Ψαρεύοντας στις Αρκτικές Θάλασσες
Από τον ανταποκριτή του «Ξύπνα!» στη Νορβηγία
ΤΑ διαπεραστικά ξεφωνήματα των γλάρων και ο μονότονος θόρυβος της διζελομηχανής γέμισαν τον αέρα. Οσμές από αλμυρό νερό και φύκια μαζί με αναθυμιάσεις από φρέσκα και σάπια ψάρια φθάνουν στις μύτες μας.
Που είμαστε; Στο Σβολβέρ, ένα ψαροχώρι στον μακρυνό Βορρά, πολύ πέρα από τον Αρκτικό Κύκλο. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα αλιείας βακαλάου στον κόσμο.
Βλέπει κανείς τα μακρόστενα αλιευτικά σκάφη να πλησιάζουν το λιμάνι, με τα βαθειά τους ύφαλα για να μπορούν να σηκώνουν τα βαρειά φορτία των ψαριών. Η κίνησις στο λιμάνι είναι πυρετώδης· ο καθένας τρέχει βιαστικά στο πόστο του, έτοιμος να ξεφορτώση και να διαθέση στην αγορά το προϊόν της ημέρας.
Όταν πρόσεξα το «Χάβτερνεν» ή «Τρικάταρτη Σκούνα» να πλευρίζη στην αποβάθρα, άρπαξα την ευκαιρία να μιλήσω με τον καπετάνιο. Κατάγεται από το Λοφότεν, ένα μεγάλο σύμπλεγμα νησιών στα ανοιχτά της Βόρειας ακτής της Νορβηγίας.
«Τα κέντρα αλιείας του Λαφότεν έχουν πραγματικά αλλάξει,» εξηγεί ο καπετάνιος, «έστω κι αν είναι ακόμη μια γιγαντιαία επιχείρησις. Όταν ήμουν νέος, στη διάρκεια της αλιευτικής περιόδου του Λοφότεν εύρισκαν απασχόλησι 32.000 άτομα περίπου. Τώρα ούτε το ένα δέκατο του αριθμού αυτού δεν απασχολείται.»
Ψαρεύοντας τα «Σκρέι»
Έμαθα ότι μεγάλοι στόλοι αλιευτικών σκαφών αναζητούν τα «Σκρέι.» Τα «σκρέι» είναι μπακαλιάροι ηλικίας έξη μέχρι δέκα πέντε ετών, που έρχονται από τη θάλασσα Μπάρεντς, βορειοανατολικά της Νορβηγίας, για ν’ αφήσουν τα αυγά τους. Αναζητούν μια τοποθεσία όπου τα θερμά, αλμυρά νερά του Ατλαντικού από το θαλάσσιο Ρεύμα του Κόλπου αναμιγνύονται με το ψυχρότερο, λιγώτερο αλμυρό νερό της Αρκτικής. Η θερμοκρασία που προκύπτει και η αλμύρα παρασύρουν στην περιοχή αυτή κοπάδια από μπακαλιάρους στις αρχές κάθε Ιανουαρίου. Μαζί με τους μπακαλιάρους έρχονται ψαράδικα απ’ όλη τη Νορβηγία.
Ήμουν περίεργος να μάθω για το είδος του εξοπλισμού που χρησιμοποιείται για να ανασύρη μια καλή ψαριά. «Πριν από εκατό χρόνια,» λέγει ο καπετάνιος, «χρησιμοποιούσαμε βάρκες με πανιά και κουπιά, όμοιες με τα πλοία των αρχαίων Βίκινγκς. Σήμερα χρησιμοποιούμε μηχανοκίνητες λέμβους μήκους από είκοσι ως εβδομήντα πόδια (6 ως 21 μέτρα). Είναι εφωδιασμένες με τεχνικό εξοπλισμό τελευταίου τύπου.
«Τα περισσότερα σκάφη χρησιμοποιούν δίχτυα συνδεδεμένα με μεγάλους κρίκους, συχνά μήκους 2.000 μέτρων (1,2 μίλια). Αυτά τα δίχτυα δεν κρέμονται κάθετα στο νερό, αλλά κυρτώνουν όπως ένα πανί γεμάτο άνεμο, κάνοντας έτσι πιο εύκολο το μπλέξιμο του ψαριού στα δίχτυα. Άλλοι προτιμούν το γρι-γρι, ένα δίχτυ σε σχήμα σάκκου που απλώνεται έξω τον χρόνο που το πλοίο κινείται και κατόπιν σύρεται μέσα με τη βοήθεια ενός βαρούλκου όταν το σκάφος είναι ακίνητο. Μικρότερες βάρκες μπορεί να χρησιμοποιούν αρμίδια με χιλιάδες δολωμένα αγκίστρια. Ή μπορεί να ψαρεύουν με το γνωστό τσαπαρί, ένα αρμίδι με διάφορα αγκίστρια. Όταν ο ψαράς τραβά απότομα και με ρυθμό την πετονιά, τα ψάρια την ακολουθούν.»
Μου φάνηκε ότι η παρουσία τόσων πολλών ψαράδικων μαζί που χρησιμοποιούν διάφορους τύπους αλιευτικού εξοπλισμού, θα μπορούσε να προκαλέση μεγάλη σύγχυσι. Όταν ρώτησα τον καπετάνιο σχετικά μ’ αυτό, μου απάντησε:
«Όχι, το ψάρεμα υπόκειται σε λεπτομερείς κανονισμούς. Η θαλάσσια έκτασις έχει διαχωρισθή σε περιοχές και τα πλοία που έχουν το ίδιο είδος αλιευτικού εξοπλισμού πρέπει να κινούνται μέσα στις ίδιες περιοχές. Περιπολικά σκάφη επιτηρούν για την εφαρμογή αυτού του νόμου.»
Το Ψάρεμα της Ρέγγας
Εκτός από τον μπακαλιάρο, ένα ψάρι του οποίου η αλιεία ελκύει τους ψαράδες πολλών εθνών είναι η ρέγγα. Η σπουδαιότερη από τις αλιευτικές δραστηριότητες των Νορβηγών είναι το ψάρεμα της ρέγγας. Ο καπετάνιος μας σχολιάζει: «Και είναι ακόμη πιο ενδιαφέρον από το ψάρεμα του μπακαλιάρου, διότι η ρέγγα είναι περισσότερο ζήτημα τύχης.
«Οι προσπάθειες αλιείας αρχίζουν όταν η ρέγγα κινήται προς τις ακτές της Νορβηγίας για ν’ αφήση τα αυγά της. Παραμένομε στο λιμάνι, εν αναμονή. Όταν ο ασύρματος μάς ειδοποιή ότι η ρέγγα βρίσκεται καθ’ οδόν, σαλπάρομε από το λιμάνι. Μια και το μήκος της ρέγγας ποικίλλει μόνο μεταξύ είκοσι οκτώ ως τριάντα τρία εκατοστά [11 έως 13 ίντσες], χρησιμοποιούμε γενικά το γρι-γρι μ’ ένα καλό δίχτυ. Πάνω στο πλοίο όλοι είναι σε υπερέντασι, κατέχονται από νευρικότητα. Ο ασύρματος λειτουργεί συντονισμένος σε ειδικό «μήκος κύματος αλιείας,» και όλοι ακούμε με ανυπομονησία τις ειδήσεις που αναγγέλλουν το πιάσιμο των ψαριών.
«Πάνω στη γέφυρα του καραβιού άγρυπνα μάτια σαρώνουν τον ορίζοντα. Όταν οι γλάροι και οι δρεπανίδες οι χελιδονόμορφες φαίνονται να βυθίζωνται στη θάλασσα και ν’ αναδύωνται με ρέγγες στα ράμφη τους, γνωρίζομε ότι εκεί υπάρχουν ψάρια. Πολύ μας βοηθεί επίσης το ‘ηχοβολιστικό.’ Αυτό το όργανο εκπέμπει ηχητικά κύματα μέσα στο νερό και καταγράφει την ηχώ τους. Αν τα ηχητικά κύματα κτυπήσουν πάνω σε κοπάδι από ρέγγες, αντανακλούν την ηχώ που την ‘βλέπομε’ να εμφανίζεται πάνω στην οθόνη προβολής του ηχοβολιστικού.
«Όταν συμβαίνη αυτό, ειδοποιούμε τον επί κεφαλής στα δίχτυα. Είναι εκείνος που αποφασίζει πότε ακριβώς θα ρίξωμε το δίχτυ. Πριν γίνη αυτό, πηδά σε μια μικρή βάρκα με κάποιο άλλο μέρος του πληρώματος για να ρίξη μια προσεκτική ματιά στο κοπάδι της ρέγγας. Τότε ακούγεται το πρόσταγμα ‘Μόλα το δίχτυ!’ Μ’ ένα διαπεραστικό συριγμό και με πρόσω ολοταχώς το αλιευτικό σκάφος φέρνει βόλτα το κοπάδι. Όταν ο κύκλος στροφής ολοκληρωθή, το δίχτυ γίνεται ένας σάκκος. Αλλά μας απασχολεί το ερώτημα: ‘Πιάσαμε το κοπάδι, ή μας ξέφυγε;’
«Παρατηρούμε καθώς το δίχτυ βιράρεται με αργό ρυθμό και προσεκτικά. Όταν πετύχωμε καλή ψαριά, φαίνεται ότι στο δίχτυ δεν έχει απομείνει νερό· μόνο αστραφτερές ασημένιες ρέγγες. Ένα και μόνο ρίξιμο του διχτύου μπορεί να πιάση 300 ως 400 τόννους ρέγγας.»
Όταν η Ψαριά Σύρεται στη Στεριά
Παρακολουθούσα με ενδιαφέρον καθώς βαρέλια γεμάτα ψάρια ξεφορτώνονται στη στεριά. Τα ψάρια χύνονταν σε μια μεγάλη δεξαμενή, που γύρω της στέκονταν άνδρες με κοφτερά μαχαίρια. Πρόσεξα τον ένα απ’ αυτούς ν’ αρπάζη ένα ψάρι. Με μια κοψιά έσκισε την κοιλιά του και με τρεις γρήγορες κινήσεις του χεριού το ξεκοίλιασε. Μ’ ένα ή δύο κοψίματα έκοβε το κεφάλι. Μέσα σε δευτερόλεπτα αυγοτάραχο, συκώτι και εντόσθια ρίχθηκαν σε τρία διαφορετικά βαρέλια, ενώ το κεφάλι πετάχτηκε σ’ ένα σωρό στο χώμα. Μετά συνέχισε στο επόμενο ψάρι με την ίδια σβελτάδα και επιδεξιότητα.
Μετά το ζύγισμα και το ξέπλυμα, μερικά απ’ αυτά τα επεξεργασμένα ψάρια τοποθετούνται σε μεγάλα ξύλινα κιβώτια, εφωδιασμενα με πάγο για ψύξι, και διοχετεύονται σ’ όλη τη χώρα για άμεση κατανάλωσι. Ένα άλλο μέρος των ψαριών αλατίζεται, ξηραίνεται και εξάγεται ως παστό ψάρι. Το μεγαλύτερο μέρος της ψαριάς, όμως, (σχεδόν το 50 τοις εκατό), ξηραίνεται στον αέρα ή στο «κοφίσι.»
Αυτό σημαίνει ότι κρεμούν τα ψάρια σε ειδικούς πασσάλους ή «κοφίσια» στο ύπαιθρο για να ξεραθούν. Μένουν εκεί ως το καλοκαίρι. Τότε ζυγίζουν κατά πολύ λιγώτερο απ’ ό,τι τα φρέσκα ψάρια. Το ξεραμένο στον αέρα ψάρι έχει μεγάλη θρεπτική αξία και δεν αλλοιώνεται εύκολα. Όταν ενσκύπτη ξαφνικά μία καταστροφή σε κάποια περιοχή, αυτό το είδος του ψαριού είναι εύκολα διαθέσιμο σαν ένα είδος επειγούσης ανάγκης.
«Σχεδόν κάθε τμήμα του ψαριού χρησιμοποιείται με κάποιο τρόπο,» λέγει ο φίλος καπετάνιος. «Παραδείγματος χάριν, νεαρά παιδιά μπορεί να κερδίζουν αρκετά χρήματα ασχολούμενα με το κόψιμο των γλωσσών από τα ψαροκέφαλα. Πολλοί θεωρούν τις γλώσσες αποξηραμένων μπακαλιάρων σαν ένα πραγματικό ορεκτικό μεζέ για γεύμα ή για σάντουιτς. Τα απομεινάρια από τα κεφάλια και άλλα κατάλοιπα μεταφέρονται σε εργαστήρια για την παραγωγή ιχθυοτροφών. Τα αυγά των ψαριών καταψύχονται, κονσερβοποιούνται ή τυγχάνουν επεξεργασίας και γίνονται χαβιάρι. Το συκώτι βράζει στον ατμό και γίνεται μουρουνέλαιο, πλούσιο σε βιταμίνες A και D.»
Ληστεύομε τη Θάλασσα;
Ο καπετάνιος μας έχει μία μεγάλη ανησυχία αυτές τις μέρες. «Απομυζούμε τον πλούτο της θάλασσας. Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος οριστικής εξοντώσεως σε μερικά είδη ψαριών.
«Πάρτε σαν παράδειγμα, το ψάρεμα της ρέγγας. Στη δεκαετία του 1950 οι ωκεανογράφοι υπολόγησαν το σύνολο της ρέγγας για τον χειμώνα μεταξύ δέκα τεσσάρων και δέκα οκτώ εκατομμυρίων τόννων. Σήμερα έχει σχεδόν εξοντωθή και η αλιεία στη διάρκεια του χειμώνα έχει τελείως απαγορευθή. Μερικοί εκφράζουν τη γνώμη ότι ο μόνος τρόπος για να σωθή η χειμωνιάτικη ρέγγα είναι ν’ απαγορευθή τελείως το ψάρεμά της. Τα αποθέματα επίσης μπακαλιάρου στη Θάλασσα Μπάρεντς, τη βάσι για τις αλιευτικές εξορμήσεις του Λοφότεν, βρίσκονται σε κίνδυνο. Μολονότι μερικοί θεωρούν τις τωρινές ψαριές ικανοποιητικές, οι ωκεανογράφοι έχουν παρατηρήσει τα αποθέματα ως ‘επικινδύνως χαμηλά.’»
Ρώτησα αν υπήρχε η δυνατότης μιας συμφωνίας μεταξύ των διαφόρων εθνών όπου να καθορίζεται μια κοινή ποσοστιαία διανομή ώστε να διατηρηθούν τα αποθέματα των ψαριών. «Αυτό φαίνεται δύσκολο να γίνη,» είπε ο καπετάνιος. «Το πρόβλημα είναι η επίτευξις συμφωνίας για το πόσα ψάρια επιτρέπεται στον κάθε ένα να πιάση. Ακόμη και αν κατέληγαν σε κάποια συμφωνία, οι αναλογίες θα ήσαν πολύ μεγάλες. Ο άνθρωπος είναι άπληστος. Ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα είναι το τι συνέβη με το ψάρεμα της φάλαινας στην Ανταρκτική. Μερικές δεκαετίες πριν, πολλές χιλιάδες φάλαινες αλιεύοντο εκεί κάθε χρόνο. Σήμερα η φάλαινα έχει σχεδόν εξαφανισθή απ’ αυτή την περιοχή. Κι αυτό παρά τα πολυάριθμα συμβούλια, τις πολλές συμφωνίες και τις πολλές μοιρασιές! Όλα είναι λόγια του αέρα.
«Τα οικονομικά ζητήματα επιδεινώνουν την κατάστασι. Τα αλιευτικά σκάφη με τον εξοπλισμό τους είναι δαπανηρά. Τέτοιου είδους επενδύσεις πρέπει να αποδίδουν τόκο. Όταν τα αποθέματα των ψαριών μικραίνουν, καταβάλλονται μεγαλύτερες προσπάθειες για την αλιεία τους. Επί πλέον, άλλα έθνη επεκτείνουν τους αλιευτικούς τους στόλους με εκρηκτικό ρυθμό. Επιθυμούν κι αυτοί επίσης να μοιρασθούν τα πλούτη που περιέχουν οι Νορβηγικές μας ακτές. Αντιλαμβάνεσθε ότι δεν είναι εύκολο πράγμα να βάλη κανείς περιορισμούς στην αλιεία.»
Το ψάρεμα στις Αρκτικές θάλασσες δεν παρέχει μόνον οφέλη στους ανθρώπους, αλλά αποτελεί και μια ζωηρή και συναρπαστική δραστηριότητα. Η εξάντλησις του ενάλιου πλούτου δεν προέρχεται από την αδυναμία των ψαριών ν’ αναπαράγωνται επαρκώς. Η αιτία του προβλήματος είναι ίδια μ’ εκείνη που δημιουργεί τόσα άλλα προβλήματα που βασανίζουν το ανθρώπινο γένος—η ανθρώπινη απληστία.