Πώς Απελάκτισα τη Συνήθεια Ναρκωτικών
ΕΝΑΣ τίτλος σε όλο το πλάτος της πρώτης σελίδος της εφημερίδος Βιντικαίητορ του Γιάνκσταουν του Οχάιο, της 6ης Δεκεμβρίου 1968, έλεγε: «Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΛΙΜΠΕΡΤΥ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΙ 18-ΕΤΗ ΝΕΟ ΕΠΕΙΔΗ ΠΩΛΟΥΣΕ LSD.»
Εγώ είμαι αυτός ο νέος. Το δικαστήριο με κατεδίκασε σε δέκα μήνες φυλάκισι στην επαρχιακή φυλακή του Τράμπουλ. Εν τούτοις, ήμουν έξω σε τριάντα μέρες και αμέσως ξαναγύρισα στη δουλειά μου πουλώντας ναρκωτικά. Χρειαζόμουν τα χρήματα για να τροφοδοτώ τη συνήθεια που είχα εγώ ο ίδιος στα ναρκωτικά, που περιελάμβανε κάθε είδους ναρκωτικά, ιδιαίτερα LSD.
Είχα, όμως, πολύ δρόμο ακόμη να διανύσω για να φθάσω στα βάθη στα οποία η ηρωινομανία βυθίζει τον άνθρωπο. Συνολικά, μπήκα στη φυλακή περισσότερο από είκοσι τέσσερις φορές· τρεις φορές με έβαλαν σε φρενοκομείο. Επανειλημμένως με έγδυσαν, με κλείδωσαν σ’ ένα κελλί απομονώσεως και με άφησαν να υποστώ την αγωνία της στερήσεως—«κρύα γαλοπούλα» όπως λέγεται. Την τελευταία φορά με έβγαλαν από το κελλί και με εισήγαγαν, σ’ ένα νοσοκομείο σε κρίσιμη κατάστασι· με κοινώνησαν μάλιστα, όπως κάνουν στους ετοιμοθάνατους. Αλλά γλύτωσα και καταδικάσθηκα για διαρρήξεις και τελικά με έστειλαν στη μονάδα του Μάνσφηλντ του Σωφρονιστηρίου της Πολιτείας του Οχάιο.
Και όμως όλα αυτά είναι περασμένα για μένα. Υπερνίκησα τη χρήσι ναρκωτικών. Έχουν περάσει περισσότερα από τριάμισυ χρόνια από τότε που άγγιξα ναρκωτικά για τελευταία φορά, και πιστεύω ότι ποτέ πια δεν θα το κάμω. Αυτό συμβαίνει επειδή έχω βρει μια πραγματική λύσι στη χρήσι ναρκωτικών.
Προτού σας μιλήσω, όμως, γι’ αυτό, θα σας περιγράψω με συντομία την παιδική μου ζωή. Ίσως αυτό θα δώση εξηγήσεις για τις συνθήκες που συχνά οδηγούν στη χρήσι ναρκωτικών. Κατόπιν, αν παρατηρήσετε μια παρόμοια κατάστασι να αναπτύσσεται στην οικογένειά σας, πρέπει να ενεργήσετε για να διορθωθούν τα πράγματα πριν είναι πολύ αργά.
Πολυχαϊδεμένος από τα Μικρά μου Χρόνια
Οι γονείς μου χώρισαν το 1951, όταν ήμουν μόλις οκτώ μηνών. Ακολούθησε μια μάχη και, όλως παραδόξως, ο πατέρας μου επέτυχε την κηδεμονία μου. Έγινε μια διευθέτησις να βλέπω τη μητέρα μου μια μέρα την εβδομάδα. Όταν η μητέρα μου ξαναπαντρεύθηκε, η μάχη συνεχίσθηκε, με το να προσπαθή ο καθένας να με εντυπωσιάση περισσότερο με υλικά πράγματα. Το αποτέλεσμα ήταν να γίνω ένα πολυχαϊδεμένο παιδί.
Κατόπιν η μητέρα μου εγκατέλειψε την προσπάθεια «να αγοράση» την αγάπη μου. Είχε αρχίσει να προοδεύη σε οικιακή Γραφική μελέτη με τους Μάρτυρας του Ιεχωβά. Σύντομα έπαυσε να πετάη ποτήρια και πιάτα πάνω στο θυμό της, και οι καυγάδες, το κάπνισμα και άλλες κακές συνήθειες έπαυσαν. Στη διάρκεια των επισκέψεών μου εκείνη και ο πατρυιός μου με έπαιρναν μαζί τους σε συναθροίσεις για μελέτη της Βίβλου. Όταν επέστρεφα στο σπίτι έλεγα στον πατέρα μου τα πράγματα που είχα μάθει. Αλλ’ αυτό δεν του άρεσε. Οι συγγενείς του τον παρώτρυναν: «Πρέπει να τον απομακρύνης από τη μητέρα του. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά διαστρεβλώνουν τη Βίβλο—είναι τρελλοί!»
Έτσι έγινε μια συνεννοημένη προσπάθεια για να με στρέψουν εναντίον της μητέρας μου. Με δελέαζαν με ακριβά δώρα και ο πατέρας μου με άφηνε να κάνω ό,τι μου άρεσε. Έτσι, όταν μια μέρα ήρθε η μητέρα μου να με πάρη, της είπα: «Μαμά, δεν θέλω να σε ξαναδώ.» Εκείνη γύρισε στον πατέρα μου και του είπε: «Γιάννη, εσύ τον δασκάλεψες να τα πη αυτά, έτσι δεν είναι;» Ήμουν τότε εννέα ετών και πολλά χρόνια πέρασαν μέχρι να ξαναδώ τη μητέρα μου.
Ο πατέρας μου ξαναπαντρεύτηκε τον Αύγουστο του 1960. Ήμουν πράγματι κακομαθημένος, και έκανα άθλια τη ζωή του πατέρα μου και της μητρυιάς μου. Εν τούτοις ποτέ δεν με έδειραν ή δεν μου επέβαλαν αυστηρή πειθαρχία. Άρχισα να καπνίζω κρυφά όταν ήμουν επτά ετών, και όταν ήμουν δέκα ή ένδεκα ετών μεθούσα. Επίσης εισέπνεα κόλλα και πειραματιζόμουν με μαριχουάνα. Η χωρίς πειθαρχία ανατροφή μου και η πρώιμη χρήσις ναρκωτικών διεστρέβλωσαν τη σκέψι μου.
Όταν ήμουν περίπου δέκα τριών ετών, ένα κορίτσι με πρόσβαλε, γι’ αυτό έχυσα βενζίνη στην είσοδο του γκαράζ του σπιτιού του, άναψα ένα σπίρτο και έκαψα το γκαράζ. Ο πατέρας μου πλήρωσε $800 για πρόστιμο και έξοδα. Επίσης με συνέλαβαν για κλοπές σε καταστήματα περίπου εκείνη την εποχή. Αλλά οι δυσκολίες μόλις άρχιζαν.
Σεξουαλική Ανηθικότης και Φυλακή
Ενώ ήμουν στο δεύτερο έτος στο Γυμνάσιο του Λίμπερτυ, με έπιασαν με μια φίλη μου σε στάσι εναγκαλισμού στις τουαλέττες των κοριτσιών. Με απέβαλαν από το σχολείο για δύο εβδομάδες. Εκείνο το καλοκαίρι έκαψα τα ρούχα μου στο πίσω μέρος του κήπου σαν διαμαρτυρία. Η μητρυιά μου και ο πατέρας μου έγιναν έξω φρενών και με στρίμωξαν σε μια γωνία του δωματίου μου. Άρπαξα ένα πιστόλι με δακρυγόνα και χτύπησα τον πατέρα μου, κατόπιν το έσκασα από το παράθυρο. Φώναξαν την αστυνομία και ο αξιωματικός Φρεντ Φαουστίνο με κατέβασε από τη στέγη και με συνέλαβε. Αυτός ήταν ο πρώτος περιορισμός μου στη φυλακή.
Αργότερα το ίδιο έτος ο πατέρας της φίλης μου μας έπιασε στο κρεββάτι μετά το σχολείο. Καταλήξαμε όλοι στον αστυνομικό σταθμό του Λίμπερτυ. Αλλ’ ακριβώς την επόμενη μέρα με βρήκε πάλι με αυτό το κορίτσι στο σπίτι του. Πόσο λίγο σεβασμό είχα για την εξουσία, ή για ό,τι μου έλεγε κάποιος! Δυό εβδομάδες αργότερα, όταν ο θείος του κοριτσιού προσπάθησε να επέμβη, ένας νεαρός φίλος μου κι’ εγώ σχεδιάσαμε να τον δολοφονήσωμε, αλλά δεν τα καταφέραμε.
Είχα γίνει ένας μακρυμάλλης επαναστάτης, ένας πραγματικός ταραχοποιός. Και όμως αναζητούσα κάτι, κάτι για να πιαστώ, κάποιον τύπο του μέλλοντος. Ήθελα να γίνω κάποιος, να με προσέχουν. Άρχισα να σκέπτομαι ότι ο γάμος ήταν η λύσις. Οι γονείς μας το συζήτησαν αυτό, αλλ’ απεφάσισαν ότι ήμαστε πολύ νέοι, ότι ήμαστε μόνον ξετρελλαμένοι.
Έτσι κάναμε σχέδια να δραπετεύσωμε, και το κάναμε τον Φεβρουάριο του 1967, φεύγοντας προς τα δυτικά με $420 από κλεμμένα χρήματα. Το ταξίδι μας έληξε ξαφνικά όταν μας συνέλαβαν στο Λος Άντζελες και μας έστειλαν αεροπορικώς πίσω στο Οχάιο. Η αστυνομία που με περίμενε μου πέρασε χειροπέδες και με έστειλε στην επαρχιακή φυλακή Τράμπαλ, όπου έμεινα δύο εβδομάδες.
Τώρα κανένα σχολείο της περιοχής δεν με δεχόταν. Μόνο με παρακάλια κατάφερε ο πατέρας μου να γίνω δεκτός στο Καθολικό Γυμνάσιο Τζων Φ. Κέννεντυ στην κοντινή πόλι Γουώρρεν, όπου συνεπλήρωσα το προτελευταίο έτος. Ενώ ήμουν εκεί, αναμίχθηκα ακόμη περισσότερο στη χρήσι ναρκωτικών. Εκείνο το καλοκαίρι με συνέλαβαν για διαρρήξεις σε αρκετά σπίτια.
Το τελευταίο έτος μου ήταν μια συμφορά. Εξετάζοντας τα αρχεία του σχολείου προσφάτως με τον διευθυντή Φρανκ Λένερντ ανακαλύψαμε ότι είχα απουσιάσει εβδομήντα πέντε μέρες! Τον Φεβρουάριο του 1968 έκρυψα τη φίλη μου στο δωμάτιο μου τρεις μέρες, πιστεύοντας ότι οι δικοί μας θα πιέζονταν έτσι να μας επιτρέψουν να παντρευτούμε. Αλλά όλο εκείνο που επέτυχα ήταν τρεις μήνες σ’ ένα σωφρονιστήριο του Κολόμπους του Οχάιο. Με άφησαν εγκαίρως ώστε μπόρεσα να δώσω τις τελικές μου εξετάσεις, να τις περάσω και ν’ αποφοιτήσω από το γυμνάσιο.
Με την πρώτη ευκαιρία ενεθάρρυνα τη φίλη μου να φύγη πάλι από το σπίτι της και να πάρη ένα μπουκάλι ασπιρίνες για να προσποιηθή μια απόπειρα αυτοκτονίας. Πίστευα ότι αυτό ασφαλώς θα έπειθε τους γονείς μας ότι αγαπιώμαστε. Σέρνοντας τα πόδια της γύρισε στο σπίτι, βγάζοντας αίμα από το στόμα και τελικά εστράφη εναντίον μου, όταν η μητέρα της είπε: «Δεν σ’ αγαπάει· είσαι απλώς μαριονέττα του, θέλει να σε πεθάνη.» Ποτέ δεν είχα πια σχέσεις μ’ αυτό το κορίτσι, αλλ’ αυτή η τραγική ιστορία με βύθισε σε μεγαλύτερα ακόμη βάθη εξαχρειώσεως, στην οποία με υποκινούσε το μεγαλύτερο μπλέξιμο με τα ναρκωτικά.
Βυθίζομαι Στην Τοξικομανία
Δεν ήμουν ακόμη ένας πραγματικός τοξικομανής, αλλά έκανα μεγάλη χρήσι ναρκωτικών και τα πουλούσα. Πήγαινα ακόμη και στη Νέα Υόρκη για να παραλαμβάνω ναρκωτικά. Τελικά, μια συντονισμένη προσπάθεια της αστυνομίας με συνέλαβε απ’ αυτοφόρω—πούλησα ναρκωτικά σ’ έναν αστυνομικό με πολιτικά και με έπιασαν με τα σημαδεμένα χρήματα επάνω μου. Τότε ήταν που οι τίτλοι της πρώτης σελίδος ανέφεραν τη σύλληψί μου. Αλλ’ ο πατέρας μου έβαλε ένα καλό δικηγόρο και βγήκα από τη φυλακή στις 15 Ιανουαρίου του 1969.
Σύντομα άρχισα να πουλώ ναρκωτικά και πάλι, κερδίζοντας πολλά χρήματα. Αλλά τα χρειαζόμουν γιατί είχα αρχίσει να κάνω χρήσι ηρωίνης, βάζοντας την κατ’ ευθείαν στην φλέβα με τη σύριγγα. Για λίγους μήνες ξόδευα $40 με $50 την ημέρα για ναρκωτικά. Ο πατέρας μου προσπάθησε να με βοηθήση. Μου εύρισκε δουλειές, αλλά τις κρατούσα μόνον λίγες εβδομάδες. Είχα γίνει τόσο τοξικομανής, ώστε έκανα την ένεσι με τα ναρκωτικά ακόμη και στην εργασία μου.
Αυτό δεν ήταν δύσκολο να γίνη. Μετέφερα τα ναρκωτικά στη δουλειά μου σε μια θήκη του δακτυλιδιού μου. Κατόπιν πήγαινα στην τουαλέττα και, χρησιμοποιώντας μια σύριγγα, έβαζα το ναρκωτικό κατ’ ευθείαν στη φλέβα μου. Αλλά για να είμαι βέβαιος ότι είχα πάρει και την τελευταία σταγόνα, ξανατραβούσα το έμβολο, γεμίζοντας την σύριγγα με αίμα και κατόπιν το έβαζα πάλι στη φλέβα—κάνοντάς το μέχρι δέκα φορές ή περίπου τόσο!
Κατόπιν έφευγα. Αισθανόμουν ένα «τίναγμα»—σαν ξαφνικά να με είχαν πετάξει από ένα κτίριο. Κατόπιν αισθανόμουν παράλυτος—ακόμη και τα μαλλιά του κεφαλιού μου τα αισθανόμουν πλαδαρά. Αυτό που έχει σημασία όταν είσαι τοξικομανής είναι να αισθάνεσαι όσα περισσότερα «τινάγματα» μπορείς.
Άλλες φορές έπαιρνα άλλα ναρκωτικά βάζοντας στον οργανισμό μου ένα μίγμα από μεθιδρίνη και ηρωίνη—ένα διεγερτικό και ένα υπνωτικό. Σ’ αυτή την περίπτωσι το σώμα του ανθρώπου δεν ξέρει τι να κάμη—να χαλαρώση ή να διεγερθή—βρίσκεται σε μια αναστάτωσι.
Όταν κάποιος παίρνη LSD, δημιουργείται ένα εντελώς διαφορετικό αποτέλεσμα. Όταν ήμουν υπό την επήρειά του, νόμιζα ότι μπορούσα να κάμω τα πάντα, ότι μπορούσα να είμαι Θεός και να κατευθύνω το πεπρωμένο μου. Ο Τζο Σοβόνι, ο δικηγόρος μου, τελευταίως μου είπε ότι κάποτε υπό την επήρεια του LSD τον είχα πραγματικά τρομάξει όταν του είπα ότι μπορούσα να πάρω ένα μωρό από την κοιλία μιας εγκύου γυναίκας. Είναι φοβερά τα πράγματα που τα ναρκωτικά ωθούν κάποιον να σκέπτεται και να κάνη. Συνολικά, πήρα πάνω από 200 χάπια LSD.
Περισσότερο από ένα έτος ζούσα μόνο για συγκινήσεις, κάνοντας ενέσεις με ναρκωτικά, ζώντας με κορίτσια και προσπαθώντας ν’ αποφύγω την αστυνομία. Έμενα πότε στο ένα βρώμικο μέρος και πότε στο άλλο, ‘πηγαίνοντας από ποντικότρυπα σε ποντικότρυπα,’ όπως κατάλληλα το περιέγραψε ο πατέρας μου. Η αστυνομία με κατηγόρησε ακόμη ότι λήστεψα το σπίτι του πατέρα μου. Οι «φίλοι» μου τον ξαλάφρωσαν από είδη αξίας χιλιάδων δολλαρίων. Τον Αύγουστο του 1969 ξεκινήσαμε για το περιβόητο φεστιβάλ του Γούντστοκ, όπου πούλησα πολυβιταμίνες για LSD και έκανα πολλά λεπτά. Σκαρφαλώνοντας στη σκαλωσιά πλάι στη σκηνή για να δω καλύτερα τους μουσικούς και το πλήθος, θυμάμαι ότι σκεπτόμουν ότι όλοι έμοιαζαν να έχουν καταληφθή από μια μυστηριώδη δύναμι.
Λίγο μετά την επιστροφή μου στο σπίτι άρχισα να δρέπω αυτά που είχα σπείρει. Έφθασα στο απροχώρητο και μετά βίας επέζησα.
Μόλις Διέφυγα τον Θάνατο
Ήταν η 5η Σεπτεμβρίου 1969. Ήμουν τελείως εκνευρισμένος, χρειαζόμουν ναρκωτικά οπωσδήποτε. Διέρρηξα ένα φαρμακείο στη μικρή κωμόπολι Βιέννα, έξω από το Γιάνκσταουν. Ψαχουλεύοντας μέσα, πήρα μερικά αντικείμενα—αλλά τότε άκουσα τις σειρήνες! Παγιδευμένος από την αστυνομία με τα πιστόλια στραμμένα επάνω μου, κατέρρευσα διανοητικώς και έτρεξα προς αυτούς ξεφωνίζοντας, «Σκοτώστε με! Σκοτώστε με!»
Με κατηγόρησαν ότι διέρρηξα το κατάστημα και μπήκα μέσα. Η εγγύησις ωρίσθηκε σε $5.000. Με πήγαν στη γνωστή επαρχιακή φυλακή. Είχα πάει εκεί τόσες φορές ώστε είχα γράψει το όνομά μου σε ένα από τα κελλιά! Με έγδυσαν και με έρριψαν σ’ ένα απομονωτήριο, ένα τόσο μικρό μέρος ώστε δεν μπορούσα να τεντωθώ κατά μήκος. Εκεί άρχισα να αισθάνωμαι τα συμπτώματα της στερήσεως. Προσφάτως ο Χάρολντ Ποστ, ο δεσμοφύλακας, έδειξε σ’ ένα φίλο μου και σε μένα το κελλί και είπε: «Νόμιζα ότι θα ξάπλωνες εκεί και θα πέθαινες. Δεν ήθελα να κάνω τίποτα για σένα.»
Δεν του δίνω άδικο. Ήμουν όλως διόλου άθλιος! Κυλιόμουν μέσα στα ούρα μου και στα περιττώματά μου σαν ζώο, σκαρφάλωνα στους τοίχους και χτυπούσα την πλαστική επένδυσι των τοίχων. Όπως θυμάται ο Ποστ: «Εκλιπαρούσε, εννοώ πραγματικά εκλιπαρούσε, ήταν γονατιστός και εκλιπαρούσε. Αλλά δεν ήθελε να πάρη τα φάρμακα που του έδιναν.»
Ο Σερίφης Ρίτσαρντ Μπάρνετ βρισκόταν εκεί εκείνη τη φορά, και όταν τον επισκέφθηκα εφέτος, θυμήθηκε πόσο κρίσιμη είχε γίνει η κατάστασίς μου: «Δεν ήθελες να πάρης κανένα φάρμακο από το στόμα—ήσουν ένας αγριάνθρωπος—το έφτυνες. Γι’ αυτό σου έδωσαν υπόθετα και έπρεπε να σου τα βάζω εγώ. Εν τούτοις, όταν δεν βελτιώθηκε η κατάστασίς μου, με πήγαν στο Γουντσάιντ Ρησίβιγκ Χόσπιταλ, ένα φρενοκομείο στο Γιάγκσταουν.
Στις τέσσερις το πρωί ο πατέρας μου πήρε ένα τηλεφώνημα από μια νοσοκόμα. Του είπε: «Ο γυιος σας είναι άρρωστος, χρειάζεται τη βοήθειά σας . . . Πεθαίνει.» Ο πατέρας αμέσως επικοινώνησε με τον Δρα Μπερτ Φάιρστον, και διευθέτησε να μεταφερθώ στο Νοσοκομείο Αγία Ελισάβετ. Εκεί παρέμεινα σε κρίσιμη κατάστασι αρκετές μέρες. Ο Δρ. Φάιρστον εβεβαίωσε τον πατέρα μου ότι θα προσπαθούσαν να με σώσουν, αλλ’ ότι δεν μπορούσε να εγγυηθή ότι θα ζούσα. Στο Νοσοκομείο Αγία Ελισάβετ τα αρχεία αναφέρουν: «Ο ασθενής εισήχθη . . . με σοβαρά συμπτώματα στερήσεως λόγω χρήσεως ναρκωτικών.»
Ο πατέρας μου εταχυδρόμησε την εγγύησι των $5.000 και σε τρεις εβδομάδες με έβγαλαν από το νοσοκομείο. Αλλ’ αυτή η πείρα δεν με έκαμε ν’ αλλάξω, μολονότι υποσχέθηκα επανειλημμένως στον πατέρα μου να το κάμω. Είχα ακόμη μακρυά μαλλιά, και σύντομα ξαναγύρισα σε όλων των ειδών τα ναρκωτικά. Μπορεί ν’ απορήτε γιατί ένα άτομο εξακολουθεί να επιστρέφη στα ναρκωτικά, ακόμη και ύστερα από τόσο φρικιαστικές πείρες, όπως η στέρησις της ηρωίνης ή τα τρομερά «ταξίδια» του LSD.
Όταν άρχισα να αισθάνωμαι καλύτερα, άρχισα να σκέπτωμαι πάλι τα κορίτσια, τις συγκινήσεις και όλες τις συναναστροφές μου—χίππυς, άτομα του «ελεύθερου έρωτα,» μοτοσυκλέτες και άσκοπη περιπλάνησι. Η εκκωφαντική μουσική που προτιμούσα έπαιξε επίσης τον ρόλο της στις χυδαίες επιθυμίες μου. Τότε άρχισα να σκέπτωμαι μέσα μου: «Ω, μα δεν είναι και τόσο κακό να ξανακάμω τα ίδια.» Εν τούτοις, τα τελευταία μου «ταξίδια» με το LSD γίνονταν ολοένα χειρότερα. Τελικά, στην απελπισία μου, τηλεφώνησα στη μητέρα μου, κλείνοντας έτσι ένα χάσμα πολλών ετών. Ο πατρυιός μου, ένας πρεσβύτερος στην εκκλησία των Μαρτύρων του Ιεχωβά, διευθέτησε να έχω μια Γραφική μελέτη εκεί που κατοικούσα.
Ο Σκληρός Δρόμος της Αναρρώσεως
Είχα την πρώτη μου Γραφική μελέτη με ένα από τους Μάρτυρας του Ιεχωβά τον Μάρτιο του 1970. Επίσης, επισκέφθηκα την Αίθουσα Βασιλείας στο Τζιράρ. Φορούσα μαύρο πέτσινο φαρδύ παντελόνι στρογγυλά γυαλιά και τα μαλλιά μου ήσαν μακρυά. Ήθελα ν’ αποδείξω ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήσαν σαν όλους τους άλλους, υποκριταί όσο και αυτοί. Αλλ’ είχα εντυπωσιασθή. Μου έδειχναν πραγματικό ενδιαφέρον και όλοι είχαν τις ίδιες απαντήσεις στα ερωτήματα μου. Η καρδιά μου όμως δεν είχε συγκινηθή πραγματικά, γιατί εκείνο το βράδυ πήγα πίσω στα παλιά μου λημέρια με τους χίππυς και έκαμα πάλι μια ένεσι ηρωίνης.
Εν τούτοις, καθώς συνέχιζα να μελετώ πότε πότε, διεπίστωσα ότι αυτά που διδάσκει η Βίβλος είναι η αλήθεια. Όμως, δεν μπορούσα, ή, τουλάχιστον, δεν ήθελα να κόψω τα ναρκωτικά και τον ανήθικο τρόπο ζωής. Κατόπιν, το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Απριλίου, είχα ένα φρικιαστικό «ταξίδι» με το LSD. «Είδα» τη φίλη μου ν’ αποσυντίθεται στο διπλανό κάθισμα του αυτοκινήτου μου. Η ασχήμια και η φρίκη της πείρας αυτής είναι απερίγραπτη. Νόμιζα ότι ήλθε το τέλος—ότι θα αυτοκτονούσα πραγματικά. Αλλά επεκαλέσθηκα τον Ιεχωβά Θεό, χρησιμοποιώντας το όνομά του, ικετεύοντάς Τον να με βοηθήση.
Μολονότι ήταν 3 το πρωί, τηλεφώνησα στον Μάρτυρα με τον οποίο μελετούσα και με εβεβαίωσε ότι ο Ιεχωβά θα με βοηθούσε αν ήμουν σοβαρά αποφασισμένος αυτή τη φορά ν’ αλλάξω. Ορκίσθηκα ότι ποτέ δεν θα ξαναπάρω ναρκωτικά και ποτέ δεν ξαναπήρα. Δεν υπάρχει μια μέρα να μην ξυπνήσω ευχαριστώντας τον Πλάστη μου που με βοήθησε να επιζήσω από αυτές τις πείρες.
Την επομένη εβδομάδα ήταν η δίκη μου για τη διάρρηξι του φαρμακείου τον περασμένο Σεπτέμβριο. Επειδή η κοινή γνώμη ήταν εναντίον μου λόγω του μητρώου μου που ήταν βεβαρυμένο με επανειλημμένα εγκλήματα, ο δικαστής με έστειλε στο Σωφρονιστήριο της Πολιτείας του Οχάιο για ένα αδίκημα που μπορούσε να επιφέρη μια ποινή δέκα πέντε ετών. Άρχισα να εκτίω την ποινή μου μερικές μέρες αργότερα. Αυτή ήταν μία πραγματική ευλογία για μένα. Γιατί;
Διότι μου έδωσε χρόνο να σκεφθώ και να μελετήσω. Ανέλυσα τη ζωή μου και είδα πόσο άκαρπη και καταστρεπτική ήταν. Παρεκάλεσα τον Ιεχωβά να με συγχωρήση και του είπα ότι ήθελα να κάνω το θέλημα του με όλη μου την καρδιά. Βυθίσθηκα τελείως στη μελέτη της Βίβλου, με τη βοήθεια των εκδόσεων των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Κατόπιν, προς το τέλος του Ιουνίου, μέσω των προσπαθειών του πατέρα μου, με απέλυσαν. Δύο εβδομάδες περίπου αργότερα, στις 10 Ιουλίου 1970, εσυμβόλισα με το βάπτισμα την αφιέρωσί μου να υπηρετήσω τον Ιεχωβά Θεό.
Βοηθώντας Άλλους
Άρχισα τώρα να ψάχνω για πρώην στενούς συντρόφους μου, όχι για να πάρω ναρκωτικά μαζί τους, αλλά για να τους εξηγήσω γιατί είχα αλλάξει και πώς μπόρεσα να το κάμω αυτό. Αισθανόμουν ευθύνη, γιατί είχα μυήσει πολλούς απ’ αυτούς στα ναρκωτικά και ήσαν πελάτες μου. Έχω επικοινωνήσει τουλάχιστον με τριακόσιους πρώην φίλους και πιστεύω ότι μερικοί θ’ ανταποκριθούν τελικά στις Βιβλικές αλήθειες που συζητήσαμε.
Ένα από τα πρώτα άτομα με το οποίο μελέτησα τη Βίβλο ήταν ένας από τους κυριώτερους πελάτες μου. Τον είχα διδάξει πώς να κάνη ενέσεις ηρωίνης κρατώντας το χέρι του και βρίσκοντας τις πρώτες φλέβες του. Η οικογένειά του είχε τόσο εντυπωσιασθή από την αλλαγή που είχα κάμει, ώστε έπαιρναν και αυτοί μέρος στη μελέτη. Εν τούτοις εκείνος εξακολουθούσε να βαδίζη στα παλιά μου βήματα. Έως τώρα τουλάχιστον έξη απ’ αυτούς τους πρώην συνοδοιπόρους μου έχουν πεθάνει από αιτίες σχετικές με τα ναρκωτικά. Αλλ’ ένας άλλος πρώην σύντροφος ανταποκρίθηκε στις προσπάθειές μου. Είναι ενδιαφέρον το πώς ξανασυναντηθήκαμε.
Έκανα επισκέψεις από σπίτι σε σπίτι στη διακονία και μόλις είχα απομακρυνθή από ένα σπίτι, όταν ένας μακρυμάλλης ήρθε τρέχοντας στο δρόμο του κήπου. Όταν του συστήθηκα, σχεδόν αμέσως ρώτησε: «Ποιο είπες ότι είναι το όνομά σου;» Όταν το επανέλαβα, εκείνος είπε: «Όχι δεν μπορεί, δεν είσαι αυτός από το Μώρραιη Χιλλ Ντράιβ!» Μου φαινόταν γνωστός, αλλά δεν μπορούσα να τον θυμηθώ μέχρι που είπε το όνομά του. Βεβαίως! Μαζί είχαμε σχεδιάσει να σκοτώσωμε τον θείο της φίλης μου. Αλλ’ εκείνος αρνήθηκε να πιστέψη ποιος ήμουν έως ότου έβγαλα το πορτοφόλι μου και του έδειξα την ταυτότητά μου. Η εμφάνισίς μου είχε αλλάξει τελείως.
Τελικά άρχισα μια μελέτη μαζί του και προώδευσε στην εκτίμησι της Βίβλου, έπαψε τα ναρκωτικά και βαπτίσθηκε στις αρχές του 1972. Εκείνο το καλοκαίρι αφηγηθήκαμε τις πείρες μας στη συνέλευσι περιφερείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Θρη Ρίβερς Στάντιουμ του Πίτσμπουργκ. Είχαμε επίσης την ευκαιρία να μιλήσωμε σε τάξεις μαθητών για το πρόβλημα των ναρκωτικών και γιατί θα έπρεπε ν’ αποφεύγουν τα ναρκωτικά. Μερικοί νεαροί, που γνώριζαν την προηγούμενη ανάμιξί μου στα ναρκωτικά, ζήτησαν από τους δασκάλους να διευθετήσουν αυτές τις ομιλίες.
Επί παραδείγματι, τον Νοέμβριο του 1972 μιλήσαμε σε έξη τάξεις στη Μικτή Επαγγελματική Σχολή της Επαρχίας Μοχόνιγκ. Άνω των 600 μαθητών συνολικά ήσαν παρόντες. Ήσαν εξαιρετικά προσεκτικοί και δέχθησαν περισσότερα από εκατό βιβλία και περίπου εκατό περιοδικά που εξηγούν περαιτέρω την πίστι και την ελπίδα που μας έδωσε τη δύναμι να υπερνικήσωμε τη χρήσι των ναρκωτικών. Στις 5 Δεκεμβρίου 1972 έλαβα ένα φάκελο με πέντε δωδεκάδες γράμματα από αυτούς τους μαθητάς. Έδειχναν πολλή εκτίμησι, αλλά οι περισσότεροι έλεγαν ότι δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ήμαστε πραγματικά τόσο βαθιά μπλεγμένοι με τα ναρκωτικά. Νόμιζαν ότι κανένας δεν μπορούσε να κάμη μια τόσο μεγάλη αλλαγή.
Αποδεικνύοντας την Αλλαγή
Αυτή είναι μια κοινή γνώμη. Επί παραδείγματι, ο αρχηγός της ασφαλείας της Περιοχής των Σχολείων του Σηάτλ, Τσαρλς Ο’Τουλ, υπεστήριξε: «Δεν υπάρχει θεραπεία από τα ναρκωτικά.» Επίσης ο αρχηγός του Τμήματος Ναρκωτικών στο Γιάνγκσταουν, Ούιλλιαμ Α. Φρηντναίημερ, μου είπε ότι όλα αυτά τα χρόνια που ασχολείται με τα ναρκωτικά δεν είχε ποτέ δει ένα ηρωινομανή ν’ απέχη από τα ναρκωτικά περισσότερο από τρεις ή τέσσερις μήνες. «Αλλά τώρα βλέπω εσένα,» πρόσθεσε σχεδόν με δυσπιστία.
Είναι ευνόητο, συνεπώς, ότι πολλοί μπορεί να είναι δύσπιστοι, όταν διαβάζουν την ιστορία μου πώς υπερνίκησα την τοξικομανία. Γι’ αυτό στην αρχή αυτού του έτους επεσκέφθηκα πάρα πολλούς ανθρώπους που είχαν ασχοληθή μαζί μου όταν ήμουν τοξικομανής, περιλαμβανομένων αξιωματικών της αστυνομίας, αστυνομικών επιτηρήσεως, δεσμοφυλάκων, δικαστών, δικηγόρων, ψυχολόγων, ψυχιάτρων, γιατρών και άλλων. Τους είπα για ποιον λόγο πήγα να τους δω και ζήτησα ν’ ακούσω τα σχόλιά τους.
Οι περισσότεροι απλώς δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ήμουν το ίδιο πρόσωπο. Όλοι, βεβαίως, γνώριζαν το όνομά μου—ήταν πασίγνωστο. Αλλά σε μερικές περιπτώσεις έπρεπε να δείξω την ταυτότητά μου για ν’ αποδείξω ότι πράγματι ήμουν το ίδιο πρόσωπο. Σχεδόν όλοι ήθελαν να μάθουν: «Πόσον καιρό έχεις σταματήσει τα ναρκωτικά; Πώς είναι δυνατόν; Τι σε έκαμε να αλλάξης;» Ήμουν ευγνώμων για την ευκαιρία που είχα να τους εξηγήσω.
Η Πραγματική Λύσις
Ο Ντέννυ Κορόντο είναι ένας από τους αξιωματικούς της αστυνομίας που επεσκέφθηκα. Ήταν παρών κατά τη σύλληψί μου στη διάρρηξι του φαρμακείου. Είναι τώρα διοικητής της αστυνομίας και έχει αφοσιωθή αποκλειστικά στο να δίνη διαλέξεις σε γυμνάσια και άλλες κοινοτικές ομάδες σχετικά με τα ναρκωτικά και το πρόβλημα των ναρκωτικών. «Έχεις πραγματικά αλλάξει! Δεν μπορώ να το πιστέψω!» επανελάμβανε ενώ ανασκοπούσαμε το παρελθόν. «Κάτι συνέβη σε σένα, κάτι που σε επηρέασε διανοητικά, κάποια κατανόησις δεν ξέρω τι είδους.»
Του είπα ότι αυτό ήταν σωστό, ότι είχα φθάσει να εκτιμήσω ότι ήμουν υπόλογος στον Δημιουργό μου. Και αυτή η κατανόησις δεν είχε φθάσει μόνον στη διάνοια, είπα· είχε μπη βαθιά στην καρδιά μου. Μια επιθυμία να υπηρετήσω τον Θεό πέταξε έξω από την καρδιά μου την ανηθικότητα, τα ναρκωτικά και όλα τα παρόμοια, και μου έδωσε την ώθησι και τη δύναμι να κάνω αυτό που είναι σωστό.
Επίσης, την 1η Μαρτίου 1973, είχα μια συνάντησι με τον Δρα Φάιρστον, τον γιατρό του Νοσοκομείου Αγία Ελισάβετ που με περιποιήθηκε στη διάρκεια της αποτοξινώσεως. Όταν μπήκα, ανεφώνησε: «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι είσαι συ ο ίδιος!» Κατόπιν ρώτησε αν θα μπορούσε να φέρη μέσα και άλλους γιατρούς από το προσωπικό που γνώριζαν την περίπτωσί μου. Και αυτοί επίσης εξεπλάγησαν από την αλλαγή που είχα κάμει. «Πώς βγήκες απ’ αυτόν τον κυκεώνα;» ήθελαν να μάθουν.
Τους εξήγησα ότι έφθασα ν’ αντιληφθώ ότι δεν ήμουν ο δημιουργός του πεπρωμένου μου. Τόσες πολλές φορές είχα καταλήξει σε αδιέξοδο. Είχα βαδίσει με τους δικούς μου κανόνες· πίστευα ότι ήμουν Θεός και μπορούσα να θέσω τους δικούς μου κανόνες και να κάμω ό,τι ήθελα—απλώς να επιδιώκω τις απολαύσεις. Αλλά κατόπιν, μέσω μιας Γραφικής μελέτης μπόρεσα ν’ αποκτήσω ένα ορθό φόβο για τον Δημιουργό μου. Επίσης, μπόρεσα να διακρίνω ότι υπήρχε μία ομάς ανθρώπων οι οποίοι πράγματι ζουν σύμφωνα με αυτά που διδάσκει η Γραφή, και ότι αυτοί είναι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά.
«Τι το ιδιαίτερο έχουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά σε σύγκρισι με άλλες θρησκείες;» με ρώτησαν. Εξήγησα ότι μέσω της μελέτης της Βίβλου με τους Μάρτυρας του Ιεχωβά κατώρθωσα να δω καθαρά τον μεγαλειώδη σκοπό του Θεού για το ανθρώπινο γένος. Επί παραδείγματι, ποια είναι η κατάστασις των νεκρών, η βεβαία ελπίς της αναστάσεως, και πώς αυτή η γη θα γίνη ένας παράδεισος κάτω από την κυριαρχία της βασιλείας του Θεού. Είναι η πίστις και η πεποίθησις σχετικά με αυτά τα πράγματα, είπα, που με έκαμαν ικανό να υπερνικήσω τη χρήσι ναρκωτικών.
Είπα στους γιατρούς ότι είχα εξετάσει και άλλες θρησκείες, περιλαμβανομένου και του Βουδδισμού, και ότι είχα ανατραφή ως Ρωμαιοκαθολικός. Αλλ’ απλώς δεν υπάρχει τίποτε το στερεό σ’ αυτές τις θρησκείες—καμμιά πεποίθησις, καμμιά πραγματική ελπίδα και πίστις στον Δημιουργό, τον Ιεχωβά Θεό. Γι’ αυτόν τον λόγο είναι ανίκανες να παράσχουν την απαραίτητη ώθησι για τους νέους να εγκαταλείψουν τα ναρκωτικά.
Επί τρία σχεδόν χρόνια τώρα υπηρετώ σαν ένας ολοχρόνιος διάκονος των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Και είδα ότι δεν είμαι ο μόνος που έχει κάμει μια τόσο μεγάλη αλλαγή στη ζωή. Έχω γνωρίσει πολλούς αληθινούς φίλους, οι οποίοι, αφού μελέτησαν τη Βίβλο με τους Μάρτυρας του Ιεχωβά και έφθασαν να εκτιμήσουν τον Δημιουργό τους, ελευθερώθηκαν από τη συνήθεια των ναρκωτικών. Αν εκείνοι μπόρεσαν να το κάμουν, μπορείτε και σεις, επίσης, αν είσθε ένας τοξικομανής. Η αληθινή θρησκεία είναι ασφαλώς μια λύσις στο πρόβλημα των ναρκωτικών!—Από συνεργάτην.