Το Δικαστήριο Επαναβεβαιώνει την Ελευθερία Κηρύγματος από Θύρα σε Θύρα
ΗΤΑΝ μια ζεστή μέρα στις αρχές του Ιουνίου 1977. Δύο καλοντυμένα ζεύγη έκαναν φιλικές επισκέψεις από σπίτι σε σπίτι στο Λαντιού του Μισσούρι, ένα προάστιο της πόλεως του Σεντ Λούις. Οι επισκέπτες μιλούσαν στους οικοδεσπότες για την κατάρρευσι της οικογενειακής ζωής σ’ αυτούς τους ταραχώδεις καιρούς και υποδείκνυαν τα οφέλη της οικογενειακής Γραφικής μελέτης. Δεν θα μπορούσε κανείς να φανταστή μια πιο αθώα και υποβοηθητική δραστηριότητα.
Ωστόσο, ξαφνικά, σ’ αυτό το ειρηνικό σκηνικό εμφανίζονται αστυνομικοί αξιωματούχοι της πόλεως Λαντιού. Τα τέσσερα άτομα συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν στο αστυνομικό τμήμα. Οι δύο άνδρες, που ήσαν και οι δυο διάκονοι, κατηγορήθηκαν για διάπραξι αδικήματος κάτω από ένα τοπικό κανονισμό!
Γιατί; Μήπως πραγματικά διέπρατταν κάποιο αδίκημα μιλώντας στους ανθρώπους για την Αγία Γραφή; Γιατί ήθελε η αστυνομία να τους σταματήση; Μήπως επρόκειτο για κάποια καινούργια δραστηριότητα, κάτι που δεν μπορούσαν να καταλάβουν οι αρχές;
Μια Σεβαστή Συνήθεια
Αποτελεί πασίγνωστο ιστορικό γεγονός το ότι ακόμη και ο Ιησούς και οι απόστολοί του επισκέπτονταν τους ανθρώπους στα σπίτια τους για να μιλήσουν για το Λόγο του Θεού. Αυτή η σεβαστή συνήθεια συνεχίζεται μέχρι τον 20ο μας αιώνα.
Εξέχοντες και γνωστοί στον τομέα αυτό είναι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ωστόσο, στις δεκαετίες 1930 και 1940 στις Ηνωμένες Πολιτείες, διατυπώθηκε η κατηγορία κάτω από μερικούς κοινοτικούς κανονισμούς ότι αυτοί οι Χριστιανοί ευαγγελιστές χρειάζονταν εμπορικές άδειες σαν «πλανώδιοι πωλητές» ή «πλασιέ.» Επειδή οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ενασχολούντο σ’ ένα μη κερδοσκοπικό θρησκευτικό έργο, αξίωσαν ότι η εγγύησις θρησκευτικής ελευθερίας που παρέχει το Σύνταγμα των Η.Π., ήταν η μόνη άδεια που χρειάζονταν.
Σε μια Ιστορική απόφασι του 1943, το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών έθεσε τέρμα στην παρενόχλησι κατά των Μαρτύρων του Ιεχωβά κάτω απ’ αυτούς τους κακώς εφαρμοζόμενους κανονισμούς. Η πλειοψηφική απόφασις που εγράφη από τον Δικαστή κ. Ντάγκλας, ήταν σαφής και ισχυρά δικαιολογημένη:
«Η διανομή θρησκευτικών φυλλαδίων αποτελεί μια πανάρχαια μορφή ιεραποστολικού ευαγγελισμού—τόσο παλιά όσο και η ιστορία της τυπογραφίας. Υπήρξε ισχυρή δύναμις σε διάφορα θρησκευτικά κινήματα σ’ όλη τη διάρκεια των ετών. . . .
«Αυτή η μορφή θρησκευτικής δράσεως χαίρει της ίδιας υψηλής εκτιμήσεως κάτω από την Πρώτη Τροπολογία όπως ακριβώς και η λατρεία στις εκκλησίες και το κήρυγμα από τους άμβωνες.
«Αποτελεί διαστρέβλωσι των καταγεγραμμένων γεγονότων η περιγραφή του έργου τους σαν επάγγελμα βιβλιοπώλου.»
Αλλά αν ο νόμος προστατεύη αυτή τη μορφή θρησκευτικής δράσεως, γιατί οι δύο διάκονοι που έκαναν επισκέψεις στα σπίτια των κατοίκων του Λαντιού συνελήφθησαν και κατηγορήθηκαν;
Μια Νέα Νομική Επίθεσις
Το 1974, κάτω από την καθοδηγία του συνηγόρου της πόλεως Λαντιού, άρχισε μια σειρά βαθμιαίας καταπατήσεως των θρησκευτικών δραστηριοτήτων των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Σκοπός αυτών των ενεργειών στην αρχή ήταν να τεθή περιορισμός και τελικά ν’ απαγορευθή τελείως στους Μάρτυρες να επισκέπτωνται τους ανθρώπους της πόλεως στα σπίτια τους.
Το 1976 το Συμβούλιο της Πόλεως θέσπισε μια ειδική διάταξι, σύμφωνα με την οποία αποτελούσε αδίκημα για οποιονδήποτε να πηγαίνη από θύρα σε θύρα στο Λαντιού. Ωστόσο, από τη διάταξι αυτή εξαιρούντο όλες οι εκκλησίες που υπήρχαν στην πόλι. Εξαιρούντο όλοι οι πολιτικοί επισκέπτες. Εξαιρούντο όλοι οι διανομείς εφημερίδων. Εξαιρούντο όποιοι έκαναν φιλανθρωπικούς εράνους από οργανισμούς που τους ενέκρινε η Επιτροπή Φιλανθρωπικών Εράνων.
Το τελικό αποτέλεσμα ήταν απλό: η διάταξις αυτή χρησιμοποιήθηκε με σκοπό να σταματήση το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά και κανενός άλλου! Έτσι, δόθηκαν στην αστυνομία οι εξής οδηγίες:
«Για να μπορή ένας Μάρτυς του Ιεχωβά να κηρύττη την Αγία Γραφή από θύρα σε θύρα στο Λαντιού, πρέπει να πάρη πρώτα άδεια . . . η οποία θα συμπληρώνεται από αστυνομική ανάκρισι και εξέτασι δακτυλικών αποτυπωμάτων.»
Φαντασθήτε! Να τους ανακρίνουν και να τους παίρνουν τα δακτυλικά αποτυπώματα σαν να ήσαν εγκληματίες επειδή επιθυμούσαν απλώς και μόνο να κηρύξουν την Αγία Γραφή!
Αλλ’ ακόμη και αν μπορούσε κάποιος να πάρη άδεια, είχε δοθή εντολή στην αστυνομία ν’ απαγορεύση την ελευθερία του τύπου. Σύμφωνα με τις οδηγίες που έδωσε ο αρχηγός της αστυνομίας, ‘θα μπορούσε κανείς να πάη από θύρα σε θύρα στο Λαντιού χρησιμοποιώντας μόνο την Αγία Γραφή· δεν επιτρεπόταν να ‘πουλά’ [διανέμη] περιοδικά ή βοηθήματα Γραφικής μελέτης.» Τα πλάγια γράμματα δικά μας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε διακηρύξει ότι το Σύνταγμα επιτρέπει στον καθένα να «κηρύττη δημοσία και από σπίτι σε σπίτι» και να δέχεται συνεισφορές από εκούσιους δότες. Ο κανονισμός της πόλεως Λαντιού ανέφερε ότι και οι δύο αυτές ενέργειες αποτελούσαν αδίκημα εκτός αν ο υποψήφιος αποτελούσε εξαίρεσι ή είχε πάρει άδεια!
Η Δίκη
Η πολιτεία προχώρησε σε πολιτική δικονομία στο Περιοδεύον Δικαστήριο της Κομητείας του Σεντ Λούις. Ζήτησε από το Δικαστήριο ν’ ανακηρύξη τη διάταξί της έγκυρη και νόμιμη. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά με τη σειρά τους αξίωσαν να διακηρυχθή ότι η διάταξις ήταν παράνομη και αντισυνταγματική.
Η υπόθεσις ορίσθηκε να εκδικασθή στις 5 Απριλίου 1979, ενώπιον του Δικαστή Φίλιπ Σγουίνυ. Η αίθουσα του δικαστηρίου ήταν ασφυκτικά γεμάτη από παρατηρητές, και πολλοί στέκονταν έξω. Η έντασις ήταν πολύ μεγάλη. Ανάμεσα στο ακροατήριο υπήρξαν και δημοσιογράφοι. Μια ομάδα που χειριζόταν μια τηλεοπτική κάμερα περίμενε απ’ έξω.
Η υπόθεσις άρχισε υπέρ της πόλεως. Ένας από τους μάρτυρές της που εκλήθη ήταν ο αρχηγός της αστυνομίας. Παραδέχθηκε ότι δεν είχε ζητηθή άδεια από κανέναν άλλο μη κερδοσκοπικό οργανισμό εκτός από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Όλοι οι άλλοι μπορούσαν να επισκέπτωνται τα σπίτια των ανθρώπων χωρίς καμμιά εξέτασι δακτυλικών αποτυπωμάτων και άλλες εξευτελιστικές απαιτήσεις.
Στο τέλος της υποθέσεως της πόλεως οι εναγόμενοι παρουσίασαν τα στοιχεία τους. Πρώτος μάρτυς ήταν ο κ. Τζέιμς Χίντον, ο οποίος είχε φυλακισθή στην πόλι Λαντιού. Ο κ. Χίντον εξήγησε ότι ήταν διάκονος των Μαρτύρων του Ιεχωβά και είχε πάει στο Λαντιού για να επισκεφθή τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί. Πώς ανταποκρίθηκαν οι οικοδεσπότες; Απάντησε ως εξής:
«Οι άνθρωποι στους οποίους μιλήσαμε ήσαν πολύ ευγενικοί. Μόνοι τους διερωτήθηκαν γιατί δεν είχαμε εμφανισθή εδώ και καιρό. . . .
Μόνο μία κυρία που συναντήσαμε το πρωί δεν δέχτηκε τα έντυπα. Είπε ότι ήταν Καθολική και εκτιμούσε πραγματικά το έργο που κάναμε, το ότι είμαστε οι μόνοι που πηγαίναμε από θύρα σε θύρα κάνοντας ευαγγελιστικό έργο.»
Η πόλις προσπάθησε να ισχυρισθή ότι επρόκειτο για κάποιο κερδοσκοπικό «έρανο.» Αλλά ο κ. Χίντον εξήγησε ότι τα έξοδα που είχε χρησιμοποιώντας το αυτοκίνητό του καθώς επισκεπτόταν τους ανθρώπους ήταν πολύ μεγαλύτερα απ’ όλες τις προσφορές που έλαβε ποτέ για τα έντυπα.
Ο δεύτερος μάρτυς υπερασπίσεως ήταν ο κ. Άλβυν Φρανκ, επίσκοπος περιφερείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά στις πολιτείες Μισσούρι, Ιλλινόις και Αρκάνσας. Ο κ. Φρανκ μίλησε για την πρακτική εξήγησι του ευαγγελιστικού έργου από θύρα σε θύρα:
«Πιστεύομε ότι έχομε υποχρέωσι προς τους γείτονές μας να τους μεταδώσωμε αυτά που μάθαμε από τις Γραφές, το ηθικό περιεχόμενο των Γραφών. Μπορέσαμε να βοηθήσωμε χιλιάδες χιλιάδων νεαρών που αντιμετωπίζουν προβλήματα με το οινόπνευμα, προβλήματα με το σπίτι τους, και όσα μπορείτε να ονομάσετε. Πιστεύομε και γνωρίζομε ότι η Αγία Γραφή ασχολείται με τέτοιες υποθέσεις.
«Πιστεύομε ότι η Γραφή είναι ο Λόγος τον Δημιουργού και υπήρξε πολύ αποτελεσματική επί χίλια εννεακόσια χρόνια παρέχοντας βοήθεια στους ανθρώπους, και ότι η Χριστιανοσύνη δεν θα έχη κανένα αποτέλεσμα αν δεν έλθωμε σε προσωπική επαφή με τα άτομα.»
Ο Δικαστής Σγουίνυ διεξήγε μια αξιοπρεπή και αμερόληπτη δίκη. Έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον καθώς άκουγε τις αποδείξεις καθώς επίσης και τις αγορεύσεις των νομικών συμβούλων. Ζήτησε, επίσης, και γραπτή αγόρευσι.
Γραπτές Αγορεύσεις
Τι γραπτές αγορεύσεις παρουσίασαν οι συνήγοροι στα υπομνήματά τους προς το Δικαστή Σγουίνυ; Υπήρχαν τέσσερα κύρια σημεία διαφωνίας.
(1) Προστατεύει Ακόμη το Σύνταγμα την Ελεύθερη Δημόσια Συζήτησι; Ναι, επειδή το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών είχε διασαφηνίσει πριν από 40 σχεδόν χρόνια ότι η ελευθερία κάτω από το Σύνταγμα περιελάμβανε το δικαίωμα να ενασχολήται κανείς σε δημόσιο ιεραποστολικό-ευαγγελιστικό έργο. Όπως δήλωσε ο Δικαστής Γουίλ, ένας ομοσπονδιακός δικαστής στο Σικάγο, σε μια υπόθεσι το 1973: «Το συνταγματικό ανεφάρμοστο αυτής της μορφής διατάξεως στις θρησκευτικές δραστηριότητες ήταν ένα θέμα που είχε κλείσει εδώ και δεκαετίες.»
Το Ανώτατο Δικαστήριο επαναβεβαίωσε, με μια απόφασι το 1978, το ζωτικό δικαίωμα της ελεύθερης ροής της θρησκευτικής σκέψεως, δηλώνοντας:
«Το δικαίωμα της ελευθέρας ασκήσεως της θρησκείας, χωρίς αμφιβολία, περιλαμβάνει το δικαίωμα του κηρύγματος, του προσηλυτισμού, και της εκτελέσεως άλλων παρόμοιων θρησκευτικών λειτουργιών.»
Ο Δικαστής Μπρένναν συμφώνησε λέγοντας:
«Οι θρησκευτικές ιδέες, πολύ λιγότερο από οποιεσδήποτε άλλες, μπορούν ν’ αποτελέσουν το αντικείμενο λογομαχίας που είναι ‘ανεμπόδιστη, ρωμαλέα, και ανοιχτή στο κοινό . . .’ Η κυβέρνησις μπορεί να μην παρεμβαίνη στις προσπάθειες προσηλυτισμού ή λατρείας σε δημόσιους χώρους.»
(2) Χρειάζεται ένας Κήρυκας Άδεια; Το υπόμνημα των Μαρτύρων του Ιεχωβά έδειξε ότι η απαίτησις του Λαντιού να έχη ένας κήρυκας άδεια δεν ήταν πολύ πρωτότυπη. Στην πραγματικότητα, εμφανίστηκε στα Αγγλικά νομικά βιβλία πριν από 600 σχεδόν χρόνια! Το ίδιο ακριβώς επιχείρημα χρησιμοποίησαν και οι εξεταστές του Δικαστηρίου της Ιεράς Εξετάσεως εναντίον του Ιωάννου Ουίκλιφ το 1388. Τον είχαν κατηγορήσει ότι δίδασκε:
«Ότι είναι νόμιμο για οποιονδήποτε, είτε πρόκειται περί διακόνου είτε περί ιερέως, να κηρύττη το Λόγο του Θεού χωρίς τις αρχές ή άδεια της Αποστολικής Θαλάσσης ή κάποιου άλλου σωματείου της.»
Το βασικό επιχείρημα των ιεροεξεταστών ήταν ότι σε κανέναν δεν έπρεπε να επιτρέπεται «να κηρύττη το Λόγο του Θεού» χωρίς επίσημη άδεια. Αυτό το ίδιο επιχείρημα διατυπώθηκε στο Λαντιού 596 χρόνια αργότερα!
Αλλά ο όλος σκοπός των ελευθεριών που περιλαμβάνει το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν να καταργήση τους κακόβουλους περιορισμούς της Ιεράς Εξετάσεως. Η εγγύησις που δίνει η Αμερικανική Διακήρυξις των Πολιτικών Δικαιωμάτων για «ελεύθερη άσκησι θρησκείας» είναι αυτή καθ’ εαυτή άδεια! Καμμιά κυβέρνησις, δημοτική, κρατική ή εθνική, δεν μπορεί ν’ απαιτήση κάτι άλλο!
(3) Μήπως η Τοπική Αυτή Διάταξις Συμβάλλει στον Έλεγχο του Εγκλήματος; Ο συνήγορος της πόλεως Λαντιού ισχυρίστηκε ότι ο σκοπός για την απόκτησι άδειας ήταν να είναι σε θέσι η αστυνομία να γνωρίζη ποιος πήγαινε από σπίτι σε σπίτι. Μερικοί άνθρωποι που επισκέπτονται τα σπίτια των ανθρώπων μπορεί να είναι εγκληματίες, ισχυρίσθηκε. Παραδέχθηκε, όμως, ότι δεν υπήρχε και ότι δεν υπάρχει αιτία ν’ αμφιβάλλη κανείς για το αν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι έντιμοι άνθρωποι.
Το υπόμνημα των Μαρτύρων του Ιεχωβά έδειξε ότι η διάταξις του Λαντιού δεν παρείχε, στην πραγματικότητα, καμμιά προστασία από εγκληματίες. Εξαιρούσε όλες τις ομάδες εκτός από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι, κατά γενική ομολογία, είναι άνθρωποι με καλό χαρακτήρα. Πώς θα μπορούσαν να τεθούν κάτω από έλεγχο οι εγκληματίες από νόμους που χρησιμοποιούνται μόνο για να εμποδίσουν έντιμους, νομοταγείς ανθρώπους;
(4) Ήταν Αναγκαία Έγκρισις από την Επιτροπή Φιλανθρωπικών Εράνων; Η μοναδική λειτουργία αυτής της επιτροπής ήταν να επιβλέπη το έργο οργανώσεων που έκαναν χρηματικούς εράνους, όχι τους οργανισμούς που ενασχολούντο με τη διδασκαλία και το κήρυγμα, όπως οι Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Τα δικαστήρια έχουν δείξει ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ της παραδοσιακής μορφής φιλανθρωπίας που εκλιπαρεί για χρήματα, από τη μια πλευρά, και της μορφής μη κερδοσκοπικού οργανισμού που ενασχολείται κυρίως στη διάδοσι πληροφοριών, από την άλλη πλευρά. Οι εκδόσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά, που βασίζονται στην Αγία Γραφή, αποτελούν απλώς μέσον για την εξήγησι των δοξασιών τους. Η χαμηλή τιμή των εκδόσεών τους συμπίπτει απλώς με τη διακήρυξι των απόψεών τους. Δεν πρόκειται για «έρανο» με την έννοια του νόμου. Ούτε υπεισέρχεται κάτω από την επίβλεψι νομοθετικών σωμάτων όπως είναι η Επιτροπή Φιλανθρωπικών Εράνων.
Μια Θαρραλέα Απόφασις
Στις 24 Μαΐου 1979, ο Κριτής Σγουίνυ ανακοίνωσε την απόφασί του. Πρώτα-πρώτα, επαίνεσε την έντιμη διαγωγή των Μαρτύρων του Ιεχωβά, όπως απέδειξαν οι μαρτυρίες, δηλώνοντας: «Οι εναγόμενοι εδώ ήσαν υπεύθυνα άτομα αδιαφιλονίκητου καλού χαρακτήρος. Οι επισκέψεις που έκαναν στους κατοίκους του Λαντιού ήσαν υπεράνω αντιλογίας ή διαφωνίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι οικοδεσπότες τούς δέχονταν καλά· όταν το άτομο δεν ενδιαφερόταν για το άγγελμα τους, εκείνοι έφευγαν με ευγένεια χωρίς επεισόδια. Δεν μπορεί να υπάρξη αμφιβολία κάτω από τις αποδείξεις που παρουσιάσθηκαν ότι η δραστηριότητα στην οποία μετείχαν ήταν Θρησκευτική και Καθόλου Εμπορική και διεξάγετο με οικονομική ζημία των εναγομένων λόγω των πεποιθήσεών του, και του ελατηρίου τους.»
Κατόπιν, ο δικαστής ανακήρυξε παράνομη τη διάταξι του Λαντιού. Ήταν μεροληπτική, διότι εξαιρούσε ωρισμένες εκκλησίες και φιλανθρωπικούς οργανισμούς καθώς επίσης και όλες τις πολιτικές ομάδες, ενώ επιζητούσε να σταματήση άλλες.
Επί πλέον, ο Δικαστής Σγουίνυ ανακήρυξε τη διάταξι αντισυνταγματική επειδή προσπαθούσε να θέση υπό έλεγχο την ελεύθερη επικοινωνία. Εξήγησε: «Επειδή η περί ης ο λόγος Διάταξις έχει σκοπό να θέση κάτω από κανονισμούς την ελευθερία του λόγου, ιδεών ή θρησκευτικής σκέψεως είναι μη εκτελεσταία και άκυρη, επειδή η κυβέρνησις δεν μπορεί νόμιμα να προστατεύση τους πολίτες της από την ελεύθερη ροή θρησκευτικών ή πολιτικών σκέψεων και ιδεών.» Η απόφασις κατέληγε ως εξής:
«Για τους ανωτέρω λόγους, το Δικαστήριο Βρίσκει, Κηρύσσει, και Ψηφίζει ότι απαγορεύεται νομίμως στην Πόλι Λαντιού η επιβολή της ανωτέρω διατάξεως επειδή η διάταξις αυτή τείνει να εμποδίση τους εναγομένους και άλλα μέλη των Μαρτύρων του Ιεχωβά στις δραστηριότητες που ανεφέρθησαν ανωτέρω. Τα δικαστικά έξοδα επιβαρύνουν την Ενάγοντα.»
Έτσι, ανεκόπη αιφνίδια μια δημοτική προσπάθεια να αμφισβητηθούν βασικές ανθρώπινες ελευθερίες από την απόφασι ενός θαρραλέου και διορατικού δικαστή ο οποίος επανεβεβαίωσε την ελευθερία κηρύγματος από θύρα σε θύρα.