Στα Νύχια του Θανάτου
Ένας άνδρας που επέζησε από καταστροφή στη Βόρεια Θάλασσα αφηγείται την ιστορία του
«ΑΙΣΘΑΝΘΗΚΑ την πλατφόρμα να βουλιάζη κάτω από τα πόδια μου και μέσα σε δευτερόλεπτα βρισκόμουν στο νερό. Βούλιαζα, βούλιαζα, βούλιαζα,» θυμάται ο Γιάνσεν. Αλλά βγήκε ζωντανός!
Ο Γίαν Όττο Γιάνσεν, ηλικίας 23 ετών από το Γκρίμσταντ της Νορβηγίας, βρισκόταν σε θέσι υπηρεσίας στην πλατφόρμα—ξενοδοχείο «Αλεξάντερ Λ. Κείλλαντ» όταν αναποδογύρισε στη μέση της Βόρειας Θάλασσας στις 27 Μαρτίου 1980. Από τους 212 άνδρες που βρίσκονταν στην πλατφόρμα, οι 123 έχασαν την ζωή τους στη χειρότερη συμφορά της Νορβηγίας σε καιρό ειρήνης αυτόν τον αιώνα.
Η πλατφόρμα ήταν μια γιγαντιαία κατασκευή, με συνολικό ύψος 99 μέτρων (325 ποδιών) από τα κατώτατα τρυπάνια ως την κορυφή του πύργου του γεωτρύπανου. Είχε μετατραπή από γεωτρύπανο σε πλατφόρμα—ξενοδοχείο και βρισκόταν δίπλα στη μόνιμη χαλύβδινη πλατφόρμα «Έντα» στις πετρελαιοπηγές του Έκοφισκ,
Εκείνη τη νύχτα ο Γιάνσεν ήταν κάτω σε μια μικρή αίθουσα κινηματογραφικών προβολών της πλατφόρμας ξενοδοχείου. Θυμάται: «Άκουσα ένα μπαμ, έπειτα άλλο ένα. Στην αρχή νόμισα ότι ήταν κάποιο μεγάλο κύμα που χτύπησε πάνω στο κατάστρωμα της πλατφόρμας, επειδή είχαμε άσχημο καιρό. Έπειτα ακούσαμε ένα τρίτο μπαμ και ξαφνικά ολόκληρη η πλατφόρμα έγειρε. Μέσα σε δευτερόλεπτα το κατάστρωμα βρισκόταν σε γωνία 35 ως 40 μοιρών.» Προφανώς κάποιο ζεύγμα είχε κοπή κάνοντας έναν από τους πέντε κύριους δοκούς στηρίξεως της πλατφόρμας να σπάση.
Όλοι βγήκαν έξω από την αίθουσα του κινηματογράφου. Αλλά ψηλότερα στην πλατφόρμα, εκείνοι που βρίσκονταν σε μια μεγαλύτερη αίθουσα παγιδεύθηκαν—δεν μπορούσαν να φθάσουν στις πόρτες εξαιτίας της κλίσεως του δαπέδου.
«Βγήκα στο διάδρομο και προσπάθησα ν’ ανεβώ προς τα πάνω. Μερικοί είχαν πανικοβληθή. Ακούγονταν κραυγές. Μερικοί είχαν πέσει και είχαν χτυπήσει και όλοι μας ήμασταν τρομαγμένοι.
«Μπόρεσα να σπρώξω και ν’ ανοίξω μια έξοδο κινδύνου, μια χαλύβδινη πόρτα. Έπρεπε να την σπρώξω προς τα πάνω και ήταν πολύ βαρειά. Όταν επιτέλους κατόρθωσα να την ανοίξω, σκαρφάλωσα έξω στο γλιστερό κατάστρωμα. Αλλά για τους παγωμένους χειμερινούς ανέμους, τα ρούχα που φορούσα ήσαν πολύ ελαφρά.» Η θερμοκρασία ήταν περίπου πέντε βαθμοί Κελσίου (41° F) και οι άνεμοι είχαν τη δύναμι θύελλας.
Ανεβαίνοντας μια σκάλα, ο Γιάνσεν κατώρθωσε να φθάση μια από τις σωσίβιες λέμβους, στο πιο ψηλό σημείο του κεκλιμένου καταστρώματος.
Μέσα στη Θάλασσα!
«Μερικοί μπήκαν στη σωσίβια λέμβο, αλλ’ εγώ δεν τόλμησα,» λέει, «Όταν την κατέβασαν, συντρίφτηκε προσκρούοντας στην πλατφόρμα. Απ’ ό,τι ξέρω, μόνο ένας από τους άνδρες που μπήκαν στην βάρκα βγήκε ζωντανός—και περίπου δέκα άλλοι έχασαν τη ζωή τους.»
Ενώ παρακολουθούσε αυτά, ο Γιάνσεν πήρε ένα σωσίβιο και το φόρεσε. Αργότερα ήλθαν και άλλοι, αλλά δεν υπήρχαν αρκετά και γι’ αυτούς,
«Το κατάστρωμα έγερνε ακόμη περισσότερο και καταλάβαμε ότι έπρεπε να πέσωμε στο νερό,» θυμάται ο Γιάνσεν. «Προσπαθήσαμε να κατέβουμε ένα από τα γιγαντιαία στηρίγματα ή πόδια. Είχε διάμετρο οχτώ μέτρα [28 πόδια] και εξείχε τώρα από το κατάστρωμα σχεδόν σε οριζόντια θέσι, ψηλά πάνω από το νερό. Πρέπει να ήταν 20 μέτρα [85 πόδια] ως την επιφάνεια. Άλλοι έσπασαν παράθυρα των καταλυμάτων κι έπειτα κατέβηκαν περπατώντας πάνω στους τοίχους.»
Τώρα όλα συνέβαιναν πολύ γρήγορα.
«Η πλατφόρμα έγερνε όλο και περισσότερο. Κρατιόμασταν σ’ ένα καλώδιο πάχους 10 εκατοστών [4 ιντσών] που ακολουθούσε το στήριγμα προς τα κάτω. Ξαφνικά το καλώδιο έσπασε δημιουργώντας πυροτεχνήματα από σπίθες γύρω μας. Ευτυχώς δεν χτυπήθηκα απ’ αυτό. Αλλά ένας άνδρας χτυπήθηκε κι έπεσε στη θάλασσα.»
Αμέσως μετά η πλατφόρμα βυθίσθηκε. Ευτυχώς, ο Γιάνσεν φορούσε το σωσίβιο. Πάλεψε με το νερό μέχρις ότου επανήλθε στην επιφάνεια.
Το «Αλεξάντερ Λ. Κείλλαντ» είχε αναποδογυρίσει. Τα τέσσερα εναπομένοντα πόδια της πλατφόρμας εξείχαν από το νερό. Πολλοί από τους φίλους του Γιάνσεν παγιδεύθηκαν σε δωμάτια και διαδρόμους μέσα στην γιγάντια πλατφόρμα, 40 ως 50 μέτρα (130 ως 160 πόδια) κάτω από την επιφάνεια.
«Είδα μια λέμβο περισυλλογής. Είχε ζημιές και ήταν γεμάτη νερό, αλλά μπήκα σ’ αυτή και αργότερα έσυρα άλλους τέσσερις επάνω,» λέει.
Τις επόμενες λίγες ώρες τα κύματα έφθασαν σε ύψος 15 μέτρων (50 ποδιών). Οι άνεμοι είχαν τη δύναμι κυκλώνα.
«Καθώς η βάρκα μας σκαμπανέβαζε από τον άνεμο και τα κύματα, είδαμε πολλούς ανθρώπους μέσα στη θάλασσα. Μερικοί ήσαν τραυματισμένοι. Άλλοι έπλεαν με τα κεφάλια μπρούμυτα, ακίνητοι.»
Από το κατάστρωμα της γειτονικής πλατφόρμας—γεωτρύπανου «Έντα,» 30 μέτρα (100 πόδια) πάνω από την επιφάνεια του νερού, έρριχναν λαστιχένιες βάρκες στους άνδρες που ήσαν κάτω και πάλευαν για τη ζωή τους. Οι περισσότερες από τις βάρκες παρασύρθηκαν από τον άνεμο και τα κύματα, αλλά μερικά δυνατά χέρια έπιασαν μερικές και τις χρησιμοποίησαν. Ο Γιάνσεν έπιασε, μια απ’ αυτές.
«Η βάρκα έπλεε αναποδογυρισμένη, αλλά τη γυρίσαμε, και τρεις από μας κατορθώσαμε να σκαρφαλώσωμε πάνω. Ήμασταν μέχρι τη μέση στο νερό. Αλλ’ η βάρκα είχε τέντα από πάνω, κι αυτό μας παρείχε προστασία από τους παγωμένους ανέμους. Σε λίγα λεπτά, μπορέσαμε να σύρωμε περισσότερους ανθρώπους από το νερό, ώσπου φθάσαμε τους εννιά πάνω σ’ αυτή τη βάρκα.»
Όλα συνέβαιναν πολύ γρήγορα.
«Χρειάσθηκαν μόνο 10 ως 15 λεπτά από τότε που ακούσθηκε το πρώτο μπαμ, ώσπου να αναποδογυρίση η πλατφόρμα και δεν νομίζω ότι πέρασε περισσότερο από ένα τέταρτο της ώρας από τότε που πέσαμε στο νερό μέχρις ότου ανεβήκαμε στη λαστιχένια βάρκα.»
Αλλά κατόπιν περιπλανήθηκαν για τρεις ώρες περίπου,
«Τα κύματα γίνονταν όλο και μεγαλύτερα. Οι περισσότεροι από μας πάθαμε ναυτία και κάναμε εμετό. Ένας είχε άσχημη πληγή στο κεφάλι και φαινόταν κάπως ζαλισμένος, αλλά κατώρθωσε να καθήση όρθιος. Αργότερα αρχίσαμε να βλέπωμε λέμβους βοηθείας. Μερικές φορές ήλθαν πολύ κοντά, αλλά τα κύματα ήσαν τόσο ψηλά ώστε αμφιβάλλω αν μας είδαν.
Ένα Ελικόπτερο Πάνω Μας
Πάνω στην μικροσκοπική λαστιχένια βάρκα, καθώς οι άνδρες συνέρχονταν σιγά-σιγά, άρχισαν να χτυπούν και να χάνουν μασσάζ ο ένας στον άλλο, για να διατηρηθούν ζεστοί. Έκανε τσουχτερό κρύο. Δεν πίστευαν ότι θα τους περισυνέλεγαν πριν από την αυγή.
«Όλη την ώρα ακούγαμε ελικόπτερα,» θυμάται ο Γιάνσεν, «αλλά μας προσπερνούσαν. Ξαφνικά, γύρω στις 11, μια ισχυρή δέσμη φωτός συγκεντρώθηκε στο άνοιγμα της τέντας της βάρκας μας. Ακούγαμε τον ήχο του ελικόπτερου όλο και πιο δυνατά, κοιτάξαμε έξω και είδαμε το ελικόπτερο να αιωρήται πάνω μας και να κατεβάζουν έναν άνθρωπο. Εξαιτίας των κυμάτων δεν μπόρεσε να φθάση στη βάρκα και ανυψώθηκε και πάλι.»
Το ελικόπτερο έκανε κύκλους από πάνω και όταν ξαναγύρισε ο άνδρας έπεσε ακριβώς πάνω στη μικρή βάρκα με το σύρμα διασώσεως.
«Όλα εντάξει;» ρώτησε· και χωρίς να περιμένη απάντησι έβαλε ένα ιμάντα γύρω από τον πρώτο από μας. Στη συνέχεια ανέβηκε στο Βρεταννικό στρατιωτικό ελικόπτερο που βρισκόταν πάνω μας. Ο ένας μετά τον άλλο, ανέβηκαν όλοι πολύ γρήγορα και ο τελευταίος που εγκατέλειψε την βάρκα ήταν ο Άγγλος.
«Το ελικόπτερο έκανε άλλη μια εφόρμησι γύρω, προς αναζήτησι κι άλλων ναυαγών, κι ύστερα, μετά από 20 λεπτά περίπου, μετέφερε εμάς τους εννιά στο ‘ξενοδοχείο Έκοφισκ’, μια μεγάλη πλατφόρμα που κατασκευάσθηκε σαν σταθερή πλατφόρμα για να εξυπηρετήση αποκλειστικά σαν καταλύματα. Οι άνδρες έτρεχαν δύο-δύο στο ελικόπτερο για να μας μεταφέρουν στο νοσοκομείο της πλατφόρμας. Εκεί, μας τύλιξαν με ζεστές κουβέρτες μας έδωσαν ζεστά ποτά και μας έκαναν μασσάζ.»
Ναυτικοί και αεροπόροι από πολλές χώρες έλαβαν μέρος στην επιχείρησι διασώσεως, τη μεγαλύτερη που συντονίσθηκε ποτέ στη Βόρεια Θάλασσα. Έλαβαν μέρος 2.000 άνδρες και 47 σκάφη, ενώ 24 ελικόπτερα και αεροπλάνα συμμετείχαν στην αναζήτησι ναυαγών.
«Ήμασταν οι πρώτοι που μεταφέρθηκαν στο ξενοδοχείο Έκοφισκ,» λέει. ο Γιάνσεν. «Όλοι μας, ακόμη και εκείνος που ήταν τραυματισμένος, είχαμε γλυτώσει. Στις 2:30 π.μ., ένα ελικόπτερο μας πήγε στο Νοσοκομείο Ρόγκαλαντ στο Στάβανγκερ της Νορβηγίας. Το επόμενο πρωί μού επετράπη να βγω από το νοσοκομείο και το ίδιο βράδυ ήμουν και πάλι με την οικογένεια μου στο Γκρίμσταντ, 24 ώρες αφότου είχε αρχίσει το κακό.»
Ο Γιάνσεν πιστεύει ότι ήταν τυχερός. Γλύτωσε, χωρίς τραύματα, και δεν είχε αργότερα προβλήματα νευρικής φύσεως. Το επάγγελμα του είναι χτίστης και είχε μόλις αναλάβει εργασία στη Βόρεια Θάλασσα, στη διάρκεια της νεκρής επαγγελματικής χειμωνιάτικης περιόδου. Τώρα σκοπεύει να παραμείνη στην ξηρά.
«Απρόβλεπτη Περίστασις»
Η διαφορά μεταξύ ζωής και θανάτου ήταν πολύ μικρή εκείνη τη νύκτα του Μαρτίου στη Βόρεια Θάλασσα. Ήταν ένα τρομερό παράδειγμα του πώς η σύμπτωσις μπορεί να αποφασίση αν θα ζήση ή θα πεθάνη ένας άνθρωπος—ή όπως το θέτει η Βίβλος: «Ο δρόμος δεν είναι εις τους ταχύποδας, ουδέ ο πόλεμος εις τους δυνατούς, . . . διότι καιρός και [απρόβλεπτη, ΜΝΚ] περίστασις συναντά εις πάντας αυτούς,»—Εκκλ. 9:11.
Όταν πλήττη η συμφορά, η καθαρή τύχη μπορεί συχνά να είναι ο αποφασιστικός παράγοντας. Αν ο Γιάν Όττο Γιάνσεν είχε πάει στον μεγάλο κινηματογράφο αντί στο μικρό, αν είχε μπει στη σωσίβια λέμβο αντί να σκαρφαλώση στο γιγάντιο πόδι της πλατφόρμας, αν είχε φθάσει πολύ αργά για να βρη σωσίβιο, αν κρατιόταν στο ατσάλινο καλώδιο όταν αυτό έσπασε, αν δεν είχε μπει στην βάρκα που καλυπτόταν με τέντα—σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ίσως να έχανε τη ζωή του αντί να επιζήση. Το ότι ήταν νέος, καλά γυμνασμένος, και εξοικειωμένος με το υποβρύχιο κολύμπι, χωρίς αμφιβολία βοήθησε, αλλά αυτοί δεν ήσαν οι αποφασιστικοί παράγοντες.
Αυτό που αποφασίζει σε τέτοιας περιστάσεις είναι όχι το ότι κάποιος κατατάσσεται στους ‘ταχείς’ ή τους «δυνατούς» αλλά ο καιρός και η «απρόβλεπτη περίστασις.» Δεν είν’ αλήθεια όπως διατείνονται μερικοί θρησκευτικοί ηγέτες, ότι ο Θεός ενεργεί μ’ ένα ιδιαίτερο τρόπο όταν πλήττουν τέτοιες συμφορές. Αντίθετα, μέσω της Βίβλου Εκείνος καθιστά σαφές ότι πολλά πράγματα στην ζωή είναι τυχαία περιστατικά.
Το ότι γλύτωσαν από τα νύχια του θανάτου ήταν κάτι σαν θαύμα για πολλούς από τους επιζήσαντες και τους έδωσε μια αίσθησι ευγνωμοσύνης για το ότι ήσαν ζωντανοί. Την ίδια αίσθησι ευγνωμοσύνης μπορεί να νοιώθουν και πολλοί από μας όταν διαβάζωμε μια ιστορία σαν αυτή. Σε τελευταία ανάλυσι, πρέπει να είμαστε ευγνώμονες για τη ζωή κάθε μέρα, επειδή έχομε καιρό για να κάνωμε λίγο καλό στους συναθρώπους μας και να δείξωμε ευγνωμοσύνη στο Δημιουργό μας—«διότι καιρός και [απρόβλεπτη] περίστασις» συναντούν όλους εμάς.