Ποια Είναι η Άποψις της Βίβλου
Γιατί ο Θεός Συνέγραψε ένα Βιβλίο;
ΓΙΑΤΙ ο Θεός προτίμησε να συγγράψη ένα βιβλίο για να επικοινωνήση με την ανθρώπινη οικογένεια; Το ότι ο Θεός το έκανε αυτό το διαβάζομε με τα εξής λόγια: «Όλη η Γραφή είναι θεόπνευστος.» (2 Τιμ. 3:16) Και οι προφητείες που περιέχονται σ’ αυτές τις Γραφές δεν ήλθαν «εκ θελήματος ανθρώπου, αλλ’ υπό του πνεύματος του αγίου κινούμενοι ελάλησαν οι άγιοι άνθρωποι του Θεού.»—2 Πέτρ. 1:21.
Αλλά γιατί αυτό το άγγελμα έπρεπε να έχη γραπτή μορφή; Υπάρχουν πολλοί λόγοι. Εξετάστε, παραδείγματος χάριν, τι είναι η Αγία Γραφή—η αποκάλυψις του Θεού στην ανθρώπινη οικογένεια. Μεταξύ άλλων πραγμάτων, μας παρέχει τη μοναδική σε ακρίβεια αφήγησι της δημιουργίας της γης και του ανθρωπίνου γένους. Μας λέγει γιατί ο Θεός έθεσε ανθρώπους στη γη και τι εσφαλμένο συνέβη ώστε το ανθρώπινο γένος να μαστίζεται τώρα από παθήματα, ασθένειες και θάνατο. Επίσης, μας λέγει, ποια θα είναι οριστικά η λύσις, ώστε ο σκοπός του Θεού για τη γη και το ανθρώπινο γένος τελικά να πραγματοποιηθή στο πλήρες.
Αυτές οι πληροφορίες προέρχονται απ’ Εκείνον ο οποίος είναι στην καλύτερη θέσι να γνωρίζη—τον ίδιο τον Δημιουργό. Αυτού του είδους η ενόρασις δεν θα μπορούσε ν’ αποκτηθή από ανθρώπινες πηγές. Απαιτείτο μια θεία αποκάλυψις.
Η Αγία Γραφή επίσης περιέχει ένα πλήρες υπόμνημα της πολιτείας του Θεού με τον λαό του και με τα έθνη ανά τους αιώνες. Και περιλαμβάνει επίσης τους νόμους και τις αρχές του Θεού για την ανθρώπινη συμπεριφορά.
Αυτός ο μεγάλος όγκος των ζωτικών πληροφοριών που συγκεντρώθηκαν με την πάροδο των αιώνων δεν θα μπορούσε μέσω προφορικής παραδόσεως να μεταφέρεται αναλλοίωτος από τη μια γενεά στην άλλη. Παραδείγματος χάριν, θα μπορούσε η προφορική μεταβίβασις μέσω των γραμματέων και των Φαρισαίων, οι οποίοι ηναντιώνοντο στον Ιησού, ν’ αποτελή μια ασφαλή πηγή πληροφοριών σχετικά με τη ζωή και τα έργα του Ιησού;
Ή μήπως θα επέτρεπε κάποιο μεγάλο έθνος να διαφυλαχθούν το σύνταγμά του ή οι κώδικες νόμων του μόνο δια προφορικής επαναλήψεως; Όχι· αυτοί οι κώδικες νόμων εγράφησαν με προσοχή έτσι ώστε να μπορούν να παράσχουν αξιόπιστη καθοδήγησι, να μπορή κάποιος να τους μελετήση και να τους εφαρμόση.
Επειδή ο Θεός εγνώριζε ότι η ανθρώπινη οικογένεια θα διεσπείρετο ανά τον κόσμο, εγνώριζε ότι η προφορική παράδοσις δεν θ’ αποτελούσε ασφαλές απόθεμα για τα πράγματα που έπρεπε να γνωρίζη το ανθρώπινο γένος. Με το να διευθετήση να γραφούν οι σκέψεις του, το άγγελμά του θα διεφυλάσσετο καλύτερα. Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος συνεβούλευσε: «Να μη φρονή υπέρ ό,τι είναι γεγραμμένον.»—1 Κορ. 4:6.
Έχοντας τις πληροφορίες παρά Θεού σε ευανάγνωστη μορφή, οι ειλικρινείς εκζητητές της αληθείας μπορούν να εξετάσουν τις πληροφορίες αυτές προσεκτικά. Δεν χρειάζεται να εξαρτάται κανείς από κάποιον που έχει ειδικά προσόντα για να μάθη λεπτομέρειες για τους σκοπούς του Θεού προφορικώς, λεπτομέρειες οι οποίες μπορούν να διαστρεβλωθούν ή να λησμονηθούν. Με το να έχωμε τον Λόγον Του σ’ ένα βιβλίο, μας παρέχεται η ευκαιρία να εξετάσωμε τι λέγουν οι άλλοι γι’ Αυτόν. Αυτό εγίνετο και στον πρώτο αιώνα, διότι μερικοί «εδέχθησαν τον Λόγον μετά πάσης προθυμίας, εξετάζοντες καθ’ ημέραν τας Γραφάς αν ούτως έχωσι ταύτα.» (Πράξ. 17:11) Μπορούμε να κάνωμε το ίδιο σήμερα, διότι έχομε τον Λόγο του Θεού σε γραπτή μορφή.
Ο Θεός είναι επίσης φειδωλός όσον αφορά τους περιορισμούς του ανθρώπου και τους λαμβάνει υπ’ όψιν. Η γραπτή του μορφή επικοινωνίας μ’ εμάς δεν ανευρίσκεται σε μεγάλες σειρές εγκυκλοπαιδειών, που θα ήταν δύσκολο να τις αποκτήσουν οι άνθρωποι και δύσκολο να τις διαβάσουν επίσης. Αντιθέτως, ο Θεός προμήθευσε ένα μόνο τόμο που μπορεί κανείς εύκολα να τον χειρισθή, καθώς επίσης και να τον αποκτήση εύκολα με τα οικονομικά του μέσα. Ωστόσο, είναι αρκετά κατανοητός ώστε να μας δίνη αυτό που χρειαζόμεθα. Απαντά στα βασικά μας ερωτήματα σχετικά με το ποιος είναι ο Θεός, ποιος είναι ο σκοπός της ζωής και τι φυλάσσει το μέλλον για μας.
Είναι αλήθεια ότι σε περασμένους καιρούς ο Θεός επεκοινώνησε και με άλλους τρόπους. Με τους πρώτους γονείς μας ο Θεός επικοινωνούσε πιο άμεσα. (Γεν. 3:8-13) Το ίδιο έκανε και με τον Νώε. (Γεν. 6:13-22) Σε διαφόρους καιρούς, έστειλε αγγέλους για να μεταδώσουν ωρισμένα μηνύματα σε συγκεκριμένα άτομα ή ομάδες.—Γεν. 22:11-18· Πράξ. 12:6-11.
Όσον καιρό η οικογένεια των δούλων του Θεού ήταν μικρή, αυτό ήταν πρακτικό. Αλλά με την αύξησι των δούλων του Θεού μέσω της γραμμής του Νώε και του Σημ, απαιτούντο περισσότερα. Με τον καιρό, το ευνοημένο έθνος Ισραήλ αριθμούσε αρκετά εκατομμύρια ανθρώπους, όταν έφυγαν από την Αιγυπτιακή δουλεία. Η σχέσις του Θεού με τους δούλους του δεν ήταν πια σχέσις ενός πατέρα που πολιτεύεται με λίγα μόνο παιδιά. Με μια τόσο μεγάλη οικογένεια τώρα, απαιτούντο γραπτοί κανονισμοί.
Η συγγραφή της Βίβλου άρχισε με τον «δάκτυλο» του Θεού που ανέγραψε τις Δέκα Εντολές για τον Μωυσή επάνω σε λίθινες πλάκες. (Έξοδ. 31:18) Κατόπιν, στη διάρκεια μιας περιόδου 1.600 περίπου ετών, σαράντα περίπου συγγραφείς κατευθύνθησαν από την ενεργό δύναμι του Θεού για να συμβάλουν στη συγγραφή των εξήντα έξη βιβλίων που αποτελούν τώρα τη Βίβλο. Αυτά τα άτομα, στα οποία «ενεπιστεύθησαν τα λόγια του Θεού,» ήσαν όλοι πιστοί δούλοι του Ιεχωβά.—Ρωμ. 3:2.
Η πρακτικότης του να έχωμε άγγελμα του Θεού σε μορφή βιβλίου εφάνη περισσότερο όταν ο Ιησούς είπε στους ακολούθους του: «Θέλετε λάβει δύναμιν, όταν επέλθη το άγιον πνεύμα εφ’ υμάς, και θέλετε είσθαι εις εμέ μάρτυρες και εν Ιερουσαλήμ και εν πάση τη Ιουδαία και Σαμαρεία και έως εσχάτου της γης.» (Πράξ. 1:8) Είπε επίσης τα εξής: «Και θέλει κηρυχθή τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τη οικουμένη προς μαρτυρίαν εις πάντα τα έθνη, και τότε θέλει ελθεί το τέλος.»—Ματθ. 24:14.
Επειδή το άγγελμα του Θεού υπάρχει σε γραπτή μορφή, κατέστη δυνατόν να μεταφρασθή σε όλες τις γλώσσες. Το γεγονός ότι ο ίδιος ο Θεός κατηύθυνε μια αλλαγή στις γλώσσες από την Εβραϊκή στην Αραμαϊκή και στην Ελληνική όταν ενέπνευσε τη συγγραφή της Βίβλου, δείχνει ότι αυτό ήταν κατάλληλο. Και καθώς ο Θεός επέβλεπε την εξάπλωσι του Λόγου του, εφρόντισε ώστε, άσχετα με τον αριθμό των γλωσσών στις οποίες ο Λόγος του μετεφράσθη, το άγγελμά του να παραμένη αναλλοίωτο. Έτσι, σήμερα, ο γραπτός του Λόγος είναι διαθέσιμος σε μια πρακτική, επωφελή, αξιόπιστη μορφή σε εκατοντάδες γλώσσες. Είναι διαθέσιμος σε ανθρώπους όλων των εθνών.
Το γεγονός ότι το χέρι του Θεού κατηύθυνε τη συγγραφή, μεταβίβασι και διατήρησι του Λόγου του μπορεί να φανή από τη φροντίδα και το βαθμό στον οποίον έγινε η αντιγραφή της Βίβλου. Ο Εβραίος λόγιος Γ. Χ. Γκρην δήλωσε για το Εβραϊκό τμήμα των Γραφών: «Μπορεί να λεχθή με ασφάλεια ότι κανένα άλλο έργο της αρχαιότητος δεν έχει μεταβιβασθή με τόση ακρίβεια.» Και για το Ελληνικό τμήμα, ο λόγιος Τζακ Φίνεγκαν έγραψε: «Με τον καιρό, η στενή σχέσις μεταξύ των αρχαιοτέρων χειρογράφων της Καινής Διαθήκης και των πρωτοτύπων κειμένων είναι πολύ εκπληκτική. . . . Η σταθερότης με την οποία έχει γραφή η Καινή Διαθήκη υπερβαίνει τη σταθερότητα οποιουδήποτε αρχαίου βιβλίου.»
Αλλ’ όλα αυτά έπρεπε ν’ αναμένωνται, επειδή η Βίβλος έφθασε σ’ εμάς ‘ουχί ως λόγος ανθρώπων, αλλά καθώς είναι αληθώς λόγος Θεού.’ (1 Θεσσ. 2:13) Έτσι, σήμερα, για την πίστι εκείνων οι οποίοι επιθυμούν να λατρεύσουν τον Θεό με τον ορθό τρόπο, ο Θεός στοργικά προμήθευσε για τη συγγραφή ενός βιβλίου, το οποίο είναι «λύχνος εις τους πόδας μου . . . και φως εις τας τρίβους μου.»—Ψαλμ. 119:105.