Προσευχή—Κενός Τύπος ή Επικοινωνία με Νόημα;
Η ΠΙΟ σπουδαία εορτή στην Ιαπωνία είναι η 1 ως 3 Ιανουαρίου, και διαρκεί πολλές μέρες καθώς όλοι προσπαθούν ν’ αρχίσουν σωστά τον καινούργιο χρόνο. Περισσότεροι από τον μισό πληθυσμό της Ιαπωνίας επισκέφθηκαν ένα εξωκκλήσι ή ναό στη διάρκεια των τριών πρώτων ημερών του 1979 για να προσευχηθούν να έχουν επιτυχία και καλή τύχη στη διάρκεια του ερχόμενου έτους.
Αν πηγαίνατε σεις μαζί τους, τι θα βλέπατε;
Να ένα άτομο που καθαρίζει τελετουργικά το στόμα και τα χέρια του σε μια βρύση κοντά στην είσοδο ενός Σιντοϊστικού ναού. Κατόπιν ανεβαίνει στο ναό και ρίχνει κάτι σ’ ένα μεγάλο κουτί προσφορών. Στη συνέχεια, φθάνει ψηλά και πιάνει ένα χονδρό πολύχρωμο σχοινί. Καθώς το χτυπά, ένα κομμάτι ξύλου προσκρούει σε μια καμπάνα, κάνοντας ένα κακόηχο «Κλανκ! Κλανκ!» Αφήνει το σχοινί και χτυπά τα χέρια του πολλές φορές, ύστερα τα κρατά ενωμένα και κάνει μερικές βαθειές υποκλίσεις. Ύστερα στρέφεται και φεύγει. Έτσι έγινε μια προσευχή.
Αλλά ποιος την άκουσε; Μήπως ήταν απλώς μια κενή τελετουργία; Αυτός ο λάτρης ειλικρινά πιστεύει ότι η προσευχή του εισακούσθηκε.
Προτού απομακρυνθή από τον αυλόγυρο του ναού, πηγαίνει σ’ ένα πάγκο για ν’ αγοράση ένα φυλαχτό ή χαϊμαλί, ίσως ένα σκέτο κομμάτι χαρτί με Κινέζικους χαρακτήρες, ή ένα βέλος με χαϊμαλιά καλής τύχης που κρέμονται απ’ αυτό.
Για ποιο πράγμα προσευχήθηκε; Πολύ πιθανόν για ειρήνη, ασφάλεια, ευτυχία και πλούτο. Όπως εκφράσθηκε ένας Σιντοϊστής ιερέας: «Προσφέρουν 100, 1.000 ή 10.000 γιέν [0,50 δολλάρια, 5 δολλάρια, 50 δολλάρια Η.Π.] αλλά προσεύχονται για εκατοντάδες χιλιάδων, και εκατομμύρια ακόμη. Δίνουν λίγα αλλά ζητούν πολλά.»
Ενώ πολλοί Ιάπωνες επισκέπτονται ναούς μόνο στην αρχή του νέου έτους, ακριβώς όπως ωρισμένοι κατ’ όνομα Χριστιανοί πάνε στην εκκλησία μόνο το Πάσχα, οι αφοσιωμένοι πιστοί κάνουν τακτικές επισκέψεις. Πολλά σπίτια έχουν μια καμιντάνα, ένα εικονοστάσιο με Σιντοϊκές εικόνες, ή ένα μπουτσουντάν, τον οικογενειακό Βουδδιστικό βωμό. Εκεί τα μέλη της οικογένειας μπορούν να αναπέμψουν προσευχές ανάβοντας ένα κερί από το οποίο ανάβουν λιβάνι. Γονατίζοντας μπροστά σ’ αυτό το βωμό χτυπούν πρώτα ένα καμπανάκι με ένα μικρό ξύλινο ραβδί και ύστερα απαγγέλλουν κατ’ επανάληψιν μια γραπτή προσευχή ή μερικές αποστηθισμένες λέξεις όπως «Ναμού-Αμίντα-Μπουτσού» (Δόξα στον Αμίντα Βούδδα.) Αυτό μπορεί να επαναληφθή με ψαλμωδική μονοτονία για 20 λεπτά, και για ώρες ακόμη.
Τι θα λεχθή για τους Ιάπωνες που ομολογούν ότι είναι Χριστιανοί; Αυτούς μπορεί να τους δήτε να πηγαίνουν σ’ ένα εκκλησιαστικό κτίριο όπου γονατίζουν για λίγα λεπτά, και προσεύχονται σιωπηλά ή ίσως και ψιθυριστά. Μερικοί διαβάζουν τις προσευχές τους από ένα βιβλίο. Μεταξύ αυτών είναι άτομα που προσεύχονται εδώ συχνά, ενώ άλλοι έρχονται μόνο όταν έχουν μια ειδική δοκιμασία. Άλλοι, μ’ ένα κομπολόι, απαγγέλλουν μια απομνημονευμένη φράσι κάθε φορά που περνά μια χάντρα από τα δάχτυλά τους. Κατά διαλείμματα στη διάρκεια αυτής της θρησκευτικής τελετουργίας μπορεί να προσηλώνουν το βλέμμα τους σ’ ένα ομοίωμα του εσταυρωμένου ή στην εικόνα ενός αγίου.
Υπάρχουν πάρα πολλοί τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι αναπέμπουν προσευχές! Χωρίς αμφιβολία, πολλοί απ’ αυτούς τους ανθρώπους είναι αφοσιωμένοι και ειλικρινείς. Αλλά, σχετικά με όλες αυτές τις προσευχές, καλά θα κάνωμε να ρωτήσωμε: Γίνεται επικοινωνία με νόημα—ή είναι απλώς ένας κενός θρησκευτικός τυπικισμός;
[Εικόνα στη σελίδα 5]
Γραπτές προσευχές δεμένες σε κλαδιά σ’ ένα Σιντοϊστικό ναό