Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου—Γιατί Ήταν Απαραίτητη;
Η ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, των Ηνωμένων Πολιτειών, έχει προκαλέσει τέτοιο ενδιαφέρον, ώστε μέσα σε 50 χρόνια γράφτηκαν περίπου 700 βιβλία γι’ αυτό το ζήτημα—40 και πλέον απ’ αυτά γράφτηκαν μόνο φέτος. Επειδή το 1991 είναι η επέτειος των 200 χρόνων από την υιοθέτηση της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, εκδηλώθηκε ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το θέμα αυτό. Ωστόσο, μια σφυγμομέτρηση αποκάλυψε ότι το 59 τοις εκατό του αμερικανικού κοινού δεν ξέρει τι είναι η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Όταν το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών επικυρώθηκε το 1788, άφηνε περιθώρια για τροπολογίες που θα αποσαφήνιζαν σημεία του Συντάγματος τα οποία δεν ήταν ευκρινώς διατυπωμένα. Το 1791 προστέθηκαν στο Σύνταγμα οι δέκα πρώτες τροπολογίες. Αυτές οι δέκα τροπολογίες αναφέρονταν στην ελευθερία και έγιναν γνωστές ως Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, επειδή εγγυώνται στο λαό των Ηνωμένων Πολιτειών ορισμένες ατομικές ελευθερίες.
Γιατί Ήταν Απαραίτητη;
Γιατί ήταν απαραίτητη για τις Ηνωμένες Πολιτείες η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου; Ήδη η χώρα αυτή διέθετε ένα ισχυρό Σύνταγμα το οποίο ήταν ειδικά σχεδιασμένο έτσι ώστε να «διασφαλίζει τις Ευλογίες της Ελευθερίας» για τους πολίτες της. Οι τροπολογίες ήταν απαραίτητες επειδή το Σύνταγμα περιείχε μια κατάφωρη παράλειψη: Δεν αναφέρονταν πουθενά ρητές εγγυήσεις των ατομικών δικαιωμάτων.
Ο κίνδυνος που φοβούνταν οι περισσότεροι Αμερικανοί ήταν η τυραννία μιας ανεπιθύμητης εθνικιστικής κυβέρνησης η οποία θα κατέπνιγε βίαια τις προσωπικές ελευθερίες, ιδιαίτερα τη θρησκευτική ελευθερία. Ο ιστορικός Τσαρλς Γουόρεν ρίχνει κάποιο φως στα αίτια αυτού του φόβου. Δηλώνει:
«Άτομα από όλες τις παρατάξεις υποστήριζαν ότι, ενώ ο πρώτιστος στόχος ενός Συντάγματος είναι η εγκαθίδρυση μιας κυβέρνησης, ο δεύτερος στόχος του, εξίσου σημαντικός, είναι η προστασία των πολιτών ενάντια στην κυβέρνηση. Αυτό ήταν κάτι που το είχε διδάξει όλη η ιστορία και όλη η ανθρώπινη πείρα. . . .
»Αυτοί είχαν περάσει δύσκολα χρόνια, τότε που έβλεπαν κυβερνήσεις, και βασιλικές και πολιτειακές, να καταπατούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία αυτοί και οι πρόγονοί τους στις αποικίες και στην Αγγλία είχαν αγωνιστεί τόσο σκληρά να διασφαλίσουν. . . . Ήξεραν πως ό,τι είχαν κάνει οι κυβερνήσεις στο παρελθόν, θα μπορούσαν να το επιχειρήσουν και οι μελλοντικές κυβερνήσεις, ανεξάρτητα από το αν η εξουσία τους ήταν βασιλική, πολιτειακή ή εθνική . . . Και ήταν αποφασισμένοι οπωσδήποτε να περιορίσουν από την αρχή κάθε τέτοια κυβερνητική εξουσία στην Αμερική».
Είναι αλήθεια ότι τα συντάγματα διαφόρων πολιτειών είχαν κάποιες περιορισμένες διακηρύξεις δικαιωμάτων του ανθρώπου. Αλλά στην πραγματικότητα, ένα αποτροπιαστικό υπόμνημα αποκαλύπτει ότι η στέρηση των ελευθεριών ήταν συνηθισμένο φαινόμενο σε μερικές πολιτείες.
Οι άποικοι είχαν μεταφυτεύσει πολλές από τις συνήθειες του Παλαιού Κόσμου στο Νέο τους Κόσμο. Δίωκαν τις μειονότητες και έδειχναν εύνοια σε μια θρησκευτική ομάδα εις βάρος κάποιας άλλης. Έτσι, μόλις διαδόθηκε η είδηση ότι προπαρασκευαζόταν ένα σύνταγμα, οι άνθρωποι που αγαπούσαν την ελευθερία δημιούργησαν ένα κίνημα που αποσκοπούσε στην εθνική διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου, η οποία θα εγγυόταν τις ελευθερίες τους και θα διαχώριζε την Εκκλησία από το Κράτος.
Αν οι άνθρωποι φοβούνταν τόσο μια κεντρική εθνική κυβέρνηση, τότε γιατί τη δημιούργησαν; Αφότου υπογράφτηκε η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας το 1776, ήταν απαραίτητο ένα νέο κυβερνητικό σύστημα. Η βρετανική κυριαρχία τερματίστηκε σε όλες τις αποικίες. Οι πολιτείες τότε υιοθέτησαν τα Άρθρα περί Συνομοσπονδίας, τα οποία τις συνένωναν σε ένα κράτος—αλλά μόνο τυπικά. Όπως το έθεσε ένας ιστορικός: ‘Καθεμιά επιθυμούσε να λειτουργεί ως ξεχωριστή μονάδα, και οι σχέσεις ανάμεσα στις πολιτείες κυριαρχούνταν από φθόνο και ανταγωνισμό’.
Έτσι, σχηματίστηκε μια εθνική κυβέρνηση που αποτελούνταν από το ανώτατο νομοθετικό, εκτελεστικό και δικαστικό σώμα. Αυτοί οι τρεις κλάδοι λειτουργούσαν στα πλαίσια ενός συστήματος ελέγχου και ισορροπιών που πρόσφεραν προστασία από κάποιο δικτατορικό είδος διακυβέρνησης. Ιδιαίτερα ο δικαστικός κλάδος θα ήταν ο προστάτης και ο ερμηνευτής των συνταγματικών δικαιωμάτων. Το Ανώτατο Δικαστήριο θα ήταν το ύστατο δικαστήριο της χώρας, και αυτό έγινε ο ερμηνευτής του νόμου.
Το πρώτο Κογκρέσο, το οποίο συγκλήθηκε το 1789, επεξεργάστηκε με επιμέλεια την υποσχεμένη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το τελικό αποτέλεσμα: δέκα τροπολογίες ή τροποποιήσεις στο Σύνταγμα. Αυτές οι τροπολογίες έγιναν μέρος του Συντάγματος πριν από 200 χρόνια, στις 15 Δεκεμβρίου 1791—τρία χρόνια και κάτι από την υιοθέτηση αυτού καθαυτού του Συντάγματος.
Θρησκευτική Ελευθερία
Από όλα τα δικαιώματα που εγγυάται η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ένα από τα πιο σημαντικά είναι η θρησκευτική ελευθερία. Το πρώτο κιόλας μέρος της Πρώτης Τροπολογίας αναφέρει: «Το Κογκρέσο δεν θα θεσπίζει νόμους για την αναγνώριση κάποιας θρησκείας ή για την παρεμπόδιση της ελεύθερης άσκησής της· ή για τον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου».
Προσέξτε ότι αυτή η τροπολογία απευθύνεται στο Κογκρέσο και όχι στους νομοθέτες των πολιτειών. Αλλά με την υιοθέτηση της Δέκατης Τέταρτης Τροπολογίας το 1868, η Πρώτη Τροπολογία απέκτησε ισχύ και για τις πολιτείες. Αυτή παρέχει εθνική συνταγματική προστασία ενάντια στις παραβιάσεις της ατομικής ελευθερίας εκ μέρους των πολιτειών.
Η Πρώτη Τροπολογία αποτρέπει τυχόν περιορισμό της θρησκευτικής ελευθερίας από μέρους του Κογκρέσου. Επίσης απαγορεύει στο Κογκρέσο να ιδρύει εκκλησίες ή να θεσπίζει νόμους που αφορούν τις εκκλησίες. Η φράση ‘ενάντια στη δια νόμου αναγνώριση κάποιας θρησκείας’ αποσκοπούσε στο να ορθώσει, όπως είπε ο Τόμας Τζέφερσον, «έναν τοίχο που θα διαχώριζε την Εκκλησία από την Πολιτεία».
Η Πρώτη Τροπολογία εγγυάται ελευθερία γνώμης και έκφρασης, τόσο θρησκευτικής όσο και κοσμικής, και αυτή η τροπολογία επρόκειτο να γίνει μείζον συνταγματικό ζήτημα στο μέλλον. Οι Ιδρυτές του Έθνους ήξεραν ότι η θρησκευτική ελευθερία επηρεάζει βαθιά τις πολιτικές ελευθερίες και αντιστρόφως.
Γιατί η Θρησκεία Πρώτη;
Είναι αξιοσημείωτο ότι οι συντάκτες της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επέλεξαν ως πρώτο θέμα τη θρησκεία. Οι θρησκευτικές συγκρούσεις που εκτυλίσσονταν επί αιώνες στις πατρίδες τους είχαν χαραχτεί ανεξίτηλα στο μυαλό και στην καρδιά τους. Ήταν αποφασισμένοι να επαγρυπνούν ενάντια στην επανάληψη αυτών των θλιβερών συγκρούσεων.
Η θρησκευτική ελευθερία ήταν πρωταρχικής σπουδαιότητας επειδή αυτοί οι άνθρωποι προέρχονταν από χώρες όπου υπήρχαν διατάγματα κατά της αποστασίας, της αίρεσης, του παπισμού, της ιεροσυλίας, ακόμη και κατά της παράλειψης να παράσχει κάποιος οικονομική υποστήριξη στην Εκκλησία. Οι ποινές για όσους δεν συμμορφώνονταν με αυτά τα διατάγματα περιλάμβαναν βασανιστήρια, φυλάκιση ή θάνατο. Έτσι, ο Τόμας Τζέφερσον και ο Τζέιμς Μάντισον έκαναν θερμές εκκλήσεις για διαχωρισμό Εκκλησίας και Κράτους. Όχι πλέον κυβερνητική εύνοια στις ιερατικές ιεραρχίες ούτε δίωξη των αντιφρονούντων.
Μερικές από τις σκέψεις του Μάντισον που αφορούσαν τη διατήρηση της ανεξαρτησίας της θρησκείας έναντι του Κράτους είναι καταγραμμένες σ’ ένα έγγραφο που τιτλοφορείται «Ανάμνηση και Διαμαρτυρία». Αυτός αναπτύσσει πειστικά επιχειρήματα για το ότι η αληθινή θρησκεία δεν είχε ανάγκη από την υποστήριξη του νόμου, ότι κανείς δεν θα έπρεπε να φορολογείται με σκοπό την οικονομική υποστήριξη οποιασδήποτε θρησκείας και ότι ο διωγμός ήταν η αναπόφευκτη συνέπεια της καθιέρωσης μιας επίσημης κρατικής θρησκείας. Ο Μάντισον επίσης προειδοποίησε ότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε τροχοπέδη για το Χριστιανικό κήρυγμα.
Ο Τζέφερσον συμφωνούσε με τον Μάντισον και είπε ότι η κρατική υποστήριξη αποδυναμώνει τη Χριστιανική θρησκεία: ‘Η Χριστιανοσύνη ανθούσε επί τριακόσια χρόνια χωρίς να έχει καθιερωθεί ως επίσημη θρησκεία. Από τη στιγμή που καθιερώθηκε ως επίσημη θρησκεία επί των ημερών του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, έχασε την αγνότητά της’.—Κάτω από τον Θεό (Under God), του Γκάρι Γουίλς.
Το Ανώτατο Δικαστήριο και η Θρησκευτική Ελευθερία
Έχουν περάσει 200 χρόνια από την επικύρωση της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Οι εγγυήσεις που πρόσφερε ανταποκρίνονταν στις κοινωνικές και πολιτικές ανησυχίες του 17ου και του 18ου αιώνα. Ανταποκρίθηκε η ίδια αυτή Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στις μεταβαλλόμενες ανάγκες των πολιτών στη διάρκεια των επόμενων 200 χρόνων; Ναι, γιατί λέγεται ότι έχει «διαχρονικές αρχές» οι οποίες μπορούν να «προσαρμοστούν στις ποικίλες κρίσεις των ανθρώπινων υποθέσεων».
Οι σπουδαιότερες αρχές ‘προσαρμόστηκαν στις ποικίλες κρίσεις των ανθρώπινων υποθέσεων’ από το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών ιδιαίτερα όσον αφορά την οριοθέτηση πολιτικών ελευθεριών. Το Δικαστήριο έχει οριοθετήσει τις ελευθερίες τις οποίες δεν μπορεί να καταπατήσει η κυβέρνηση. Όπως έδειξε ένας ιστορικός, το Δικαστήριο ορίζει την ισορροπία μεταξύ της οργανωμένης κοινωνίας και των ατομικών δικαιωμάτων.
Τα τελευταία 50 χρόνια, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν επανειλημμένα προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο για υποθέσεις που αφορούν την ελευθερία του λόγου και την ελευθερία λατρείας. Στην πλειονότητά τους αυτές οι υποθέσεις περιλάμβαναν το δικαίωμα της διάδοσης απόψεων.a
Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου μπορεί να οριοθετεί την ελευθερία, αλλά το βιβλίο Το Ανώτατο Δικαστήριο και τα Ατομικά Δικαιώματα (The Supreme Court and Individual Rights), του Έλντερ Γουίτ, έχει έναν υπότιτλο που λέει: «Μάρτυρες του Ιεχωβά: Οριοθέτηση της Ελευθερίας». Εκεί αναφέρει: «Σύμφωνα με το συνταγματολόγο-ιστορικό Ρόμπερτ Φ. Κούσμαν, μέλη αυτής της αίρεσης έκαναν στις αρχές του 1938 περίπου τριάντα προσφυγές στο Ανώτατο Δικαστήριο για σοβαρές υποθέσεις που έθεταν υπό δοκιμή τις αρχές της θρησκευτικής ελευθερίας. Στις περισσότερες από αυτές τις υποθέσεις το Δικαστήριο εξέδωσε ευνοϊκές γι’ αυτούς αποφάσεις».
Αλλά το 1940 η περίφημη απόφαση στην υπόθεση Σχολική Περιφέρεια Μάινερσβιλ κατά Γκομπάιτις στράφηκε ενάντια στους Μάρτυρες του Ιεχωβά όσον αφορά το ζήτημα του χαιρετισμού της σημαίας.b Η απόφαση αυτή υποστήριξε την υποχρεωτική συμμετοχή στην τελετή χαιρετισμού της σημαίας. Ο δικαστής Φρανκφούρτερ διατύπωσε τη θέση της πλειονότητας και είπε ότι παρ’ όλο που ‘η ελευθερία και η ανεκτικότητα και η καλή κρίση’ ήταν υπέρ της οικογένειας Γκομπάιτας, ο ίδιος πίστευε ότι οι δικαστές θα έπρεπε να συμμορφώνονται με τις ενέργειες των εκλεγμένων αντιπροσώπων του λαού. Με άλλα λόγια, οι πολιτικοί θα έπρεπε να είναι σε θέση να θεσπίζουν νόμους οι οποίοι θα περιόριζαν τη θρησκευτική ελευθερία. Αλλά αυτό είναι ό,τι ακριβώς απαγορεύει η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Εκατόν εβδομήντα και πλέον εφημερίδες καταδίκασαν την απόφαση. Μόνο λίγες ήταν αυτές που την υποστήριξαν. Σχεδόν όλοι οι ειδήμονες της νομολογίας τάχθηκαν εναντίον της. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η απόφαση αυτή ανατράπηκε μέσα σε τρία χρόνια. Τότε, στην υπόθεση Σχολική Επιθεώρηση της Πολιτείας της Δυτικής Βιρτζίνια κατά Μπαρνέτ, ο δικαστής Τζάκσον είπε εκ μέρους του Δικαστηρίου: «Ο κύριος σκοπός της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ήταν να διατηρήσει μερικά θέματα ανέπαφα από τους κλυδωνισμούς των πολιτικών συγκρούσεων, να τα θέσει υπεράνω της δικαιοδοσίας της πλειονότητας και των παραγόντων της εξουσίας και να τα καταστήσει νομικές αρχές, οι οποίες θα έπρεπε να εφαρμόζονται από τα δικαστήρια. Το δικαίωμα κάποιου στη ζωή, στην ελευθερία και στην ιδιοκτησία, στην ελευθερία του λόγου, στην ελευθερία του τύπου, στην ελευθερία της λατρείας και του συνέρχεσθαι, και σε άλλα θεμελιώδη δικαιώματα δεν θα πρέπει να υποβάλλεται σε ψήφο· δεν εξαρτάται από το αποτέλεσμα εκλογών».
Το αποτέλεσμα των εκλογών καθορίζεται από την πλειοψηφία. Αλλά οι θεμελιώδεις ελευθερίες, τις οποίες εγγυάται η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, προστατεύουν τη μειοψηφία από την τυραννία της πλειοψηφίας και από την ισχύ του Κράτους. Πρόσφατα, η δικαστής Σάντρα Ντέι Ο’ Κόνορ έγραψε: «Κατά τη γνώμη μου, η Πρώτη Τροπολογία τέθηκε σε ισχύ ακριβώς για να προστατέψει τα δικαιώματα εκείνων των οποίων τις θρησκευτικές συνήθειες δεν συμμερίζεται η πλειονότητα, και ίσως τις αντιμετωπίζει εχθρικά». Αυτό προφανώς είναι ό,τι σκέφτηκαν τόσο οι συντάκτες του Συντάγματος όσο και οι συντάκτες της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Θα υιοθετήσουν όλα τα κράτη συντάγματα που θα περιλαμβάνουν και διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου; Τα περισσότερα δεν το έχουν κάνει, και αν η ιστορία είναι ενδεικτική για το μέλλον, πολλά κράτη δεν θα το κάνουν. Το να ελπίζουμε λοιπόν ότι όλα τα έθνη θα συντάξουν έγγραφα για την εξάλειψη της καταπίεσης και την προάσπιση των δικαιωμάτων όλων των ανθρώπων θα μας οδηγήσει σε απογοήτευση.
Μια Κυβέρνηση που Δεν θα Απογοητεύσει
Αν είναι έτσι, δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ η παγκόσμια κραυγή για ελευθερία, δικαιοσύνη και ισότητα; Τουναντίον, είμαστε τόσο κοντά στην πραγματοποίηση αυτών των ιδανικών όσο ποτέ άλλοτε. Γιατί αυτό; Επειδή ζούμε στην εποχή για την οποία οι Γραφικές προφητείες μίλησαν πριν από πολύ καιρό, στην εποχή που οι καταπιεστικές κυβερνήσεις θα απομακρυνθούν, και ο έλεγχος των ανθρώπινων υποθέσεων θα περιέλθει στην κυβέρνηση για την οποία ο Ιησούς Χριστός δίδαξε τους ακολούθους του να προσεύχονται—τη Βασιλεία του Θεού.—Ματθαίος 6:9, 10.
Τα καταστροφικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στον 20ό μας αιώνα αποτελούν απόδειξη ότι βρισκόμαστε στις τελευταίες μέρες αυτού του παρόντος συστήματος πραγμάτων και ότι σύντομα η ουράνια Βασιλεία του Θεού θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της γης. (Ματθαίος 24:3-13· 2 Τιμόθεον 3:1-5) Όπως προείπε η Γραφική προφητεία: «Εν ταις ημέραις των βασιλέων εκείνων [κυβερνήσεις που υπάρχουν τώρα] θέλει αναστήσει ο Θεός του ουρανού βασιλείαν [ουράνια], ήτις . . . δεν θέλει περάσει εις άλλον λαόν· θέλει κατασυντρίψει και συντελέσει πάσας ταύτας τας βασιλείας [που υπάρχουν τώρα], αυτή δε θέλει διαμένει εις τους αιώνας».—Δανιήλ 2:44.
Τι θα σημάνει αυτό για τα άτομα με δίκαιη καρδιά; Ο Λόγος του Θεού υπόσχεται: «Έτι μικρόν και ο ασεβής δεν θέλει υπάρχει . . . Οι πραείς όμως θέλουσι κληρονομήσει την γην· και θέλουσι κατατρυφά εν πολλή ειρήνη». (Ψαλμός 37:10, 11) Κάτω από την ουράνια Βασιλεία του Θεού αληθινή ειρήνη και ασφάλεια θα εγκατασταθούν μόνιμα σ’ αυτή τη γη. Τότε, και μόνο τότε, η γνήσια ελευθερία, η δικαιοσύνη, η ισότητα και η διεθνής αδελφότητα θα γίνουν πραγματικότητα σε όλη τη γη.
[Υποσημειώσεις]
a Βλέπε το άρθρο «Το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά», στο Ξύπνα! 22 Οκτωβρίου 1987.
b Στα πρακτικά της δίκης, το όνομα «Γκομπάιτας» γράφτηκε λάθος.