Κακοποιά Στοιχεία Εμπαίζουν το Σύνταγμα της Μαλάουι
ΤΟ Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Μαλάουι, που υιοθετήθηκε το 1966, περιέχει την κάτωθι διάταξι στο πρώτο του άρθρο:
«(iii) Η Κυβέρνησις και οι πολίται της Μαλάουι θα εξακολουθήσουν ν’ αναγνωρίζουν την ιερότητα της προσωπικής ελευθερίας, ως αυτή περιλαβάνεται στην Παγκόσμιον Διακήρυξιν Ηνωμένων Εθνών περί των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και σε συμμόρφωσι με τον Νόμον των Εθνών.
Ποιες είναι μερικές από τις προσωπικές ελευθερίες, την ιερότητα των οποίων θ’ αναγνώριζαν; Τα επόμενα άρθρα λέγουν:
«(iv) Ουδείς δυναται να στερηθή την περιουσίαν του άνευ πλήρους αποζημιώσεως και μόνον όταν το απαιτή το δημόσιον συμφέρον.
«(v) Όλοι οι άνθρωποι ανεξαρτήτως χρώματος, φυλής ή καταγωγής οφείλουν ν’ απολαμβάνουν ίσα δικαιώματα και ελευθερίες.»
Αλλά σχεδόν από τότε που υιοθετήθηκε το σύνταγμα, εγκληματικά στοιχεία της χώρας ενέπαιξαν αυτά τα λόγια.
Ακόμη και πριν από τη σύνταξι του τελευταίου αυτού συντάγματος, είχαν ξεσπάσει βίαιες επιθέσεις εναντίον των μαρτύρων του Ιεχωβά στη Μαλάουι το 1964. Εν όλω 1.081 σπίτια και εκατό και πλέον τόποι των συναθροίσεων τους, που ονομάζονται Αίθουσες Βασιλείας εκάησαν ή κατεστράφησαν με άλλους τρόπους. Εκατοντάδες από τις αγροτικές καλλιέργειες των κατεστράφησαν επίσης, για να στερήσουν την αναγκαία τροφή. Αλλά, τουλάχιστον το 1964 έγινε κάποια προσφυγή στο νόμο.
Ένα παράδειγμα που δείχνει ότι η δικαιοσύνη λειτουργούσε ακόμη τότε, είναι ότι οκτώ άτομα, που συμμετείχαν στη δολοφονία ενός Μάρτυρος της Μαλάουι ονομαζόμενου Έλτον Μβαχάντε, δικάσθηκαν και κατεδικάσθηκαν. Ανασκευάζοντας την κατηγορία ότι ο Μάρτυς είχε ‘προκαλέσει’ τους δολοφόνους, ή ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά στη Μαλάουι δεν εκτελούσαν τα καθήκοντα τους προς την πολιτεία, ο πρόεδρος του δικαστηρίου κ. Λ. Μ. Ε. Εμεγιούλου είπε τότε τα εξής:
«Δεν βλέπω καμμιά απόδειξι προκλήσεως. Είναι αλήθεια ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά προπαγανδίζουν με αποφασιστικότητα την πίστι των με αποτέλεσμα ν’ αποκτούν προσηλύτους, αλλά ήσαν επιμελείς στην εκπλήρωσι των καθηκόντων των στην πολιτεία και έπρατταν ό,τι τους εζητείτο να κάμουν, περιλαμβανομένης της κοινοτικής αναπτύξεως. Αρνήθηκαν μόνον να ενωθούν με οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα. . . . Δεν υπάρχει απόδειξις ότι ανάγκασαν ποτέ ή ότι προσπάθησαν να αναγκάσουν οποιονδήποτε να δεχθή την πίστιν των. Τα γεγονότα αποδεικνύουν το αντίθετο. Το Σύνταγμα εγγυάται σ’ αυτούς το δικαίωμα να ανήκουν ή να μη ανήκουν σε κάποιο πολιτικό κόμμα. Δεν βρίσκω καμμιά απόδειξι προκλήσεως.»
Η Δικαιοσύνη Εξαφανίζεται
Αυτό συνέβη το 1964. Από το 1967, όμως, κάθε φαινόμενον της δικαιοσύνης εν σχέσει μ’ αυτή την ανυπεράσπιστη μειονότητα εξαφανίσθηκε.
Παρά τις διατάξεις περί ίσων δικαιωμάτων και ελευθερίας για όλους, που παρέχει το σύνταγμα, στις 23 Οκτωβρίου του 1967, καθώς ανεγράφη στους Τάιμς της Μαλάουι, η κυβέρνησις επισήμως έθεσε τους μάρτυρες του Ιεχωβά εκτός νόμου ως «παράνομη κοινωνία.» Αυτό απετέλεσε το σύνθημα για μια πανεθνική επίθεσι εναντίον των μαρτύρων του Ιεχωβά, που τότε αριθμούσαν 18.000. Για μια φορά ακόμη είδαν τα φτωχά σπίτια των να λεηλατούνται και να καίγωνται. Στην πόλι της Κεντρικής Μαλάουι, Λιλογκούι, 170 σπίτια εκάησαν μέσα σε τρεις νύχτες. Το σύνολο των σπιτιών που εκάησαν έφθασε τα 1.095, και 115 Αίθουσες βασιλείας κατεστράφησαν. Χιλιάδες μάρτυρες του Ιεχωβά εδάρησαν και εφυλακίσθησαν. Χιλιάδες άλλοι ζήτησαν προσωρινό καταφύγιο, περνώντας τα σύνορα, στις χώρες της Ζάμπιας και της Μοζαμβίκης.
Τι έκαμε, όμως, η κυβέρνησις, η πηγή του ‘νόμου και της τάξεως,’ η ‘επίσημη προστάτις’ των δικαιωμάτων όλου του λαού της Μαλάουι; Δεν κατεδίκασε καθόλου όλες αυτές τις εγκληματικές ενέργειες! Ωστόσο, βλέποντας τις τρομακτικές διαστάσεις που έπαιρνε η βία, εκάλεσε τα μέλη του πολιτικού κόμματος ν’ ανακόψουν την άγρια καταδίωξί τους. Τότε, για λίγο, επεκράτησε σε κάποιο βαθμό ειρήνη και ησυχία και οι Μάρτυρες, που είχαν ζητήσει καταφύγιο έξω από τη χώρα, επέστρεψαν. Συνέχισαν το έργο της διακηρύξεως των αγαθών νέων της βασιλείας του Θεού στους συμπατριώτες των και, μολονότι, δεν μπορούσε να γίνη φανερό, λόγω της απαγορεύσεως, το έργο τους ευημερούσε.
Περίπου δύο χρόνια αργότερα, στις 6 Οκτωβρίου 1969, ο πρόεδρος της Μαλάουι, ο Δρ. Χ. Καμούζου Μπάντα, διεκήρυξεν δημοσίως ότι κανείς μέσα στη χώρα δεν θα επιέζετο ν’ αγοράση πολιτική κάρτα. Θα έδειχνε, όμως, το μέλλον ότι τα λόγια αυτά είχαν σημασία και ισχύ και ότι θα ετηρούντο με σεβασμό; Ή, μήπως γεγονότα που θα ελάμβαναν χώρα αργότερα θα περιέπαιζαν αυτή τη δήλωσι;
Τρίτο Κύμα Βίας Ξέσπασε
Το 1972 ήλθε η απάντησις. Στην ετήσια σύνοδο του Κόμματος του Κογκρέσσου της Μαλάουι, υιοθετήθηκε μια απόφασις. Περιείχε την ψευδή δήλωσι ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά ‘παρημπόδιζαν την πολιτική και οικονομική ανάπτυξι της Μαλάουι’ και παρουσίαζε τις εξής απίστευτες δηλώσεις:
«(β) Αποφασίζομε όπως όλα τα μέλη αυτών των φανατικών θρησκευτικών αιρέσεων που εργάζονται στο εμπόριο και τη βιομηχανία απολυθούν αμέσως, και ότι οποιοσδήποτε εμπορικός ή βιομηχανικός οίκος δεν συμμορφωθή με αυτή την απόφασι πρέπει να του αφαιρεθή η άδεια εργασίας.
«(γ) Αποφασίζομε όπως όλα τα μέλη αυτών των φανατικών θρησκευτικών αιρέσεων που χρησιμοποιούνται υπό της Κυβερνήσεως απολυθούν αμέσως και οποιοδήποτε μέλος αυτών των αιρέσεων, που έχει δική του απασχόλησι στο εμπόριο ή τη γεωργία, να διακόψη την επιχείρησί του ή την αγροτική του δραστηριότητα.
«(δ) Αποφασίζομε όπως όλα τα μέλη αυτών των φανατικών θρησκευτικών αιρέσεων που μένουν στα χωριά εκδιωχθούν από εκεί, και κάνομε έκκλησι στην Κυβέρνησι να δώση τη μεγαλύτερη δυνατή προστασία στα μέλη του κόμματος που λαμβάνουν μέτρα εναντίον των οπαδών αυτών των αιρέσεων.»
Ποιο ήταν το αποτέλεσμα αυτών των σκληρών και εμπρηστικών αποφάσεων που με τόσο πολλά λόγια ζητούσαν ν’ αποβληθούν οι μάρτυρες του Ιεχωβά από την ανθρώπινη κοινωνία; Σχεδόν αμέσως ένα πνεύμα οχλοκρατικής βίας αναζωπυρώθηκε σε όλη τη χώρα. Στις αρχές του Ιουλίου αυτού του έτους (1972) μέλη του μαχητικού κόμματος που ανήκαν στο Σύνδεσμο της Νεολαίας και στην κίνησι των Νεαρών Πιονιέρων ανέλαβαν την ηγεσία σ’ ένα πραγματικό πόλεμο εναντίον των μαρτύρων του Ιεχωβά.
Στις θηριώδεις επιθέσεις των τα μέλη του κόμματος δεν λυπήθηκαν κανένα, ούτε καν τις ηλικιωμένες και έγκυες γυναίκες. Νεαρά κορίτσια βιάσθηκαν επανειλημμένως· οι άνδρες εδάρησαν μέχρις αναισθησίας. Χρησιμοποιήθηκαν μαρτύρια που θα μπορούσαν να προέλθουν μόνον από άρρωστες διάνοιες, όπως το να μπήγουν καρφιά μήκους δέκα πέντε εκατοστών στα πόδια των ανδρών και να τους εξαναγκάζουν να περπατήσουν, για να αναγκάσουν αυτούς τους ανθρώπους να παραβιάσουν τις θρησκευτικές των πεποιθήσεις και τη συνείδησί των και ν’ αγοράσουν την κάρτα μελών του κόμματος. Τη φορά αυτή τα σπίτια που καταστράφηκαν ανήλθαν σε χιλιάδες. Σύμφωνα με την απόφασι του Κόμματος του Κογκρέσσου της Μαλάουι, οι Μάρτυρες εξεδιώχθησαν βιαίως από τα χωριά των και τους αγρούς των προς τα δάση και τη ζούγκλα. Τα ζώα τους εκλάπησαν ή εφονεύθηκαν.a
Για όλες αυτές τις εγκληματικές επιθέσεις ούτε ένας απ’ αυτούς που συμμετείχαν σ’ αυτές δεν συνελήφθη ούτε προσήχθη ενώπιον δικαστηρίου! Πόσο κενές εφαίνοντο τώρα οι συνταγματικές διατάξεις! Η υπόσχεσις του προέδρου ότι ο λαός δεν θ’ αναγκαζόταν ν’ αγοράση κάρτες του κόμματος δεν είχε καμμιά αξία, απλώς κούφια λόγια χωρίς καμμιά ισχύ που ν’ απαιτή σεβασμό ή υπακοή. Τα μέλη του Συνδέσμου της Νεολαίας εκαυχώντο κι έλεγαν, «Εμείς είμαστε η αστυνομία.» Με τις ενέργειες των αυτά τα μέλη του Συνδέσμου της Νεολαίας, στην πραγματικότητα, ‘έπτυον επί του συντάγματος’ του έθνους και επί των διατάξεών του περί ελευθερίας για «όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως χρώματος, φυλής ή καταγωγής.»
Επακολούθησε μια μαζική έξοδος των μαρτύρων του Ιεχωβά από τη Μαλάουι. Με την πάροδο του χρόνου περίπου τριάντα έξη χιλιάδες άτομα (περιλαμβανομένων και παιδιών) κατέληξαν σε δέκα διάφορα στρατόπεδα προσφύγων στη γειτονική χώρα της Μοζαμβίκης. Εκεί τους παρεχωρήθη ένα τμήμα γης για καλλιέργεια κι έτσι βοηθήθηκαν να διατηρηθούν ζωντανοί. Μέσα σ’ αυτά τα στρατόπεδα προσφύγων οικοδόμησαν δεκάδες Αίθουσες Βασιλείας στις οποίες εξακολούθησαν τη μελέτη του Λόγου του Θεού. Είχαν χάσει πραγματικά ό,τι υλικό απόκτημα είχαν, αλλά δεν είχαν χάσει την πίστι τους.
Εξαναγκάζονται να Επιστρέψουν στα Χέρια των Διωκτών
Το 1975 όμως, ως αποτέλεσμα μιας επιτυχούς επαναστάσεως κατά της Πορτογαλίας, η χώρα της Μοζαμβίκης άρχισε να διέρχεται ένα μεταβατικό στάδιο από Πορτογαλική αποικία σε ανεξάρτητο έθνος. Ωρισμένα ριζοσπαστικά πολιτικά στοιχεία επωφελήθηκαν της ευκαιρίας να ερεθίσουν πάλι τα αισθήματα εναντίον των Μαρτύρων της Μαλάουι στα στρατόπεδα προσφύγων και επέμεναν ότι οι Μάρτυρες έπρεπε να ενωθούν μαζί τους και να κραυγάζουν πολιτικά συνθήματα, όπως «Βίβα Φρελίμο [το όνομα του κυριωτέρου πολιτικού κόμματος της Μοζαμβίκης].» Η άρνησις των Μαρτύρων να αναμιχθούν στην πολιτική προκάλεσα τη βίαιη εκδίωξί τους από τα στρατόπεδα προσφύγων της Μοζαμβίκης. Με τη βία τους ανάγκασαν να περάσουν και πάλι τα σύνορα της Μαλάουι.
Στα σύνορα της Μαλάουι, υποδέχθηκε τους πρόσφυγες που επέστρεψαν ο Υπουργός της Κεντρικής περιοχής της Μαλάουι, ο κ. Κουμπβέζα Μπάντα, ο οποίος τους είπε τα εξής: «Φύγατε από τη Μαλάουι με δική σας θέλησι και τώρα επιστρέφετε με δική σας θέλησι. Επιστρέψτε στα χωριά σας και συνεργασθήτε με τους προέδρους του κόμματος και τους άλλους τοπικούς αξιωματούχους του κόμματος.» Αναφερόμενος στα μέλη του Συνδέσμου της Νεολαίας της Μαλάουι, προσέθεσε τα εξής: «Τα παιδιά είναι εδώ για να δουν αν θα συνεργασθήτε με το Κόμμα.»
Αυτό έδωσε ελάχιστες ελπίδες για βελτίωσι των συνθηκών για τους πρόσφυγες, πολλοί από τους οποίους δεν είχαν ούτε καν χρήματα να πάνε στα χωριά τους με λεωφορείο. Πολλοί περπάτησαν πάνω από εκατό μίλια μαζί με τα μικρά παιδιά τους. Μια ομάδα βάδισε πεζή περισσότερο από τριακόσια μίλια και οι γυναίκες έφθασαν εκεί με πρησμένα πόδια. Τι τους περίμενε όμως εκεί;
Στις 27 Αυγούστου 1075, λίγο μετά την επιστροφή των, ο Περιφερειακός Γραμματεύς των κεντρικών γραφείων του Κόμματος του Κογκρέσσου της Μαλάουι στην Γκχοτακότα έστειλε μια εγκύκλιο με τις ακόλουθες δηλώσεις (μεταφρασμένες από τη γλώσσα Σινυάνζα), από τις οποίες η πρώτη βρισκόταν σε καταφανή αντίφασι με τον ισχυρισμό του κ. Κουμπβέζα Μπάντα, ότι δηλαδή οι μάρτυρες του Ιεχωβά επέστρεφαν στη Μαλάουι με δική τους θέλησι.
«Σας πληροφορώ ότι λάβαμε ειδοποίησι από το γραφείο του κόμματος της Κεντρικής Περιοχής της Λιλογκούι. Η ειδοποίησις λέγη ότι αυτοί οι άνθρωποι της απηγορευμένης θρησκείας των ‘μαρτύρων του Ιεχωβά’ εξεδιώχθησαν από τον τόπον στον οποίον είχαν καταφύγει, δηλαδή στη Μοζαμβίκη. Οι άνθρωποι αυτοί επιστρέφουν τώρα στα σπίτια τους.
«Επιθυμούμεν να καταστήσωμεν σαφές ότι, όταν αυτοί οι άνθρωποι φθάσουν στας οικίας των, σεις όλοι οι υπεύθυνοι Τμημάτων και Περιοχών της χώρας να φροντίσετε μαζί με τους επικεφαλής των χωρίων, όπως ο καθένας απ’ αυτούς αγοράση μια ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ. Καθώς γνωρίζετε, είναι αναγκαίο κάθε άτομο στα χωριά σας να αγοράση μια Κάρτα του Κόμματος τον Κογκρέσου της Μαλάουι. Είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίον εμείς, ο λαός της Μαλάουι μπορούμε να δείξωμεν εκτίμησι στον Ισόβιον Ηγέτην μας, τον Νγκβάζι [Δρα Μπάντα] για την ανάπτυξι αυτής της χώρας της Μαλάουι.
«Υμέτερος εις το έργον του Κόμματος,
«[Υπογραφή] Π. Καμσούλι, Τσίρβα
Περιφερειακός Γραμματεύς.»
Τώρα οι βίαιες επιθέσεις άρχισαν πάλι με τέτοια έντασι ώστε 4.000 από τους πρόσφυγες που είχαν επιστρέψει διέσχισαν τα σύνορα της Μαλάουι πάλι, τη φορά αυτή για να πάνε στο Σίντα Μιζάλε της Ζάμπια, με την ελπίδα να βρουν καταφύγιο εκεί. Αλλά τον Οκτώβριο η κυβέρνησις της Ζάμπια τους ανάγκασε να φύγουν, αποστέλλοντας τους πίσω στη Μαλάουι, όπου οι υπόλοιπες χιλιάδες των μαρτύρων του Ιεχωβά υφίσταντο κτηνώδη μεταχείρισι.
Τι ακριβώς υφίστανται τώρα οι Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά στην Μαλάουι; Είναι η κατάστασις τόσο τραγική όσο την παριστάνουν; Διαβάστε την αφήγησι, που προέρχεται από πηγές μέσα από τη Μαλάουι.
[Υποσημειώσεις]
a Για αποδείξεις σχετικά με ονόματα και τοποθεσίες στις οποίες συνέβησαν αυτά τα πράγματα, βλέπε το Ξύπνα! 8 Μαΐου 1973, σελ. 9-28.