Το Παρελθόν της Θρησκείας Δείχνει το Μέλλον Της
Μέρος 19ο: 17ος ως 19ος αιώνας—Ο Χριστιανικός Κόσμος Έρχεται Αντιμέτωπος με την Παγκόσμια Αλλαγή
«Η φιλοσοφία και η θρησκεία είναι ασυμβίβαστες».—Γκέοργκ Χέρβεγκ, Γερμανός ποιητής του 19ου αιώνα
«Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ», που κατά λέξη σημαίνει «αγάπη για τη σοφία», είναι δύσκολο να οριστεί. Η The New Encyclopædia Britannica (Νέα Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα), μολονότι αμφιβάλλει για το αν μπορεί να δοθεί «ένας ορισμός που να εφαρμόζεται παγκόσμια και να περιλαμβάνει όλες τις περιπτώσεις», τολμά να πει ότι «μια πρώτη απόπειρα προς αυτή την κατεύθυνση θα ήταν να ορίσουμε τη φιλοσοφία είτε ως ‘συλλογισμό που περιστρέφεται γύρω από τις ποικιλίες των ανθρώπινων βιωμάτων’ είτε ως ‘τη λογική, μεθοδική και συστηματική εξέταση των ζητημάτων εκείνων που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία για τον άνθρωπο’».
Αυτοί οι ορισμοί δείχνουν γιατί η αληθινή θρησκεία και η φιλοσοφία είναι ασυμβίβαστες. Η αληθινή θρησκεία βασίζεται στη θεϊκή αποκάλυψη και όχι ‘στις ποικιλίες των ανθρώπινων βιωμάτων’. Πρώτον και κύριον, περιστρέφεται γύρω από τα συμφέροντα του Δημιουργού και όχι γύρω από τα ‘ζητήματα εκείνα που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία για τον άνθρωπο’. Από την άλλη μεριά, η ψεύτικη θρησκεία, όπως και η φιλοσοφία, βασίζεται στα ανθρώπινα βιώματα και θεωρεί σπουδαιότερα τα ανθρώπινα συμφέροντα. Αυτό το γεγονός έγινε ιδιαίτερα εμφανές από το 17ο αιώνα κι έπειτα, καθώς ο Χριστιανικός κόσμος ήρθε αντιμέτωπος με την παγκόσμια αλλαγή.
Τριπλή Απειλή
Μόλις γεννήθηκε η σύγχρονη επιστήμη, το 17ο αιώνα, φάνηκε αναπόφευκτη η σύγκρουση ανάμεσα σ’ αυτή και στη θρησκεία. Οι εντυπωσιακές επιστημονικές ανακαλύψεις προσέδωσαν στην επιστήμη την αίγλη του αλάθητου και της αυθεντίας, παράγοντας τον επιστημονισμό, κάτι που ήταν θρησκεία από μόνο του, μια ιερή αγελάδα. Στο φως των επιστημονικών «γεγονότων», ξαφνικά οι θρησκευτικοί ισχυρισμοί φαίνονταν επικίνδυνα αναπόδεικτοι. Η επιστήμη ήταν καινούρια και συναρπαστική· η θρησκεία φαινόταν απαρχαιωμένη και ανιαρή.
Τη στάση αυτή απέναντι στη θρησκεία την έκανε εντονότερη ο Διαφωτισμός, ένα κίνημα διανοουμένων που σάρωσε την Ευρώπη στη διάρκεια του 17ου και του 18ου αιώνα. Αυτό το κίνημα, που έδινε έμφαση στη διανοητική και υλική πρόοδο, απέρριπτε την πολιτική και τη θρησκευτική εξουσία και παράδοση, και τασσόταν υπέρ της κριτικής λογίκευσης. Αυτή υποτίθεται ότι ήταν η πηγή της γνώσης και της ευτυχίας. «Οι αρχαίες ρίζες» του διαφωτισμού, λέει η εγκυκλοπαίδεια The New Encyclopædia Britannica, βρίσκονταν «στην ελληνική φιλοσοφία».
Ο Διαφωτισμός αποτελούσε κυρίως γαλλικό φαινόμενο. Στους επιφανείς πρωτοπόρους του, στη Γαλλία, περιλαμβανόταν ο Βολτέρος και ο Ντενί Ντιντερό. Στη Μεγάλη Βρετανία, εκπρόσωποι του διαφωτισμού ήταν ο Τζον Λοκ και ο Ντέιβιντ Χιουμ. Υποστηρικτές του υπήρχαν και ανάμεσα στους ιδρυτές των Η.Π.Α., περιλαμβανομένου του Τόμας Πέιν, του Βενιαμίν Φρανκλίνου και του Τόμας Τζέφερσον. Στην πραγματικότητα, ο διαχωρισμός Εκκλησίας και Κράτους, τον οποίο απαιτούσε το Σύνταγμα των Η.Π.Α., αντανακλούσε τις ιδέες του Διαφωτισμού. Εξέχοντα μέλη του στη Γερμανία ήταν ο Κρίστιαν Βολφ, ο Ιμάνουελ Καντ και ο Μόζες Μέντελσον, παππούς του συνθέτη Φέλιξ Μέντελσον.
Ο Καντ, που έβλεπε με καχυποψία τη θρησκεία, λέγεται ότι όρισε το «διαφωτισμό» ως «την απελευθέρωση του ανθρώπινου όντος από την αυτοεπιβαλλόμενη κηδεμονία». Μ’ αυτό, εξηγεί ο Άλεν Γ. Γουντ του Πανεπιστημίου Κόρνελ, ο Καντ αναφερόταν «στη διαδικασία με την οποία οι άνθρωποι ατομικά αποκτούν το θάρρος να σκέφτονται μόνοι τους για την ηθική, τη θρησκεία και την πολιτική, αντί να τους υπαγορεύουν τη γνώμη τους οι πολιτικές, εκκλησιαστικές ή Γραφικές αυθεντίες».
Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, ξεκίνησε η Βιομηχανική Επανάσταση, πρώτα στη Μεγάλη Βρετανία. Η έμφαση μετατοπίστηκε από τη γεωργία στην παραγωγή και κατασκευή αγαθών με τη βοήθεια μηχανών και χημικών διαδικασιών. Αυτό αναστάτωσε μια κοινωνία που κατά κύριο λόγο ήταν γεωργική και ζούσε στην ύπαιθρο, κάνοντας χιλιάδες ανθρώπους να συνωστίζονται στις πόλεις για δουλειά. Το αποτέλεσμα ήταν ανεργία, έλλειψη κατοικιών, φτώχεια και διάφορα δεινά που σχετίζονταν με την εργασία.
Θα μπορούσε ο Χριστιανικός κόσμος να αντιμετωπίσει αυτή την τριπλή απειλή που παρουσίαζαν η επιστήμη, ο Διαφωτισμός και η βιομηχανία;
Παραγκωνίζουν τον Θεό ‘με το Μαλακό’
Οι άνθρωποι που είχαν πειστεί από τον τρόπο σκέψης του Διαφωτισμού κατηγορούσαν τη θρησκεία για πολλά από τα δεινά που έπλητταν την κοινωνία. Η ιδέα ότι «η κοινωνία θα πρέπει να είναι οικοδομημένη σύμφωνα με τα προκαθορισμένα σχέδια του θεϊκού και του φυσικού νόμου», λέει η The Encyclopedia of Religion (Εγκυκλοπαίδεια της Θρησκείας), «αντικαταστάθηκε από την άποψη ότι η κοινωνία ήταν, ή θα μπορούσε να είναι, οικοδομημένη από την ‘επινοητικότητα’ ή την ‘εφευρετικότητα’ του ίδιου του ανθρώπου. Έτσι, ήρθε σε ύπαρξη ένας κοσμικός, κοινωνικός ανθρωπισμός που, με τη σειρά του, θα γεννούσε τις περισσότερες από τις φιλοσοφικές και κοινωνιολογικές θεωρίες του σύγχρονου κόσμου».
Σ’ αυτές τις θεωρίες περιλαμβανόταν η «πολιτική θρησκεία» που υποστήριξε ο Ζαν Ζακ Ρουσό, σημαίνων φιλόσοφος του γαλλικού Διαφωτισμού, ο οποίος ασκούσε επιρροή. Επίκεντρό της ήταν η κοινωνία και η ανάμειξη των ανθρώπων στα συμφέροντά της, κι όχι κάποιο θεϊκό Ον και η λατρεία του. Ο Γάλλος συγγραφέας απομνημονευμάτων Κλοντ Ανρί ντε Ρουβροΐ υποστήριξε μια «Νέα Χριστιανοσύνη», ενώ ο προστατευόμενός του Ογκίστ Κοντ μίλησε για μια «θρησκεία της ανθρωπότητας».
Στα τέλη του 19ου αιώνα, αναπτύχθηκε ανάμεσα στους Προτεστάντες το αμερικανικό κίνημα που ήταν γνωστό ως το κοινωνικό ευαγγέλιο· αυτό σχετιζόταν στενά με τις ευρωπαϊκές θεωρίες. Αυτή η θεολογικά βασισμένη θεωρία υποστήριζε ότι το κύριο καθήκον του Χριστιανού είναι η ανάμειξη στα κοινωνικά ζητήματα. Ακόμη και στις μέρες μας, βρίσκει μεγάλη υποστήριξη ανάμεσα στους Προτεστάντες. Καθολικές παραλλαγές αυτής της θεωρίας βρίσκει κανείς στους εργάτες-ιερείς της Γαλλίας και στους κληρικούς της Λατινικής Αμερικής που διδάσκουν τη θεολογία απελευθέρωσης.
Και οι ιεραπόστολοι του Χριστιανικού κόσμου αντανακλούν αυτή την τάση, όπως δείχνει ένα δημοσίευμα του περιοδικού Time, το 1982: «Ανάμεσα στους Προτεστάντες έχει υπάρξει μια αλλαγή· αυτοί τείνουν να αναμειγνύονται περισσότερο στα βασικά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα των ανθρώπων . . . Για ολοένα και περισσότερους Καθολικούς ιεραποστόλους, το να ταχθούν υπέρ του αγώνα των φτωχών σημαίνει το να υποστηρίξουν ριζοσπαστικές αλλαγές στα πολιτικά και οικονομικά συστήματα—έστω κι αν σ’ αυτές τις αλλαγές πρωτοστατούν τα μαρξιστικά επαναστατικά κινήματα. . . . Πράγματι, υπάρχουν ιεραπόστολοι που πιστεύουν ότι η μεταστροφή είναι κατά βάση άσχετη με το αληθινό τους έργο». Τέτοιοι ιεραπόστολοι είναι φανερό ότι συμφωνούν με τον Γάλλο κοινωνιολόγο Εμίλ Ντιρκέμ, που υποστήριξε κάποτε: ‘Το πραγματικό αντικείμενο της θρησκευτικής λατρείας είναι η κοινωνία, όχι ο Θεός’.
Είναι φανερό ότι ο Χριστιανικός κόσμος παραγκώνιζε τον Θεό ‘με το μαλακό’. Στο μεταξύ, ασκούσαν επίδραση κι άλλες δυνάμεις.
Αντικαθιστούν τον Θεό με Ψευτοθρησκείες
Οι εκκλησίες δεν είχαν λύσεις για τα προβλήματα που δημιούργησε η Βιομηχανική Επανάσταση. Αλλά οι ψευτοθρησκείες, που ήταν προϊόντα ανθρώπινων φιλοσοφιών, αξιούσαν ότι είχαν, και ενήργησαν γρήγορα για να καλύψουν το κενό.
Για παράδειγμα, μερικοί άνθρωποι βρήκαν σκοπό στη ζωή τους επιδιώκοντας πλούτη και αποκτήματα, μια εγωκεντρική τάση την οποία υπέθαλψε η Βιομηχανική Επανάσταση. Ο υλισμός έγινε θρησκεία. Τον Παντοδύναμο Θεό τον αντικατέστησε το ‘Παντοδύναμο Δολάριο’. Σ’ ένα θεατρικό έργο του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, αυτό το υπονοούσε ένα από τα πρόσωπα του έργου που αναφωνούσε: «Είμαι Εκατομμυριούχος. Αυτή είναι η θρησκεία μου».
Άλλοι στράφηκαν σε πολιτικά κινήματα. Ο σοσιαλιστής φιλόσοφος Φρίντριχ Ένγκελς, συνεργάτης του Καρλ Μαρξ, προφήτεψε ότι ο σοσιαλισμός θα αντικαθιστούσε τελικά τη θρησκεία, προσλαμβάνοντας ο ίδιος θρησκευτικά χαρακτηριστικά. Έτσι, καθώς ο σοσιαλισμός κέρδιζε έδαφος σ’ όλη την Ευρώπη, λέει ο συνταξιούχος καθηγητής Ρόμπερτ Νίσμπετ, «ένα κύριο στοιχείο ήταν η αποστασία των σοσιαλιστών από τον Ιουδαϊσμό ή τη Χριστιανοσύνη και η στροφή τους προς ένα υποκατάστατο».
Η αποτυχία του Χριστιανικού κόσμου να αντιμετωπίσει την παγκόσμια αλλαγή επέτρεψε να αναπτυχθούν δυνάμεις, τις οποίες η World Christian Encyclopedia (Παγκόσμια Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια) αποκαλεί «προσκόλληση στα εγκόσμια, επιστημονικό υλισμό, αθεϊστικό κομμουνισμό, εθνικισμό, ναζισμό, φασισμό, μαοϊσμό, φιλελεύθερο ανθρωπισμό και πολυάριθμες ψευτοθρησκείες που κατασκευάστηκαν ή επινοήθηκαν».
Ενόψει της καρποφορίας που έχουν παραγάγει αυτές οι φιλοσοφικές ψευτοθρησκείες, τα λόγια του Βρετανού ποιητή Τζον Μίλτον θα φαίνονταν καταλληλότατα: «Μάταιη όλη η σοφία και η ψεύτικη φιλοσοφία».
Αναζήτηση Συμβιβασμού
Παγιδευμένοι καθώς ήταν ανάμεσα σε μη αποτελεσματικά εκκλησιαστικά συστήματα από τη μια και σε απατηλές ψευτοθρησκείες από την άλλη, εκατομμύρια άνθρωποι έψαχναν για κάτι καλύτερο. Μερικοί νόμιζαν ότι το είχαν βρει σε μια μορφή Ντεϊσμού, γνωστή και ως «φυσική θρησκεία». Ο Ντεϊσμός, που επικράτησε κυρίως στην Αγγλία στη διάρκεια του 17ου αιώνα, έχει περιγραφτεί ως ένας συμβιβασμός που ασπάστηκε την επιστήμη χωρίς να εγκαταλείψει τον Θεό. Οι Ντεϊστές ήταν λοιπόν άτομα που σκέφτονταν ελεύθερα και ακολουθούσαν τη μέση οδό.
Ο συγγραφέας Γουντ εξηγεί: «Σύμφωνα με την κύρια σημασία του, ο ντεϊσμός υποδηλώνει την πίστη σ’ έναν μοναδικό Θεό και σε μια θρησκευτική πρακτική, θεμελιωμένη ολοκληρωτικά στη φυσική λογική κι όχι στην υπερφυσική αποκάλυψη». Αλλά αποκλείοντας την «υπερφυσική αποκάλυψη», μερικοί Ντεϊστές προχώρησαν ως το σημείο να απορρίψουν σχεδόν ολοκληρωτικά την Αγία Γραφή. Στις μέρες μας, αυτός ο όρος χρησιμοποιείται σπάνια, μολονότι στην πραγματικότητα προσκολλούνται στις αρχές του οι καθ’ ομολογίαν Χριστιανοί που απορρίπτουν την εκκλησιαστική ή τη Γραφική αυθεντία για χάρη της προσωπικής άποψης ή των εναλλακτικών φιλοσοφιών σχετικά με τη ζωή.
Παράλληλες Θεωρίες για την Εξέλιξη
Η πιο δραματική σύγκρουση ανάμεσα στη θρησκεία και στην επιστήμη έλαβε χώρα μετά την έκδοση του βιβλίου του Δαρβίνου, Η Καταγωγή των Ειδών, το 1859, στο οποίο αυτός παρουσίασε τη θεωρία του για την εξέλιξη. Οι θρησκευτικοί ηγέτες, κυρίως στην Αγγλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες, αρχικά καταδίκασαν έντονα αυτή τη θεωρία. Αλλά η εναντίωση σύντομα εξασθένησε. Ήδη όταν πέθανε ο Δαρβίνος, λέει η εγκυκλοπαίδεια The Encyclopedia of Religion, «οι περισσότεροι σκεπτόμενοι και ευφραδείς κληρικοί είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εξέλιξη ήταν πλήρως συμβατή με μια διαφωτισμένη κατανόηση των γραφών».
Αυτό ίσως να εξηγεί το γιατί το Βατικανό δεν συμπεριέλαβε ποτέ τα βιβλία του Δαρβίνου στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων που έχει. Ίσως επίσης να εξηγεί την αντίδραση των παρευρισκομένων σ’ ένα συνέδριο του Παγκόσμιου Κοινοβουλίου των Θρησκειών, που έγινε στο Σικάγο το 1893. Ενώ οι Βουδιστές και οι Ινδουιστές άκουγαν, ένας «Χριστιανός» ομιλητής είπε: «Η θεωρία της εξέλιξης καλύπτει ένα βασικό κενό που υπάρχει στο ίδιο το ξεκίνημα της θρησκείας μας, και αν η επιστήμη μένει γενικά ικανοποιημένη με τη θεωρία της για την εξέλιξη ως τη μέθοδο με την οποία έγινε η δημιουργία, η συγκατάθεση είναι μια ψυχρή λέξη, με την οποία θα πρέπει να αποδεχτούν αυτή τη θεωρία εκείνοι που έχουν για ασχολία τους το να μαθαίνουν και να αγαπούν τις οδούς του Θεού». Αναφέρεται ότι αυτή η δήλωση χαιρετίστηκε με δυνατό χειροκρότημα.
Αυτή η στάση δεν μας εκπλήσσει, αν λάβουμε υπόψη μας το πόσο δημοφιλές έγινε στα τέλη του 19ου αιώνα αυτό που έγινε γνωστό ως συγκριτική μελέτη της θρησκείας. Επρόκειτο για μια επιστημονική μελέτη των θρησκειών όλου του κόσμου, που σκοπό είχε να καθορίσει το πώς αλληλοσυνδέονται και το πώς προέκυψαν διαφορετικές θρησκείες. Για παράδειγμα, ο Άγγλος ανθρωπολόγος Τζον Λάμποκ διατύπωσε τη θεωρία ότι οι άνθρωποι ξεκίνησαν ως αθεϊστές και εξελίχτηκαν προοδευτικά μέσω του φετιχισμού, της φυσιολατρίας και του σαμανισμού, για να φτάσουν τελικά στο μονοθεϊσμό.
Αλλά, όπως εξηγεί η εγκυκλοπαίδεια The Encyclopedia of Religion: «Απ’ αυτή την άποψη, η θρησκεία δεν ήταν απόλυτη αλήθεια αποκαλυμμένη από τη θεότητα, αλλά το αρχείο της εξέλιξης των ανθρώπινων αντιλήψεων περί Θεού και ηθικής». Έτσι, εκείνοι που αποδέχτηκαν αυτή τη θεωρία δεν δυσκολεύτηκαν να αποδεχτούν το Ντεϊσμό, μια «πολιτική θρησκεία» ή μια «θρησκεία της ανθρωπότητας», σύμφωνα με την ανοδική πορεία της θρησκευτικής εξέλιξης.
Σε τελική ανάλυση, πού οδηγεί μια τέτοια άποψη; Το 19ο αιώνα, ο Άγγλος φιλόσοφος Χέρμπερτ Σπένσερ είχε ήδη πει ότι η κοινωνία κατευθυνόταν προς έναν τύπο προόδου που δεν ήταν πια συμβατός με τη θρησκεία. Και σχετικά με τον 20ό αιώνα, ο καθηγητής Νίσμπετ παρατήρησε ότι οι κοινωνιολόγοι πιστεύουν γενικά πως η θρησκεία «καλύπτει ορισμένες ψυχοκοινωνικές ανάγκες των ανθρώπινων όντων και, αν αυτές οι ανάγκες δεν πέσουν θύματα της βιολογικής εξέλιξης του ανθρώπινου είδους ή ωσότου συμβεί αυτό, η θρησκεία, με τη μία ή την άλλη μορφή, θα εξακολουθεί να αποτελεί μια επίμονη πραγματικότητα του ανθρώπινου πολιτισμού». (Τα πλάγια γράμματα δικά μας.) Συνεπώς, οι κοινωνιολόγοι δεν αποκλείουν την πιθανότητα ότι η «εξελικτική πρόοδος» μπορεί να οδηγήσει κάποτε στην απόλυτη ανυπαρξία θρησκείας!
Εντείνεται η Έρευνα για την Αληθινή Λατρεία
Στα μέσα του 19ου αιώνα, ήταν ήδη φανερό ότι επί 200 περίπου χρόνια ο Χριστιανικός κόσμος διεξήγε ένα χαμένο πόλεμο ενάντια στην παγκόσμια αλλαγή. Η θρησκεία του είχε εκφυλιστεί, φτάνοντας στο σημείο να μην είναι παρά μια κοσμική φιλοσοφία. Εκατομμύρια έντιμα άτομα ανησυχούσαν. Η έρευνα για την αληθινή λατρεία εντάθηκε. Μπορούσε αληθινά να ειπωθεί ότι η μεταρρύθμιση του Χριστιανικού κόσμου ήταν αδύνατη. Αυτό που απαιτούνταν ήταν η αποκατάσταση της αληθινής λατρείας. Μπορείτε να μάθετε περισσότερα στο τεύχος μας 22 Οκτωβρίου.
[Πλαίσιο στη σελίδα 23]
Λόγω της Πίεσης που Ασκεί η Παγκόσμια Αλλαγή, ο Χριστιανικός Κόσμος Συμβιβάζεται
Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ εξασθένισε την πίστη στο αόρατο και δημιούργησε αμφιβολίες για τα πράγματα που δεν μπορούσε να «αποδείξει» η επιστήμη. Ο Χριστιανικός κόσμος συμβίβασε τη Βιβλική αλήθεια υιοθετώντας αναπόδεικτες, υποτιθέμενες επιστημονικές θεωρίες, όπως η εξέλιξη, και θεωρώντας ότι η πανάκεια για τα παγκόσμια προβλήματα είναι η επιστημονική τεχνογνωσία και όχι η Βασιλεία του Θεού.
Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΙΔΕΟΛΟΓΙΩΝ (του καπιταλισμού, της δημοκρατίας, του σοσιαλισμού, του Κομμουνισμού και των λοιπών) προκάλεσε εθνικιστικές διαμάχες και ιδεολογικές διενέξεις, συσκοτίζοντας έτσι τη Βιβλική αλήθεια ότι ο Θεός, κι όχι ο άνθρωπος, είναι ο δικαιωματικός Κυβερνήτης της γης. Ο Χριστιανικός κόσμος συμβίβασε τις Βιβλικές αρχές παραβιάζοντας τη Χριστιανική ουδετερότητα και αναμειγνυόμενος σε πολέμους, που έστρεψαν μέλη της ίδιας θρησκείας το ένα ενάντια στο άλλο. Ο Χριστιανικός κόσμος, είτε ενεργά είτε παθητικά, υποστήριξε τις πολιτικές ψευτοθρησκείες.
Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΒΙΩΤΙΚΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ, που επιτεύχθηκε μέσω της Βιομηχανικής και της Επιστημονικής Επανάστασης, προήγαγε το εγωιστικό αυτοενδιαφέρον και έφερε στο προσκήνιο την κοινωνική αδικία και την ανισότητα. Ο Χριστιανικός κόσμος συμβιβάστηκε, παραμελώντας τα θεϊκά συμφέροντα προκειμένου να αναμειχθεί στα ανθρώπινα συμφέροντα κοινωνικής, οικονομικής, οικολογικής ή πολιτικής φύσης.
[Πλαίσιο στη σελίδα 25]
Προς τα Πάνω ή Προς τα Κάτω;
Η Αγία Γραφή λέει: Οι άνθρωποι δημιουργήθηκαν τέλειοι και διδάχτηκαν πώς να λατρεύουν τον Δημιουργό τους με αποδεκτό τρόπο· αλλά στασίασαν κατά του Θεού και, επί 6.000 περίπου χρόνια, εκφυλίζονται και σωματικά και ηθικά, απομακρυνόμενοι ακόμη περισσότερο από την αληθινή θρησκεία που ασκούσαν αρχικά.
Η βιολογική και η θρησκευτική εξέλιξη λένε: Οι άνθρωποι εξελίχθηκαν από ένα πρωτόγονο ξεκίνημα και ήταν άθεοι, χωρίς καμιά θρησκεία· επί αμέτρητα εκατομμύρια χρόνια, βελτιώθηκαν και σωματικά και ηθικά, κατευθυνόμενοι ολοένα και πλησιέστερα σε μια κατάσταση ουτοπικής θρησκευτικής, κοινωνικής και ηθικής ανάπτυξης.
Με βάση τη γνώση που έχετε για την ανθρώπινη συμπεριφορά, για την τωρινή κατάσταση του ανθρώπινου γένους και για το επίπεδο της θρησκείας στο σημερινό κόσμο, ποια άποψη φαίνεται ότι ταιριάζει περισσότερο με τα γεγονότα;
[Εικόνα στη σελίδα 24]
Για πολλούς, οι αναπόδεικτες εικασίες που έκανε ο Δαρβίνος στο βιβλίο Η Καταγωγή των Ειδών αποτέλεσαν το πρόσχημα για να εγκαταλείψουν την πίστη σ’ έναν Θεό αποκάλυψης
[Ευχαριστίες]
Harper’s