Η Ανθρώπινη Γλώσσα—Ένα Μοναδικό Χάρισμα
Από τον ανταποκριτή του «Ξύπνα!» στην Ακτή του Ελεφαντόδοντος
ΜΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ μηχανή έλαβε κάποτε την Αγγλική έκφρασι «εκτός όψεως, εκτός διανοίας» (που είναι ίδια με την Ελληνική παροιμία «Μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται») και την απέδωσε σε μια άλλη γλώσσα ως «αόρατος ηλίθιος»! Μήπως αυτό εσήμαινε ότι η μηχανή είχε μαγκώσει κάποιο γρανάζι; Όχι. Έκανε ένα πολύ συγχωρητέο λάθος. Και επεσήμαινε επίσης έναν από τους πολλούς παράγοντας που κάνουν την ανθρώπινη γλώσσα μοναδική ανάμεσα στις γνωστές μεθόδους επικοινωνίας—την πολυπλοκότητά της.
Για τη μηχανή η φράσις «εκτός όψεως» εσήμαινε με κάποια έννοια το να είναι κανείς αόρατος. Το να είσαι «εκτός διανοίας [σου]» εσήμαινε να είσαι τρελλός ή ηλίθιος και, εν τούτοις, η φράσις «εκτός όψεως, εκτός διανοίας» δεν σημαίνει «αόρατος ηλίθιος»! Αυτό ακριβώς το πράγμα προκαλεί πονοκεφάλους στους εφευρέτας των μεταφραστικών μηχανών.
Φυσικά, δεν είναι μόνο η πολυπλοκότης που κάνει την ανθρώπινη ομιλία μοναδική. Υπάρχουν πολλοί άλλοι παράγοντες που περιλαμβάνονται—τόσοι πολλοί ώστε μερικοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι. αντί να ονομάζωμε τον άνθρωπο χόμο σάπιενς («άνθρωπο με σοφία») θα ήταν πιο κατάλληλο να τον ονομάσωμε χόμο λόκουενς («άνθρωπο που ομιλεί»).
Αλλά κάποιος μπορεί να διαμαρτυρηθή: «Έχουν λησμονήσει όλη την πρόσφατη έρευνα στα συστήματα επικοινωνίας των ζώων; Ο άνθρωπος ομιλεί, ναι. Αλλά το ίδιο κάνουν και τα ζώα, με τον δικό τους τρόπο. Τα δελφίνια σφυρίζουν, οι μέλισσες χορεύουν, τα πουλιά έχουν διακριτικούς ήχους για να καλούν άλλα πουλιά και μερικά μπορούν μάλιστα να μιμηθούν την ανθρώπινη ομιλία. Και τι θα πούμε για τους πιθήκους οι οποίοι προσφάτως έχουν μάθει κάποια γλώσσα συνθημάτων; Μολονότι ο τρόπος της επικοινωνίας των μπορεί να μη λειτουργή με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως του ανθρώπου, οπωσδήποτε ο σκοπός και τα αποτελέσματα είναι τα ίδια, έτσι δεν είναι;»
Και ναι και όχι. Ναι, επικοινωνούν πράγματι· και όχι, διότι κατά κανόνα ο σκοπός και τα αποτελέσματα δεν είναι τα ίδια. Πολλή έρευνα έχει γίνει σχετικά μ’ αυτό το πρόβλημα. Οι διαφορετικοί ήχοι κλήσεως που γίνονται από πλάσματα τόσο ποικίλα όσο οι γίββωνες (πίθηκοι), οι χήνες και τα δελφίνια έχουν ταξινομηθή—σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα δημιουργήθηκε κι ένα είδος λεξιλογίου. Οι γίββωνες όπως φαίνεται έχουν εννέα ήχους κλήσεως περίπου και τα δελφίνια περισσότερους. Τα δελφίνια μάλιστα φαίνεται ότι έχουν και διαφορετικές «διαλέκτους,» σύμφωνα με το πού ζουν.
Εν τούτοις, υπάρχουν μερικές ζωτικές διαφορές μεταξύ της ομιλίας του ανθρώπου και της ομιλίας των ζώων—εκτός από το καταφανές γεγονός ότι η ανθρώπινη γλώσσα είναι απείρως πιο πολύπλοκη. Μια διαφορά είναι . . .
Η Πρόθεσις να Επικοινωνούν
Όταν τα ζώα ή τα πουλιά χρησιμοποιούν τους ήχους κλήσεώς των, σκοπεύουν συνειδητά να επικοινωνήσουν το ένα με το άλλο, όπως κάνουν οι άνθρωποι; Ή μήπως ο ήχος αυτός είναι απλώς μια ενστικτώδης αντίδρασις στη στιγμιαία κατάστασί τους; Ο Κόνραντ Ζ. Λόρεντζ, μια παγκοσμίως διάσημη αυθεντία στη συμπεριφορά των ζώων, ισχυρίζεται ότι δεν επικοινωνούν σκοπίμως, μολονότι συχνά φαίνεται ότι το κάνουν αυτό.
Αν ένας κολοιός (κάργια, καλιακούδα), παραδείγματος χάριν, αιφνιδιαζόταν ενώ έτρωγε, θα πετούσε ψηλά στον αέρα βγάζοντας μια κραυγή προειδοποιήσεως «Κία, κία,» και όλοι οι άλλοι κολοιοί που θα άκουγαν αυτή την κραυγή θ’ απομακρύνοντο κι αυτοί αυτομάτως. Η τέλεια εναρμόνισις της προειδοποιητικής κραυγής και της αντιδράσεως των άλλων πτηνών δημιουργεί την εντύπωσι ότι μιλούν και καταλαβαίνουν μια δική τους γλώσσα. Αλλ’ αυτό δεν συμβαίνει, εξηγεί ο Λόρεντζ στο βιβλίο του Το Δαχτυλίδι του Βασιλέως Σολομώντος:
«Τα ζώο, με όλους αυτούς τους ήχους και τις κινήσεις, που εκφράζουν τα αισθήματά του, με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να λεχθή ότι έχει την ενσυνείδητη πρόθεσι να επηρεάση ένα άλλο μέλος του είδους του. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ακόμη και οι χήνες και οι κολοιοί που έχουν ανατραφή και φυλάσσονται χωριστά, κάνουν όλα αυτά τα σήματα μόλις τα καταλάβη η αντίστοιχη διάθεσις.»—Σελίς 77.
Όταν ένας άνθρωπος χρησιμοποιή τα φωνητικά σημεία που έχει μάθει, θέλει να μεταδώση κάτι στους ακροατάς του (εκτός, βέβαια, αν τραγουδάη στο μπάνιο!) και θα σταματήση αν παρατηρήση ότι κανείς δεν προσέχει. Ο κολοιός, εν τούτοις, δεν ενδιαφέρεται αν κάποιος άλλος προσέχη. Απλώς εκβάλλει τον ήχο σαν μια ενστικτώδη πράξι αντανακλάσεως, ακριβώς όπως ένας άνθρωπος θα χασμουριόταν όταν θα ήταν κουρασμένος. Αυτό φέρνει στην επιφάνεια μια άλλη διαφορά με την ομιλία του ανθρώπου . . .
Κινητικότης του Σήματος
Τα περισσότερα συνθήματα των ζώων δεν είναι αυτό που οι γλωσσολόγοι αποκαλούν «κινητό» ή ξεχωριστό από την κατάστασι που υποκινεί το σύνθημα. Ο γίββων, παραδείγματος χάριν, χρησιμοποιεί την κραυγή κινδύνου μόνο όταν ο κίνδυνος πραγματικά υπάρχη.
Τα συνθήματα των ζώων επίσης είναι καθωρισμένα με την έννοια ότι το ζώο γενικά δεν ακούει τον ήχο που εκβάλλει κι επομένως δεν προσπαθεί κατόπιν να τον τροποποίηση σε κάποιον άλλο ήχο. Είναι αλήθεια ότι ωρισμένα πουλιά μπορούν να μιμούνται ήχους που δεν υπάρχουν στο έμφυτο «λεξιλόγιό» τους. Μπορούν να μάθουν να μιμούνται ήχους που κάνουν άλλα πουλιά ή ακόμη τους ήχους που εκβάλλει ο άνθρωπος, όπως ο παπαγάλος που λέει, «Όμορφη Πόλλυ!»
Εν τούτοις, ο Λόρεντζ επιμένει ότι τα πουλιά σπανίως κατορθώνουν να συσχετίσουν συνειδητά έστω και έναν από τους ήχους λέξεων που έχουν μάθει με μια ωρισμένη πράξι, και ακόμη ποτέ προς κάποιον πρακτικό σκοπό. Ένας ηλικιωμένος γκρίζος παπαγάλος ονομαζόμενος Τζάιερ, ο οποίος είχε μάθει ένα μεγάλο «ανθρώπινο» λεξιλόγιο (συμπεριλαμβανομένης και της φράσεως «Άουφ βίντερζεεν!» με βαθειά καλοκάγαθη φωνή κάθε φορά που κάποιος σηκωνόταν να φύγη), ποτέ δεν έμαθε να λέγη «τροφή» όταν πεινούσε και «πιοτό» όταν διψούσε.
Αυτή η έλλειψις «κινητικότητος» διακρίνεται ευκολώτερα στον χορό των μελισσών. Αυτό είναι ένα είδος γλώσσης σημάτων η οποία είναι όμοια με τη λειτουργία του σηματοφόρου και οι άνθρωποι έχουν μάλιστα κατορθώσει να το χρησιμοποιούν για να επικοινωνούν με τα έντομα. Η μέλισσα εξερευνητής δείχνει την απόστασι που τη χωρίζει από τα λουλούδια από την ταχύτητα του χορού της (δείχνοντας έτσι την προσπάθεια που απαιτείται), και τη διεύθυνσι με τη σπονδυλική της στήλη εν σχέσει προς τον ήλιο.
Εν τούτοις, αυτό είναι όλο που μπορεί να μεταβιβασθή. Κάθε σήμα, το «νόημα» του οποίου είναι καθωρισμένο, δεν μπορεί να ξεχωρισθή και να χρησιμοποιηθή με άλλον τρόπο για κάποια μικρή συζήτησι σχετικά με το «Πώς είναι ο καιρός εκεί κάτω;» ή «Έχεις δει καθόλου ωραία λουλούδια τελευταίως;» Έτσι, ερχόμαστε σε μια άλλη διαφορά της ανθρώπινης ομιλίας . . .
Σχηματισμός της Γλώσσης
Το μεγάλο μειονέκτημα των κωδίκων των ζώων είναι ότι στερούνται της δημιουργικής ιδιότητος που καθιστά ικανούς τους ανθρώπους να παράγουν και να καταλαβαίνουν προτάσεις τις οποίες δεν έχουν ακούσει ποτέ προηγουμένως και τις οποίες πιθανώς να μην έχουν ούτε καν προφέρει ποτέ πριν. Αυτό οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο σχηματίζεται η ανθρώπινη γλώσσα.
Η ομιλία έχει αυτό που αποκαλείται διπλή κατασκευή. Με αυτό εννοούμε ότι οι ανθρώπινες εκφράσεις μπορούν να τεμαχισθούν σε μικρότερες μονάδες: πρώτον, σε μονάδες νοήματος ή απλές λέξεις, και, δεύτερον σε μονάδες ήχων, που καλούνται φθόγγοι. Οι φθόγγοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να κατασκευάσουν άλλες λέξεις που δεν έχουν καμμιά σχέσι με την αρχική.
Ας υποθέσωμε, παραδείγματος χάριν, ότι ένα ζώο είχε ένα φωνητικό σήμα για το κρέας. Τώρα αυτή η κραυγή, οτιδήποτε και αν ήταν, θα εσήμαινε κρέας και τίποτε άλλο. Αλλά η λέξις κρέας όχι μόνο μπορεί να χρησιμοποιηθή για να προσδιορίση τη σάρκα ενός ζώου, αλλά μπορεί επίσης να διαχωρισθή σε πέντε διακεκριμένες μονάδες ήχων ή φθόγγους: κ, ρ, ε, α, ς. Αυτοί οι πέντε φθόγγοι μπορούν κατόπιν να χρησιμοποιηθούν για να φτιάξουν κάθε ειδών άλλες λέξεις: κέρας, ράκος, άσε κ.λ.π.
Έτσι, λιγώτερες από πενήντα μονάδες ήχου μπορεί να συνδυασθούν για να σχηματίσουν περισσότερες από μισό εκατομμύριο μονάδες λέξεων και καινούργιες λέξεις σχηματίζονται συνεχώς. Οι λέξεις, με τη σειρά τους, μπορούν να συνδυασθούν για να σχηματίσουν έναν άπειρο αριθμό προτάσεων. Αυτό μας φέρνει σε μια άλλη πλευρά της συνθέσεως της γλώσσης—την ιδέα της γραμματικής.
Γραμματική είναι ο σχηματισμός της γλώσσης με μια άλλη έννοια: το δίκτυον των σχέσεων μεταξύ των μεμονωμένων λέξεων και των κανόνων οι οποίοι διέπουν αυτές τις σχέσεις. Η γνώσις ή η αισθησις των κανόνων μάς επιτρέπει να κάνωμε αυτούς τους διαφορετικούς συνδυασμούς και να παράγωμε κατανοητές προτάσεις, παρά το γεγονός ότι μπορεί ποτέ προηγουμένως να μην έχωμε ακούσει κάποια ακριβώς όμοια με αυτές. Σκεφθήτε απλώς την πολυπλοκότητα!
Ακόμη και μια απλή πρότασις, παραδείγματος χάριν, αποτελείται από μία τουλάχιστον σχέσι υποκειμένου-κατηγορουμένου. Σε μια πρότασι από κάποια παιδική ιστορία, «Αυτό το μικρό γουρουνάκι πήγε στην αγορά,» το υποκείμενο ή εκείνο περί του οποίου γίνεται λόγος είναι «Αυτό το μικρό γουρουνάκι.» Αυτό που λέγεται γι’ αυτό, δηλαδή, ότι «πήγε στην αγορά,» είναι το κατηγορούμενο. Οι κώδικες των ζώων, δεν συνδέουν σκέψεις με αυτόν τον τρόπο.
Σε αντίθεσι προς τα ζώα, εμείς οι άνθρωποι όχι μόνο μπορούμε να κατέχωμε αυτό και όλες τις άλλες γραμματικές σχέσεις των ομάδων των λέξεων, αλλά μπορούμε επίσης να τις τροποποιήσουμε για να εκφράσωμε διαφορετικές απόψεις. Παραδείγματος χάριν, μπορούμε να παραδεχθούμε ότι το μικρό γουρουνάκι πήγε στην αγορά, αλλά μπορούμε επίσης να το αρνηθούμε, απλώς με το να κάνωμε αυτό που αποκαλείται αρνητικός «μετασχηματισμός»: «Αυτό το μικρό γουρουνάκι δεν πήγε στην αγορά.» Μπορούμε ν’ αλλάξωμε τον χρόνο, από αόριστο σε ενεστώτα: «Αυτό το μικρό γουρουνάκι πηγαίνει στην αγορά.» Ή μπορούμε να το κάνωμε ερώτησι: «Πήγε αυτό το μικρό γουρουνάκι στην αγορά;» Μια απλή πρότασις είναι μ’ αυτόν τον τρόπο η βάσις για πάρα πολλές άλλες τις οποίες δεν είμαστε αναγκασμένοι να μάθωμε ξεχωριστά. Αλλά το να κάνωμε τέτοιους μετασχηματισμούς απαιτεί επίσης μια άλλη ικανότητα . . .
Αντικειμενικότης
Για να κάνη τους μετασχηματισμούς που απαιτούνται από την καθημερινή ζωή, ο ομιλητής πρέπει να μπορή να κρατά μια απόστασι, για να το πούμε έτσι, από το μήνυμα, χωρίς να συσχετίζη κάθε στοιχείο, μόνο με τον εαυτό του. Αυτό καλείται «αντικειμενικότης.» Αντί να μπορή να πη μόνο «Βάζω αυτό το μπλε κουτί επάνω στο κόκκινο κουτί,» παραδείγματος χάριν, ο αντικειμενικός συνομιλητής μπορεί να πη «Το μπλε κουτί είναι επάνω στο κόκκινο κουτί.»
Επομένως, όταν συμβαίνη κάτι εσφαλμένο με το ανθρώπινο μυαλό, η ικανότης να κάνη κανείς αντικειμενικό μετασχηματισμό συχνά αποτυγχάνει. Εξ αιτίας τούτου, μερικοί σχιζοφρενείς, παραδείγματος χάριν, δυσκολεύονται να κάνουν τον αρνητικό μετασχηματισμό. Αν τους δοθή η πρότασις «Αυτός θα φάη μήλα,» και τους ζητηθή να την κάνουν αρνητική προσθέττοντας το δεν, συχνά θα πουν «Αυτός θα φάη αχλάδια» ή πορτοκάλια ή κάποιο άλλο φρούτο, αντί να πουν «Αυτός δεν θα φάη μήλα.»
Μολονότι μερικοί χιμπατζήδες έχουν εξασκηθή ώστε να χρησιμοποιούν απλοποιημένα συστήματα σημείων (όχι ομιλίες) τα οποία έχουν εφεύρει γι’ αυτούς οι άνθρωποι μετά από εκατοντάδες ωρών εξάσκησι, εξακολουθούν να έχουν πολύ περιωρισμένη ικανότητα στο να κάνουν τέτοιους αντικειμενικούς μετασχηματισμούς. Δεν μπορούν να φθάσουν πέρα από την αντικειμενικότητα ενός παιδιού περίπου δύο ετών. Αλλά μη ξεχνάτε ότι οποιονδήποτε μικρό έλεγχο κι αν έχουν τα μικρά των ανθρώπων σ’ αυτή την ηλικία αναπτύσσεται χωρίς καμμιά ειδική εκπαίδευσι! Και η ικανότης των να χρησιμοποιούν όλο και πιο σύνθετες γλωσσικές διαδικασίες σε λίγα μόλις χρόνια αφήνει τους χιμπατζήδες πίσω, πολύ πίσω.
Η Πηγή της Γλώσσης
Ο Νόαμ Τσόμσκη, ένας διαπρεπής γλωσσολόγος διετύπωσε την υπόθεσι ότι αυτή η μοναδική γλωσσική ικανότης πρέπει, μέχρις ενός ωρισμένου βαθμού, να είναι έμφυτη ή «οικοδομημένη» στον άνθρωπο από τη γέννησι. Πώς αλλιώς, ερωτά, μπορούμε να εξηγήσωμε την ταχύτητα και την πολυπλοκότητα της αναπτύξεως της γλώσσης στα μικρά παιδιά με δυνάμεις που δεν έχουν ακόμη αναπτυχθή; Οι ενήλικοι που προσπαθούν να μάθουν μια νέα γλώσσα μπορούν ν’ αντιληφθούν το τεράστιο μέγεθος του κατορθώματός των.
Η Βρεταννική Εγκυκλοπαιδεία λέγει:
«Είναι, συνεπώς, φανερό ότι όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι φέρνουν στον κόσμο ένα έμφυτο προσόν για εκμάθησι γλώσσης, χρήσι γλώσσης και γραμματική σύνταξι. . . . Το παιδί του ανθρώπου είναι πολύ σύντομα ικανό να συντάξη νέες γραμματικώς αποδεκτές προτάσεις από υλικό που έχει ήδη ακούσει· αντίθετα με τον παπαγάλο στην ανθρώπινη κοινωνία, δεν περιορίζεται στην απλή επανάληψι ολοκλήρων εκφράσεων.»—Έκδοσις 1976, Μακροπαιδεία, Τόμος 10 σελ, 650.
Τα ζώα δεν έχουν αυτή την έμφυτη αίσθησι για εκμάθησι μιας γλώσσης. Ακόμη και οι υπερβολικά εξασκημένοι χιμπατζήδες προσφάτου φήμης έχουν χρησιμοποιήσει μόνο απλά συστήματα σημείων που έχουν επινοηθή από ανθρώπους, ενώ οι δικές τους φυσικές επικοινωνίες είναι γενικά απλά αντανακλαστικά σήματα, ως επί το πλείστον μεμονωμένες κραυγές και κινήσεις. Και αυτά τα ανώτερα θηλαστικά, μολονότι οι υποστηρικταί της εξελίξεως ισχυρίζονται ότι είναι «μέλη του ζωικού βασιλείου που βρίσκονται πλησιέστερα στον άνθρωπο γενετικώς,» στην πραγματικότητα, «έχει αποδειχθή ότι ανθίστανται πολύ στην εκμάθησι [προφορικής] ομιλίας.»—Αυτόθι σελ. 649.
Αν η ανθρώπινη προφορική γλώσσα δεν πηγάζει από το ζωικό βασίλειο, τότε πώς άρχισε; Μήπως άρχισε από τους γρυλλισμούς, τους στεναγμούς και τους θορυβώδεις ήχους κάποιου πρωτογόνου ανθρώπου της εξελίξεως σε μια προσπάθεια να επικοινωνήση με άλλους του είδους του; «Τότε θ’ αναμέναμε ίσως να βρούμε μια τέτοια γλώσσα να χρησιμοποιήται μεταξύ των πρωτογόνων και οπισθοδρομικών ομίλων με χαμηλό επίπεδο πολιτισμού,» έγραψε ο Μάριο Πέη, καθηγητής γλωσσών του Πανεπιστημίου Κολούμπια. Αλλά «οπωσδήποτε δεν συμβαίνει αυτό. Το αντίθετο είναι μάλλον αληθές. Οι γλώσσες των πρωτογόνων ομάδων είναι, κατά κανόνα, σύνθετες στη δομή τους, ενώ οι γλώσσες των περισσότερο πολιτισμένων ομάδων φαίνονται ότι είναι πιο περίπλοκες και περιπλεγμένες όσο πιο πίσω πηγαίνομε στην ιστορία.»—Φωνές του Ανθρώπου, σελ. 21.
Γλώσσες πιο πολύπλοκες όσο προχωρούμε πίσω στο χρόνο; Αυτό οπωσδήποτε δεν υποστηρίζει την εξέλιξι, έτσι δεν είναι; Αυτό το σημείο έχει παρατηρηθή από ειλικρινείς γλωσσολόγους. Παραδείγματος χάριν, ο Τζων Λάιονς, στην εισαγωγή του άρθρου «Η Βιολογία της Επικοινωνίας στον Άνθρωπο και στα Ζώα» υπό Τζ. Σ. Μάρσαλλ στο βιβλίο Νέοι Ορίζοντες στους Γλωσσολόγους, έγραψε:
«Ο Μάρσαλλ δίνει μια περίληψι των διαθέσιμων αποδείξεων και βγάζει το συμπέρασμα ότι η υπόθεσις της εξελίξεως, όσον αφορά τη γλώσσα, εκτός του ότι δεν έχει επιβεβαιωθή από την πρόσφατη έρευνα, στερείται εμπειρικού [παρατηρητικού] θεμελίου.»—1970, σελ. 229.
Πράγματι, ο Λάιονς συνεχίζει: «Η γλώσσα είναι ριζικώς διαφορετική από όλες τις γνωστές μορφές της επικοινωνίας των ζώων, και ‘παρά την απέραντη συσσώρευσι γνώσεως, οι πολυμαθείς εξακολουθούν ακόμη να μη μπορούν να προτείνουν μια βιολογική θεωρία γλώσσης’ (σελ. 241).» Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Καθηγητής Πέη παρατηρεί ότι «δεν είναι άξιον απορίας το ότι οι γλωσσολόγοι, εκτός από τους φιλοσόφους, έχουν αποκηρύξει το θέμα της προελεύσεως της γλώσσης, μέχρι του σημείου η γλωσσολογική Εταιρία των Παρισίων ν’ απαγορεύση αυτό το θέμα ως περιττό ζήτημα.»—Φωνές του Ανθρώπου, σελ. 22.
Γιατί το θέμα της πηγής της γλώσσης είναι τόσο απογοητευτικό για τους γλωσσολόγους; Μήπως αυτό δεν συμβαίνει επειδή όλες οι βάσιμες μαρτυρίες δείχνουν μία κατεύθυνσι την οποία δεν θέλουν ν’ ακολουθήσουν—μακρυά από τη θεωρία της εξελίξεως; Έτσι ο Πέη λέγει: «Αυτό το μέρος του προβλήματος φαίνεται ότι είναι άλυτο. . . . Αν η γλώσσα ηγέρθη δια της ‘φύσεως’ τι εννοούμε με τη ‘φύσι’; Τυφλή σύμπτωσι: Ένα Νοήμον Ανώτατο Ον;»—Αυτόθι.
Θα εδεσμεύετο επίσης η απάντησίς σας σ’ αυτή την ερώτησι από την προκατάληψι της εξελίξεως; Ή θα δεχόσαστε τη γλώσσα σαν αυτό ακριβώς που είναι—ένα θαυμάσιο και μοναδικό χάρισμα από το Ανώτατο Ον, του οποίου μόνον το όνομα είναι Ιεχωβά;