Στρέφοντας την Προσοχή στην Εκκλησία των Φιλιππίνων
Από τον ανταποκριτή του «Ξύπνα!» στις Φιλιππίνες
ΤΟΥΣ περασμένους λίγους μήνες τα 40 εκατομμύρια των Καθολικών Φιλιππινέζων αδημονούσαν καθώς πλησίαζε η δεύτερη επίσκεψη του αρχηγού της εκκλησίας τους. Στην κυριολεξία, εκατομμύρια βγήκαν έξω να δουν τον Πάπα Ιωάννη Παύλο τον Β΄. Η κυβέρνηση κήρυξε δύο αργίες, τα σχολεία ήταν κλειστά και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με ανθρώπους που προσπαθούσαν να ρίξουν μια ματιά στον πάπα στη διάρκεια της εξαήμερης επισκέψεως του, από τις 17 ως τις 22 Φεβρουαρίου 1981.
Αλλά ήταν αυτή η εξωτερική επίδειξη θρησκευτικού ζήλου σημάδι ότι η Καθολική Εκκλησία βρίσκεται σε υγιή κατάσταση; Είναι πολύ αποκαλυπτικό ν’ αναφέρουμε τα σχόλια των ίδιων των Φιλιππινέζων, πολλοί από τους οποίους είναι Καθολικοί.
Η Μειονότητα Δραστήρια στην Πίστη
Ο Νηλ Χ. Κρουζ, εκδότης του περιοδικού Γουηκέντ, εντόπισε ένα πρόβλημα όταν σχολίαζε το γιατί το περιοδικό αφιέρωσε τόσο πολύ χώρο για την επίσκεψη. «Η απάντηση είναι ότι, μολονότι οι Φιλιππίνες είναι κατά το 85 τοις εκατό Καθολικής θρησκείας μετά από 460 χρόνια εκχριστιανισμού, όλα δεν είναι καλά στην επίσημη Καθολική Εκκλησία των Φιλιππίνων. Υπολογίζεται ότι μόνο το 10 τοις εκατό των Φιλιππινέζων Καθολικών πηγαίνουν στην εκκλησία.»
Τονίζοντας αυτή την ίδια απώλεια δραστήριων μελών, ο Τζ. Τ. Γκάτμποντον, αρθρογράφος του Έιζιαγουήκ, αναφέρει μια βασική αιτία, δηλώνοντας: «Στις Φιλιππίνες, όπως στη Λατινική Αμερική, και η νέα αστική μεσαία τάξη και οι μετανάστες φτωχοί εγκαταλείπουν την επίσημη εκκλησία κατά πλήθη επειδή φαίνεται ότι σχετίζεται όλο και πιο λίγο με τη ζωή τους. Αυτή η εγκατάλειψη αντανακλάται από την ελάττωση των ιερέων και τη μείωση σε εκκλησιαζόμενους.» Αυτή η απώλεια θρησκευτικών προσκλήσεων έχει φθάσει στο σημείο όπου, όπως πρόσφατα δήλωσε ο Μαρτσιάνο Γκούτσμαν, ένας ιερέας, «υπάρχουν μόνο κατά προσέγγιση 2.000 ιερείς που εξυπηρετούν τις πνευματικές ανάγκες 40 εκατομμυρίων Καθολικών.»
Μια άλλη αιτία που αναφέρθηκε ως προς το γιατί πολλά μέλη έπαυσαν να πηγαίνουν στην εκκλησία ελέχθη από τον Θεόδωρο Βαλένθια, ο οποίος έγραψε στην καθημερινή του στήλη: «Η αιτία που πολλοί Ρωμαιο-Καθολικοί δεν πηγαίνουν πια στην εκκλησία τις Κυριακές και τις υποχρεωτικές γιορτές είναι γιατί πολλοί ιερείς δεν εμπνέουν θρησκευτική λατρεία με τον ελεύθερο ακτιβισμό τους και την πολιτική επιθετικότητα τους.»
Τονίζοντας αυτή την αδρανή πίστη, ο τέως ιερέας Οράσιο ντε λα Κόστα δήλωσε ότι η θρησκεία είναι «κάτι που οι Φιλιππινέζοι μαθαίνουν όταν είναι παιδιά ή στο σχολείο σαν ένα αφηρημένο πράγμα ή σαν μια δοξασία ή ακαδημαϊκή άσκηση αλλά στην πραγματικότητα δεν γίνεται μέρος του εαυτού τους ή της καθημερινής τους ζωής.» Είναι κάτι «στο οποίο οι πιστοί δίνουν μια θεωρητική συγκατάθεση αλλά όχι πραγματική, ουσιαστική συναίνεση.» Ο πρόεδρος Μάρκος, επίσης, έλκυσε την προσοχή σε μια έλλειψη όταν είπε: «Εμείς που παρακολουθούμε απ’ έξω βλέπουμε την εκκλησία μας σαν την πηγή πνευματικότητας, και όμως στην κοινωνία μας βλέπουμε τη διάβρωση της ηθικής βάσεως της χώρας μας και του λαού μας. Εδώ βρίσκεται η αποτυχία της κυβερνήσεως αλλά ίσως, επίσης, και η αποτυχία της εκκλησίας μας.»
Πραγματοποιήθηκαν οι Ελπίδες Τους;
Η επίσκεψη του Πάπα Ιωάννη Παύλου του Β΄ ήταν ένας «σίφουνας» δραστηριότητας σε μια περιοδεία 3.000 χιλιομέτρων (1.860 μιλίων) μέσω επτά πόλεων των Φιλιππίνων. Το αποκορύφωμα αυτής της περιοδείας ήταν η πρώτη οσιοποίηση που έγινε από το Βατικανό, για τους 16 Καθολικούς που πέθαναν στην Ιαπωνία τον 17ο αιώνα, μεταξύ των οποίων κι ένας Φιλιππινέζος, ο Λορέντζο Ρουίζ.
Εκτός από τις λεγόμενες λειτουργίες που έγιναν σε πολλές τοποθεσίες, ο πάπας μίλησε για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η εκκλησία, όπως ακριβώς έκανε σε επισκέψεις του και σ’ άλλες χώρες. Έκανε σχόλια πάνω στα ανθρώπινα δικαιώματα και την ενίσχυση της οικογένειας, και επανέλαβε τη θέση της εκκλησίας στα τεχνητά αντισυλληπτικά και στην έκτρωση. Εξέφρασε την υποστήριξη του για τους φτωχούς και καταπιεσμένους, και συμβούλευσε τους κληρικούς να εμμείνουν στον παραδοσιακό τους ρόλο.
Ποια ήταν η αντίδραση του λαού στις δηλώσεις του; Πολλοί ήταν γεμάτοι επαίνους, αλλά άλλοι περίμεναν περισσότερα. Παραδείγματος χάρη, στο περιοδικό Πανόραμα, η Τζόαν Ορεντέιν σχολίαζε μερικά αποσπάσματα του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄, λέγοντας: «Για πολλούς που ήλπιζαν πάρα πολλά, οι 25 λόγοι του πάπα φάνηκαν πολύ απλοί . . . στερούντο συγκεκριμένων στόχων . . . Υπήρχαν απλώς πολλές κοινοτοπίες, δεν υπήρχαν αρκετοί λόγοι που να λέγουν τι να κάνουμε και πώς να το κάνουμε.». Ή όπως το εξέφρασε ο Λέπυ Τζίμενεζ-Μαγκσανόκ: «Ο πάπας δεν μίλησε καθαρά.»
Στα Ίχνη του Χριστού;
Καθώς ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ περιήλθε τη χώρα, εκατομμύρια Καθολικοί και άλλοι παρακολουθούσαν. Μήπως είδαν στον πάπα ένα παράδειγμα ανθρώπου που περπατούσε πραγματικά στα ίχνη του Ιησού Χριστού, και ο οποίος θα τους βοηθούσε να το κάνουν αυτό;
Όπως αναφέρεται, στη διάρκεια της επισκέψεως του ο πάπας δήλωσε τα εξής: «Η Εκκλησία δείχνει μια ειδική αλληλεγγύη σ’ εκείνους που υποφέρουν και βρίσκονται σε ανάγκη . . . Αδικία βασιλεύει όταν μέσα στην ίδια κοινωνία μερικές ομάδες κατέχουν το περισσότερο μέρος του πλούτου και της δυνάμεως ενώ ένα μεγάλο, στρώμα του πληθυσμού δεν μπορεί να καταφέρει να προμηθεύσει τ’ απαραίτητα για τη ζωή στις οικογένειες τους.» Αλλά η ειρωνεία στο σημείο αυτό διαπιστώθηκε από πολλούς και σχολιάσθηκε από τον Χοζέ Γκεβάρα, ο οποίος είπε στη στήλη του τα εξής: «Μερικοί από τους πλούσιους και ισχυρούς μπόρεσαν να φιλήσουν το δακτυλίδι του Πάπα αρκετές φορές ενώ εκατομμύρια από τους υπό εκμετάλλευση φτωχούς κατάφεραν να δουν μόνο την άκρη των δακτύλων του από μακρυά.»
Αντίθετα, ο Ιησούς Χριστός συμβούλευσε: «Όταν κάμνης υποδοχήν, προσκαλεί πτωχούς, βεβλαμμένους, χωλούς, τυφλούς, και θέλεις είσθαι μακάριος, διότι δεν έχουσι να σοι ανταποδώσωσιν.» (Λουκ. 14:13, 14) Το παράδειγμα του απόστολου Πέτρου ομοίως ήταν σε αντίθεση μ’ εκείνο του πάπα. Η Βίβλος, στις Πράξεις 10:25, 26, μας λέει: «Ως δε εισήλθεν ο Πέτρος, ελθών ο Κορνήλιος εις συνάντησιν αυτού, έπεσεν εις τους πόδας αυτού και προσεκύνησεν. Αλλ’ ο Πέτρος εσήκωσεν αυτόν, λέγων· Σηκώθητι· και εγώ αυτός άνθρωπος είμαι.»
Οι ειλικρινείς Καθολικοί βλέπουν σοβαρά την εκκλησία τους. Ξέρουν ότι έχει μακρά ιστορία, ότι έχει φανταχτερές τελετουργίες. Αλλά αρχίζουν να διαπιστώνουν ότι υπάρχουν σοβαρές αντιθέσεις ανάμεσα στην εκκλησία τους και στον ίδιο το Λόγο του Θεού, τη Βίβλο. Το ερώτημα που αντιμετωπίζει ο καθένας ατομικά είναι: ‘Τι να ακολουθήσω;’