Η Υποχρεωτική Αγαμία του Κλήρου—Γιατί Επιβλήθηκε;
Η υποχρεωτική αγαμία σαν απαίτηση για το ιερατείο καθίσταται ολοένα και λιγότερο δημοφιλής ανάμεσα στους Καθολικούς. Όταν ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ επισκέφθηκε πρόσφατα την Ελβετία, μια σφυγμομέτρηση έδειξε ότι μόνο το 38 τοις εκατό των Καθολικών στη χώρα αυτή ήταν υπέρ της υποχρεωτικής αγαμίας των ιερέων. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, μια σφυγμομέτρηση Γκάλοπ το 1983 έδειξε ότι το 58 τοις εκατό των Ρωμαιοκαθολικών ήταν υπέρ του να επιτραπεί στους ιερείς να νυμφεύονται.
Ωστόσο ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ έχει επανεπιβεβαιώσει το νόμο της υποχρεωτικής αγαμίας του κλήρου, όπως έκανε και ο Παύλος ΣΤ΄ στην περίφημη εγκύκλιό του Sacerdotalis Caelibatus (Υποχρεωτική Αγαμία του Κλήρου), που εκδόθηκε το 1967. Γιατί συνεχίζει το Βατικανό να επιβάλει τον αντιδημοφιλή αυτό νόμο, παρ’ όλο που φαίνεται ότι είναι ενάντια στα ίδια τα συμφέροντά του; Ήταν η υποχρεωτική αγαμία των ιερέων μια απαίτηση την οποία καθόρισε ο Χριστός και οι απόστολοι;
Από Πού Προήλθε;
Στον πρόλογο αυτής της εγκυκλίου του 1967, ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄ παραδέχτηκε ότι «η Καινή Διαθήκη, η οποία περιέχει τη διδασκαλία του Χριστού και των Αποστόλων . . . δεν απαιτεί την υποχρεωτική αγαμία των ιερωμένων διακόνων». Παρόμοια, Η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια αναφέρει: «Τα εδάφια αυτά [1 Τιμόθεον 3:2, 12· Τίτον 1:6] φαίνεται να βάζουν οριστικό τέλος σε οποιαδήποτε διαφωνία ότι η αγαμία ήταν υποχρεωτική ανάμεσα στον κλήρο εξαρχής. . . . Αυτή η ελευθερία εκλογής φαίνεται ότι κράτησε σ’ όλη αυτή που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε . . . πρώτη περίοδο της νομοθεσίας της Εκκλησίας, [δηλαδή] μέχρι περίπου τον καιρό του Κωνσταντίνου και της Συνόδου της Νίκαιας».
Έτσι, λοιπόν, αν η υποχρεωτική αγαμία για τους ιερείς δεν προέρχεται ούτε από τον Χριστό ούτε από τους αποστόλους του, τότε από πού προέρχεται;
«Στους αρχαίους Ειδωλολατρικούς χρόνους, η υποχρεωτική αγαμία ήταν κάτι που προσέδιδε τιμή στο άτομο», σημειώνει η Εγκυκλοπαίδεια των ΜακΚλίντοκ και Στρονγκ. Άλλα κλασικά συγγράμματα δείχνουν ότι αυτοί οι «αρχαίοι Ειδωλολατρικοί χρόνοι» ανάγονται στην αρχαία Βαβυλώνα και Αίγυπτο. Η Νέα Βρετανική Εγκυκλοπαίδεια αναφέρει: «Με την ανάπτυξη των μεγάλων πολιτισμών της αρχαιότητας, η υποχρεωτική αγαμία προσέλαβε διάφορες μορφές». Για παράδειγμα, συνδεόταν με τη λατρεία της Ίσιδος, της Αιγυπτιακής θεάς της γονιμότητας, όπως παρατηρεί η Βρετανική: «Η σεξουαλική αποχή ήταν μια απόλυτη απαίτηση από εκείνους που γιόρταζαν τα ιερά μυστήριά της».
Επιπρόσθετα, ο Αλεξάντερ Χίσλοπ παρατήρησε στο βιβλίο του Οι Δυο Βαβυλώνες: «Κάθε λόγιος γνωρίζει ότι όταν καθιερώθηκε στην Ειδωλολατρική Ρώμη, η λατρεία της Κυβέλης, της Βαβυλωνιακής θεάς, καθιερώθηκε με την αρχέγονη μορφή της, με την υποχρεωτική αγαμία του κλήρου».
Γιατί η Καθολική Εκκλησία υιοθέτησε την απαίτηση της υποχρεωτικής αγαμίας του κλήρου μιμούμενη τις αρχαίες ειδωλολατρικές θρησκείες;
Γιατί Υιοθετήθηκε
Κατ’ αρχή, η υποχρεωτική αγαμία του κλήρου προσδίδει εξουσία στις εκκλησιαστικές αρχές. Αυτό συμβαίνει λόγω του ότι δεν υπάρχουν κληρονόμοι στο ιερατικό τους λειτούργημα, οι ιερείς μπορούν να αντικατασταθούν μόνο με ιεραρχικό διορισμό. Ακόμη και Η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια παραδέχεται ότι η Ρώμη έχει κατηγορηθεί ότι χρησιμοποιεί την υποχρεωτική αγαμία σαν επινόηση «για να διασφαλίζει την υποταγή του κλήρου στην κεντρική εξουσία της Ρωμαϊκής Έδρας».
Όμως υπάρχουν και άλλα πράγματα που περιλαμβάνονται σ’ αυτό. Οι παραθέσεις στην επόμενη σελίδα, περιγράφοντας το «Ιστορικό της Υποχρεωτικής Αγαμίας του Κλήρου», δείχνουν ότι η υποχρεωτική αγαμία έγινε ιερός κανόνας από τον 12ο αιώνα μ.Χ. Ο πάπας που συνέβαλε πολύ στην υιοθέτηση του νόμου αυτού ήταν ο Γρηγόριος Ζ΄ (1073-85). Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι λέγεται γι’ αυτόν ότι «έβλεπε καθαρότερα από οποιονδήποτε άλλον την τεράστια αύξηση της επιρροής που θα απέρρεε από μια αυστηρά άγαμη δύναμη κληρικών».
Ωστόσο, εκτός του ότι ενίσχυε το ιεραρχικό σύστημα της Καθολικής Εκκλησίας, ο νόμος της υποχρεωτικής αγαμίας των ιερέων συνέβαλε επίσης στην υπεροχή του ιερατείου πάνω στον κοινό λαό. Ο Ζωρζ Ντυμπί, ένας από τους κορυφαίους ιστορικούς της Γαλλίας, είπε πρόσφατα για τους μεσαιωνικούς καλόγηρους και ιερείς ότι, εξαιτίας της υποχρεωτικής αγαμίας τους, «ιεραρχικά υπερείχαν από τους άλλους· είχαν το δικαίωμα να δεσπόζουν στην υπόλοιπη κοινωνία».
Οι Επιδράσεις της
Σχετικά με τις επιδράσεις της άρνησης της ευκαιρίας του γάμου στους ιερείς της, Η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια παρατηρεί: «Δεν έχουμε καμία επιθυμία να αρνηθούμε ή να δικαιολογήσουμε το πολύ χαμηλό επίπεδο ηθικότητας στο οποίο βυθίστηκε το Καθολικό ιερατείο σε διάφορες περιόδους της παγκόσμιας ιστορίας, και σε διάφορες χώρες που αυτοαποκαλούνταν Χριστιανικές». Ακόμη και σήμερα, η ανηθικότητα των ιερέων σε πολλές χώρες είχε σαν συνέπεια να υποβιβαστεί το ιερατείο στα μάτια των έντιμων ανθρώπων.
Ο νόμος της ιερατικής υποχρεωτικής αγαμίας, που προήλθε από ειδωλολατρικές θρησκείες και τροποποιήθηκε, είχε επίσης σαν συνέπεια την υποτίμηση του γάμου, ο οποίος είναι μια έντιμη διευθέτηση που θεσπίστηκε από τον ίδιο τον Θεό. (Ματθαίος 19:4-6· Γένεσις 2:21-24· Εβραίους 13:4) Όπως λέει Η Νέα Βρετανική Εγκυκλοπαίδεια: «Η ιδέα αυτή της θρησκευτικής αγνότητας έχει αυξήσει την τάση της υποτίμησης του γάμου και της δαιμονοποίησης του σεξ και έχει οδηγήσει στην απαίτηση να τηρούν ιερείς και καλόγηροι την υποχρεωτική αγαμία, πράγμα που έχει προξενήσει διαμάχες αιώνων μέσα στην εκκλησία».
Η υποχρεωτική αγαμία του κλήρου υιοθετήθηκε με απώτερα κίνητρα, τα οποία μπορούν να εξηγήσουν γιατί εξακολουθεί να διατηρείται. Ωστόσο, στην πραγματικότητα δεν έχει ωφελήσει ούτε τον Καθολικό λαό ούτε τον κλήρο. Ακόμη και η ίδια η εκκλησία έχει ζημιωθεί, αφού γενικά πιστεύεται ότι η ανεπάρκεια ιερέων που υπάρχει σήμερα οφείλεται γενικά στον αντιγραφικό αυτό νόμο.
Μια άλλη πλευρά των απόψεων της Καθολικής Εκκλησίας για το γάμο και το σεξ έρχεται στο φως όταν εξετάσουμε το δόγμα του αειπάρθενου της Μαρίας.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 5]
«Η Καινή Διαθήκη . . . δεν απαιτεί την υποχρεωτική αγαμία των ιερωμένων διακόνων».—Πάπας Παύλος ΣΤ΄
[Πλαίσιο στη σελίδα 6]
Το Ιστορικό της Υποχρεωτικής Αγαμίας του Κλήρου
Πρώτος Αιώνας: «Δεν βρίσκουμε στην Καινή Διαθήκη καμιά ένδειξη ότι η αγαμία έγινε υποχρεωτική είτε στους Αποστόλους είτε σ’ εκείνους που χειροτονούσαν».—Η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια.
Τέταρτος Αιώνας: «Η αρχαιότερη ένδειξη ενός νόμου για την υποχρεωτική αγαμία του κλήρου είναι ο Κανόνας 33 της Συνόδου της Ελβίρας [Ισπανία], γύρω στο 300 μ.Χ.»—Λεξικό της Καθολικής Θεολογίας.
«Η Σύνοδος της Νικαίας [325 μ.Χ.] αρνήθηκε να επιβάλει το νόμο αυτό [τον Κανόνα 33 της Ελβίρας] σε όλη την Εκκλησία».—Ένα Καθολικό Λεξικό.
Μέχρι το Δέκατο Αιώνα: «Επί αιώνες το θέμα αυτό της υποχρεωτικής αγαμίας του κλήρου ήταν ένα ζήτημα διαρκούς διαμάχης μέσα στην Εκκλησία. Τα έκφυλα αμαρτήματα αφθονούσαν ανάμεσα στον κλήρο· το αξίωμά τους, τον ένατο και το δέκατο αιώνα, φαινόταν πως τους έδινε την άδεια για τις καταχρήσεις τους. . . . Πολλοί ιερείς ζούσαν απροκάλυπτα με τα δεσμά του γάμου, παρ’ όλο που οι σύνοδοι πάντοτε εξέδιδαν νέες εντολές που ήταν εναντίον τους».—Εγκυκλοπαίδεια των ΜακΚλίντοκ και Στρονγκ.
Ενδέκατος Αιώνας: «Η Σύνοδος του Παρισιού (1074), αδίστακτα, διακήρυξε ότι ο νόμος της υποχρεωτικής αγαμίας ήταν αφόρητος και παράλογος. . . . Σε μερικές χώρες, εξάλλου, ο νόμος αυτός δεν τηρούνταν, είτε εξ ολοκλήρου είτε εν μέρει για μεγάλη χρονική περίοδο. Στην Αγγλία, η Σύνοδος του Γουιντσέστερ το 1076 θεώρησε ότι είχε το δικαίωμα να δώσει την άδεια, τουλάχιστον στους ιερείς που ήταν ήδη παντρεμένοι, στην ύπαιθρο και σε μικρές κωμοπόλεις, να κρατήσουν τις συζύγους τους».—Ένας Οδηγός της Εκκλησιαστικής Ιστορίας (Καθολικό), από το Φ. Ξ. Φανκ.
Δωδέκατος Αιώνας: «Τελικά το 1123, στην Πρώτη Σύνοδο του Λατερανού, ψηφίστηκε ένα διάταγμα (το οποίο επιβεβαιώθηκε με μεγαλύτερες λεπτομέρειες στη Δεύτερη Σύνοδο του Λατερανού, στον κανόνα 7) το οποίο, παρ’ όλο που δεν ήταν και τόσο σαφές, υποστηρίχτηκε ότι εξάγγελλε σαν άκυρους τους γάμους τους οποίους είχαν κάνει διάκονοι ή ιερωμένοι υψηλότερου βαθμού. . . . Αυτό μπορούμε να πούμε ότι σήμανε τη νίκη στο ζήτημα της υποχρεωτικής αγαμίας του κλήρου». (Τα πλάγια γράμματα δικά μας).—Η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια.
Μέχρι το Δέκατο Έκτο Αιώνα: «Στη Λατινική Εκκλησία, η έκδοση του νόμου [της υποχρεωτικής αγαμίας] δεν σταμάτησε τη διαμάχη. Το 13ο και το 14ο αιώνα, πολλοί ειδικοί στους ιερούς κανόνες και ακόμη και επίσκοποι ζητούσαν να υιοθετηθεί η νομοθεσία της Ανατολικής [Εκκλησίας] που επέτρεπε στους ιερείς να νυμφεύονται. Βρήκαν έτοιμο επιχείρημα τον υποβιβασμό της ιερωσύνης και ακόμη και της θρησκευτικής ηθικής που ήταν χαρακτηριστικά στην αρχή του Μεσαίωνα. Οι μεγαλύτεροι Σύνοδοι της Κωσταντίας (1414-18), της Βασιλείας (1431-39), και του Τρεντ (1545-63) είδαν επισκόπους και θεολόγους να ζητούν την ακύρωση του νόμου της υποχρεωτικής αγαμίας».—Ενσαϊκλοπήντια Γουνιβερσάλις.
«Στη Σύνοδο του Τρεντ (1545-63) αρκετοί επίσκοποι, και ο αυτοκράτορας Κάρολος Ε΄, ευνοούσαν την ακύρωση του νόμου [της υποχρεωτικής αγαμίας]. Αλλά η πλειοψηφία των παρισταμένων αποφάσισαν ότι ο Θεός δεν θα αρνούνταν το δώρο της αγνότητας από εκείνους που του το ζητούσαν δικαιωματικά, και έτσι ο νόμος της υποχρεωτικής αγαμίας επιβλήθηκε τελικά και για πάντα πάνω στους διακόνους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας». (Τα πλάγια γράμματα δικά μας).—Εγκυκλοπαίδεια των ΜακΚλίντοκ και Στρονγκ.
Εικοστός Αιώνας: «Σχετικά με τη δεύτερη Σύνοδο του Βατικανού (1962-65) η υποχρεωτική αγαμία των κληρικών για μια φορά ακόμη έγινε αιτία αναταραχής στη Ρωμαϊκή Εκκλησία. . . . Μετά από τη σύνοδο, ο αριθμός των ιερέων που ζητούν να εγκαταλείψουν το ιερατείο και να νυμφευθούν έχει αυξηθεί πάρα πολύ. . . . Ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄, ωστόσο, εξέδωσε μία εγκύκλιο, τη Sacerdotalis Caelibatus (23 Ιουνίου 1967), και επεκύρωσε τον παραδοσιακό νόμο της υποχρεωτικής αγαμίας».—Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα.