Τι Είναι Αυτό που Λέγεται Θάνατος;
ΠΟΛΛΟΙ άνθρωποι νομίζουν ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτα άλλο παρά η θύρα που οδηγεί σε μια άλλη ζωή. Πιστεύουν ότι το είδος της υπάρξεως που θ’ απολαμβάνη ένα άτομο στην ‘άλλη ζωή’ εξαρτάται από το πώς ζη τώρα. Εξ άλλου, υπάρχουν κι εκείνοι που νομίζουν ότι ο θάνατος αποκλείει για το άτομο κάθε πιθανότητα να ξαναζήση κάποτε.
Έχοντας υπ’ όψιν αυτές τις συγκρουόμενες ιδέες σχετικά με τον θάνατο, μπορεί κανείς να είναι βέβαιος για το τι συμβαίνει όταν πεθαίνη ένα άτομο; Βέβαια, αν είχαμε μια αποκάλυψι από τον Δημιουργό του ανθρώπου σχετικά μ’ αυτό, θα μπορούσαμε να είμεθα βέβαιοι. Η Βίβλος ισχυρίζεται ότι είναι ακριβώς αυτή η αποκάλυψις. Επομένως, αυτά που μας λέγει σχετικά με τον θάνατο πρέπει να θέσουν τέλος σε κάθε αβεβαιότητα σχετικά μ’ αυτό το θέμα.
Το πρώτο βιβλίο της Αγίας Γραφής, η Γένεσις, μας λέγει ότι οι πρώτοι άνθρωποι, ο Αδάμ και η Εύα, είχαν ενώπιον των την προοπτική της αιωνίου ζωής. Το αν θα εξακολουθούσαν να ζουν εξηρτάτο από την πλήρη υπακοή των στον Δημιουργό και Θεό τους. Για να δοκιμάση την υπακοή των ο Ιεχωβά Θεός απαίτησε απ’ αυτούς να μη φάγουν από το δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού. Ήταν ζωτικό για τον Αδάμ και την Εύα να δοκιμασθούν μ’ αυτόν τον τρόπο. Μόνον αν είχαν κατάλληλο σεβασμό για το δικαίωμα του Θεού να θέτη τις αρχές του ορθού και του εσφαλμένου, του καλού και του κακού, θα μπορούσαν να ενσταλάξουν τον ίδιο σεβασμό στους απογόνους των.
Σχετικά με την εντολή να μη φάγουν από τον καρπό του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού, ο Θεός είπε στον Αδάμ: «Καθ’ ην ημέραν φάγης απ’ αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει.» (Γέν. 2:17) Κατόπιν, όταν ο Αδάμ έφαγε από τον απαγορευμένο καρπό, ανηγγέλθη σ’ αυτόν η καταδίκη του θανάτου μ’ αυτά τα λόγια: «Εν τω ιδρώτι, του προσώπου σου θέλεις τρώγει τον άρτον σου, εωσού επιστρέψης εις την γην, εκ της οποίας ελήφθης· επειδή γη είσαι, και εις γην θέλεις επιστρέψει.» (Γέν. 3:19) Συνεπώς, ο θάνατος του Αδάμ σήμαινε τη διακοπή της ζωής του και την επιστροφή του για πάντα στα στοιχεία του χωρίς ζωή χώματος από το οποίο είχε δημιουργηθή.
Τι Θα Πούμε για την Ψυχή;
Υπήρχε, όμως, κάποιο αόρατο μέρος του Αδάμ—μια ψυχή—που συνέχισε να ζη μετά τον θάνατο του; Αν ο Αδάμ είχε ψυχή, θα υπήρχε βάσις για ν’ απαντήσωμε «ναι.» Αλλά, είχε ο Αδάμ, ψυχή; Περιγράφοντας τη δημιουργία του Αδάμ, η Αγία Γραφή αναφέρει: «Και έπλασε Ιεχωβά ο Θεός τον άνθρωπον από χώματος εκ της γης· και ενεφύσησεν εις τους μυκτήρας αυτού την πνοήν της ζωής και έγεινεν ο άνθρωπος ψυχή ζώσα.»—Γεν. 2:7, ΜΝΚ.
Παρατηρήστε ότι τίποτε δεν λέγεται για το ότι ο Αδάμ είχε ψυχή. Αντίθετως, «έγεινεν . . . εις ψυχή ζώσα» όταν το χωρίς ζωή σώμα του απέκτησε ζωή με την «πνοήν της ζωής.» Έτσι, λοιπόν, ο Αδάμ ήταν ο ίδιος μια ζώσα ψυχή, κι εκείνη η ψυχή πέθανε. Το εδάφιο Ιεζεκιήλ 18:4 επιβεβαιώνει αυτή την κατανόησι του ζητήματος λέγοντας για την ψυχή: «Πάσαι αι ψυχαί εμού είναι [του Θεού]· ως η ψυχή του πατρός, ούτω και η ψυχή του υιού εμού είναι· η ψυχή η αμαρτήσασα, αυτή θέλει αποθάνει.»
Πολλά άτομα αφού ερεύνησαν προσεκτικά τη δοξασία που λέγει ότι η ψυχή είναι ένα χωριστό μέρος του σώματος που επιζή μετά τον θάνατο του σώματος, έμαθαν ότι δεν είναι Βιβλική διδασκαλία. Διεπίστωσαν ότι αυτή η αντίληψις προήλθε από την Ελληνική φιλοσοφία.
Η εφημερίς Ο Κόσμος της 8ης Νοεμβρίου 1972 (σελ. 13), παραθέτει, τα λόγια του Γάλλου συγγραφέως και φιλοσόφου Ροζέ Γκαρωντύ, ο οποίος λέγει ότι η Ελληνική φιλοσοφία «παρωδήγησε τη Χριστιανοσύνη επί αιώνες.» Επιπλέον, διαβάζομε: «Ο δυισμός (θεωρία κατά την οποίαν δύο αρχαί, ύλη και πνεύμα διέπουν τον κόσμο) της ψυχής και του σώματος και ο μύθος της αθανασίας της ψυχής που προκύπτει . . . είναι Πλατωνικές θεωρίες και δεν έχουν καμμιά σχέσι με τη Χριστιανοσύνη ή τη Βίβλο.»
Ο καθηγητής Κλωντ Τρεσμοντάν, στο βιβλίο του Το Πρόβλημα της Ψυχής παρατηρεί τα εξής: «Είναι παράλογο να λέγη κανείς, όπως λέγει ολόκληρη η Πλατωνική και η Καρτεσιανή παράδοσις, ότι ο άνθρωπος . . . αποτελείται από ψυχή και σώμα. . . . Δεν πρέπει να λέγη κανείς ‘έχω’ ψυχή, διότι έτσι ο κάτοχος της ψυχής θα ήταν διαφορετικός από την ψυχή που κατέχει. Ένα άτομο πρέπει να λέγη. ‘Είμαι μια ζώσα ψυχή’.»—Σελ. 180, 181.
Σε μια έκδοσι που χρησιμοποιείται για τη διδασκαλία Ευαγγελικών, ο Ερνστ Μπους παραδέχεται τα εξής: «Η διδασκαλία ότι ο θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα εισήλθε στην εκκλησία από την Ελληνική φιλοσοφία. . . . Ο άνθρωπος δεν μπορεί να διαιρεθή σε ψυχή και σε σώμα ώστε ο θάνατος να επηρεάζη το σώμα αλλ’ όχι και την ψυχή. Ολόκληρος ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός, ολόκληρος ο άνθρωπος με την ψυχή και το σώμα πεθαίνει σύμφωνα με τη διδασκαλία του Παύλου στο κεφάλαιο 1 Κορ. 15.»
Ο τρόπος με τον οποίον η Αγία Γραφή περιγράφει την κατάστασι του θανάτου δίνει επιπρόσθετη απόδειξι ότι η ψυχή δεν επιζή μετά τον θάνατο του σώματος για να συνεχίση μια αισθητή ύπαρξι. Θρηνώντας την αξιοθρήνητη κατάστασι του, ο πιστός Ιώβ ανέκραξε: «Δια τι δεν απέθανον από μήτρας; . . . τώρα ήθελον κοιμάσθαι και ησυχάζει· ήθελον υπνώττει· τότε ήθελον είσθαι εις ανάπαυσιν.» (Ιώβ 3:11, 13) Στα εδάφια Εκκλησιαστής 9:5, 6 διαβάζομε τα εξής: «Οι ζώντες γνωρίζουσιν ότι θέλουσιν αποθάνει· αλλ’ οι νεκροί, δεν γνωρίζουσιν ουδέν . . . Έτι και η αγάπη αυτών και το μίσος αυτών και ο φθόνος αυτών, ήδη εχάθη.»
Παρατηρήστε ότι η Γραφή παρομοιάζει τη χωρίς αισθήσεις κατάστασι των νεκρών με ύπνο. Όπως ακριβώς ένα άτομο που κοιμάται βαθειά δεν αντιλαμβάνεται αυτά που μπορεί να συμβαίνουν γύρω του, έτσι και οι νεκροί δεν έχουν συναίσθησιν ουδενός. Αυτά που λέγουν τα άτομα που ανέζησαν αφού υπέστησαν καρδιακή προσβολή που θα μπορούσε ν’ αποβή μοιραία, υποστηρίζουν αυτή την άποψι. Όταν ρωτήθηκε για το πώς αισθάνεται κάποιος που είναι νεκρός, ένας γιατρός που είχε δοκιμάσει αυτή την εμπειρία πριν από μερικά χρόνια στο Κλήβελαντ Οχάιο, απήντησε: «Απλώς δεν αισθάνεσαι τίποτα. Δεν υπάρχει, ούτε σκέψις, ούτε μνήμη.»
Άλλοι άνθρωποι των οποίων οι καρδιές σταμάτησαν να χτυπούν, ισχυρίζονται ότι δοκίμασαν αισθήματα ευδαιμονίας. Σχετικά μ’ αυτά τα άτομα, ο ίδιος γιατρός συνεπέρανε τα εξής: «Είμαι σίγουρος ότι αυτά τα άτομα πρέπει να βρίσκωνται σε σύγχυσι. Μιλούν για το πώς αισθάνθηκαν στη διάρκεια της περιόδου μεταξύ της συνειδητότητος και της αναισθησίας, στη διάρκεια της περιόδου του ημικώματος. Όταν οι ζωτικές λειτουργίες παύσουν, δεν αισθάνεσαι απολύτως τίποτα.»
Όχι Κατά Γράμμα Βασανισμός
Αφού οι νεκροί δεν αισθάνονται τίποτε, δεν μπορούν να αισθανθούν σωματικά βάσανα. Τίποτα συνειδητόν, που θα μπορούσε να υποστή κατά γράμμα πόνους, δεν επιζή από τον θάνατο του σώματος.
Έτσι, επίσης, και στον Αδάμ δεν ελέχθη τίποτα για κανένα τόπο βασάνων. Η τιμωρία για την ανυπακοή του δεν ήσαν βάσανα, αλλά θάνατος. Αν, στην πραγματικότητα, η τιμωρία του ήταν να υφίσταται αιώνια βάσανα σ’ ένα πύρινο άδη, δεν θα ήταν αδικία εκ μέρους του Θεού να κατακρατήση αυτή την πληροφορία από τον πρώτο άνθρωπο;
Ο Θεός, δεν μπορεί να κατηγορηθή για καμμιά αδικία σχετικά μ’ αυτό. Ο θάνατος ήταν πράγματι η πλήρης τιμωρία για την παράβασι του Αδάμ και για όλους τους απογόνους του που κληρονόμησαν τις αδυναμίες και τις ατέλειες που καταλήγουν στον θάνατο. Η Αγία Γραφή λέγει: «Ο μισθός της αμαρτίας είναι θάνατος,» όχι βάσανα, (Ρωμ. 6:23) Επίσης, «Ο αποθανών ηλευθερώθη από της αμαρτίας.» (Ρωμ. 6:7) Αν, ένα άτομο εξακολουθούσε να βασανίζεται μετά τον θάνατο του, δεν θα μπορούσε να λεχθή ότι «ηλευθερώθη από της αμαρτίας,» Θα πλήρωνε ακόμη για τις παραβάσεις του.
Επί πλέον, η ιδέα ότι ο Θεός υποβάλλει τις ψυχές των κακών ανθρώπων σε αιώνια βάσανα είναι αντίθετη με το ενδόμυχο αίσθημα της αγάπης και της δικαιοσύνης που είναι έμφυτον στον άνθρωπο. Παραδείγματος χάριν, αν ακούγατε ότι ένας πατέρας βασάνισε τον γυιο του χύνοντας επάνω του βραστό νερό, θα πιστεύατε ότι αυτή η τιμωρία είναι κατάλληλη; Άσχετα με το πόσο κακός μπορεί να ήταν ο γυιος, θα ήταν εύκολο για σας να τρέφετε τρυφερά αισθήματα για κείνον τον πατέρα; Δεν θα αισθανόσαστε αντιθέτως αποστροφή για ό,τι έκαμε αυτός ο πατέρας; Δεν είναι επίσης αλήθεια ότι μόνον διεστραμμένα άτομα θα ήθελαν να βλέπουν άλλους να βασανίζωνται;
Πρέπει να δώσωμε τη δέουσα προσοχή στο γεγονός ότι οι άνθρωποι γενικά απεχθάνονται τον βασανισμό ανθρώπων, ακόμη και ζώων, άσχετα με το τι μπορεί να έχουν κάμει αυτά τα άτομα ή τα ζώα. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή ο άνθρωπος δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα Θεού.» (Γεν. 1:27) Αυτό σημαίνει ότι προικίσθηκε με θείες ιδιότητες. Επομένως, η γενική απέχθεια των ανθρώπων για τα σκληρά βασανιστήρια πηγάζει από τις θεόδοτες ιδιότητες, οι οποίες κληροδοτήθησαν μέσω του πρώτου ανθρώπου Αδάμ σε όλα τα μέλη της ανθρώπινης οικογενείας. Έχοντας υπ’ όψιν αυτό, πόσο αδιανόητο θα ήταν να πιστεύωμε ότι Εκείνος που μας έπλασε έτσι ώστε να αποστρεφώμεθα τα βασανιστήρια, θα υπέβαλλε τους ανθρώπους στα χειρότερα βασανιστήρια και αυτό για όλη την αιωνιότητα!
Η Αγία Γραφή αποκαλύπτει ότι ο Θεός δεν θέλει να βλέπη να συμβαίνη κακό σε κανένα από τα πλάσματα του. Δεν αισθάνεται ευχαρίστησι όταν πρέπει να τιμωρήση κάποιον. Διαβάζομε: «Μη θέλων να απολεσθώσι τινές, αλλά πάντες να έλθωσιν εις μετάνοιαν.» (2 Πέτρ. 3:9) «Εγώ δεν θέλω τον θάνατον του αποθνήσκοντος, λέγει Ιεχωβά ο Θεός· δια τούτο επιστρέψατε, και ζήσατε.» (Ιεζ. 18:32, ΜΝΚ) Αν αυτά είναι τα αισθήματα του Θεού για εκείνους που αξίζουν τιμωρία λόγω των κακών τους πράξεων, πώς θα μπορούσε συγχρόνως να επιδοκιμάζη τον τρομερό πόνο εκείνων που είναι περιορισμένοι σ’ ένα μέρος αιωνίων συνειδητών βασάνων; Προφανώς δεν θα μπορούσε ποτέ να ενεργήση έτσι, διότι «ο Θεός είναι αγάπη.»—1 Ιωάν. 4:8.
Αφού, όμως, όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν, πώς τιμωρούνται τα διεφθαρμένα και μισητά άτομα; Ο συγγραφεύς της προς Εβραίους επιστολής παραβάλλει την τύχη τους μ’ αυτό που συμβαίνει σ’ έναν άγονο αγρό, ο οποίος είναι γεμάτος αγκάθια και τριβόλους: «Της οποίας [γης] το τέλος είναι να καυθή.» (Εβρ. 6:8) Με το να κατακαή εκείνος ο αγρός παύει να είναι μια άγονος περιοχή καλυμμένη με αγκάθια και τριβόλους. Επομένως, η τιμωρία εκείνων που εκουσίως εμμένουν στο να βαδίζουν αντίθετα με τις οδούς του Θεού είναι αιώνια καταστροφή. Θα παραμείνουν νεκροί για πάντα.
Αλλά τι θα λεχθή για εκείνους που αναζητούν να κάνουν αυτό που είναι δίκαιο; Ο συγγραφεύς της προς Εβραίους επιστολής συνεχίζει: «Περί υμών δε, . . . αγαπητοί, είμεθα πεπεισμένοι ότι έχετε τα καλύτερα και συνεχόμενα με την σωτηρίαν. Διότι δεν είναι άδικος ο Θεός, να λησμονήση το έργον σας, και τον κόπον της αγάπης την οποίαν εδείξατε εις το όνομα αυτού.»—Εβρ. 6:9, 10.
Είναι φανερό, λοιπόν, ότι πρέπει να υπάρχη κάποια ελπίδα για τους ανθρώπους εκείνους που δεν είναι τόσο βουτηγμένοι στον κακό δρόμο ώστε να μην μπορούν να βοηθηθούν ν’ αλλάξουν. Ο θάνατος τους δεν θα μπορούσε να σημάνη απλώς ότι όλα τελείωσαν γι’ αυτούς. Διαφορετικά, η κατάστασίς των δεν θα διέφερε από την κατάστασι εκείνων που εμμένουν αναίσθητα να περιφρονούν τα δικαιώματα και την ευημερία των συνανθρώπων τους. Αυτό λογικά εγείρει το ερώτημα. Τι ελπίδα υπάρχει για τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων που είναι τώρα νεκροί;