Ανοιχτή Επιστολή Προς Καθολικούς Ιερείς
«‘ΣΕ τι χρησιμεύομε;’ Επί αρκετά χρόνια πολλοί Καθολικοί ιερείς έκαναν στον εαυτό τους αυτή την ερώτησι, και τώρα το ερώτημα αυτό βασανίζει πολλούς Προτεστάντες λειτουργούς.»—Λε Μοντ, 3 Μαΐου 1973.
Μήπως έχετε και σεις τέτοιες αμφιβολίες σχετικά με τη χρησιμότητά σας ως ιερέως; Μήπως αισθάνεσθε ότι δεν έχετε επαφή με τους ανθρώπους, τα προβλήματά των και τις ανάγκες των; Μήπως αισθάνεστε την ανάγκη ν’ αναλάβετε κοσμική εργασία για μερικές ώρες την ημέρα και να είσθε για μερικές ώρες ιερεύς, ή ακόμη και ν’ αναλάβετε εργασία όλη την ημέρα ώστε να ζήτε με τον κόσμο και όπως ζη ο κόσμος, με σκοπό να ευαγγελίζεσθε «εκ των έσω»; Μήπως έχετε αμφιβολίες για την αγαμία των ιερέων;
Φαίνεται ότι πολλοί από σας έχετε αμφιβολίες, διότι εκατοντάδες ιερείς εγκαταλείπουν το ιερατείο κάθε χρόνο. Επιπλέον, απ’ όλους αυτούς που εγκαταλείπουν το ιερατείο δεν είναι όλοι νεαροί, ιερείς που έχουν χειροτονηθή πρόσφατα και φεύγουν για να νυμφευθούν. Κάθε χρόνο, εγκαταλείπουν το ιερατείο αρκετοί παλαίμαχοι ιερείς.
Παραδείγματος χάριν, το 1971 από το σύνολο των 200 περίπου ιερέων που επέστρεψαν στην κοσμική ζωή στη Γαλλία, το 50 τοις εκατό είχε χειροτονηθή πριν από δέκα χρόνια και πλέον. Δεν ήσαν νεαροί που δεν μπορούσαν να τηρήσουν την ευχή αγαμίας που είχαν κάμει. Ήσαν ώριμοι άνδρες που είχαν αρκετό καιρό να σκεφθούν πριν δώσουν την παραίτησί τους.
Τι έκαμε αυτούς τους ιερείς να πάρουν μια τέτοια δραστική απόφασι; Αισθάνεσθε τον πειρασμό να τους μιμηθήτε;
Υπάρχει Μέλλον στην Ιερωσύνη για Σας;
Χωρίς αμφιβολία γίνατε ιερεύς από μια ειλικρινή επιθυμία να υπηρετήσετε τον Θεό και τους συνανθρώπους σας. Ήσαστε πρόθυμος να κάνετε μια μεγάλη προσωπική θυσία γι’ αυτό το ιδεώδες. Έγινε ο προορισμός της ζωής σας. Αλλά σήμερα ακούτε εξέχοντες άνδρες μέσα στην ίδια την εκκλησία σας να εκφράζουν αμφιβολίες σχετικά με το μέλλον του ιερατείου, ακόμη και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Σε μια έκθεσι με πολύ ακριβή στοιχεία σχετικά με το ιερατικό λειτούργημα, ο Μονσινιόρ Φρανσουά Φρετελιέρ, βοηθητικός επίσκοπος της Μπορντώ της Γαλλίας, είπε: «Μιλήσαμε για κάποιο αδιέξοδο. Πρέπει να παραδεχθούμε ότι, στην παρούσα κατάστασι πραγμάτων, η [Καθολική] Εκκλησία δεν φαίνεται να είναι πολύ ελκυστική. Ο αριθμός των ανδρών και γυναικών που θέλουν να αφιερώσουν τελείως τον εαυτό τους στην υπηρεσία της Καθολικής Εκκλησίας μειώνεται από χρόνο σε χρόνο. . . Για πολλούς συγχρόνους μας, η Εκκλησία, όπως ζη τώρα, δεν παρουσιάζει καμμιά ακτίνα φωτός κι’ ελπίδας στον σημερινό κόσμο.»
Μήπως αυτό είναι μια από τις αιτίες που σας κάνουν να αισθάνεσθε απογοήτευσι; Μπορεί ν’ αναμένεται από έναν ιερέα να συνεχίζη να υπηρετή μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα, χρόνο με τα χρόνο σε μια εκκλησία που δεν είναι πια σίγουρη για το άγγελμα που φέρνει στην ανθρωπότητα, μια εκκλησία που «δεν παρουσιάζει καμμιά ακτίνα φωτός κι’ ελπίδας»; Υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι τόσο πολλοί από σας φθάνουν στο συμπέρασμα ότι το ιερατείο δεν έχει μέλλον για να εκτελέση μια χρήσιμη Χριστιανική διακονία;
Ο επίσκοπος της Ορλεάνης της Γαλλίας διαβεβαιώνει ότι αυτό δεν είναι τεχνητό πρόβλημα και κάνει τις ακόλουθες ειλικρινείς παρατηρήσεις: «Πρέπει να παραδεχθούμε ότι για ολοένα περισσότερους ιερείς, ένας ωρισμένος τρόπος ζωής της ιερωσύνης είναι σήμερα χωρίς αξία. Πρέπει ν’ ακούμε αυτούς τους ιερείς όταν μας λέγουν σοβαρά και ειλικρινά ότι τα καθήκοντά τους δεν έχουν πια νόημα γι’ αυτούς. . .. Όταν σκεφθούμε τα καθήκοντά τους που βρίσκονται υπό αμφισβήτησι, το τέλος μιας ωρισμένης διανοητικής καταστάσεως και τις πολύ μεγάλες δυσκολίες που συναντούν καθώς προσπαθούν να δημιουργήσουν νέες μορφές ιερωσύνης μέσα στο παρόν πλαίσιο ποιμάνσεως, μπορούμε καλύτερα να καταλάβωμε γιατί νέοι ιερείς εγκαταλείπουν την ιερωσύνη απλώς διότι αισθάνονται ότι βρίσκονται σε αδιέξοδο.»
Αν κρίνωμε από τις χίλιες και πλέον επιστολές που έλαβε ο επίσκοπος της Ορλεάνης μετά τη δημοσίευσι των απόψεών του για το ιερατείο, πάρα πολλοί από σας, τους Καθολικούς ιερείς, είσθε απογοητευμένοι. Πολλές απ’ αυτές τις επιστολές προήρχοντο από ιερείς που επιδοκίμασαν την ανάλυσι του επισκόπου Ριομπέ περί του σημερινού Καθολικού ιερατείου. Πολλοί απ’ αυτούς εξέφρασαν την πικρία και τη σύγχυσί τους καθώς εργάζονται, «αλυσοδεμένοι στα πτώματα των ενοριτών τους,» όπως είπε κάποιος.
Μήπως αισθάνεσθε κι’ εσείς έτσι; Μήπως διερωτάσθε σε τι χρειάζεσθε; Μήπως τα καθήκοντά σας ως ιερέως ‘δεν έχουν πια νόημα για σας;’ Έχετε το αίσθημα ότι ‘βρίσκεσθε σε αδιέξοδο;’
Γιατί Δημιουργήθηκε Αυτή η Κατάστασις
Η κατά παράδοσιν Καθολική αντίληψις για την ιερατική διακονία είναι τουλάχιστον εν μέρει υπεύθυνη για τη σημερινή κρίσι στο ιερατείο. Η κλασσική Ρωμαιοκαθολική πίστις βασίζεται σ’ ένα ιερατικό σύστημα κλήρου και σ’ ένα αδιαπέραστο φραγμό μεταξύ κλήρου και λαϊκών που μεγάλωσε ακόμη πιο πολύ με την αντιγραφική απαίτησι της αγαμίας του κλήρου.
Τα πρόσφατα χρόνια, όμως, οι Καθολικοί θεολόγοι, εξέφρασαν αμφιβολίες σχετικά με την ακρίβεια αυτής της κατά παράδοσιν απόψεως για το Χριστιανικό ιερατείο. Ο Γάλλος Δομινικανός θεολόγος Ερβέ-Μαρί Λεγκράν γράφει: «Η λέξις ιεραρχία δεν βρίσκεται στην Αγία Γραφή.» «Ο διαχωρισμός των διακονιών μεταξύ κλήρου και λαϊκών. . . δεν έχει θεμελιωθή σε δόγμα.» «Η σχέσις μεταξύ του ιερατείου και της αγαμίας είναι παράξενη στη Λατινική Εκκλησία, όχι στην Καθολική [Οικουμενική] Εκκλησία.»—Κλήσις, Οκτώβριος 1973.
Ένα Υπόμνημα που δημοσιεύθηκε στη Γερμανία και βασίζεται στις εκθέσεις ενός ομίλου φημισμένων Καθολικών θεολόγων, περιλαμβανομένου και του Χανς Κουνγκ, αναπτύσσει τα ακόλουθα σημεία: «1. Η Αποστολική Διαδοχή δεν πρέπει να θεωρήται απαραίτητη για μια έγκυρη ιερωσύνη· 2. Η μυσταγωγική φύσις που προσδίδεται στη χειροτονία είναι ζήτημα φρασεολογίας· 3. Οι εκκλησιαστικές υπηρεσίες μπορούν να γίνωνται από διακόνους με πλήρη ή και μερική απασχόλησι· 4. Μπορούν να γίνωνται προσωρινά ή μόνιμα· 5. Μπορούν να γίνωνται από άνδρες και γυναίκες, εγγάμους ή αγάμους.»—Λα Κρουά (Ο Σταυρός), 8 Φεβρουαρίου 1973.
Ασχέτως αν αυτά τα σημεία είναι ορθά ή εσφαλμένα, το ότι έχουν δημοσιευθή από πολυμαθείς Καθολικούς θεολόγους αποδεικνύει ότι η Ρωμαιοκαθολική διδασκαλία για την ιερατική διακονία είναι αμφισβητήσιμη και αμφισβητείται. Το εκκλησιαστικό περιοδικό Κλήσις, που εκδίδεται ανά τρίμηνον, παρατηρεί: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η παρούσα δογματική αβεβαιότης σχετικά με την ιερατική διακονία έχει γίνει, επίσης, μια από τις αιτίες της κρίσεως, λόγω των ψυχολογικών αποτελεσμάτων που προκαλεί και ατομικώς και συνολικώς.»
Αν η αντίληψις για τη διακονία που επιδιώκετε είναι αβέβαιη και, όπως παραδέχονται, «δεν βρίσκεται στη Βίβλο,» είναι παράξενο που τόσο πολλοί από σας έχετε αμφιβολίες σχετικά με την κλήσι σας και ότι τόσο λίγοι νέοι ελκύονται στην ιερωσύνη σήμερα;
Οι Ιερείς Αντιλαμβάνονται ότι Κάτι Δεν Πάει Καλά
Τόσο οι ιερείς όσο και οι επίσκοποι κατανοούν όλο και περισσότερο ότι κάτι δεν πάει καλά με το Καθολικό ιερατείο. Αυτό το πρόβλημα ήταν ένα από τα δύο κύρια θέματα της Ολομελείας των Γάλλων επισκόπων το 1972 που έγινε στη Λούρδη. Εν τούτοις, ο σχολιαστής θρησκευτικών ειδήσεων Ανρύ Φεσκέ αισθάνθηκε υποχρεωμένος να γράψη: «Η συζήτησις σχετικά με την ιερατική διακονία αποτελματώθηκε. . . οι επίσκοποι παρέλυσαν από φόβο μήπως ζημιώσουν την ιδέα περί του ιερατείου όπως την ορίζει [όχι η Βίβλος, αλλά] η σύνοδος του Τρεντ, η Δεύτερη Σύνοδος του Βατικανού και η Ρωμαϊκή Σύνοδος που έγινε το 1971.»
Με τον τίτλο «Αποτυχία της Συζητήσεως σχετικά με το Αυριανό Ιερατείο,» ο Φεσκέ έγραψε επίσης: «Δεν απορούμε γιατί αδειάζουν οι θεολογικές σχολές όταν ουσιαστικά κανείς δεν μπορεί να εξηγήση ακριβώς τι είναι ο ιερεύς και σε τι χρειάζεται.»—Λε Μοντ, 1 Νοεμβρίου 1972· 29-30 Οκτωβρίου 1972.
Η κατάστασις δεν βελτιώθηκε καθόλου το επόμενο έτος· στην πραγματικότητα χιλιάδες περίπου ιερείς παραιτήθηκαν και επέστρεψαν στον κοσμικό βίο. Λίγο πριν από την Ολομέλεια των Γάλλων Επισκόπων το 1973, ο ίδιος θρησκευτικός σχολιαστής έκαμε τις εξής ερωτήσεις:
«Ανεπτύχθη η νοοτροπία των επισκόπων από το περασμένο έτος;. . . Είναι πρόθυμοι οι επίσκοποι να εξάγουν τα αναγκαία συμπεράσματα από την αναμφισβήτητη αποτυχία των παρόντων [Εκκλησιαστικών] θεσμών;. . . Δεν μπορούμε ν’ αρνηθούμε ότι μέχρι τον καιρό που θ’ αποφασίση η Ρώμη να χειροτονήση εγγάμους άνδρες. . . είναι δύσκολο να δούμε πώς μπορεί να διορθωθή η παρούσα κατάστασις.»—Λε Μοντ, 2 Νοεμβρίου 1973.
Ο Καρδινάλιος Μαρτύ, αρχιεπίσκοπος των Παρισίων, σχολίασε: «Τώρα, και όχι σε είκοσι χρόνια, πρέπει να κατορθώσωμε να προσδιορίσωμε με ειλικρίνεια τη διακονία των ιερέων.»
Εν τούτοις, δεν προέκυψε κανένας νέος προσδιορισμός και αυτή η συνέλευσις των επισκόπων τερματίσθηκε με μια επίσημη ανακοίνωσι ότι χαρακτηρίσθηκε με διαφόρους τρόπους ως «μυστική,» «αρνητική,» «αξιοθρήνητη,» και ως «ομολογία απελπισίας.» Δεν απορούμε, λοιπόν, γιατί ένα Ιησουι
τικό μηνιαίο περιοδικό παρεδέχθη ότι «πολλοί ιερείς φαίνονται απογοητευμένοι και απελπισμένοι,» και ότι ο Μονσινιόρ Ραιημόν Μπουσέ, βοηθητικός επίσκοπος του Αιξ-αν-Προβάνς, αναγκάσθηκε να μιλήση για «ιερείς, πολλοί από τους οποίους δεν γνωρίζουν πια σε τι χρησιμεύουν, και διερωτώνται αν θα είναι οι τελευταίοι του είδους αυτού, και αν η [Καθολική] Εκκλησία βαδίζη σε αδιέξοδο.»—Ετιούντ, Ιανουάριος 1974.
Ο θεολόγος Λεγκράν έγραψε με πιο θετικό τρόπο τα εξής: «Είδαμε τα σοβαρά μειονεκτήματα της ασαφής χρήσεως της διευθετήσεως κληρικών και λαϊκών. Αφού έτσι συμβαίνει, θα ήταν μεγάλο μειονέκτημα να εγκαταλείψωμε αυτή την ιδέα σχετικά με την ιερωσύνη και να επιστρέψωμε στην ιδέα που μας δίνει η Καινή Διαθήκη;»
Βρίσκοντας μια Αληθινά Ικανοποιητική Λύσι
Αυτή η απόδειξις ίσως σας θυμίση ότι η απόφασις Πρεσμπυτερόρους Όρντινις, που εξεδόθη από τη Δευτέρα Σύνοδο του Βατικανού, λέγει ότι οι ιερείς πρέπει πάνω απ’ όλα «να διδάσκουν. . . τον Λόγο του Θεού,» και ότι είναι αναγκαίο όλοι οι ιερείς «να συνεργάζωνται πάντοτε στο έργο της αληθείας.» Ίσως, επίσης, να γνωρίζετε ότι ο Γάλλος Καθολικός φιλόσοφος Ζαν Γκυττόν ανέφερε κάποτε: «Πρέπει να είμεθα πλήρως πρόθυμοι να εγκαταλείψωμε τη θρησκεία μας αν αντιληφθούμε ότι δεν είναι η αλήθεια.»
Έτσι, αν αναλάβετε την ιερωσύνη από ειλικρινή επιθυμία να υπηρετήσετε τον Θεό και τον άνθρωπο, και αν επί του παρόντος αισθάνεσθε απογοητευμένοι και σε αδιέξοδο, γιατί να μην εξετάσετε την Καθολική διδασκαλία σχετικά με την ιερωσύνη και πολλά άλλα σημεία κάτω από το φως του Λόγου του Θεού, της Αγίας Γραφής; Για να ‘επιστρέψετε στην ιδέα που μας δίνει η Καινή Διαθήκη’ σχετικά με τη Χριστιανική διακονία, πρέπει πρώτα να μελετήσετε αμερόληπτα τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές και να παρατηρήσετε πώς είχαν οργανωθή οι πρώτοι Χριστιανοί και πώς διεξήγαν τη διακονία τους.
Ομοίως, για να είσθε ένας αληθινός «διάκονος του Λόγου του Θεού,» πρέπει να διδάσκετε μόνο διδασκαλίες που είναι σε αρμονία με τον θεόπνευστο «Λόγο,» όπως αναγράφεται σ’ ολόκληρη τη Βίβλο. Κάμετε μια έντιμη μελέτη των διδασκαλιών των Ιερών Γραφών σε θέματα όπως είναι «Η Ανθρώπινη Ψυχή,» «το Καθαρτήριο,» «Άδης,» «Η Τριάς,» «Η Λατρεία της Μαρίας,» «Η Αγαμία του Κλήρου» και άλλα. Μετά από μια τέτοια εξέτασι με ευρύ πνεύμα, όταν διαπιστώσετε ότι η Καθολική διδασκαλία σ’ αυτά τα σημεία «δεν είναι η αλήθεια,» θα ‘είσθε πλήρως πρόθυμοι να εγκαταλείψετε τη θρησκεία σας’ και κάθε μορφή ψευδούς θρησκείας που συμβολίζεται περιληπτικά στη Βίβλο ως «Βαβυλών η Μεγάλη»;—Αποκάλ. 18:1-8.
Αν ενεργήσετε έτσι, θα ομοιάσετε με τους πολυάριθμους Ιουδαίους ιερείς που, μετά την Πεντηκοστή του 33 μ.Χ., κατανοώντας ότι ο Ιουδαϊσμός κατευθύνετο σε αδιέξοδο, τον εγκατέλειψαν κι’ έγιναν Χριστιανοί. Η Βίβλος αναφέρει: «Και ο λόγος του Θεού ηύξανε, και επληθύνετο ο αριθμός των μαθητών εν Ιερουσαλήμ σφόδρα, και πολύ πλήθος των ιερέων υπήκουον εις την πίστιν.»—Πράξ. 6:7.
Αυτό απαιτούσε μεγάλη ταπεινότητα εκ μέρους των. Χωρίς αμφιβολία ήσαν πολύ μορφωμένοι, πολύ εκπαιδευμένοι στην Ιουδαϊκή παράδοσι. Εν τούτοις, έπρεπε να ήσαν αρκετά ταπεινοί ώστε να μάθουν τις αλήθειες της Χριστιανοσύνης από ανθρώπους τους οποίους στην ιεραρχία ανώτεροί τους αποκαλούσαν ‘αγραμμάτους και ιδιώτας.’—Πράξ. 4:13.
Και σεις, επίσης, επί χρόνια σπουδάσατε αρχαίες γλώσσες, φιλοσοφία, εκκλησιαστική ιστορία, πατρολογία, λειτουργική και, σε κάποιο βαθμό, τις Άγιες Γραφές. Αυτή η ανώτερη εκπαίδευσις μπορεί να σας έχη δώσει ένα αίσθημα πνευματικής ανωτερότητος, ένα αίσθημα που έχει γίνει πολύ χαρακτηριστικό στον κλήρο, Καθολικό και Προτεσταντικό. Έτσι, το μεγάλο ερώτημα για σας είναι: Θα είσθε αρκετά ταπεινόφρονες ώστε ν’ αφήσετε τους Γραφικά εκπαιδευμένους Χριστιανούς, που θεωρούνται από τους εκκλησιαστικούς ιεράρχες ως «αγράμματοι και ιδιώτες,» να σας βοηθήσουν ν’ ανακαλύψετε στη Βίβλο τις αλήθειες της πραγματικής Χριστιανοσύνης; (Ιακ. 4:4-10) Θα είσθε πρόθυμοι ν’ ακολουθήσετε το παράδειγμα ενός ‘πλήθους ιερέων’ που, στις ημέρες των αποστόλων, «υπήκουον εις την πίστιν;»
Ίσως να αισθάνεσθε την επιθυμία να εγκαταλείψετε τη διακονία τελείως και να ζητήσετε να βρητε ικανοποίησι σε κάποια κοσμική εργασία. Αλλά θα έλυνε αυτό στην πραγματικότητα το πρόβλημά σας; Αφού αφιερώσατε τόσα χρόνια προσπαθώντας να υπηρετήσετε ως ιερείς, θα μπορέση πραγματικά μια κοσμική εργασία να γεμίση το κενό;
Γιατί λοιπόν να μη μάθετε πώς μπορεί ένα άτομο να γίνη αληθινός Χριστιανός διάκονος, είτε είναι έγγαμο είτε όχι; Αν ενεργήσετε έτσι, δεν θα έχετε πια καμμιά αμφιβολία για τη χρησιμότητά σας. Όταν αισθάνεσθε ότι βρίσκεσθε σε επαφή με τους ανθρώπους, τα προβλήματά των και τις ανάγκες των, θα βρίσκεσθε σε άμεση επαφή μ’ αυτούς καθώς θα μαθαίνετε να κηρύττετε το Ευαγγέλιο της Βασιλείας του Θεού σύμφωνα με τις δοκιμασμένες από το χρόνο μεθόδους του Χριστού και των αποστόλων του. (Ματθ. 9:35-38· 10:7-14· Πράξ. 5:42) Αυτό θα σας δώση πραγματική ικανοποίησι και θα εκπληρώση την ολόψυχη επιθυμία που είχατε όταν αναλάβατε την ιερωσύνη που ήταν να υπηρετήσετε τον Θεό και τους ανθρώπους πιστά.
Με μια πραγματική επιθυμία να σας βοηθήσωμε, θα σας προτείνωμε να έλθετε στην τοπική Αίθουσα Βασιλείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά ή να γράψετε στους εκδότας αυτού του περιοδικού.
Ειλικρινώς Υμέτεροι,
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά