Το Παρελθόν της Θρησκείας Δείχνει το Μέλλον Της
Μέρος 12ο: 100-476 Κ.Χ.Το Φως του Ευαγγελίου Σβήνει
«Οι άνθρωποι ανακάλυψαν ότι είναι πολύ πιο βολικό να νοθέψουν την αλήθεια, παρά να εξαγνίσουν τον εαυτό τους».—Τσαρλς Κέιλεμπ Κόλτον, Άγγλος κληρικός του 19ου αιώνα
ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ από το 33 της Κοινής μας Χρονολογίας (Κ.Χ.), όταν η Ρώμη θανάτωσε τον Θεμελιωτή της Χριστιανοσύνης, εκείνη η έκτη παγκόσμια δύναμη της Βιβλικής ιστορίας βρισκόταν σε συνεχή διαμάχη με τους Χριστιανούς. Τους φυλάκιζε, και μερικούς τους έριχνε στα λιοντάρια. Αλλά ακόμη κι όταν απειλούνταν να καούν σαν ανθρώπινοι πυρσοί για να φωτίσουν τους κήπους του Νέρωνα, πεθαίνοντας έτσι μαρτυρικά, οι Ρωμαίοι Χριστιανοί του πρώτου αιώνα εξακολουθούσαν να αφήνουν το πνευματικό φως τους να λάμπει. (Ματθαίος 5:14) Με τον καιρό όμως, η κατάσταση άλλαξε.
«Στο πρώτο μέρος του τρίτου αιώνα», λέει το βιβλίο From Christ to Constantine (Από τον Χριστό στον Κωνσταντίνο), «η εκκλησία άρχισε να αποκτάει υπόληψη». Αλλά αυτή η υπόληψη είχε και το τίμημά της, «τον υποβιβασμό των κανόνων». Έτσι, «ο Χριστιανικός τρόπος ζωής δεν θεωρούνταν πια απαίτηση για τη Χριστιανική πίστη».
Το φως του ευαγγελίου είχε φτάσει στο σημείο να τρεμοσβήνει. Και «ήδη τον τέταρτο αιώνα», λέει το βιβλίο Imperial Rome (Αυτοκρατορική Ρώμη), «οι Χριστιανοί συγγραφείς ισχυρίζονταν, όχι μόνο ότι ήταν δυνατό να είναι κάποιος και Χριστιανός και Ρωμαίος, αλλά ότι η μακρά ιστορία της Ρώμης αποτελούσε στην πραγματικότητα το ξεκίνημα της Χριστιανικής εποποιίας. . . . Γινόταν λοιπόν νύξη ότι η Ρώμη εδραιώθηκε με θεϊκή υποστήριξη».
Αυτή την άποψη είχε και ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μέγας Κωνσταντίνος. Το 313 της Κοινής μας Χρονολογίας (Κ.Χ.), ο Κωνσταντίνος έκανε τη Χριστιανοσύνη νόμιμη θρησκεία. Συνδυάζοντας την Εκκλησία με το Κράτος, θέτοντας τους θρησκευτικούς ηγέτες στην υπηρεσία του Κράτους και επιτρέποντας τον κρατικό έλεγχο των θρησκευτικών υποθέσεων, ο Κωνσταντίνος έκανε πραγματική ζημιά.
Στις αρχές του δεύτερου αιώνα, ο Ιγνάτιος, επίσκοπος της Αντιόχειας, είχε ήδη εισαγάγει μια νέα μέθοδο εκκλησιαστικής διακυβέρνησης. Αντί να υπάρχει μια ομάδα πρεσβυτέρων, η μοναρχική επισκοπική διευθέτηση προέβλεπε να είναι υπεύθυνος για κάθε εκκλησία ένας και μόνο κληρικός. Περίπου έναν αιώνα αργότερα, ο Κυπριανός, επίσκοπος της Καρχηδόνας, επέκτεινε αυτό το ιεραρχικό σύστημα του κλήρου και δημιούργησε έτσι μια μοναρχική ιεραρχία εφτά βαθμών, στην οποία την ανώτατη θέση κατείχε ο επίσκοπος. Υπό την εξουσία του βρίσκονταν οι ιερείς, οι διάκονοι, οι υποδιάκονοι, και οι κληρικοί των υπόλοιπων βαθμών. Η Δυτική εκκλησία πρόσθεσε στη συνέχεια έναν όγδοο βαθμό, ενώ η Ανατολική εκκλησία κατέληξε σε μια ιεραρχία πέντε βαθμών.
Πού οδήγησε αυτή η μορφή εκκλησιαστικής ηγεσίας, η οποία είχε συνδυαστεί με την εξασφάλιση της εύνοιας του Κράτους; Το βιβλίο Imperial Rome εξηγεί: «Μόλις 80 χρόνια μετά το τελευταίο μεγάλο κύμα διωγμού των Χριστιανών, η ίδια η Εκκλησία άρχισε να εκτελεί τους αιρετικούς, και οι κληρικοί της ασκούσαν εξουσία σχεδόν ίδια μ’ εκείνη των αυτοκρατόρων». Ασφαλώς, ο Χριστός δεν είχε αυτό στο νου του, όταν είπε ότι οι μαθητές του ‘δεν θα ήταν μέρος του κόσμου’ και ότι θα έπρεπε να νικήσουν τον κόσμο, όχι με τη δύναμη, αλλά με την πίστη τους.—Ιωάννης 16:33· 17:14, ΜΝΚ· παράβαλε 1 Ιωάννου 5:4.
Οι «Άγιοι» και οι Θεοί των Ελλήνων
Πολύ πριν από τον καιρό του Κωνσταντίνου, οι ειδωλολατρικές ιδέες είχαν ήδη νοθέψει τη Χριστιανική θρησκεία. Οι μυθικοί θεοί της Ελλάδας, που παλιότερα είχαν επηρεάσει έντονα τη θρησκεία της Ρώμης, είχαν επηρεάσει ήδη και τη Χριστιανική θρησκεία. «Τον καιρό που η Ρώμη είχε γίνει αυτοκρατορική δύναμη», λέει το βιβλίο Roman Mythology (Ρωμαϊκή Μυθολογία), «ο Ζούπιτερ είχε ταυτιστεί με τον Δία των Ελλήνων . . . Αργότερα, ο Ζούπιτερ λατρευόταν ως Όπτιμους Μάξιμους, δηλαδή ο Κράτιστος Μέγιστος, χαρακτηρισμός που επρόκειτο να μεταφερθεί και στη Χριστιανοσύνη και ο οποίος εμφανίζεται σε πολλές μνημειακές επιγραφές». Η The New Encyclopædia Britannica προσθέτει: «Υπό τη Χριστιανοσύνη, οι ήρωες, ακόμη δε και οι θεότητες των Ελλήνων επέζησαν ως άγιοι».
Ο συγγραφέας Μ. Α. Σμιθ εξηγεί ότι αυτό σημαίνει πως «οι πολλές ομάδες θεών αναμειγνύονταν η μια με την άλλη, και οι τοπικές διαφορές γίνονταν όλο και πιο δυσδιάκριτες. . . . Οι άνθρωποι είχαν την τάση να πιστεύουν ότι οι διάφορες θεότητες ήταν απλώς διαφορετικά ονόματα μιας μεγάλης δύναμης. . . . Η Ίσιδα των Αιγυπτίων, η Άρτεμις των Εφεσίων και η Αστάρτη των Σύρων μπορούσαν να εξομοιωθούν. Τον Δία των Ελλήνων, τον Ζούπιτερ των Ρωμαίων, τον Άμμων-Ρα των Αιγυπτίων, ακόμη δε και τον Γιαχβέ των Ιουδαίων, μπορούσε κανείς να τους επικαλεσθεί, σαν να ήταν τα ονόματα της μιας μεγάλης Δύναμης».
Ενώ η Χριστιανοσύνη συγχωνευόταν με τον ελληνικό και το ρωμαϊκό τρόπο σκέψης στη Ρώμη, υφίστατο παράλληλα αλλαγές και σε άλλα μέρη. Στην Αλεξάνδρεια, στην Αντιόχεια, στην Καρχηδόνα και στην Έδεσσα, πόλεις που ήταν όλες κέντρα θεολογικής δραστηριότητας, αναπτύχθηκαν ξεχωριστές σχολές θρησκευτικής σκέψης. Ο Χέρμπερτ Γουάνταμς, πρώην Αγγλικανός Κληρικός του Καντέρμπουρι, λέει ότι η Αλεξανδρινή σχολή, για παράδειγμα, είχε «επηρεαστεί ιδιαίτερα από τις Πλατωνικές ιδέες», προσδίδοντας έτσι αλληγορική σημασία στις περισσότερες δηλώσεις της «Παλαιάς Διαθήκης». Η σχολή της Αντιόχειας υιοθέτησε μια πιο ‘κατά γράμμα’ και πιο κριτική στάση ως προς την Αγία Γραφή.
Η απόσταση, η έλλειψη επικοινωνίας και οι παρανοήσεις της γλώσσας έκαναν ακόμη πιο έντονες τις διαφορές. Εντούτοις, την κύρια ευθύνη γι’ αυτή την κατάσταση την έφερε το ανεξάρτητο πνεύμα και η ιδιοτελής φιλοδοξία των θρησκευτικών ηγετών, που ήταν πρόθυμοι να νοθέψουν την αλήθεια για χάρη του προσωπικού όφελους, σβήνοντας έτσι το φως του ευαγγελίου.
‘Ψευδώς Ονομαζόμενη Γνώση’
Από τον πρώτο κιόλας αιώνα, η Χριστιανοσύνη είχε επηρεαστεί από ψεύτικες θρησκευτικές διδασκαλίες, πράγμα που έκανε τον Παύλο να προειδοποιήσει τον Τιμόθεο να απομακρύνεται από «τας αντιλογίας της ψευδώς ονομαζομένης γνώσεως». (1 Τιμόθεον 6:20, 21, ΚΔΤΚ) Αυτό μπορεί να αναφερόταν σ’ ένα κίνημα που ονομαζόταν Γνωστικισμός και το οποίο επικράτησε στις αρχές του δεύτερου αιώνα, αλλά προφανώς ξεκίνησε τον πρώτο αιώνα, πιθανώς από κάποιον Σίμωνα τον Μάγο. Μερικές αυθεντίες ισχυρίζονται ότι αυτός μπορεί να είναι ο Σίμων που αναφέρεται στην Αγία Γραφή, στο εδάφιο Πράξεις 8:9.
Ο Γνωστικισμός πήρε το όνομά του από τη λέξη γνώσις. Οι Γνωστικές ομάδες υποστήριζαν ότι η σωτηρία εξαρτάται από την ειδική μυστική γνώση των βαθιών πραγμάτων που είναι άγνωστα στους κοινούς Χριστιανούς. Σύμφωνα με την The Encyclopedia of Religion (Εγκυκλοπαίδεια της Θρησκείας), αυτοί πίστευαν ότι η κατοχή αυτής της γνώσης τούς έκανε ικανούς να διδάσκουν «την εσωτερική αλήθεια που αποκάλυψε ο Ιησούς».
Οι ρίζες της Γνωστικής σκέψης ήταν πολλές. Από τη Βαβυλώνα, οι Γνωστικοί πήραν την τακτική τού να αποδίδουν κρυμμένες σημασίες στους αριθμούς της Αγίας Γραφής, που υποτίθεται ότι αποκάλυπταν μυστικές αλήθειες. Οι Γνωστικοί δίδασκαν επίσης ότι, ενώ το πνεύμα είναι καλό, όλη η ύλη είναι κακή λόγω κληρονομικότητας. «Αυτός ο τρόπος λογίκευσης είναι ίδιος», λέει ο Γερμανός συγγραφέας Καρλ Φρικ, «μ’ εκείνον που βρισκόταν ήδη στον Περσικό δυαδισμό και στο κινεζικό ‘γιν’ και ‘γιανγκ’ της Άπω Ανατολής». Είναι ολοφάνερο ότι η «Χριστιανοσύνη» που παρουσιάζουν τα Γνωστικά συγγράμματα βασίζεται σε μη Χριστιανικές πηγές. Πώς θα μπορούσε λοιπόν αυτή να αποτελεί «την εσωτερική αλήθεια που αποκάλυψε ο Ιησούς»;
Ο λόγιος Ρ. Ε. Ο. Γουάιτ αποκαλεί το Γνωστικισμό συνδυασμό «φιλοσοφικής σκέψης, δεισιδαιμονίας, ημιμαγικών τελετουργιών και, μερικές φορές, μιας φανατικής, ακόμη και χυδαίας λατρείας». Ο Άντριου Μ. Γκρίλι, του Πανεπιστημίου της Αριζόνα λέει: «Ο Ιησούς των Γνωστικών είναι μερικές φορές ασυνάρτητος, μερικές φορές ακατανόητος και μερικές φορές κάτι παραπάνω από ένα σκιάχτρο».
Η Αλήθεια Σχετικά με τον Χριστό Διαστρεβλώνεται
Οι Γνωστικοί δεν ήταν οι μόνοι που διαστρέβλωναν την αλήθεια σχετικά με τον Χριστό. Ο Νεστόριος, που ήταν πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης στις αρχές του 5ου αιώνα, προφανώς δίδασκε ότι ο Χριστός ήταν στην πραγματικότητα δύο πρόσωπα σε ένα, ο ανθρώπινος Ιησούς και ο θεϊκός Γιος του Θεού. Γεννώντας τον Χριστό, η Μαρία γέννησε τον άνθρωπο, αλλά όχι το θεϊκό Γιο. Αυτή η άποψη δεν συμφωνούσε με το Μονοφυσιτισμό («μία φύση»), που υποστήριζε ότι η ενότητα μεταξύ του Θεού και του Γιου ήταν αδιάσπαστη και ότι, μολονότι ο Ιησούς είχε δυο φύσεις, ήταν στην πραγματικότητα μόνο ένας, εξ ολοκλήρου Θεός και ταυτόχρονα εξ ολοκλήρου άνθρωπος. Συνεπώς, η Μαρία θα είχε γεννήσει πράγματι τον Θεό, και όχι απλώς τον άνθρωπο Ιησού.
Και οι δυο αυτές θεωρίες αποτελούσαν προϊόν μιας αντιλογίας που είχε ξεσπάσει στη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα. Ο Άρειος, ένας ιερέας από την Αλεξάνδρεια, υποστήριζε ότι ο Χριστός είναι κατώτερος από τον Πατέρα. Έτσι, αρνιόταν να χρησιμοποιεί τον όρο ομοούσιος (αυτός που είναι από την ίδια ουσία), για να περιγράψει τη σχέση του Χριστού με τον Θεό. Η Σύνοδος της Νίκαιας απέρριψε την άποψή του το 325 της Κοινής μας Χρονολογίας (Κ.Χ.), καθορίζοντας ότι ο Ιησούς είναι πράγματι ‘από την ίδια ουσία με τον Πατέρα’. Το 451 της Κοινής μας Χρονολογίας (Κ.Χ.), η Σύνοδος της Χαλκηδόνας δήλωσε ότι ο Χριστός αποτελεί ενσάρκωση του Θεού. Η βαβυλωνιακή-αιγυπτιακή-ελληνική αντίληψη περί τριαδικού Θεού, είχε εκτοπίσει τώρα τη διδασκαλία του Χριστού ότι αυτός και ο Πατέρας του είναι δυο ξεχωριστά πρόσωπα και δεν είναι με κανένα τρόπο ίσοι.—Μάρκος 13:32· Ιωάννης 14:28.
Στην πραγματικότητα, ο Τερτυλλιανός (περ. 160-230 της Κοινής μας Χρονολογίας [Κ.Χ.]), μέλος της βορειοαφρικανικής εκκλησίας, εισήγαγε τη λέξη «trinitas» (τριάδα), η οποία έφτασε στο σημείο να χρησιμοποιείται από τους Χριστιανούς, προτού ακόμη γεννηθεί ο Άρειος. Ο Τερτυλλιανός, ο πρώτος θεολόγος που έγραψε πολλά συγγράμματα στη λατινική αντί για την ελληνική, βοήθησε να μπουν τα θεμέλια της Δυτικής θεολογίας. Το ίδιο έκανε και ο «Άγιος» Αυγουστίνος, ένας άλλος Βορειοαφρικανός θεολόγος, που έζησε περίπου δυο αιώνες αργότερα. «[Ο Αυγουστίνος] αναγνωρίζεται γενικά ως ο μεγαλύτερος στοχαστής της Χριστιανικής αρχαιότητας», λέει η The New Encyclopædia Britannica. Ωστόσο, τα επόμενα λόγια αυτής της εγκυκλοπαίδειας αποτελούν αιτία ανησυχίας για κάθε ειλικρινή Καθολικό ή Προτεστάντη: «Ο νους του ήταν το χωνευτήρι στο οποίο αναμείχτηκε πληρέστατα η θρησκεία της Καινής Διαθήκης με την Πλατωνική παράδοση της ελληνικής φιλοσοφίας· και ήταν επίσης το μέσο με το οποίο το προϊόν αυτής της ανάμειξης μεταφέρθηκε στο Χριστιανισμό του μεσαιωνικού Ρωμαιοκαθολικισμού και του Αναγεννησιακού Προτεσταντισμού».
Ο Καθολικισμός Διέρχεται Κρίση
Προς τα τέλη του τέταρτου αιώνα, ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α΄ ολοκλήρωσε αυτό που είχε ξεκινήσει ο Κωνσταντίνος, με το να κάνει τον Καθολικισμό θρησκεία του Κράτους. Σύντομα μετά απ’ αυτό, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αποσχίστηκε, πράγμα που ο Κωνσταντίνος είχε φοβηθεί ότι θα γινόταν. Το 410 της Κοινής μας Χρονολογίας (Κ.Χ.), η Ρώμη καταλήφθηκε από τους Βισιγότθους, ένα γερμανικό λαό που παρενοχλούσε την αυτοκρατορία από καιρό, και το 476 της Κοινής μας Χρονολογίας (Κ.Χ.), ο Γερμανός στρατηγός Οδόακρος ανέτρεψε τον Δυτικό αυτοκράτορα και αυτοανακηρύχτηκε βασιλιάς, βάζοντας έτσι τέρμα στη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Κάτω απ’ αυτές τις νέες συνθήκες, ποια θα ήταν η τύχη του Καθολικισμού; Το 500 της Κοινής μας Χρονολογίας (Κ.Χ.), ο Καθολικισμός ισχυριζόταν ότι είχε για μέλη του το 22 τοις εκατό του παγκόσμιου πληθυσμού. Αλλά η πλειονότητα αυτών των ατόμων, τα οποία υπολογίζεται ότι ανέρχονταν σε 43 εκατομμύρια, είχε πέσει θύμα θρησκευτικών ηγετών, οι οποίοι είχαν διαπιστώσει ότι είναι πιο βολικό να νοθέψουν την αλήθεια, παρά να εξαγνίσουν τον εαυτό τους. Το φως του ευαγγελίου της αληθινής Χριστιανοσύνης είχε σβήσει. Αλλά σύντομα επρόκειτο να γεννηθεί «Κάτι ‘Άγιο’ Μέσα Από το Σκοτάδι», πράγμα που θα εξετάσει το επόμενο τεύχος μας.
[Πλαίσιο στη σελίδα 26]
Δείγματα του Γνωστικού Πιστεύω
Ο Μαρκίων (δεύτερος αιώνας) έκανε διάκριση ανάμεσα σ’ έναν ατελή Θεό της «Παλαιάς Διαθήκης», κατώτερο του Ιησού, και στον Πατέρα του Ιησού, τον άγνωστο Θεό αγάπης της «Καινής Διαθήκης». Η ιδέα ενός «άγνωστου θεού αποτελεί θεμελιώδες θέμα του γνωστικισμού», εξηγεί η The Encyclopedia of Religion. Αυτός ο άγνωστος θεός ορίζεται ως «η υπέρτατη Διάνοια, που είναι απρόσιτη στην ανθρώπινη νόηση». Από την άλλη μεριά, ο πλάστης του υλικού κόσμου είναι κατώτερος και όχι απόλυτα νοήμων, και είναι γνωστός ως ο Δημιουργός.
Ο Μοντάνος (δεύτερος αιώνας) κήρυξε την επικείμενη επιστροφή του Χριστού και την εγκαθίδρυση της Νέας Ιερουσαλήμ, στο μέρος που είναι σήμερα η Τουρκία. Ενδιαφερόταν περισσότερο για τη διαγωγή παρά για το δόγμα, κι έτσι είναι φανερό ότι προσπάθησε να αποκαταστήσει τις αρχικές αξίες της Χριστιανοσύνης· επειδή όμως έφτασε στα άκρα, το κίνημα αυτό έπεσε θύμα της ίδιας της χαλαρότητας την οποία καταδίκαζε.
Ο Βαλεντίνος (δεύτερος αιώνας), Έλληνας ποιητής και ο πιο εξέχων Γνωστικός όλων των εποχών, ισχυριζόταν ότι μολονότι το άυλο σώμα του Ιησού πέρασε διαμέσου της Μαρίας, δεν γεννήθηκε πραγματικά απ’ αυτήν. Αυτό συνέβαινε γιατί οι Γνωστικοί πίστευαν ότι όλη η ύλη είναι κακή. Έτσι, ο Ιησούς δεν θα μπορούσε να έχει υλικό σώμα, γιατί τότε θα έπρεπε να είναι κι αυτό κακό. Οι Γνωστικοί που είναι γνωστοί ως Δοκητιστές δίδασκαν πως οτιδήποτε σχετικό με την ανθρώπινη φύση του Ιησού ήταν απλώς φαινομενικό και αποτελούσε ψευδαίσθηση. Σ’ αυτό περιλαμβανόταν ο θάνατος και η ανάστασή του.
Ο Μάνης (τρίτος αιώνας), ονομάστηκε αλ-Μπαμπιλίγιου, αραβική φράση που σημαίνει «ο Βαβυλώνιος», επειδή αυτοαποκαλούνταν «ο αγγελιοφόρος του Θεού που ήρθε στη Βαβυλώνα». Αυτός αγωνίστηκε για να σχηματίσει μια παγκόσμια θρησκεία, με την ανάμειξη στοιχείων από το Χριστιανισμό, το Βουδισμό και το Ζωροαστρισμό.
[Εικόνα στη σελίδα 25]
Ο Κωνσταντίνος συντέλεσε στο σβήσιμο του φωτός του ευαγγελίου, αναμειγνύοντας τη Χριστιανοσύνη με την ειδωλολατρική λατρεία