Ποια Είναι η Άποψις της Βίβλου;
Ζούσαν οι Άνθρωποι Κάποτε Εκατοντάδες Χρόνια;
ΣΕ ΠΟΛΛΑ άτομα η ιδέα ότι οι άνθρωποι, κάποτε ζούσαν αρκετές εκατοντάδες χρόνια φαίνεται μύθος. Δεν την λαμβάνουν καθόλου πιο σοβαρά από ό,τι «τον Σουμεριανό Κατάλογο Βασιλέων,» ο οποίος εν μέρει λέγει τα εξής: «Όταν η βασιλεία κατέβηκε από τον ουρανό, η βασιλεία ήταν (πρώτα) στην Εριντού. (Στην) Εριντού, ο Α-λουλίμ (έγινε) βασιλεύς και βασίλευσε 28.800 χρόνια. Ο Αλαλγκάρ βασίλευσε 36.000 χρόνια. Δύο βασιλείς (επομένως) βασίλευσαν επί 64.800 χρόνια.»
Μολονότι δεν περιέχει τέτοιους φανταστικούς αριθμούς, η Αγία Γραφή δείχνει πράγματι ότι υπήρχε ένας καιρός που οι άνθρωποι ζούσαν πολύ πιο πολύ από σήμερα. Παραδείγματος χάριν, διαβάζομε σχετικά με τον Αδάμ, τον Σηθ, τον Ενώς, τον Καϊνάν, τον Ιάρεδ, τον Μαθουσάλα και τον Νώε ότι έζησαν πάνω από 900 χρόνια. (Γέν. 5:5, 8, 11, 14, 20, 27· 9:29) Συνέβη πραγματικά αυτό;
Κάποιος θα μπορούσε να σκεφθή, ‘Πώς θα μπορούσαν οι άνθρωποι των αρχαίων χρόνων να έχουν ζήσει εκατοντάδες χρόνια όταν πολύ λίγοι σήμερα φθάνουν ακόμη και στην ηλικία των εκατό ετών; Αυτό είναι αδύνατον.’ Σχετικά μ’ αυτό, θα μπορούσε να σημειωθή ότι κανείς δεν μπορεί να πη ακριβώς σε ποιο σημείο το διάστημα της ανθρωπίνης ζωής φθάνει στο ανώτατο όριο. Η Βρεταννική Εγκυκλοπαιδεία (έκδοσις 1976, Μακροπαιδεία, Τόμ. 10, σελ. 911) αναφέρει τα εξής: «Η ακριβής διάρκεια της ανθρωπίνης ζωής είναι άγνωστη, μολονότι υπάρχει, όπως υποτίθεται, ένα ανώτατο διάστημα ζωής για την ανθρώπινη φυλή που έχει ενσωματωθή στο γενετικό υλικό. Με την πρώτη σκέψι, αυτή η δήλωσις φαίνεται παράλογη. Οπωσδήποτε, κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν μπορεί να ζήση 1.000 χρόνια. Ακόμη κι αν όλοι συμφωνήσουν ότι η πιθανότης να ζήση κανείς 1.000 χρόνια είναι απειροστή, εν τούτοις δεν υπάρχει επιστημονική απόδειξις αν αυτή η δήλωσις είναι ή δεν είναι αληθινή.»
Συνεπώς, από επιστημονική πλευρά, δεν μπορεί να παρουσιασθή καμμιά απόλυτη ένδειξις για ν’ αποδείξη ψευδή ή αληθινά αυτά που λέγει η Αγία Γραφή σχετικά με το μεγάλο διάστημα ζωής ωρισμένων ανδρών στους αρχαίους χρόνους. Οι Βιβλικές δηλώσεις, επομένως, στέκονται πάνω στη δική τους βάσι μόνο. Μήπως τα συμφραζόμενα στα οποία εμφανίζονται αυτές οι δηλώσεις δείχνουν ότι είναι πραγματικά μυθώδεις;
Μερικά άτομα κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα έτη που αναγράφονται στην Αγία Γραφή γι’ αυτούς τους άνδρες πρέπει να ήσαν πιο μικρά, ίσως μόνο ενός μηνός διαρκείας. Αλλ’ αυτό δεν συμφωνεί με τα συμφραζόμενα εντός των οποίων η Αγία Γραφή αναφέρει την ηλικία στην οποία πέθαναν άνδρες όπως ο Καϊνάν και ο Μααλαλεήλ. Διαβάζομε τα εξής: «Και έζησεν ο Καϊνάν εβδομήκοντα έτη, και εγέννησε τον Μααλαλεήλ· έζησε δε ο Καϊνάν, αφού εγέννησε τον Μααλαλεήλ, οκτακόσια τεσσαράκοντα έτη, και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας· και έγειναν πάσαι αι ημέραι του Καϊνάν εννεακόσια δέκα έτη· και απέθανε. Και έζησεν ο Μααλαλεήλ εξήκοντα πέντε έτη, και εγέννησε τον Ιάρεδ.» (Γέν. 5:12-15) Αν αντικαταστήσωμε την λέξι «έτη» με την λέξι «μήνες» αυτό θα εσήμαινε ότι και ο Καϊνάν και ο Μααλαλεήλ τεκνοποίησαν πριν ακόμη φθάσουν σε ηλικία έξη ετών. Αυτό οπωσδήποτε είναι παράλογο.
Το ότι το έτος ήταν, όχι ένας μήνας με τριάντα μέρες αλλά, προφανώς, δώδεκα μήνες από τριάντα μέρες, φαίνεται απ’ ό,τι λέγει η Αγία Γραφή σχετικά με τον κατακλυσμό. Ο κατακλυσμός άρχισε «το εξακοσιοστό έτος της ζωής του Νώε, τον δεύτερον μήνα, την δεκάτην εβδόμην ημέραν του μηνός.» (Γέν. 7:11) Η κιβωτός κάθησε επάνω στο όρος Αραράτ πέντε μήνες αργότερα, στην δεκάτην εβδόμην του εβδόμου μηνός. (Γέν. 8:4) Σύμφωνα με το εδάφιο Γένεσις 7:24, αυτό συνέβη αφού «εκραταιούντο τα ύδατα επί της γης εκατόν πεντήκοντα ημέρας.» Εφόσον οι πέντε μήνες αντιστοιχούν με «εκατόν πεντήκοντα ημέρας,» ο ένας μήνας θα είχε διάρκεια τριάντα ημερών. Επί πλέον, η Αγία Γραφή συγκεκριμένα αναφέρει τον ‘δέκατο μήνα’ και κατόπιν μια περίοδο χρόνου από σαράντα ημέρες και δύο χρονικές περιόδους από επτά ημέρες. (Γέν. 8:5, 6, 10, 12) Κατόπιν, «το εξακοσιοστόν πρώτον έτος [της ζωής] του Νώε, την πρώτην του πέμπτου μηνός, εξέλιπον τα ύδατα από της γης. . . . Και την εικοστήν εβδόμην ημέραν του δευτέρου μηνός εξηράνθη η γη.» (Γέν. 8:13, 14) Προφανώς δεν υπάρχει βάσις να ισχυρισθούμε ότι από το εξακοσιοστό έτος της ζωής του Νώε μέχρι το εξακοσιοστό πρώτο έτος της ζωής του είχε περάσει μόνο ένας μήνας. Όχι, είχε παρέλθει ένα πλήρες σεληνιακό έτος δώδεκα μηνών και δέκα ημερών.
Το ότι οι άνθρωποι κάποτε ζούσαν εκατοντάδες χρόνια βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τα συμφραζόμενα ολόκληρης της Αγίας Γραφής. Από τις Ιερές Γραφές μαθαίνομε ότι ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ εδημιουργήθη τέλειος. Είχε ενώπιόν του την προοπτική ενός ατελείωτου διαστήματος ζωής. Το όμορφο παραδείσιο σπίτι στο οποίο τοποθετήθηκε περιείχε κάθε τι που χρειαζόταν για να διατηρηθή επ’ άπειρον η ανθρώπινη ζωή. Στο πρώτο βιβλίο της Αγίας Γραφής, διαβάζομε τα εξής: «Ιεχωβά ο Θεός έκαμε να βλαστήση εκ της γης παν δένδρον ωραίον εις την όρασιν και καλόν εις την γεύσιν· και το ξύλον της ζωής εν μέσω του παραδείσου και το ξύλον της γνώσεως του καλού και του κακού.» (Γέν. 2:9, ΜΝΚ) Αυτό το «ξύλον της ζωής» αντιπροσώπευε την εγγύησι του Θεού για διαρκή ζωή σ’ εκείνους που είχαν το δικαίωμα να μετέχουν αυτής της ζωής. Όταν ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ παρέβη τον νόμο του Θεού, έχασε το δικαίωμα του να φάγη απ’ αυτό το δένδρο και συνεπώς εξεδιώχθη από το ευχάριστο παραδείσιο σπίτι του.—Γέν. 3:22-24.
Συγχρόνως, ο Αδάμ μέσω της ανυπακοής του κατέστρεψε την τελειότητά του και αυτό εσμίκρυνε το διάστημα της ζωής του και το διάστημα ζωής των απογόνων του.—Ρωμ. 5:12.
Σε τέλεια κατάστασι, το σώμα του Αδάμ είχε τις προϋποθέσεις να διατηρήται για πάντα και αυτό θ’ αλήθευε επίσης και για άλλους αναμάρτητους ανθρώπους. Έτσι, εφόσον ο άνθρωπος δημιουργήθηκε για ν’ απολαμβάνη ένα ατελείωτο διάστημα ζωής, συμπεραίνομε λογικά ότι ο Αδάμ και οι πρώτοι απόγονοί του πρέπει να έζησαν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι μετέπειτα απόγονοί των οι οποίοι ευρίσκοντο πιο μακρυά από την τελειότητα.
Η Αγία Γραφή δείχνει ότι αυτό ακριβώς συνέβη. Μετά τον μεγάλο κατακλυσμό των ημερών του Νώε, ο οποίος συνέβη περίπου δεκαέξη αιώνες μετά τη δημιουργία του Αδάμ, το διάστημα της ανθρωπίνης ζωής απότομα κατέπεσε. Μεταξύ εκείνων που εγεννήθησαν μετά τον κατακλυσμό, η διάρκεια ζωής συνέχιζε να μειώνεται σιγά σιγά. Αυτό μπορούμε να το δούμε αν εξετάσωμε τον ακόλουθο πίνακα.a
Περίπου 800 χρόνια μετά τον θάνατο του Αβραάμ, ο μέσος όρος του διαστήματος της ανθρώπινης ζωής είχε καταπέσει πολύ περισσότερο, ώστε ο Μωυσής μπόρεσε να πη τα εξής: «Αι ημέραι της ζωής ημών είναι καθ’ εαυτάς εβδομήκοντα έτη, και εάν εν ευρωστία, ογδοήκοντα έτη.» (Ψαλμ. 90:10) Αυτά τα λόγια σχετικά με τον μέσο όρο διαρκείας της ζωής εφαρμόζονται ακόμη σήμερα.
Επομένως, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι άνθρωποι κάποτε ζούσαν πράγματι επί αιώνες. Αυτό δεν αποτελεί απλώς τυχαίο ενδιαφέρον. Επιβεβαιώνει το γεγονός ότι ο αρχικός σκοπός του Θεού για τον άνθρωπο ήταν ν’ απολαμβάνη μια ατέλειωτη ζωή. Αυτός ο σκοπός θα πραγματοποιηθή στο μέλλον, όταν ο Ιεχωβά Θεός εκπληρώση τα λόγια του να φέρη σε ύπαρξι μια γη απηλλαγμένη από ασθένεια, πόνο και θάνατο.—Αποκάλ. 21:3, 4.
[Πίνακας στη σελίδα 28]
Όνομα Ηλικία κατά τον Θάνατο
Αδάμ 930
Σηθ 912
Ενώς 905
Καϊνάν 910
Μααλαλεήλ 895
Ιάρεδ 962
Μαθουσάλα 969
Λάμεχ 777
Νώε 950
Σημ 600
Αρφαξάδ 438
Σαλά 433
Έβερ 464
Φαλέγ 239
Ραγαΰ 239
Σερούχ 230
Ναχώρ 148
Θάρα 205
Αβραάμ 175
[Υποσημειώσεις]