Αποφεύγοντας Όλα Αυτά
Με ποιο τρόπο ένα ζευγάρι ανακάλυψε την ομορφιά και την ερημιά της απομακρυσμένης υπαίθρου
Η γυναίκα μου και εγώ δεν είχαμε δει ψυχή σχεδόν για μια μέρα, καθώς κατεβαίναμε πεζοπορώντας από την πιο ψηλή κορυφή που περιζώνει την υπέροχη Κοιλάδα Γιόσεμαϊτ στην καρδιά της Σιέρρα Νεβάδα στην Καλιφόρνια. Είχαμε και οι δυο μας καλή διάθεση, μάλιστα ήμασταν χαρούμενοι που βρεθήκαμε στην κορυφή που ονομάζεται Κλάουτζ Ρεστ, ένα ομαλό βουνό που υψώνεται κάπου 3.050 μέτρα (10.000 πόδια) μέσα στον τσουχτερό καθαρό αέρα.
Ομολογουμένως, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν συμμερίζονται τον ενθουσιασμό μου για την αναρρίχηση σε ένα βουνό ή για την πεζοπορία σ’ ένα σκονισμένο μονοπάτι. Όμως σ’ εμάς, που είχαμε το βουνό αυτό όλο δικό μας, φαινόταν ανεκτίμητο. Μονάχα λίγες μέρες πριν, ήμασταν κάτω στην κοιλάδα, περιμένοντας σε μεγάλες ουρές για κάποια θέση να κατασκηνώσουμε, για τον μπακάλη, για την τράπεζα, για το ντους, για την τουαλέττα και, καμιά φορά, ακόμη και να βρούμε θέση να καθήσουμε. Ήταν Αύγουστος. Η εποχή που όλοι επισκέπτονται την Κοιλάδα Γιόσεμαϊτ στο ομώνυμο Εθνικό Πάρκο—και είχε αρχίσει να μας θυμίζει τη θορυβώδη πόλη της Νέας Υόρκης, το μέρος που ζούσαμε.
Καιρός να Ξεφύγουμε
Αφού χαρήκαμε τα θεάματα, τα εστιατόρια, τα εκπαιδευτικά προγράμματα και την καταπληκτική ομορφιά της γραφικής αυτής κοιλάδας, ήταν πια καιρός να ξεφύγουμε από κει.
Το επόμενο πρωί πήραμε το λεωφορείο για το Λη Βάινινγκ, το οποίο ανέβαινε αργά και με συνεχείς στροφές το δρόμο για το Πέρασμα Τιόγκα, το μόνο δρόμο που διασχίζει το πάρκο αυτό των 3.100 τετρ. χιλιομέτρων (1.189 μιλίων). Βγήκαμε στη Λίμνη Τενάγια, μια τόσο ελκυστική λίμνη, που ήξερα ότι η γυναίκα μου θα ευχαριστιόταν να κατασκηνώναμε εκεί. Όμως της υπενθύμισα με καλωσύνη τα σχέδιά μας. Κατά βάση, θα ταξιδεύαμε νοτιοδυτικά, κατά μήκος του χείλους του Φαραγγιού Τενάγια, θα γυρνούσαμε νότια κατά μήκος του περίφημου περάσματος Τζων Μιούιρ και μετά θα ακολουθούσαμε τον Ποταμό Μέρσεντ προς την Κοιλάδα Γιόσεμαϊτ.
Ήμασταν καλά προετοιμασμένοι για το ταξίδι μας. Είχαμε υπνόσακκους και παλτά για να αντέξουμε στον παγωμένο βουνίσιο αέρα. Επίσης μεταφέραμε ξερή τροφή τριών ημερών, καντίνα, πρώτες βοήθειες, χάρτες και μικρή γκαζιέρα μέσα στους δυο αλουμινένιους μας γυλιούς. Αφού εντοπίσαμε το πέρασμα Φόρσυθ, αρχίσαμε την αναρρίχηση, ακολουθώντας το ξερό, σκονισμένο οφιοειδές μονοπάτι στην πλευρά του όρους Σάνραϊς.
Αργά εκείνο το απόγευμα σ’ ένα υψίπεδο στα 2.740 μέτρα (9.000 πόδια) ανάμεσα στο Σάνραϊς και στο Κλάουτζ Ρεστ φτάσαμε σε μια πολύ όμορφη λίμνη και σε ένα ευχάριστο λιβάδι που περιβαλλόταν από ένα πευκοδάσος. Ήταν τόσο ελκυστικό ώστε δεν θέλαμε να το προσπεράσουμε. Γι’ αυτό κατασκηνώσαμε εκεί, ανανεώσαμε τα αποθέματά μας σε νερό στο ήρεμο ρυάκι και μετά μαγειρέψαμε ένα νόστιμο φαγητό από καλοψημένο βοδινό Στρογγάνοφ.
Τέλος, την τελευταία ώρα πριν το ηλιοβασίλεμα, τριγύριζα στο γύρω δάσος, για να βρω το καταλληλότερο, κατά τη γνώμη μου, μεγάλο κλωνί για να κρεμάσουμε την τροφή μας. Γιατί τόση φροντίδα; Οι αρκούδες σ’ αυτά τα μέρη είναι πολύ έξυπνες και με είχαν ξεγελάσει άλλοτε.
Ξεγελώντας τις Αρκούδες
Είχα μάθει για τις αρκούδες αυτές πριν από 10 χρόνια, όταν είχα καταλύσει με δυο φίλους μου στη Μικρή Κοιλάδα Γιόσεμαϊτ. Οι δασοφύλακες μας είχαν πει να κρεμάσουμε την τροφή μας στο δέντρο, αλλά, επειδή δεν είχαμε πείρα, δεν νομίσαμε ότι άξιζε τον κόπο να κρεμάσουμε την τροφή μας πολύ ψηλά.
Τη νύχτα εκείνη, καθώς κοιμόμασταν κι οι τρεις μας στη σκηνή μας, ξυπνήσαμε από ένα μαλακό σούρσιμο. Τι έκπληξη δοκιμάσαμε όταν κοιτάξαμε έξω και είδαμε τρεις μεγάλες μαύρες αρκούδες να έχουν χωμένη τη μουσούδα τους στις νοστιμιές των γυλιών μας! Η μια από αυτές ανέβηκε στο δένδρο που κρέμονταν οι γυλιοί. Μέσα σε μια στιγμή τα τρόφιμα σκορπίσανε προς κάθε κατεύθυνση πάνω στο χαλί από τις πευκοβελόνες. Εξορμώντας πάνω στη λεία της άγριας αυτής νυχτερινής επιδρομής, οι αρκούδες άνοιξαν με τα νύχια τους κάθε κονσέρβα, πακέτο και πακετάκι που μπορούσαν. Το επόμενο πρωί μάταια προσπαθούσαμε να βράσουμε μισή πατάτα—το μόνο φαγώσιμο που μας άφησαν οι αρκούδες.
Τώρα καθώς η γυναίκα μου και εγώ βρισκόμαστε κάτω από τον ίδιο έναστρο ουρανό, έλπιζα ότι κάτι είχα μάθει από την περιπέτειά μου. Αυτή τη φορά οι γυλιοί μας ήταν άδειοι, ανοιχτοί και στο έδαφος. Η τροφή μας βρισκόταν μέσα σε δυο νάυλον σάκκους κρεμασμένους 5,5 μέτρα (18 πόδια) στον αέρα από ένα δυνατό σπάγγο σε ένα χοντρό κλωνί. Και—για να φυλαχτούμε έξω από τον χώρο της επιδρομής—κρέμονταν 60 μέτρα (200 πόδια) μακριά από την κατασκήνωσή μας.
Εκείνη τη νύχτα ξυπνήσαμε ξαφνιασμένοι. Η απόλυτη ησυχία του δάσους διακόπηκε από μια πεινασμένη αρκούδα που είχε σκοπό να δειπνήσει δωρεάν. Από την κατασκήνωσή μας μπορούσαμε να ακούμε το λύγισμα του χαμηλότερου κλαδιού, από το βάρος της αρκούδας, καθώς προσπαθούσε απεγνωσμένα να αρπάξει τους σάκκους. Κάνοντας ένα βήμα παραπάνω, το κλαδί λύγισε και έσπασε. Η κυρία αρκούδα προσγειώθηκε μ’ ένα γδούπο. Τι αγωνιώδες μουγγρητό που έβγαλε!
Από το θόρυβο, νόμιζε κανείς ότι είχε ξερριζώσει όλο το δέντρο—και ασφαλώς αρπάξει την τροφή μας—και σκέψεις του παθήματος στη Μικρή Γιόσεμαϊτ πέρασαν στο μυαλό μου. Ένιωσα απελπισμένος. Χωρίς τροφή ήμασταν υποχρεωμένοι να πάρουμε το δρόμο του γυρισμού.
Όμως έπρεπε να με δείτε το πρωί. Όταν πήγαμε στο δέντρο, και ανακαλύψαμε ότι τα τρόφιμα ήταν εκεί σώα και αβλαβή, ζητωκραύγασα και χειροκρότησα από χαρά. Χορεύαμε και οι δυο μας πάνω και κάτω από χαρά σαν τα παιδιά. Το πρόγευμα ήταν απλό—ζεστό γάλα, γαλέττα, ξερά φρούτα και τσάι—και με θερμή προσευχή ευχαριστήσαμε το Δημιουργό μας γι’ αυτό.
Η Απομακρυσμένη Ύπαιθρος του Γιόσεμαϊτ
Μετά ανηφορίσαμε για το Κλάουτζ Ρεστ. Πράγματι, εάν βαθμολογήσουμε τα βουνά, η αναρρίχηση στο Κλάουτζ Ρεστ πρέπει να θεωρηθεί εύκολη. Ο δρόμος που πήραμε δεν είχε απότομες πλαγιές, ούτε ανωμαλίες για να σκοντάφτεις. Εξάλλου δεν ήθελα να επαναλάβω το σφάλμα που έκανα τον μήνα του μέλιτός μας μόλις δυο χρόνια πριν.
Τον καιρό εκείνο είχαμε πάρει τα απόκρημνα οφιοειδή μονοπάτια στις πλαγιές του Καταρράκτη Γιόσεμαϊτ, ενός από τους υψηλότερους καταρράκτες του κόσμου. Ο ήλιος έδυε και ήθελα να φτάσουμε στην κορυφή προτού πέσει η νύχτα. Δυστυχώς, είμαστε τόσο ασυνήθιστοι, ώστε όταν γυρίσαμε στην κοιλάδα την επόμενη μέρα, τα πόδια μας ήσαν σοβαρά πληγωμένα. Τις επόμενες τέσσερις μέρες περπατούσαμε με άκαμπτα πόδια σαν ρομπότ, μορφάζοντας από τον πόνο.
Αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά. Βρισκόμασταν στην κορυφή μιας από τις μεγαλύτερες συνεχείς βραχώδεις πλαγιές στον κόσμο, μιας συμπαγούς γρανιτένιας επιφάνειας που κατηφόριζε 1.370 μέτρα (4.500 πόδια) προς το Φαράγγι Τενάγια—και αισθανόμασταν ανανεωμένοι. Για πρώτη φορά ατενίζαμε, όπως τη βλέπουν τα πουλιά από ψηλά, την Κοιλάδα Γιόσεμαϊτ στα δυτικά και την άγρια Χάι Σιέρρα στα ανατολικά.
Ο Τζων Μιούιρ, ο φημισμένος φυσιοδίφης, συνετέλεσε αποφασιστικά για να γίνει όλη αυτή η περιοχή εθνικό πάρκο το 1890. Εκτιμήσαμε την περιγραφή του για το πάρκο αυτό: «Από εδώ πηγάζουν ο Τουόλιουμν και ο Μέρσεντ, δυο από τα πιο κελαρυστά ποτάμια του κόσμου· αμέτρητες λίμνες και καταρράκτες, και απαλά μεταξένια λιβάδια· τα ημερότερα δάση, οι επιβλητικότεροι γρανιτένιοι θόλοι . . . και χιονισμένα βουνά που υψώνονται στον ουρανό 3.660 και 3.960 μέτρα (12.000 και 13.000 πόδια), παραταγμένα πλευρικά και με ψιλόλιγνες ομάδες κορυφών που διακόπτονται αραιά και πού από εντυπωσιακά φαράγγια και κυκλικές πλαγιές σαν αμφιθέατρα, κήποι με ηλιόλουστες ανηφοριές, χιονοστιβάδες που κατρακυλάνε με βροντερό θόρυβο στις άσπρες μακριές πλαγιές, καταρράκτες που μουγκρίζουν και αφρίζουν μέσα στα στριφτά, απόκρημνα φαράγγια, και παγετώνες στα σκιερά κοιλώματά τους.»
Δυστυχώς έπρεπε να φύγουμε πια από το μεγαλόπρεπο αυτό μέρος. Το απόγευμα εκείνο οδοιπορήσαμε μέχρι τη Μικρή Κοιλάδα Γιόσεμαϊτ και κάναμε το βαθύτερο ύπνο της διαδρομής. Ανανεωμένοι το πρωί, συνεχίσαμε στο Πέρασμα Τζων Μιούιρ, αγναντεύοντας από ψηλά τον «κελαρυστό» ποταμό Μέρσεντ, που σφυρίζει τους σκοπούς του πάνω από βράχους και τρόχαλα, και κάνει δυο θεαματικά άλματα, ένα από ύψος 181 μέτρων (594 ποδιών) στον Καταρράκτη Νεβάδα και ένα από ύψος 97 μέτρων (317 ποδιών) στον Καταρράκτη Βέρναλ. Τι θέαμα!
Το Ταξίδι μας Τέλειωσε
Όταν μπήκαμε στην Κοιλάδα Γιόσεμαϊτ, ήμασταν κουρασμένοι, πεινασμένοι και με πρησμένα πόδια. Όμως άξιζε τον κόπο! Τα σώματά μας είχαν αναζωογονηθεί από τη φυσική άσκηση. Το πνεύμα μας είχε απελευθερωθεί από την ένταση. Η εκτίμησή μας για τον στοργικό μας Δημιουργό, που διαμόρφωσε την υπέροχη αυτή γη για χάρη μας, είχε μεγαλώσει.
Ήταν ακριβώς όπως είπε ο Τζων Μιούιρ τόσα χρόνια πριν: «Αναρριχηθείτε στα βουνά και ακούστε τα αγαθά τους νέα. Η ειρήνη της φύσης θα κυλήσει μέσα σας, όπως ο ήλιος αγκαλιάζει τα δέντρα. Οι άνεμοι θα φυσήξουν μέσα σας τη δροσιά τους και οι θύελλες την ενέργειά τους, ενώ οι σκοτούρες θα σας εγκαταλείψουν όπως τα φύλλα που πέφτουν το φθινόπωρο.»—Από συνεργάτη.