Επέζησα από την Καταβύθιση του Βίσμαρκ
ΜΙΑ ΤΕΡΑΣΤΙΑ λάμψη ξεχύθηκε από την πρύμνη του βρετανικού πολεμικού πλοίου Χουντ. Έπειτα μια στήλη φωτιάς υψώθηκε γύρω στα τριακόσια μέτρα, σκορπίζοντας ένα σύννεφο μαύρου καπνού. Καθώς το σύννεφο μεγάλωνε και απλωνόταν στον ουρανό, ξέρναγε πυρακτωμένα συντρίμμια μέσα στη θάλασσα.
Όταν καθάρισε το σύννεφο, δεν είχε μείνει τίποτα από το βρετανικό καταδρομικό των 42.000 τόνων Χουντ, το καμάρι του Βασιλικού Ναυτικού. Μια οβίδα από το γερμανικό θωρηκτό Βίσμαρκ είχε πλήξει ένα αμπάρι με πυρομαχικά. Έτσι, στις έξι η ώρα το πρωί της 24ης Μαΐου 1941, έξω από την ακτή της Ισλανδίας, πάνω από 1.400 Βρετανοί ναύτες έχασαν τη ζωή τους και μόνο 3 επέζησαν.
Κανένας, ούτε φίλος ούτε εχθρός, δεν θα έμενε ασυγκίνητος μπροστά σε αυτό το φοβερό θέαμα. Είναι αλήθεια ότι το πλήρωμα του Βίσμαρκ, όπου ήμουν επικεφαλής σε μια αντιαεροπορική μονάδα πυροβολικού, το είχε συνεπάρει η νίκη. Πρόσεξα, όμως, ότι κάποιοι ναύτες που ήταν κοντά μου δάκρυσαν καθώς το βρετανικό πλοίο βυθιζόταν. Λυπούνταν για τους ναύτες, τους συνανθρώπους τους που έχαναν τη ζωή τους.
Το «Βίσμαρκ» Δέχεται Επίθεση
Στις 18 Μαΐου το βράδυ, είχαμε ήδη αποπλεύσει από την Γκότενχαφεν, το σημερινό πολωνικό λιμάνι της Γδύνια στη Βαλτική θάλασσα. Η νηοπομπή μας είχε αποστολή να επιτεθεί στα εμπορικά πλοία των Συμμάχων, στον Βόρειο Ατλαντικό. Αυτό ήταν μέρος της «Operation Rheinübung», δηλαδή της Επιχείρησης της Ρηνανίας, την οποία είχε οργανώσει το γερμανικό επιτελείο του Ναυτικού.
Επικεφαλής της αποστολής μας ήταν ο ναύαρχος Λύτγενς, αρχηγός του στόλου. Η ναυαρχίδα του ήταν το καμάρι του γερμανικού Ναυτικού, ένα από τα πιο ισχυρά θωρηκτά, το Βίσμαρκ. Είχε εκτόπισμα 50.000 τόνων και πλήρωμα 2.000 και πλέον αντρών. Τα βρετανικά πλοία, μαθαίνοντας ότι είχαμε μπει στον Βόρειο Ατλαντικό, ξεκίνησαν μια δυο μέρες αργότερα με σκοπό την ανακοπή της πορείας του Βίσμαρκ.
Όταν βυθίσαμε το Χουντ στις 24 Μαΐου, κινητοποιήθηκαν όλα τα διαθέσιμα βρετανικά πλοία για να βυθίσουν το Βίσμαρκ. Εκείνο το βράδυ, το αεροπλανοφόρο Βικτόριους εξαπόλυσε επίθεση με τορπιλοπλάνα. Ήμουν επικεφαλής σ’ ένα αντιαεροπορικό πολυβόλο 20 χιλιοστών τοποθετημένο στη δεξιά πλευρά της πρώρας. Μέχρι σήμερα παραμένει έντονη στο μυαλό μου η εικόνα εκείνων των βρετανικών αεροπλάνων που περνούσαν ξυστά πάνω από τα κύματα και έρχονταν αντιμέτωπα με τα ισχυρά μας πυρά. Μια τορπίλη μάς πέτυχε, αλλά η ζημιά που προκάλεσε ήταν ελάχιστη. Καταφέραμε να ξεφύγουμε από την καταδίωξη για πάνω από 30 ώρες.
Ωστόσο, το πρωί της 26ης Μαΐου, ένα βρετανικό αναγνωριστικό αεροπλάνο τύπου Καταλίνα επισήμανε πάλι τη θέση μας. Το βρετανικό αεροπλανοφόρο Αρκ Ρόγιαλ εξαπόστειλε δυο δυνάμεις κρούσης που εκτόξευσαν 13 τορπίλες εναντίον μας. Αυτή τη φορά δυο από αυτές έπληξαν το Βίσμαρκ, και μάλιστα η μία προκάλεσε σοβαρή ζημιά στο πηδάλιο. Σαν αποτέλεσμα, χάσαμε τον έλεγχο της πορείας μας και αρχίσαμε να διαγράφουμε έναν τεράστιο κύκλο. Παρ’ όλα αυτά, εγώ είχα την πεποίθηση ότι τίποτα σοβαρό δεν μπορούσε να μας συμβεί. Οι επόμενες ώρες, όμως, θα μου απόδειχναν ότι είχα άδικο.
Το «Βίσμαρκ»—Ένας Εύκολος Στόχος
Το πρωινό της 27ης Μαΐου μας βρήκε περικυκλωμένους από βρετανικά πολεμικά πλοία. Όταν άνοιξαν πυρ, στην κυριολεξία σκόρπιζαν θάνατο και καταστροφή. Μας έπληξαν τουλάχιστον οχτώ τορπίλες και αρκετές εκατοντάδες οβίδες. Το Βίσμαρκ, αν και είχε γίνει πια ένας εύκολος στόχος, έμενε με πείσμα στην επιφάνεια.
Η κατάσταση πάνω στο πλοίο ήταν απελπιστική. Οι σωσίβιες λέμβοι είχαν πάθει σημαντικές ζημιές από τις αλλεπάλληλες οβίδες και τις αεροπορικές επιθέσεις και είχαν αχρηστευτεί. Απόλυτη ερήμωση βασίλευε σε όλα τα καταστρώματα. Άμορφες μάζες από μέταλλα ήταν διάσπαρτες εδώ κι εκεί. Οι τρύπες που έχασκαν στο κατάστρωμα ξερνούσαν μαύρο καπνό. Φωτιές μαίνονταν ανεξέλεγκτες. Νεκροί και τραυματίες κείτονταν παντού.
Δόθηκε η εντολή να εγκαταλείψουμε το πλοίο. Όλοι όσοι ήμασταν ακόμα ζωντανοί στριμωχτήκαμε στο πίσω μέρος, αφού πρώτα φορέσαμε σωσίβια και δέσαμε σφιχτά τις ζώνες ασφαλείας. Μετά πηδήξαμε στη θάλασσα, προς την κατεύθυνση του ανέμου για να μη μας ρίξουν τα κύματα πάνω στο κύτος του πλοίου. Από τη στιγμή που βρεθήκαμε στη θάλασσα, η μόνη μας σκέψη ήταν να κολυμπήσουμε μακριά από το πλοίο όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε για να μη μας ρουφήξει μαζί του καθώς σιγά-σιγά βυθιζόταν μέχρι που τελικά εξαφανίστηκε.
Τρεις Μέρες Μόνος στον Ωκεανό
Τα μεγάλα κύματα του ωκεανού μας σκόρπισαν γρήγορα. Σουρούπωνε. Τα βρετανικά πλοία εξαφανίστηκαν στον ορίζοντα. Σ’ όλες τις μεριές, όσο μακριά κι αν κοίταζες, επέπλεαν συντρίμμια. Όταν έπεσε η νύχτα, μόνο ο Χέρμαν που δούλευε στο μηχανοστάσιο ήταν μαζί μου.
Η θάλασσα αγρίευε και τα κύματα όλο και μεγάλωναν. Ξαφνικά αντιλήφθηκα ότι είχα χάσει τον Χέρμαν. Δεν τον έβλεπα πουθενά. Κρύωνα και φοβόμουν. Μας είχαν εκπαιδεύσει να είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε για την πατρίδα, αλλά εκείνη τη στιγμή η ιδέα να πεθάνω ως ήρωας δεν με γοήτευε καθόλου. Ήθελα να ζήσω, έστω κι αν ήμουν μόνος μέσα σ’ έναν φουσκωμένο, εχθρικό, μαύρο ωκεανό.
Ένα κύμα από αναμνήσεις πλημμύρισε το μυαλό μου. Θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια, τότε που μέναμε στο Ρεκλινχάουζεν μια πόλη ανθρακωρυχείων στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία. Έφερα στο νου τον αγαπημένο μου πατέρα, που ήταν ανθρακωρύχος, και τη μητέρα μου, την αδελφή μου και τους τρεις αδελφούς μου. Ήμασταν όλοι μας Προτεστάντες, αλλά ο πατέρας μου έλεγε συνέχεια ότι οι εκκλησίες δεν εφαρμόζουν τις Βιβλικές διδασκαλίες. Όταν έφτασα στην εφηβική ηλικία, πήγα να μείνω στο θείο μου στην επαρχία· αυτός μ’ έστειλε σε μια γεωργική σχολή από όπου και αποφοίτησα.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, κατατάχτηκα στο ναυτικό στην Γκότενχαφεν, όπου άρχισε η στρατιωτική μου εκπαίδευση. Όταν μπάρκαρα στο «Βίσμαρκ», ήμουν ο μοναδικός γιος που είχε απομείνει στην οικογένεια. Ο ένας αδελφός μου αρρώστησε και πέθανε, ο άλλος έχασε τη ζωή του στο ορυχείο και ο τρίτος σκοτώθηκε στην εισβολή στην Πολωνία.
Το κρύο με επανέφερε στην πραγματικότητα. Βρισκόμουν εκεί, στη μέση του ωκεανού. Ένιωσα μια ξαφνική παρόρμηση να προσευχηθώ, γιατί δεν ήθελα να πεθάνω. Γεμάτος φόβο και νιώθοντας πόνους σε όλο μου το σώμα, θυμήθηκα την Κυριακή Προσευχή που μου ’χε μάθει η γιαγιά μου. Ήταν η μοναδική προσευχή που ήξερα και την έλεγα αδιάκοπα όλη νύχτα. Όσο περνούσαν οι ώρες, ο φόβος μου υποχωρούσε και με πλημμύριζε μια ηρεμία.
Όταν επιτέλους ξημέρωσε, ήμουν τελείως εξαντλημένος. Η θάλασσα όλο και αγρίευε και άρχισα να κάνω εμετό. Έπειτα, νικημένος από την κούραση, λαγοκοιμήθηκα και τελικά με πήρε ο ύπνος. Άλλη μια μέρα κύλησε αργά, με την αγρύπνια να διαδέχεται τον ύπνο και αντίστροφα. Μετά έπεσε το βράδυ για δεύτερη φορά. Στο μεταξύ με βασάνιζε μια τρομερή δίψα, τα άκρα μου ήταν κοκαλωμένα από το κρύο και άρχιζαν να με πιάνουν κράμπες. Η νύχτα φαινόταν ατέλειωτη.
Άρχισα πάλι να προσεύχομαι, ικετεύοντας τον Θεό να με βοηθήσει να επιζήσω. Τελικά το ξημέρωμα έφερε και την τρίτη μέρα. Έπεσα σε λήθαργο, χάνοντας κάθε αίσθηση του χρόνου, και στην κατάσταση αυτή μόλις που ξεχώρισα τον ήχο ενός κινητήρα πριν χάσω τις αισθήσεις μου.
Και Πάλι στην Ξηρά
Συνήλθα σ’ ένα άγνωστο περιβάλλον. Καθώς αργά-αργά ξεκαθάριζε η εικόνα μπροστά στα μάτια μου, μπόρεσα να διακρίνω μια νοσοκόμα σκυμμένη πάνω μου και αμυδρά την άκουσα να μου λέει: «Κοιμόσαστε τρεις μέρες συνέχεια. Σίγουρα, τώρα θέλετε κάτι να φάτε». Σιγά-σιγά συνειδητοποιούσα ότι ήμουν ακόμη ζωντανός. Έξι μέρες είχαν περάσει: τρεις στον ωκεανό, όπου είχα παρασυρθεί από το ρεύμα πάνω από 121 χιλιόμετρα πριν με μαζέψει ένα γερμανικό πλοίο, και άλλες τρεις αναίσθητος σ’ ένα νοσοκομείο στη Λα Μπολ-Εσκουμπλάκ, ένα γαλλικό παραθαλάσσιο θέρετρο στα παράλια του Ατλαντικού.
Όλο μου το σώμα ήταν πρησμένο μετά από τις τρεις ατέλειωτες μέρες που είχα περάσει στον ωκεανό και χρειάστηκε να περάσει ένας ολόκληρος μήνας για να ξαναβρεί τη φυσιολογική του εμφάνιση. Μου έδωσαν άδεια, και στο δρόμο για το σπίτι μου στη Γερμανία, έμαθα ότι μονάχα 110 από τα 2.000 και πλέον μέλη του πληρώματος του Βίσμαρκ είχαν επιζήσει. Τους περισσότερους από αυτούς τους είχε διασώσει το βρετανικό καταδρομικό Ντορζετσάιρ.
Γυρισμός στο Σπίτι
Καθώς πλησίαζα στο σπίτι, η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά. Δεν ήξερα ότι οι αρχές είχαν ειδοποιήσει τους γονείς μου πως είχα χαθεί στη θάλασσα. Ο πατέρας μου με είδε πρώτος. Μ’ έσφιξε στην αγκαλιά του, πήρε το πρόσωπό μου στα ζαρωμένα χέρια του και μου είπε: «Γιε μου, ήσουν νεκρός, και τώρα ξαναγύρισες κοντά μας!» Ξέσπασε σε κλάματα, και κλαίγοντας κι οι δυο με λυγμούς, αγκαλιαστήκαμε. Με πήγε στη μητέρα μου, που κείτονταν παράλυτη στον καναπέ. Μη μπορώντας να κουνηθεί ή να αρθρώσει έστω μια κουβέντα, ανοιγόκλεινε τα χείλια της σε δυο λέξεις: «Γιε μου, αγόρι μου . . . » Έπεσα στα γόνατα δίπλα της κι έκλαψα σαν μωρό παιδί.
Στα επόμενα τρία χρόνια, πήγαινα από τον πόλεμο στο σπίτι με άδεια και από το σπίτι πίσω στο μέτωπο. Τότε, στις 24 Νοεμβρίου 1944, οι Αμερικάνοι αιχμαλώτισαν το σύνταγμα πεζοναυτών στο οποίο ανήκα. Έμεινα αιχμάλωτος μέχρι το 1947 και όταν απελευθερώθηκα, ξαναγύρισα σπίτι. Τέσσερις μέρες αργότερα η μητέρα μου πέθανε. Ήταν σαν να είχε καταφέρει να επιζήσει όσο ακριβώς χρειαζόταν για να μπορέσει να με ξαναδεί πριν πεθάνει.
Στη Γερμανία παρατήρησα πολλές αλλαγές. Παντού υπήρχε πείνα και ανεργία. Η μαύρη αγορά κρατούσε γερά τον κόσμο. Ο πληθωρισμός είχε φτάσει στα ύψη. Η φτώχεια ήταν η καθημερινή μας πραγματικότητα για αρκετά χρόνια.
Στη Γαλλική Λεγεώνα των Ξένων
Τελικά, το 1951 πήρα μια απόφαση που επηρέασε την πορεία της ζωής μου για τα επόμενα 18 χρόνια. Πήρα το τρένο για το Στρασβούργο, μια γαλλική πόλη που βρίσκεται κοντά στη Γερμανία, από την άλλη μεριά του Ρήνου. Εκεί κατατάχτηκα στη Γαλλική Λεγεώνα των Ξένων. Με εκπαίδευσαν ως αλεξιπτωτιστή και με έστειλαν στην Ινδοκίνα, στην οποία ανήκε και το σημερινό Βιετνάμ.
Τον Ιούλιο του 1954 το σύνταγμά μας έφυγε για την Αλγερία, όπου μαγειρευόταν ο πόλεμος για την ανεξαρτησία. Πέφταμε με τα αλεξίπτωτα σε κάθε περιοχή, μέρα-νύχτα, για να βοηθήσουμε τις γαλλικές δυνάμεις στρατού. Το 1957 τραυματίστηκα και αναγκαστικά πέρασα τρεις μήνες σ’ ένα νοσοκομείο στην Κωνσταντίνη, στην ανατολική Αλγερία. Το Μάιο του 1961 απόσυραν το σύνταγμά μου από την Αλγερία, και μπαρκάραμε για ένα νέο προορισμό, τη Μαδαγασκάρη.
Μια Αλλαγμένη Ζωή
Η ζωή μου στη Μαδαγασκάρη δεν είχε τίποτα το κοινό με όσα είχα ζήσει στα περασμένα 20 χρόνια. Είχα σχεδόν ξεχάσει πώς είναι η ειρήνη και η ησυχία. Στη Μαδαγασκάρη άρχισα να εκτιμώ ξανά τη ζωή. Άρχισα να ενδιαφέρομαι για όσα με περιέβαλαν: τη γαλάζια θάλασσα με τα αμέτρητα πολύχρωμα ψάρια της, τις φυτείες της περιοχής και τα μεγαλόπρεπα βουνά. Εδώ γνώρισα τη Μαρισόα, το κορίτσι που αργότερα παντρεύτηκα.
Όταν πήρα σύνταξη από το στρατό το 1969, στήσαμε το σπιτικό μας στο μικρό νησάκι Νόσσι-Μπε , 8 χιλιόμετρα έξω από τη βορειοδυτική ακτή της Μαδαγασκάρης. Μείναμε εκεί πέντε χρόνια, αλλά έπειτα χρειάστηκε να γυρίσουμε πίσω στη Γαλλία για οικογενειακούς λόγους. Εγκατασταθήκαμε στο Σαιν-Σαμόν, μια βιομηχανική πόλη 48 χιλιόμετρα έξω από τη Λυόν.
Λίγο μετά η Μαρισόα άρχισε να κάνει Γραφική μελέτη με δυο νεαρές Μάρτυρες του Ιεχωβά που μας επισκέπτονταν. Καθόμουν στο διπλανό δωμάτιο και άκουγα όλα όσα λέγονταν. Ωστόσο, όταν η γυναίκα μου με προσκαλούσε να καθήσω μαζί τους, εγώ της έλεγα: «Έχω κάνει τόσα πολλά κακά πράγματα. Ξέρω καλά ότι ο Θεός δεν θα με συγχωρέσει ποτέ για όσα έκανα τότε που ήμουν στρατιώτης». Λίγο αργότερα, η γυναίκα μου μού έδωσε μια Αγία Γραφή στα γερμανικά, τη μητρική μου γλώσσα, και έκανε μια συνδρομή στη Σκοπιά στο όνομά μου.
Όμως, αρνιόμουν συστηματικά να παρακολουθήσω χριστιανικές συναθροίσεις, πιστεύοντας ότι μόνο οι άνθρωποι που είχαν κάνει μικροαμαρτήματα μπορούν να τις παρακολουθούν και να πλησιάζουν τον Θεό με προσευχή. Παρ’ όλα αυτά, η Μαρισόα επέμενε να τη συνοδεύσω στη γιορτή της Ανάμνησης του θανάτου του Χριστού, που γίνεται μια φορά το χρόνο. Τελικά υποχώρησα, αφού πρώτα την έβαλα να υποσχεθεί ότι δεν θα ξαναέθιγε το θέμα αυτό από τη στιγμή που θα γυρνούσαμε στο σπίτι. Ωστόσο, έπρεπε να παραδεχθώ ότι συγκινήθηκα βαθιά από τη θερμή υποδοχή που μου έκαναν εκείνο το βράδυ.
Από εκείνη τη φορά, αντίθετα με ό,τι έλεγα προηγουμένως, πήγαινα με τη γυναίκα μου στις συναθροίσεις στην τοπική Αίθουσα Βασιλείας. Γιατί; Επειδή αισθανόμουν άνετα με αυτούς τους ανθρώπους. Είχα εντυπωσιαστεί από τη θερμή αγάπη που είχαν ο ένας για τον άλλον και από τις διδασκαλίες τους που ήταν βασισμένες στην Αγία Γραφή. Δέχτηκα να κάνω γραφική μελέτη, και το 1976 η γυναίκα μου κι εγώ συμβολίσαμε την αφιέρωσή μας στον Ιεχωβά με το βάφτισμα στο νερό. Μετά από αυτό, το μυαλό μου δεν γύριζε και τόσο στις παλιές μου εμπειρίες και διάθετα το χρόνο μου βοηθώντας άλλους να γνωρίσουν τις Βιβλικές αλήθειες. Έτσι, έχοντας σκοπό να επεκτείνουμε τη δράση μας στο κήρυγμα, ξαναγυρίσαμε στη Μαδαγασκάρη το 1978.
Υπάρχουν ελάχιστοι δρόμοι στο νησί, εμείς όμως παίρναμε με χαρά τα σκονισμένα μονοπάτια, ξέροντας ότι φτάνοντας στον προορισμό μας, θα βρίσκαμε πολλά ευήκοα αυτιά. Περπατούσαμε 10 με 16 χιλιόμετρα καθημερινά σε θερμοκρασίες άνω των 40°C. Μερικές φορές οι γεμάτες Γραφικά βιβλία τσάντες μας και τα στομάχια μας ήταν άδεια όταν γυρίζαμε σπίτι! Σε τρεις μήνες διάθεσα χίλια βιβλία και βοηθήσαμε αρκετούς ανθρώπους να συμμεριστούν την πίστη μας. Δυστυχώς, το 1982 για λόγους υγείας αναγκαστήκαμε να φύγουμε από τη Μαδαγασκάρη και να επιστρέψουμε στη Γαλλία.
Μερικές φορές, οι φρικιαστικές στιγμές που έζησα ξανάρχονται στο μυαλό μου. Όμως, ξέρω ότι θα έρθει ο καιρός που αυτές οι αναμνήσεις, μαζί με αυτές που μου θυμίζουν τις τρομερές μέρες και νύχτες που πέρασα όταν βούλιαζε το Βίσμαρκ και μετά από αυτό, δεν θα έρχονται πια στο μυαλό μου. Θα εκπληρωθεί η προφητεία του Ιεχωβά: «Επειδή ιδού, νέους ουρανούς κτίζω και νέαν γην· και δεν θέλει είσθαι μνήμη των προτέρων ουδέ θέλουσιν ελθεί εις τον νουν».—Ησαΐας 65:17.—Όπως το αφηγήθηκε ο Βίλχελμ Βικ.
[Εικόνα στη σελίδα 13]
Διαβάζοντας την Αγία Γραφή μαζί με τη γυναίκα μου
[Ευχαριστία για την προσφορά της εικόνας στη σελίδα 10]
Photos: Bundesarchiv, Κόμπλεντς, Γερμανία