«Ξεκίνησα σαν Πολεμικό Πουλί Αλλά Κατέληξα Περιστέρι»
Το βουητό ήταν πολύ γνωστό. Μέσα στον γαλάζιο ουρανό πάνω μου πετούσε ένα Β-17, ένα υπόλειμμα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ακριβώς σαν εκείνο που συνήθιζα να οδηγώ. Τώρα, όμως, η αποστολή του δεν ήταν πια το ρίξιμο βομβών. Το φορτίο ήταν χημικές ουσίες για την καταπολέμηση της πυρκαγιάς προκειμένου να διατηρηθεί το δάσος. Κι όμως, η όψη και ο ήχος του παλιού αυτού «ιπτάμενου φρουρίου» μου διήγειρε την καρδιά μου, φέρνοντας μου πίσω πολλές αναμνήσεις από τον καιρό του πολέμου—μερικές καλές, μερικές κακές.
Από όσο μπορώ να θυμηθώ, είχα τη σφοδρή επιθυμία να πετάξω με αεροπλάνο. Σαν παιδιά που μεγαλώναμε στο βορειοανατολικό Γουινσκόσιν στη δεκαετία του 1930, ο αδελφός μου Ρόμπερτ και εγώ περνούσαμε ώρες ολόκληρες φτιάχνοντας μοντέλα αεροπλάνων από ξύλο και ύφασμα. Όταν ερχόταν το Σάββατο, δε βλέπαμε την ώρα να τελειώσουμε τις δουλειές του σπιτιού να πάρουμε το ποδήλατο μας και να πάμε στο μικρό αεροδρόμιο της περιοχής για να βλέπουμε τα παλιά αεροπλάνα να απογειώνονται και να προσγειώνονται.
Η επιθυμία να πετάξω υπήρχε μέσα μου και όταν έφτασα στην εφηβεία. Έτσι όταν άρχισε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, γράφτηκα εθελοντής το Νοέμβριο του 1942 στην Πολεμική Αεροπορία. Τώρα μπορούσα να υπηρετήσω την πατρίδα μου και επίσης να πραγματοποιήσω το σκοπό της ζωής μου—να πετάξω.
Στις 4 Αυγούστου 1944, μου δόθηκε το σήμα με τις φτερούγες, που επιθυμούσα τόσο πολύ σαν ανθυποσμηναγός. Δέκα μέρες αργότερα παντρεύτηκα την Μαίρη Αν. Επειδή ήταν περίοδος πολέμου, ο μήνας του μέλιτός μας συντομεύτηκε. Τον περάσαμε μέσα στο λεωφορείο επιστρέφοντας στην αεροπορική βάση.
Πήρα τη διαταγή να πάω στο Σέμπρινγκ, της Φλώριδας, για να μάθω να πετάω με το φημισμένο Β-17. Το αεροπλάνο αυτό ήταν γεμάτο από πυργίσκους πολυβόλων—στο πάνω μέρος, στο κέντρο, στη μύτη, πάνω και κάτω από το μπροστινό μέρος—13 οπλοπολυβόλα συνολικά—και μπορούσε να μεταφέρει τρεις τόνους βόμβες. Δεν πρέπει να απορούμε που απόκτησε το παρατσούκλι το Ιπτάμενο Φρούριο!
Στην αρχή της άνοιξης του 1945 με διόρισαν στην 8η Αεροπορική Δύναμη, μου έδωσαν ένα ολοκαίνουργιο Β-17 και προγραμματίστηκα για μάχιμη υπηρεσία στην Αγγλία. Με υπερηφάνεια ονόμασα το σκάφος μου Μαίρη Αν ΙΙ. Αγαπούσα τόσο πολύ το αεροπλάνο αυτό ώστε η σύζυγος μου αστειευόμενη με κατηγορούσε για διγαμία.
Κι ωστόσο κάτι με βασάνιζε, σαν Ρωμαιοκαθολικός που ήμουν, με τη σκέψη ότι θα βομβάρδιζα πόλεις που ήταν γεμάτες με Ρωμαιοκαθολικούς. ‘Ο Καθολικός ιερέας που ζει στη βάση, μπορεί να με βοηθήσει’, σκεφτόμουν.
«Αν ρίξω μια βόμβα σε μια πόλη στη νότια Γερμανία και σκοτωθούν χίλιοι άνθρωποι», ρώτησα τον ιερέα, «πόσοι από αυτούς θα είναι Καθολικοί;»
«Γύρω στο 95 τα εκατό», απάντησε.
«Έτσι λοιπόν τι δικαίωμα έχω να αφαιρέσω τη ζωή 950 ατόμων που έχουν την ίδια θρησκεία όπως και εμείς;»
Ο ιερέας απάντησε: «Κάνουμε ένα δίκαιο πόλεμο».
«Τι είναι αυτό που κάνει έναν πόλεμο δίκαιο;» ρώτησα.
«Υπερασπίζεις την πατρίδα σου», είπε.
«Μα εμείς κάνουμε εισβολή στην Ιταλία και στη Γερμανία», είπα, αμήχανος. «Δε θα πίστευαν και αυτοί ότι κάνουν ένα δίκαιο πόλεμο εφόσον υπερασπίζουν τη δική τους πατρίδα;»
«Όχι», απάντησε. «Εμείς κάνουμε το δίκαιο πόλεμο».
Η απάντηση αυτή με άφησε ακόμη περισσότερο αμήχανο. Κατόπιν ρώτησα τον ιερέα; «Γιατί ο πάπας, οι Ιταλοί επίσκοποι και οι ιερείς ευλογούν τα Ιταλικά στρατεύματα για να πολεμούν εναντίον μας, και γιατί οι Γερμανοί ιερείς τώρα κάνουν το ίδιο με τα δικά τους στρατεύματα;» Χτυπώντας με απαλά στον ώμο, μου απάντησε: «Πρέπει να έχεις πίστη γιε μου. Η ευθύνη δε βρίσκεται πάνω στους δικούς μας ώμους».
Αισθάνθηκα πολύ άσχημα. Η λίγη πίστη που μου είχε απομείνει στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ξέφτισε γρήγορα. Αλλά σύντομα βγήκα από το δίλημμα. Μόλις μια εβδομάδα προτού απογειωθώ για την Αγγλία, η Γερμανία παραδόθηκε και η Μαίρη Ανν (το Β-Ι7, όχι η σύζυγος μου) επιστράφηκε στην κυβέρνηση. Απόκτησα μια καινούργια εργασία και καινούργιες συνήθειες σ’ ένα κατάστημα λιανικής πώλησης ξυλείας, όπου τελικά έγινα συνέταιρος. Εκείνο τον καιρό είχε ήδη γεννηθεί ο γιος μας και είχαμε τακτοποιηθεί σαν οικογένεια.
Το 1947 μπήκε στη ζωή μας ο Αλ Έλλκουιστ. Ήταν ολοχρόνιος σκαπανέας διάκονος των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Γουισκόνσιν. Όταν μερικοί από την οικογένεια της συζύγου μου άρχισαν να μελετούν τη Βίβλο μαζί με τον Αλ, η Μαίρη Αν συμμετείχε κι αυτή στη μελέτη.
Αυτό δε μου άρεσε καθόλου. Η Βίβλος ήταν ένα βιβλίο ξένο σε μένα. Ο ιερέας ποτέ δε με ενθάρρυνε να διαβάζω τη Βίβλο, και απεχθανόμουν το γεγονός ότι η σύζυγός μου προσπαθούσε να φέρει μια καινούργια θρησκεία στο σπίτι μας. Ανέπτυξα ζήλια τόσο για τους Μάρτυρες όσο και για το Θεό τους, τον Ιεχωβά. Πάντα αισθανόμουν ότι ο σύζυγος ήταν ο υπ’ Αριθμόν Ένα μέσα στο σπίτι, και αν η σύζυγος ήθελε να γνωρίζει κάτι, ακόμη κι αν αυτό είχε να κάνει με τη Βίβλο, θα έπρεπε να έρθει στο σύζυγό της για να λάβει πληροφορίες.
Αισθανόμενος την εχθρότητά μου, ο Αλ ενθάρρυνε την Μαίρη Αν να πάρει μια Ρωμαιοκαθολική Βίβλο για μένα. Κατόπιν της πρότεινε να μου κάνει ερωτήσεις που δε θα μ’ ερέθιζαν όπως: «Πόσα ζώα από κάθε είδος πήρε μέσα στην κιβωτό ο Νώε;» «Τι έτρωγαν οι άνθρωποι και τα ζώα στον κήπο της Εδέμ;» Δεν ήξερα τις απαντήσεις στις ερωτήσεις αυτές, αλλά αυτό ασφαλώς άνοιξε την όρεξη μου για περισσότερες πληροφορίες από τη Βίβλο.
Κατόπιν, η σύζυγος μου χρησιμοποίησε τον εξής τρόπο: «Ραίη, αναρωτιέμαι αν θα μπορούσες να με βοηθήσεις στα νέα αυτά πράγματα που μαθαίνω από την Αγία Γραφή. Εσύ τα καταλαβαίνεις πολύ πιο καλά από μένα. Δε θα ήθελες ασφαλώς να πιστέψω κάτι που δεν είναι αληθινό, έτσι δεν είναι;»
Δεν είχα απολύτως καμιά βάση για να αποδείξω αν κάτι ήταν αληθινό ή εσφαλμένο. Και όταν άρχισε να με ρωτάει πού θα μπορούσε να βρει εδάφια σχετικά με το ‘καθαρτήριο και το λίμπο’ στην Καθολική μου Βίβλο, κατάλαβα ότι χρειαζόμουν βοήθεια. Τηλεφώνησα στον ιερέα, ζητώντας του τα Γραφικά εδάφια τα οποία θα αποδείκνυαν τα πράγματα τα οποία πιστεύαμε εμείς σαν Καθολικοί. Ο ιερέας ομολόγησε ότι οι διδασκαλίες αυτές δεν μπορούσαν να βρεθούν απευθείας στη Βίβλο αλλά, μάλλον, αναπτύχθηκαν από την αρχική θεολογία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Η απάντηση αυτή δε με ικανοποίησε, ούτε μπορούσε να αντέξει στον καταιγισμό των Βιβλικών ερωτήσεων που μου έκανε η σύζυγος μου. Απογοητευμένος, διέταξα την Μαίρη Αν να σταματήσει τη Γραφική της μελέτη με τους Μάρτυρες.
Ωστόσο, ο Αλ πρότεινε ότι προτού εγκαταλείψει τα Βιβλικά της μαθήματα, να προσπαθήσει να με κάνει να συμφωνήσω να διαβάσω τη Βίβλο μαζί της για ένα μήνα. Αν, αφού θα τέλειωνε ο μήνας, δεν μπορούσα να καταλάβω τι είχα διαβάσει, ο Αλ θα μελετούσε τη Βίβλο μαζί μου.
Μου αρέσουν οι προκλήσεις και ασφαλώς δεν επρόκειτο να υποχωρήσω μπροστά σ’ αυτήν. Και βέβαια μπορούσα να διαβάσω το φημισμένο σ’ όλο τον κόσμο αυτό βιβλίο και να το κατανοήσω. Έτσι, μαζί με την Μαίρη Αν άρχισα να διαβάζω από τη Γένεση μέχρι το πέμπτο βιβλίο της Βίβλου, το Δευτερονόμιο.
Οι τριάντα μέρες πέρασαν και η Μαίρη Αν με ρώτησε, «Καταλαβαίνεις αυτά που διαβάζεις;» Έδωσα τον ίδιο τύπο της απάντησης που έδωσε και ο Αιθίοπας στο Χριστιανό ευαγγελιστή Φίλιππο: Όχι. Χρειαζόμουν καθοδήγηση. (Πράξεις 8:30, 31) Συνεπώς, επειδή είμαι ένας άνθρωπος που κρατάει το λόγο του, συμφώνησα να κάνω Γραφική μελέτη με τον Αλ—αλλά με υστερόβουλο κίνητρο. Είχα σκοπό να τον κατατροπώσω και να αποδείξω στην Μαίρη Αν πόσο λάθος είχαν ο Αλ και αυτοί οι Μάρτυρες.
Προτού κάνει την εβδομαδιαία του επίσκεψη ο Αλ, καθόμουν μέχρι τις πρωινές ώρες σκεπτόμενος τρόπους για να τον αποστομώσω. Κι όμως δεν τα κατάφερνα. Όταν έκανα κάποια προκλητική ερώτηση στον Αλ, αυτός στρεφόταν στο εξής πρότυπο απάντησης: Κατ’ αρχή, με επαινούσε επειδή ήμουν βαθύς στοχαστής. Κατόπιν, έλεγε: «Ξέρω ότι δεν επιθυμείς να ακούσεις τη γνώμη μου. Ας δούμε λοιπόν τι έχει να μας πει η Αγία Γραφή πάνω σ’ αυτό το θέμα». Σε λίγα μόνο λεπτά ο Αλ, με έναν ευγενικό, στοργικό και πειστικό τρόπο, συνέτριβε τις ώρες της σκληρής μου εργασίας με το να με κάνει να λογικεύομαι πάνω στην Αγία Γραφή.
Μετά από εννιά περίπου μήνες αφού είχα χάσει όλες αυτές τις μάχες, παραδόθηκα και αφοσιώθηκα σε σοβαρή Γραφική μελέτη. Προόδευσα γρήγορα και έτσι η Μαίρη Αν κι εγώ βαφτιστήκαμε στις 19 Νοεμβρίου 1950.
Όταν η μητέρα μου τα έμαθε όλα αυτά, αποτάθηκε κλαίγοντας στον ιερέα της, «Εγκαταλείπουν την Εκκλησία!» και τον ικέτευσε να με «σώσει» μαζί με τον αδελφό μου το Ρόμπερτ, ο οποίος είχε αρχίσει επίσης να δείχνει ενδιαφέρον. Κανονίστηκε μια συνάντηση με τον ιερέα, τη μητέρα μου και τον αδελφό μου, τις συζύγους μας κι εμένα στο πατρικό μας σπίτι,
«Έχεις διαπράξει ένα θανάσιμο αμάρτημα εγκαταλείποντας τη θρησκεία των γονιών σου», με κατηγόρησε ο ιερέας. Ρώτησα: «Με ποια θρησκεία ανατράφηκε η Παρθένος Μαρία;» «Την Ιουδαϊκή», απάντησε. «Η Μαρία πέθανε στην Ιουδαϊκή πίστη, ή μήπως πέθανε Χριστιανή;» ρώτησα. «Ήταν Χριστιανή», ήρθε η απάντηση του. «Ώστε, λοιπόν, η Μαρία διέπραξε ένα θανάσιμο αμάρτημα, και αυτή επίσης, επειδή εγκατέλειψε τη θρησκεία των γονιών της;»
Η ερώτηση αυτή καθώς και άλλες σχετικά με την ανθρώπινη ψυχή, την Τριάδα και τον πύρινο Άδη έκαναν το σκοπό του ιερέα να αποτύχει. Από τότε και μετά η μητέρα μου, ο αδελφός μου και η σύζυγός του προόδευσαν στη Γραφική τους μελέτη και τελικά βαφτίστηκαν σαν Μάρτυρες. Η μητέρα μου πέθανε πιστή στον Ιεχωβά πριν από εφτά χρόνια.
Η σύζυγός μου σύντομα αισθάνθηκε ότι ήθελε να υπηρετήσει σαν ολοχρόνια ευαγγελιζόμενη, και τον Ιανουάριο του 1956, όταν ο γιος μας ήταν εφτά ετών και πήγαινε πια στο σχολείο, η Μαίρη Αν άρχισε να υπηρετεί σαν ολοχρόνια διάκονος. Αλλά εγώ ήμουν δεσμευμένος στην επιχείρηση της ξυλείας. Έπρεπε να παρέχω τα αναγκαία για την οικογένεια μου, σκεφτόμουν. Στην πραγματικότητα όμως, ήθελα να πάρω ένα μεγαλύτερο σπίτι μπροστά σε μια λίμνη, να μπορέσω να αγοράσω ένα αεροπλάνο με πλωτήρες και σκι και να δημιουργήσω το δικό μου μικρό παράδεισο. Θυμηθείτε, εξακολουθούσε να μου αρέσει το πέταγμα.
Έτσι αφιέρωνα δέκα ώρες τη μέρα στην επιχείρηση ξυλείας ασχολούμενος με τους πελάτες και τα προβλήματά τους και ερχόμουν σπίτι πτώμα στην κούραση. Η σύζυγος μου, από την άλλη, ερχόταν από το σκαπανικό, ξεχειλίζοντας από ενθουσιασμό—ανανεωμένη από την πρόοδο που έκαναν οι Βιβλικοί της σπουδαστές ή το ενδιαφέρον που έβρισκε στον αγρό.
Η συνείδησή μου άρχισε να με ενοχλεί. Καταλάβαινα ότι μπορούσα να κηρύττω ολοχρόνια και παρ’ όλ’ αυτά να παρέχω τα αναγκαία για την οικογένεια μου. Επίσης συνειδητοποίησα ότι η επιχείρηση της ξυλείας κατέπνιγε την πνευματικότητα μου. Αποφάσισα να θέσω την 1η Ιουνίου 1957, σαν την ημερομηνία στόχο για να αρχίσω την ολοχρόνια υπηρεσία μου σαν ένας από τους διακόνους Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Άρχιζα με ζήλο να κάνω προσαρμογές στη ζωή μου. Πούλησα το μερίδιό μου στην επιχείρηση ξυλείας. Πούλησα το σπίτι μας και αγόρασα ένα τροχόσπιτο. Αλλά δεν μπορούσε να χωρέσει όλα τα υπάρχοντα μας! Σύντομα, ωστόσο, μάθαμε ότι μπορούσαμε να ζήσουμε με πολύ λιγότερα απ’ όσα νομίζαμε!
Ο πατέρας μου πέθανε το 1962, και μετά από τέσσερα χρόνια ολοχρόνιας διακονίας στη νοτιοδυτική Μινεσότα, επιστρέψαμε στο Γουισκόνσιν για να βοηθήσουμε τη μητέρα μου. Για να συντηρήσω την οικογένεια μου άνοιξα μια μικρή επιχείρηση καθαριότητας κτιρίων. Η πρώτη μου εργασία; Τα γραφεία της εταιρίας ξυλείας όπου ήμουν αντιπρόεδρος! Πόσο ταπεινωτική εμπειρία!
Το έτος 1969 βρήκε το γιο μας παντρεμένο και τη μητέρα μου σε καλά χέρια φροντίδας. Η Μαίρη Αν και εγώ διευρύναμε τη διακονία μας. Γίναμε περιοδεύοντες εκπρόσωποι της Εταιρίας Σκοπιά. Ξεκίνησα τον πρώτο μου διορισμό σαν επίσκοπος περιοχής—Περιοχή Αριθμός Ένα της Βόρειας Ντακότα. Ο αδελφός μου και η σύζυγος του, Ο Ρόμπερτ και η Λη, μπήκαν κι αυτοί στο έργο περιοχής επίσης.
Τώρα βρισκόμαστε στον έβδομο διορισμό μας και υπολογίζω ότι έχουμε συναντήσει γύρω στους 10.350 αδελφούς και αδελφές. Πόσους απ’ αυτούς θα είχα γνωρίσει αν είχαμε αρνηθεί αυτά το προνόμιο υπηρεσίας;
Καθώς κοιτάζω στο παρελθόν τώρα, μπορώ να δω ότι κάθε ανησυχία που είχα σχετικά με την εξασφάλιση των αναγκαίων μας ήταν τελείως αδικαιολόγητη. Η Μαίρη Αν και εγώ αισθανόμαστε όπως ο Βασιλιάς Δαβίδ όταν είπε στον Ψαλμό 37:25: «Νέος ήμην και ήδη εγήρασα, και δεν είδον δίκαιον εγκαταλελειμμένον ουδέ το σπέρμα αυτού ζητούν άρτον».—Όπως το αφηγήθηκε ο Ραίημοντ Χερστ
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 20]
Κάτι με βασάνιζε, σαν Ρωμαιοκαθολικό, καθώς σκεφτόμουν τον βομβαρδισμό πόλεων γεμάτων με Ρωμαιοκαθολικούς
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 20]
Αισθάνθηκα πολύ άσχημα. Η λίγη πίστη που είχε απομείνει για τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία μέσα μου ξέφτισε γρήγορα
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 20]
Διέταξα την Μαίρη Αν να σταματήσει τη Γραφική της μελέτη με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 21]
Άρχισα να μελετώ για να αποδείξω ότι είχαν λάθος, αλλά αφού έχασα όλες τις μάχες, παραδόθηκα και αφοσιώθηκα σε σοβαρή Γραφική μελέτη