο κρεββάτι κάθε βράδυ.
Εκείνες οι ειδήσεις των εφημερίδων ενδιέφεραν επίσης τον Κουέντιν Γιάνγκ, ηλικίας είκοσι δύο ετών, από την Κίνα. Αυτός ήταν που έκαμε εκείνη την «πάντα» να ξεκινήση για το μακρυνό της ταξίδι από τα δάση των ινδοκαλαμιών της Στζεσβάν ως τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Κουέντιν Γιάνγκ ήταν ο πρώτος γνωστός άνθρωπος που έπιασε μια ζωντανή, απλήγωτη «πάντα».
Ως φυσιοδίφης και κυνηγός στο άγριο εσωτερικό και στις δυτικές επαρχίες της Κίνας, ο Κουέντιν Γιάνγκ είχε δώσει την ευκαιρία στον κόσμο, έξω από την Κίνα, να δη για πρώτη φορά μια πάι χσιούνγκ, που σημαίνη λευκή αρκούδα.
Συναντώ τον Κυνηγό
Τριαντατρία χρόνια αργότερα, ως νεοφερμένος στη Φορμόζα, συζητούσα με τον δάσκαλο που μου μάθαινε τη γλώσσα, ύστερα από ένα δίωρο μάθημα. Είχε εισαγάγει το θέμα της «πάντα», μιλώντας ήρεμα και με διακοπές. Ήταν η δεύτερη ή τρίτη εβδομάδα της γνωριμίας μας.
«Πέστε μου», ρώτησε «έχετε ποτέ ακούσει για την ‘πάντα’;» Η απάντησις, βέβαια, ήταν ένα χαμογελαστό και ενδιαφέρον Ναι. «Δεν γνωρίζω πώς ακριβώς να σας το πω χωρίς να φανώ καυχησιάρης,» συνέχισε, «αλλά εγώ έπιασα την πρώτη ζωντανή ‘πάντα’.»
Ρώτησα με ενθουσιασμό (καθώς θυμήθηκα αυτό που είχα διαβάσει το 1936) : «Μήπως ήταν εκείνη που πήγε στον ζωολογικό κήπο του Σικάγου; Μήπως λεγόταν Σου-Λιν;»
«Ναι!» αποκρίθηκε χαρούμενα, αναπηδώντας όρθιος. «Ξέρετε ακόμη και το όνομά της! Πήρε το όνομα της γυναίκας του αδελφού μου.»
Ίσως να το μαντέψατε. Ο δάσκαλος που μου μάθαινε τη γλώσσα ήταν ο Κουέντιν Γιάνγκ, ο άνθρωπος που κυνηγούσε «πάντας». Ο Κουέντιν φρόντιζε να αναφέρεται στην «πάντα» με την αντωνυμία «αυτό.» Γιατί; Διότι στην αρχή υπέθεσαν ότι το ζώο ήταν θηλυκό, δίνοντας του το όνομα Σου-Λιν (που σημαίνει «λίγο από κάτι πολύτιμο»). Αλλ’ αργότερα ανακάλυψαν ότι «αυτή» ήταν πράγματι «αυτός».
Πράγματι, είναι πολύ δύσκολο να καθορισθή το γένος μιας «πάντα» εκτός αν το ζώο αναισθητοποιηθή και εξετασθή, όπως έγινε με την Τσι-Τσι του Λονδίνου πριν από χρόνια. Απ’ αυτό προέρχεται η σύγχυσις για τη Σου-Λιν και για άλλες που «την» ακολούθησαν.
Η «Πάντα» δεν Είναι Αρκούδα
Τι ακριβώς είναι η «πάντα»; Τι το ιδιαίτερο έχει; Γιατί το εθεώρησα αναγκαίο να επισκεφθώ το Λονδίνο για να δω μια «πάντα»; Σύντομα θα δούμε.
Η «πάντα» αποκαλείται συχνά αρκούδα. Πράγματι όταν παρατηρήθηκαν στην αρχή από φυσιοδίφες το 1869, ωνομάσθηκαν αρκούδες «πάντα». Αλλά οι ζωολόγοι εδώ και πολύν καιρό διεπίστωσαν ότι αυτό ήταν λάθος. Τώρα κατατάσσουν την «πάντα» (που δεν πέφτει σε χειμερινή νάρκη) κάπου μεταξύ του ρακκούν (προκύονος) και ενός μικρού ζώου που λέγεται μικρότερη «πάντα». Η κατασκευή των οστών, επίσης, είναι διαφορετική. Έχει αυτό που λέγεται ‘έκτο νύχι,’ που είναι στην πραγματικότητα ένα οστεοποιημένο εξόγκωμα που χρησιμεύει σαν ένα είδος αντίχειρος για να πιάνη. Υπάρχουν και άλλες ανατομικές διαφορές, επίσης, που δείχνουν ότι η «πάντα» δεν είναι αρκούδα.
Σαν τι μοιάζει μια «πάντα»; Να σας περιγράψω την Τσι-Τσι, που αποφάσισε ν’ ανοίξη και τ’ άλλο της μάτι. Τα μικροσκοπικά μάτια της δίνουν την εντύπωσι ότι είναι αρκετά μεγάλα. Το πρόσωπο της «πάντα» είναι άσπρο, αλλά τα μάτια της βρίσκονται μέσα σε δυό μαύρες βούλες, που σχηματίζουν μια περίεργη γωνία. Αυτό δίνει στην «πάντα» ένα χαριτωμένο και εκφραστικό βλέμμα. Μια γυαλιστερή μαύρη μύτη και δύο ολοστρόγγυλα μαύρα αυτιά ξεπροβάλλουν από τη γύρω άσπρη γούνα για να συμπληρώσουν ένα πρόσωπο που ανάγκασε πολλούς επαγγελματίες κυνηγούς να ορκισθούν ότι δεν θα ξανασκοτώσουν «πάντας.»
Καθώς άρχισε να ξεκουλουριάζεται από τη σφαιροειδή θέσι της, μπόρεσα να εξετάσω το υπόλοιπο σώμα της Τσι-Τσι. Μπορούσα να δω ότι το είδος Τσι-Τσι είναι ακριβώς ένα άσπρο ζώο με μαύρες γαρνιτούρες, όχι το αντίθετο. Και τα τέσσερα πόδια είναι μαύρα. Η περιοχή της κοιλιάς μεταξύ των ποδιών είναι λευκή. Τα μαύρα μπροστινά πόδια είναι προσκολλημένα σε μια μαύρη λουρίδα που περιζώνει το σώμα γύρω από τους ώμους και το στήθος. Πιο ακριβής διαχωρισμός χρωμάτων σε θηλαστικά δεν θα μπορούσε να βρεθή εκτός ίσως στη ζέβρα. Η γενική εντύπωσις τής «πάντα» είναι να σε κάνη να θέλης να την αγκαλιάσης, αν και αυτό θα ήταν ασύνετο, ιδιαίτερα όταν σκεφθή κανείς το μέγεθος του ζώου στην ωριμότητά του. Μια πλήρως ανεπτυγμένη «πάντα» ζυγίζει 100 έως 120 κιλά.
Η Τσι-Τσι χασμουρήθηκε. Έτσι αποκάλυψε τους υπερμεγέθεις τραπεζίτες που έκαμαν τους ανατομιστάς να κατατάξουν το είδος της μεταξύ των σαρκοφάγων. Μολονότι η αρχική δίαιτα της Τσι-Τσι στον ζωολογικό κήπο περιελάμβανε κοτόπουλο μέρα παρά μέρα, η «πάντα» διαψεύδει την «ανωτέρα κριτική εναντίον της Γραφής» που αρνείται ότι στην αρχή κάθε σάρκα ετρέφετο με φυτική τροφή. Μολονότι οι «πάντας» μπορούν να τρώνε κρέας, σπανίως το κάνουν. Προτιμούν το σιναρουντάρια, ένα είδος ινδοκαλάμου που έχει ύψος 3 έως 4,5 μέτρα με κορμό διαμέτρου περίπου 4 εκατοστών. Το σιναρουντάρια είναι σκληρό σαν πέτρα.
Έτσι, το είδος των δοντιών που έχει ένα ζώο μπορεί να μη εξαρτάται από το αν η δίαιτα είναι κρέας ή χόρτα, αλλ’ από το είδος της βλαστήσεως που το ζώο ίσως να έχη σχεδιασθή να τρώη, πόσο σκληρή είναι αυτή η βλάστησις και πόσο δύσκολα κομματιάζεται.
Όταν επισκέφθηκα το Λονδίνο, η Τσι-Τσι ήταν η μοναδική «πάντα» που μπορούσε να δη κανείς έξω από τις Κομμουνιστικές χώρες. Η φυσική περιοχή διαβιώσεως της «πάντα» βρίσκεται κυρίως στην επαρχία Στζεσβάν της Κίνας. Μερικές βρίσκονται στο Θιβέτ και στις γειτονικές περιοχές. Η ολική έκτασίς της σ’ όλο τον κόσμο είναι μια συνεχόμενη περιοχή με τρεις πλευρές που το πολύ πολύ μπορούν να υπολογισθούν σε 500 μίλια μάκρος η καθεμιά. Οι «πάντας» περιορίζονται επίσης από τις ανάγκες θερμοκρασίας σε ύψη μεταξύ 1.500 και 3.000 μέτρων, και από τη δίαιτα στα δάση ινδοκαλάμου που περιβάλλουν τις ζώνες χιονιού των βουνών.
Αργότερα η Τσι-Τσι πέθανε σε ηλικία δεκαπέντε ετών, πολύ κοντά στη συνήθη δεκαεπταετή διάρκεια ζωής των «πάντας» που ζουν σε αιχμαλωσία. Αλλά ευτυχώς τώρα για τα παιδιά κάθε ηλικίας έξω από την Κίνα, τη Ρωσία και τη Βόρειο Κορέα, έχουν φέρει νέες «πάντας» στο Τόκιο και μπορεί να δη κανείς δύο «πάντας» στην Ουάσιγκτων. Τα ονόματα αυτών των δυο είναι Λινγκ-Λινγκ και Σινγκ-Σινγκ.
Σύλληψις της Πρώτης Ζωντανής «Πάντα»
Θα θέλατε να ξέρετε πώς πιάσθηκε η πρώτη ζωντανή «πάντα»; Ακούστε την ιστορία αυτού του γεγονότος από τον ίδιο τον Κουέντιν Γιάνγκ.
«Είχα προσληφθή από μια χήρα Αμερικανίδα για να φέρω σε πέρας το σχέδιο που δεν μπόρεσε να πραγματοποιήση ο άντρας της επειδή πέθανε. Ήθελε να φέρη μια ζωντανή «πάντα» στις Ηνωμένες Πολιτείες. Με πλοίο, με τα πόδια, με χειράμαξα και με φορείο, διασχίσαμε μαζί 2.000 σχεδόν μίλια από την παραθαλάσσια Σανγκάη ώς τα δάση πέρα από την Τσένγκτου.
«Γιατί με πλοίο; Η απάντησις είναι ο ποταμός Γιανγκτσέ. Ο μεγάλος νωθρός ποταμός της Κίνας ήταν ο δρόμος μας προς την Τσουνγκίνγκ. Είναι ένας αργοκίνητος ποταμός παρ’ όλον ότι είναι γεμάτος κίνησι. Μπορεί ν’ ακούση κανείς ανθρώπους, σκύλους και κοτόπουλα να κουβεντιάζουν, να γαυγίζουν, να κακαρίζουν και να τιτιβίζουν κατά μήκος των οχθών του—μέχρι το Χάνκοου! Αλλ’ από εκεί η προσωπικότης του αλλάζει. Βράχοι υψώνονται έως 600 σχεδόν μέτρα. Αυτοί είναι τα φημισμένα Στενά του Γιανγκτσέ. Αλλά ο ποταμός είναι τόσο ζωτικός δρόμος για τη συγκοινωνία ώστε ομάδες κούληδων [ιθαγενών εργατών], ακουμπούν σε σκληρά σχοινιά από ινδοκαλάμια που κρέμονται από ύψος 30 περίπου μέτρων από το βράχο για να σύρουν τα μικρά πλοιάρια (που τα λένε τζανκς) αντίθετα με το ορμητικό ρεύμα.
»Γιατί με τα πόδια, με φορείο και με χειράμαξα; Όταν αποβιβασθήκαμε στο Τσουνγκίνγκ μας χώριζαν ακόμη πολλά μίλα από την πάι χσιούνγκ, την «πάντα.» Όταν φθάνετε στο Τσουνγκίνγκ, η τοπογραφία του εδάφους αρχίζει να υψώνεται προς το μεγάλο ορεινό συγκρότημα των Ιμαλαΐων.
»Όταν δεν μας περιτριγύριζαν πωληταί που φώναζαν ή περίεργοι άνθρωποι, η σκόνη στροβιλιζόταν και μας έπνιγε. Ληστοσυμμορίες μάς παρενοχλούσαν. Εργάτες και αχθοφόροι που κουβαλούσαν τις αποσκευές μας εξαφανίζονταν μόλις η πληρωμή τους εξησφάλιζε τις ανάγκες για όπιο. Αγωνιζόμαστε εναντίον των κλαδιών που μας μαστίγωναν όταν δεν υπήρχαν δρόμοι. Όταν έβρεχε, η σκόνη γινόταν λάσπη. Περνούσαμε μέσα από τα μεγαλειώδη δάση από ροδόδεντρα της Στζεσβάν. Καθώς το ύψος μεγάλωνε, η θερμοκρασία έπεφτε.
»Μετά τις περιπλοκές της εκστρατείας μας, η πραγματική ανεύρεσις της «πάντα» ήταν εκπληκτικά απλή. Είχαμε δώσει εντολές να μη πυροβοληθούν οι «πάντας» εωσότου συλληφθή μια ζωντανή. Εστήσαμε παγίδες.
»Η κ. Χάρκνες κι’ εγώ ξεκινήσαμε για να ελέγξωμε τις παγίδες. Ξαφνικά πυροβολισμοί ετάραξαν την ησυχία! Ξεφωνητά πιο πέρα από μας έδειχναν ότι οι κυνηγοί γεμάτοι έξαψι μόλις είδαν μια «πάντα», παρέβησαν τη διαταγή. Οι άνθρωποι έτρεχαν βιαστικά στο άκουσμα της κραυγής πάι χσιούνγκ! πάι χσιούνγκ! Τρέξαμε κι’ εμείς, αλλά δεν ακολουθήσαμε τους άλλους που καταδίωκαν το πιθανώς πληγωμένο ζώο.
»Το δάσος γύρω μας ησύχασε καθώς οι κραυγές τους έσβηναν μακρυά. Βγήκαμε από πυκνά ινδοκάλαμα σε μια περιοχή με μεγάλα δέντρα. Τότε άκουσα κάτι. Ήταν ένας μικρός μωρουδίστικος ήχος, που ερχόταν από ένα κούφιο δένδρο.
»Έχωσα τα χέρια μου στην κουφάλα και τα έβγαλα κρατώντας τρυφερά τη Σου-Λιν. ‘Αυτή’ (όπως νομίσαμε τότε) είχε μέγεθος δύο χούφτες. Σκέφθηκα, ‘Τι είναι αυτό το πραγματάκι; Είναι παιχνίδι.’ Το έδωσα στην κ. Χάρκνες με τη σκέψι, ‘Πάρτο μαζί σου και παίζε μ’ αυτό. Εγώ θα συνεχίσω τη δουλειά μου να κυνηγώ πραγματικές «πάντας»—μεγάλες.’ Αλλά αυτή χωρίς να μου το πη είχε αποφασίσει εβδομάδες νωρίτερα ότι αυτό που πραγματικά ήθελε ήταν ένα μωρό «πάντα.» Με μεγάλη πρακτικότητα είχε σκεφθή ότι μια μικρή «πάντα» θα μεταφερόταν ευκολώτερα. Αυτό που κανένας μας δεν είχε προβλέψει ήταν ότι αυτό το συστρεφόμενο πραγματάκι θα έκανε εντύπωσι σ’ όλον τον κόσμο.»
Δυο φορές, λοιπόν αυτός ο άνθρωπος μου διήγειρε το ενδιαφέρον για τις «πάντας». Αλλά είχαμε κι’ ένα άλλο κοινό σημείο. Αυτό σχετίζεται με την αιτία που ζω τώρα στη Φορμόζα. Είμαι ιεραπόστολος των μαρτύρων του Ιεχωβά. Ο Κουέντιν κι’ εγώ είχαμε μιλήσει πολλές φορές για τη Γραφή, διότι την σεβόταν πολύ. Η γυναίκα του μελετούσε με τους μάρτυρες του Ιεχωβά. Κι’ αυτός σκεπτόταν ότι θα μπορούσε να μελετήση κάποια μέρα. Μερικές φορές μιλούσαμε για το κήρυγμα ανάμεσα στους Κινέζους, αλλά, κυρίως, συζητούσαμε για τη δική του προσωπική σχέσι με τον Δημιουργό του ανθρώπου, τον Ιεχωβά. Κι’ έτσι μια μέρα είχα το προνόμιο να γίνω ο δάσκαλός του, διδάσκοντάς του τη Γραφή.
Το ευτυχές τέλος ήταν ότι ο Κουέντιν Γιάνγκ, που κάποτε κυνηγούσε «πάντας» ή αιλουρόποδες τώρα αναζητεί τα προβατοειδή άτομα του Ιεχωβά.