Πώς Μεγάλωσα σε μια Αφρικανική Πόλη
Τα ποσοστά αύξησης του πληθυσμού στις αφρικανικές χώρες που βρίσκονται νότια της Σαχάρας είναι από τα υψηλότερα στον κόσμο. Εκεί, κατά μέσο όρο, κάθε γυναίκα γεννάει περισσότερα από έξι παιδιά. Η φτώχεια, η υποβάθμιση του περιβάλλοντος και η έλλειψη πλουτοπαραγωγικών πόρων απλώς επιδεινώνουν τις άσχημες καταστάσεις. Ακολουθεί μια αφήγηση βασισμένη σε προσωπική εμπειρία που δείχνει πώς είναι η ζωή σ’ αυτό το μέρος του κόσμου.
ΜΕΓΑΛΩΣΑ εδώ, σε μια μεγαλούπολη της Δυτικής Αφρικής. Ήμασταν εφτά παιδιά στην οικογένεια, αλλά τα δυο πέθαναν σε μικρή ηλικία. Το σπίτι που είχαμε νοικιάσει αποτελούνταν από μια κρεβατοκάμαρα και ένα καθιστικό. Η μητέρα και ο πατέρας κοιμούνταν στην κρεβατοκάμαρα κι εμείς τα παιδιά κοιμόμασταν σε στρώματα στο πάτωμα του καθιστικού, τα αγόρια στη μια άκρη του δωματίου και τα κορίτσια στην άλλη.
Όπως συνέβαινε με τους περισσότερους ανθρώπους στη γειτονιά μας, δεν είχαμε πολλά χρήματα και δεν είχαμε πάντοτε όλα όσα χρειαζόμασταν. Μερικές φορές δεν είχαμε ούτε αρκετό φαγητό. Το πρωί, συχνά δεν υπήρχε τίποτα για να φάμε εκτός από ξαναζεσταμένο ρύζι που είχε μείνει από την προηγούμενη μέρα. Μερικές φορές δεν υπήρχε ούτε κι αυτό. Ανόμοια με μερικούς που ισχυρίζονται ότι ο σύζυγος, ως αυτός που κερδίζει τα προς το ζην, πρέπει να παίρνει τη μεγαλύτερη μερίδα, με δεύτερη κατά σειρά τη σύζυγο, και τα παιδιά να παίρνουν ό,τι έχει απομείνει, οι γονείς μας προτιμούσαν να μην τρώνε οι ίδιοι και άφηναν εμάς τα παιδιά να μοιραζόμαστε τη μικρή ποσότητα που υπήρχε. Εκτίμησα τη θυσία που έκαναν.
Όταν Πήγα στο Σχολείο
Μερικοί άνθρωποι στην Αφρική πιστεύουν ότι μόνο τα αγόρια πρέπει να πηγαίνουν στο σχολείο. Έχουν την άποψη ότι δεν είναι απαραίτητο να πηγαίνουν τα κορίτσια στο σχολείο, επειδή αυτά παντρεύονται και τα φροντίζουν οι σύζυγοί τους. Οι γονείς μου δεν είχαν αυτή την άποψη. Μας έστειλαν και τα πέντε παιδιά στο σχολείο. Αλλά αυτό επιβάρυνε τους γονείς μου οικονομικά. Τα χαρτικά και τα μολύβια δεν αποτελούσαν ιδιαίτερο πρόβλημα, αλλά τα βιβλία ήταν ακριβά, και το ίδιο ακριβές ήταν οι υποχρεωτικές στολές που φορούσαμε στο σχολείο.
Όταν άρχισα να πηγαίνω στο σχολείο δεν είχα παπούτσια. Ήμουν στη δευτέρα γυμνασίου, σε ηλικία 14 ετών, όταν οι γονείς μου κατάφεραν να μου αγοράσουν ένα ζευγάρι παπούτσια. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει πως δεν είχα καθόλου παπούτσια. Το μοναδικό ζευγάρι που είχα ήταν για την εκκλησία και δεν μου επέτρεπαν να το φοράω στο σχολείο ή οπουδήποτε αλλού. Ήμουν αναγκασμένος να περπατάω ξυπόλητος. Μερικές φορές ο πατέρας μου κατόρθωνε να εξασφαλίσει κουπόνια για το λεωφορείο, αλλά όταν δεν τα κατάφερνε, ήμασταν αναγκασμένοι να πηγαινοερχόμαστε στο σχολείο με τα πόδια. Κάθε διαδρομή ήταν περίπου τρία χιλιόμετρα.
Η Μέρα της Μπουγάδας και το Κουβάλημα του Νερού
Πλέναμε τα ρούχα μας σ’ ένα ποτάμι. Θυμάμαι ότι πήγαινα εκεί με τη μητέρα μου, η οποία κουβαλούσε έναν κουβά, ένα σαπούνι και τα ρούχα. Όταν φτάναμε στο ποτάμι, γέμιζε τον κουβά με νερό, έβαζε μέσα τα ρούχα και τα έτριβε με το σαπούνι. Κατόπιν, χτυπούσε τα ρούχα πάνω σε λείες πέτρες και τα ξέβγαζε στο ποτάμι. Έπειτα απ’ αυτό, τα άπλωνε σε άλλες πέτρες για να στεγνώσουν επειδή, έτσι καθώς ήταν υγρά, ήταν πολύ βαριά για να τα μεταφέρει στο σπίτι. Εγώ ήμουν μικρός τότε, κι έτσι μου είχαν αναθέσει να φυλάω τα ρούχα που στέγνωναν μήπως τα κλέψει κανείς. Η μητέρα έκανε την περισσότερη δουλειά.
Ελάχιστοι άνθρωποι είχαν δίκτυο παροχής νερού στα σπίτια τους, κι έτσι ένα από τα καθήκοντά μου ήταν να πηγαίνω να φέρνω νερό με τον κουβά από μια εξωτερική βρύση. Το πρόβλημα ήταν ότι, στη διάρκεια της ξηρασίας, πολλές από τις βρύσες κλειδώνονταν για να γίνεται οικονομία στο νερό. Σε μια περίπτωση, περάσαμε ολόκληρη μέρα χωρίς να πιούμε καθόλου νερό. Ούτε σταγόνα! Μερικές φορές ήμουν αναγκασμένος να περπατάω χιλιόμετρα για να γεμίσω τον κουβά με νερό. Επειδή κουβαλούσα το νερό στο κεφάλι μου για τόσο μεγάλες αποστάσεις έπεσαν τα μαλλιά μου στο σημείο όπου στηριζόταν ο κουβάς. Είχα φαλάκρα σε ηλικία δέκα ετών! Ευτυχώς τα μαλλιά μου ξαναφύτρωσαν.
Τα Παιδιά ως Ασφάλιση
Καθώς αναπολώ το παρελθόν, θα μπορούσα να πω ότι η κατάστασή μας ήταν μέτρια, ίσως και πάνω από μέτρια, αν ληφθεί υπόψη το μέρος της Αφρικής στο οποίο ζούσαμε. Γνωρίζω πολλές οικογένειες των οποίων το βιοτικό επίπεδο ήταν κατά πολύ χειρότερο από το δικό μας. Πολλοί από τους φίλους μου στο σχολείο ήταν αναγκασμένοι να δουλεύουν ως πωλητές στην αγορά πριν και μετά το σχολείο προκειμένου να φέρνουν χρήματα στην οικογένειά τους. Άλλοι δεν είχαν τίποτα να φάνε το πρωί πριν πάνε στο σχολείο· έφευγαν από το σπίτι νηστικοί και έμεναν όλη τη μέρα στο σχολείο χωρίς φαγητό. Μπορώ να θυμηθώ πολλές περιπτώσεις που κάποιο απ’ αυτά τα παιδιά ερχόταν και με παρακαλούσε, την ώρα που έτρωγα το ψωμί μου στο σχολείο, να του δώσω λίγο. Έτσι, έκοβα ένα κομμάτι και μοιραζόμουν μαζί του το ψωμί.
Παρ’ όλες αυτές τις άσχημες καταστάσεις και τις δυσκολίες, οι περισσότεροι άνθρωποι εξακολουθούν να επιθυμούν μεγάλες οικογένειες. «Ένα παιδί ίσον κανένα», λένε πολλοί άνθρωποι εδώ. «Δύο παιδιά ίσον ένα, τέσσερα ίσον δύο». Αυτό συμβαίνει επειδή το ποσοστό της βρεφικής θνησιμότητας είναι από τα υψηλότερα στον κόσμο. Οι γονείς γνωρίζουν ότι, αν και μερικά από τα παιδιά τους θα πεθάνουν, κάποια θα ζήσουν, θα μεγαλώσουν, θα βρουν δουλειά και θα φέρουν χρήματα στην οικογένεια. Τότε θα είναι σε θέση να φροντίσουν τους γονείς τους που θα έχουν γεράσει. Για μια χώρα που στερείται τα οφέλη της κοινωνικής ασφάλισης αυτό είναι πολύ σημαντικό.—Όπως το αφηγήθηκε ο Ντόναλντ Βίνσεντ.