Η Γιγαντιαία Χήνα του Καναδά—Μονάρχης των Οδών Πτήσεως
ΟΥΧ-ΧΟΝΚ! Ουχ-χονκ! Αυτή η ηχηρή κραυγή αναγγέλλει: Η αυτής εξοχότης η βασίλισσα των οδών πτήσεως πλησιάζει! Πολύ προτού τις εντοπίσετε από το έδαφος, αυτός ο διακριτικός ήχος προαναγγέλλει την παρουσία τους ψηλά στον ουρανό. Σύντομα εμφανίζονται οι γνωστοί μεγαλοπρεπείς σχηματισμοί σε σχήμα V. Ίσως διερωτάσθε: Από πού έρχονται; Πού πηγαίνουν; Ας αφήσωμε τη Γουάγουα (λέξις που χρησιμοποιείται για τη γιγαντιαία Καναδική χήνα στη διάλεκτο Οτζίμπγουα) να πη την ιστορία της.
Κατοικία
Τι θαυμάσια φροντίδα έχει λάβει η μητέρα για μας! Μάδησε ένα τμήμα από το στήθος της, το οποίο έμεινε έτσι γυμνό, και χρησιμοποίησε τα πούπουλα για να σκεπάση το κάτω μέρος της φωλιάς μας. Κατόπιν, πίεσε το θερμό, γυμνό μέρος του δέρματος επάνω σε κάθε αυγό με τη σειρά προωθώντας την πορεία της επωάσεως. Τελικά, μετά από 28 μέρες βγήκα από το κέλυφος που με περιέβαλλε και είχε χρώμα ανοικτό κίτρινο-λευκό, και σύντομα με ακολούθησαν οκτώ χνουδωτοί αδελφοί και αδελφές μου. Όταν η μητέρα έφευγε από τη φωλιά για σύντομες περιόδους, φρόντιζε ώστε εμείς τα χρυσόξανθα χνουδάτα μικρά, να είμαστε όλα σε ασφάλεια κουλουριασμένα, χωρίς να φαινώμαστε, στην ευχάριστη ζεστασιά της κουβέρτας από πούπουλα, που είχε χρώμα ανοιχτό καφέ και σκέπαζε τη φωλιά μας. Εκτός του ότι μας προστάτευε από το κρύο και τη ζέστη, αυτή η κουβέρτα χρησίμευε ως ‘καμουφλάζ’ από τα διορατικά μάτια των αρπακτικών γλάρων και άλλων αρπακτικών πτηνών.
Ενώ η μητέρα καθόταν στη φωλιά, ο πατέρας, κρατώντας ψηλά τον μακρύ μαύρο λαιμό του, περιπολούσε το νησάκι που προεξείχε στη λίμνη της Αρκτικής τούνδρας, στην οποία ευρίσκετο η φωλιά μας. Τα μαύρα μάτια του, με την οξεία όρασι, ήσαν συνεχώς άγρυπνα μήπως αντιληφθούν σημεία κινδύνου. Ένα δυνατό ουχ-χονκ! ή ένα σφύριγμα που έκανε σαν σινιάλο στη μητέρα, ήταν αρκετό για να την κάνη να ξαπλώση και να ευθυγραμμίση το λαιμό της και το κεφάλι της. Καθόταν έπειτα ακίνητη μέχρις ότου περνούσε ο κίνδυνος. Το σώμα της, που είχε χρώμα γκρι-καφέ, με το διακριτικό άσπρο ημικύκλιο ακριβώς μπροστά από τη μαύρη ουρά, ήταν τέλεια καμουφλαρισμένο. Μερικές φορές κάποια αλεπού ή κάποιος λύκος έκαμαν επιδρομή στο βασίλειο στο οποίο δέσποζε ο πατέρας μου. Καθώς ήμαστε κοντά στη μητέρα μας, εμείς τα χηνάκια, βλέπαμε πώς ο πατέρας άφοβα επετίθετο στον άρπαγα με τις φτερούγες του απλωμένες, οι οποίες έχουν μήκος έξη ποδών (1,8 μέτρα περίπου), χτυπώντας τον με όλη του τη δύναμι. Σύντομα ο εχθρός αναγκαζόταν να μπη στο νερό φωνάζοντας και με την ουρά του μέσα στα πόδια του. Έτσι, ο άρπαγας μάθαινε με σκληρό τρόπο ότι η γιγαντιαία Καναδική χήνα, που έχει βάρος δεκαοχτώ έως είκοσι πάουντς (8-9 κιλά περίπου), μ’ εκείνες τις φτερούγες, με τις οποίες συντρίβει τον εχθρόν της, δεν είναι κάποιος με τον οποίο μπορεί να παίξη κανείς.
Μέσα σε λίγες μέρες εμείς, εκδηλώνοντας συχνά τη χαρά μας με μερικά ‘ουχ-χονκ,’ ακολουθούσαμε τη μητέρα κάτω στο νερό. Σπάνια ο πατέρας μάς φύλαγε. Έως ότου βγάλαμε αρκετά φτερά, επιστρέφαμε στη φωλιά κάθε βράδυ για να ζεσταθούμε κοντά στις μεγάλες φτερούγες της μητέρας μας. Κατόπιν, επειδή οι γονείς μας έχασαν το πτέρωμά τους στην ετήσια περίοδο της αποπτερώσεως, όλοι μας αναγκαζόμαστε να περπατούμε στη γη, χωρίς να μπορούμε να πετάξωμε. Γι’ αυτό, οι γονείς μας πάντοτε μας κρατούσαν κοντά τους καθώς κολυμπούσαμε ανάμεσα στα καλάμια και στα ψηλά χορτάρια ψάχνοντας για νόστιμους μεζέδες—έντομα του νερού, βολβώδη φυτά του νερού, τρυφερά χορτάρια και μούρα. Μέχρι τότε που οι γονείς μας έβγαζαν καινούργια φτερά, είχαμε κι εμείς επίσης πλήρως αναπτυγμένες φτερούγες και φτερά στην ουρά. Τώρα ήταν καιρός να μάθωμε να χρησιμοποιούμε τα φτερά μας.
Μαθαίνοντας να Πετάμε
Ο Δημιουργός μας μάς έχει προμηθεύσει όμορφες δυνατές φτερούγες, αεροδυναμικά στερεές σε κατασκευή. Όταν αναπτυχθούν πλήρως, το τελευταίο άκρο είναι παχύ και μονοκόμματο, καλύπτοντας μια απόστασι εικοσιμιάς περίπου ίντσας (0,5 μέτρα) μέχρι το πιο λεπτό φτερό στο άλλο άκρο. Για να διευκολύνη την ανύψωσι, η φτερούγα είναι ελαφρώς κοίλη από την κάτω πλευρά και καμπυλωτή προς τα επάνω στην επάνω πλευρά. Μπορούμε να γλιστρούμε από ύψη επτά έως εννέα χιλιάδων ποδών (2.100 ως 2.700 μέτρα) απλώς με το να κρατούμε τις φτερούγες μας απλωμένες στα ρεύματα του αέρος. Όταν πετάμε, οι φτερούγες μας μάς βοηθούν να πετάμε με ταχύτητα 40 ως 60 μιλίων (64 ως 97 χιλιόμετρα) κάθε μια ώρα. Η κίνησις που κάνουν προς τα κάτω είναι «το κινητήριο κτύπημα.» Τα άκρα «των πρωτευόντων» μας, όπως ονομάζετε σεις τα δέκα μεγάλα φτερά στο τέλος κάθε φτερούγας, έχουν μια κλίσι προς τα επάνω εναντίον του ανθισταμένου αέρος και στριφογυρίζουν κατά μια γωνία γύρω στις φτερούγες μας. Κάνοντας αυτό, «δαγκώνουν» τον αέρα όπως ακριβώς κάνει και μια προπέλλα σε μερικά από τα δικά σας «μηχανικά πουλιά.»
Με το καινούργιο τους πτέρωμα οι γονείς μας ξεκίνησαν και άρχισαν να πετούν άνετα χωρίς προσπάθεια πάνω από τα κεφάλια μας, προσκαλώντας μας και κουνώντας τις φτερούγες τους για να μας δείξουν τι πρέπει να κάνωμε. Προσπαθήσαμε πολύ σκληρά, κουνώντας τις φτερούγες μας και πηγαίνοντας πίσω και μπρος. Τελικά, ανακαλύψαμε το εξής τέχνασμα: να κλωτσάμε το έδαφος και το νερό με τα πόδια μας για ν’ αρχίσωμε να πετάμε. Τώρα, καθώς εξασκούμεθα καθημερινά στο να πετούμε, οι μυς από τις φτερούγες μας έγιναν πολύ πιο δυνατοί. Μερικές φορές οι προσγειώσεις δεν ήταν τόσο έξοχες, καθώς πέφταμε με μεγάλο κρότο μέσα στο νερό. Σιγά σιγά, όμως, μάθαμε να χρησιμοποιούμε ολόκληρο το σώμα μας και τις φτερούγες μας σαν φρένο στον αέρα και να βγάζωμε πρώτα τα μεγάλα μας πόδια (είμεθα φημισμένες γι’ αυτά), για να κάνωμε την πρώτη μας επαφή με το νερό ή με το έδαφος. Καθώς τελειοποιούσαμε τις επιδεξιότητές μας, οι γονείς μας μάς επευφημούσαν με δυνατές κραυγές επιδοκιμασίας. Όλη αυτή η εκπαίδευσις μάς προετοίμασε για την ημέρα που θα τους ακολουθούσαμε στον αέρα για την πρώτη φθινοπωρινή πτήσι μεταναστεύσεως.
Προτιμώ τη δική μας εκπαίδευσι πτήσεως παρά την εμπειρία μερικών εξαδέλφων μας που ζουν στις κορυφές των δένδρων και σε βραχώδη ύψη. Όταν οι γονείς αντιληφθούν ότι είναι καιρός για τα μικρά ν’ αφήσουν τη φωλιά, απλώς τα καλούν από χαμηλά. Σκαρφαλώνοντας μέχρι το άκρο της φωλιάς, τα χηνάκια ανταποκρίνονται κάνοντας βουτιά προς τη γη, με τις μουδιασμένες φτερούγες τους να κτυπούν μανιωδώς. Το κάλυμμά τους από πούπουλα και η κίνησις των πτερών τους προμηθεύουν αντίστασι στον αέρα και εμποδίζουν την πτώσι. Έτσι, η πρώτη πτήσις που κάνουν ‘σόλο’ συνήθως έχει ευτυχές τέλος. Αλλά παραμονεύει ο κίνδυνος να παλουκωθούν πάνω σε κάποιο αγκάθι στη διάρκεια της καταβάσεως. Στο Οσόγιους της Βρεταννικής Κολομβίας, λίγα χρόνια προηγουμένως, μια προσεκτική μητέρα υπερπήδησε αυτό τον κίνδυνο για τα ‘ξεπεταρούδια’ της με το να τους προσφέρη ένα δωρεάν αεροπορικό ταξίδι, σε στυλ ανοιχτού αυτοκινήτου αγώνων, καθώς τα μετέφερε με ασφάλεια στην πλάτη της μέχρι κάτω στο έδαφος!
Όταν τελειοποιήσωμε την επιδεξιότητά μας στο πέταγμα, κάνομε ομάδες μαζί με άλλες οικογένειες. Ο καιρός για τη μετανάστευσι πλησιάζει γοργά. Τι φλυαρία ακολουθεί. Ίσως επειδή είμαστε τόσο φλύαροι, μπορεί να νομίζετε, όταν μας βλέπετε στις στέγες των εκκλησιών, ότι συζητούμε τα παγκόσμια προβλήματα. Αλλά δεν συμβαίνει αυτό. Απλώς εμείς οι χήνες έχομε τη δική μας ‘γλώσσα’ που αποτελείται από σφυρίγματα, γρυλλίσματα, φωνές όπως γαχ-κουμ, κουμ! κουμ! κουμ!, ροχαλητά, ουρλιαχτά, κραυγές και δυνατά ωχ-ους. Σφυρίζομε και ‘κορνάρομε’ για να προειδοποιήσουμε όταν μας απειλή κάποιος κίνδυνος· γρυλλίζομε και ροχαλίζομε όταν είμαστε ευχαριστημένοι· εκφράζομε μια σειρά από απαλά γαχ-κουμ όταν ερωτοτροπούμε· κραυγάζομε και φωνάζομε δυνατά ‘ωχ-ους’ όταν μας επιτίθενται και μας δαγκώνουν άλλα πουλιά· και, φυσικά, πολλοί από σας γνωρίζετε τις ηχηρές κραυγές μας ‘ουχ-χονκ’!
Εν τω μεταξύ, το ρολόι της μεταναστεύσεως, που είναι έμφυτο στον καθένα από μας, χτύπαγε. Τελικά, σήμανε η ώρα και μ’ ένα δυνατό φτερούγισμα ξεκινήσαμε στον αέρα. Αφού σχηματισθήκαμε γρήγορα κυρίως σε δύο οικογένειες σε σχηματισμούς V αρχίσαμε το πρώτο μας ταξίδι που απετελείτο από τριακόσια ως τετρακόσια μίλια (483 έως 644 χιλιόμετρα) προς τα χειμερινά βοσκοτόπια. Η οδός της πτήσεώς μας τελικά μας μετέφερε μέσω της Μανιτόμπα, της Μιννεσότα και κατά μήκος του Ποταμού Μισσισσιππή στην ακτή του Κόλπου του Τέξας.
Όταν μεταναστεύωμε, μήπως η μεγαλύτερη και πιο σοφή αρσενική χήνα παίρνει την ηγετική θέσι; Όχι. Την επόμενη φορά που θα παρατηρήσετε τις βασιλικές μας πορείες, παρακολουθήστε με προσοχή και θα δήτε ότι το πουλί που ηγείται αλλάζει θέσι με κάποιο άλλο πουλί από καιρό σε καιρό. Πολύ συχνά ένα θηλυκό πουλί παίρνει την αρχηγία. Βλέπετε, πιστεύομε ότι πρέπει ν’ ανακουφίζωμε ο ένας τον άλλον στη δύσκολη εργασία του ‘σπασίματος’ του αέρος για κείνους που ακολουθούν. Άλλα πουλιά πετούν λίγο στη μια πλευρά του πουλιού που είναι μπροστά, κι έτσι εμείς έχομε το πλεονέκτημα ότι υπάρχουν περίπου τριάντα έξη ερευνητικά μάτια που ψάχνουν να εντοπίσουν καλά μέρη όπου θ’ αναπαυθούμε και θα φάμε ή για ανθρώπους που θέλουν ίσως μια ωραία παχειά χήνα για ένα νόστιμο γεύμα. Συχνά οποιαδήποτε κίνησι κάνετε εκεί που παραμονεύετε, εντοπίζεται από εμάς πολύ πριν μας δήτε εσείς και φθάσωμε στην ακτίνα των όπλων σας. Έχομε ευλογηθή τόσο με πολύ καλή όρασι όσο και με ακριβή ακοή.
Ζευγάρωμα
Καθώς κυλούν οι μήνες, ένα καινούργιο ένστικτο αφυπνίζεται μέσα μας—η ώθησις να βρούμε ένα σύντροφο. Τι συγκίνησις υπήρχε καθώς ο καθένας από μας έκανε γνωστές τις προθέσεις του με χαμηλωμένο κεφάλι, απλωμένο λαιμό και σφυριχτές φωνές, πετώντας γύρω από το αντικείμενο της αρεσκείας μας! Τι ευτυχία αισθανθήκαμε όταν εκείνη ανταποκρίθηκε με την καρδιά της! Καθώς τρίβαμε απαλά τους λαιμούς μας, συμφωνήσαμε ‘να μνηστευθούμε’ για το δεύτερο έτος της ζωής μας, περιμένοντας μέχρι το επόμενο έτος για να ζευγαρώσωμε. Κατόπιν, στη «γαμήλιο τελετή» μας, πρώτα ο χήνος και κατόπιν η χήνα βούτηξαν τα κεφάλια τους στο νερό και κατόπιν πέταξαν νερό πίσω τους αναγγέλλοντας έτσι σ’ όλους τους παρατηρητάς ότι εισήλθαν στα δεσμά του γάμου. Το ζευγάρωμά μας είναι ισόβιο· όπως λέγει το ρητό, «μέχρι θανάτου.»
Καθώς τελειώνομε, δεν νομίζετε ότι έχομε πολλά ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά; Εκτός απ’ αυτά, μπορείτε να μας εξημερώσετε εύκολα και θα είμαστε πάντοτε ευχαριστημένοι να έχωμε το θεοσεβές ανθρώπινο γένος να μας ‘κατακυριεύη’ με στοργικό τρόπο.