Αστυφύλακας στο Παρελθόν, Χριστιανός Διάκονος Τώρα
ΤΟ Φεβρουάριο του 1942, βρισκόμουν στη φυλακή στην Αδελαΐδα, της Νότιας Αυστραλίας, επειδή αρνιόμουν να πάρω όπλο στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ο κουρέας, ο οποίος ετοιμαζόταν να με ξυρίσει, με αναγνώρισε από τότε που παρουσιαζόμουν στις αίθουσες των δικαστηρίων ως αστυφύλακας του αστυνομικού σώματος της Νότιας Αυστραλίας. «Τι κάνεις εδώ;» ρώτησε έκπληκτος. Ήξερε ότι στο παρελθόν συχνά είχα εμφανιστεί στο δικαστήριο ως μάρτυρας εναντίον εγκληματιών. Έτσι του εξήγησα τις Χριστιανικές μου πεποιθήσεις.
Ο δικαστής, ο οποίος είχε εκδικάσει την υπόθεσή μου πριν από λίγες μέρες, με ήξερε και αυτός καλά. Αυτός επίσης άκουγε προσεκτικά καθώς του εξηγούσα γιατί η Χριστιανική μου συνείδηση δεν μου επέτρεπε να πάρω όπλο. Αφού με ευχαρίστησε για αυτό που θεώρησε ξεκάθαρη εξήγηση, με καταδίκασε σε ένα μήνα φυλάκιση.
Τώρα, οι συγκρατούμενοί μου ήταν άνθρωποι τους οποίους πρόσφατα είχα φωτογραφίσει και είχα πάρει τα δακτυλικά τους αποτυπώματα. Ωστόσο, μπόρεσα να δώσω μαρτυρία για τις πεποιθήσεις μου σε πολλούς φρουρούς και φυλακισμένους οι οποίοι ρωτούσαν για τη Χριστιανική ουδετερότητα.
Τον επόμενο χρόνο φέρθηκα ξανά ενώπιον του δικαστηρίου, και αυτή τη φορά με καταδίκασαν σε έξι μήνες καταναγκαστικά έργα. Με έστειλαν στη Γιατάλα, όπου οι κρατούμενοι εξέτιαν ποινές ισοβίων για φόνο. Αλλά και πάλι είχα πολλές ευκαιρίες να μιλήσω στους άλλους σχετικά με την ελπίδα της Βασιλείας του Θεού και τη διαρκή ειρήνη που θα φέρει σε αυτόν το σπαρασσόμενο από τον πόλεμο κόσμο.
Σε κάθε περίπτωση, προτού εμφανιστώ στο δικαστήριο με πήγαιναν σε κάποιο στρατώνα. Την πρώτη φορά που με πήγαν εκεί, με χλεύασε και με κακομεταχειρίστηκε κάποιος υπολοχαγός Λάπχορν λόγω της άρνησής μου να δώσω όρκο στρατιωτικής αφοσίωσης. Αλλά όταν εμφανίστηκα μπροστά του την τρίτη φορά, μου είπε: «Ξέρεις, νόμιζα πως ήσουν δειλός. Αλλά παρακολουθώ τον τρόπο με τον οποίο δέχεσαι τις συνέπειες των πράξεών σου. Εγκατέλειψες μια καλή σταδιοδρομία και έχεις αποδείξει την πίστη σου επιστρέφοντας για να ξανατιμωρηθείς».
Όταν επρόκειτο να καταδικαστώ σε φυλάκιση για τρίτη φορά, υποβλήθηκαν αιτήσεις για να δικαστώ ως αντιρρησίας συνείδησης. Ο δικαστής αναγκάστηκε να κάνει δεκτή την αίτησή μου, εφόσον είχα παραιτηθεί από το αστυνομικό σώμα το 1940 για λόγους συνείδησης. Ωστόσο, δείχνοντας την προκατάληψή του, είπε: «Θέλω να γραφτεί στα πρακτικά ότι πιστεύω πως είναι επικίνδυνο ένας τέτοιος φανατικός σαν και εσένα να κυκλοφορεί ελεύθερος στην κοινωνία».
Τα Πρώτα Χρόνια της Ζωής Μου
Γεννήθηκα το 1908 στο Γκόλαρ, όχι μακριά από την Αδελαΐδα, στη Νότια Αυστραλία. Όταν ήμουν περίπου έξι χρονών, η Σάρα Μάρτσαντ, μια αγαπητή φίλη της μητέρας μου, με δίδαξε ότι ο άδης είναι ο κοινός τάφος του ανθρωπίνου γένους και όχι ένας τόπος πύρινων βασάνων. Εκείνη ανήκε στους Διεθνείς Σπουδαστές της Γραφής, όπως ήταν τότε γνωστοί οι Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Αργότερα, όταν μεγάλωσα, ρώτησα το Βαπτιστή διάκονό μας με ποιον τρόπο διαφέρει ο Ιησούς Χριστός από τον Θεό, και εκείνος δεν μπόρεσε να μου δώσει ικανοποιητική απάντηση. Έτσι έχασα κάθε ενδιαφέρον για τις εκκλησίες, αν και μου άρεσε να ακούω τη Σάρα Μάρτσαντ όταν συναντιόμασταν κάπου-κάπου.
Το 1924, άρχισα να εργάζομαι στην Αδελαΐδα ως υπάλληλος για τον αστυνομικό επιθεωρητή της Νότιας Αυστραλίας, τον Ταξίαρχο Σερ Ρέιμοντ Λιν. Στη συνέχεια, το 1927, ο κ. Λιν υπέβαλε αίτηση στο κοινοβούλιο προκειμένου να διοριστώ ως κατώτερος δόκιμος δακτυλοσκόπος και φωτογράφος του εγκληματολογικού τμήματος του αστυνομικού σώματος της πολιτείας.
Μαθαίνω Γραφικές Αλήθειες
Τρία χρόνια μετά το γάμο μου που έγινε το 1928, ενώ βρισκόμασταν σε διακοπές με τα πεθερικά μου στο Γκόλαρ, βρήκα το βιβλίο που είχε τον τίτλο Δημιουργία, το οποίο εκδόθηκε το 1927 από τη Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά. Το είχε αφήσει στα πεθερικά μου η Σάρα Μάρτσαντ. Το βιβλίο εξηγούσε ότι ο άνθρωπος είναι ψυχή και δεν έχει μια ξεχωριστή, αόρατη ψυχή. Αυτό φαινόταν λογικό. Αλλά ήθελα να το δω ο ίδιος στην Αγία Γραφή. Έτσι έψαξα πολύ και βρήκα την οικογενειακή Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου και διάβασα το εδάφιο Γένεσις 2:7: «Και έπλασε ΚΥΡΙΟΣ ο Θεός τον άνθρωπον από χώματος εκ της γης· και ενεφύσησεν εις τους μυκτήρας αυτού πνοήν ζωής, και έγεινεν ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν».
Αυτό με συγκλόνισε βαθιά, γι’ αυτό συνέχισα να διαβάζω. Δεν μπορούσα να αφήσω το βιβλίο Δημιουργία από τα χέρια μου. ‘Αυτή είναι ασφαλώς η αλήθεια’, είπα στον εαυτό μου. Τώρα ήθελα να διαβάσω περισσότερα βιβλία της Εταιρίας Σκοπιά. Το μόνο άλλο βιβλίο που είχε η οικογένεια έφερε τον τίτλο Ζωή. Έτσι το διάβασα και εκείνο από την αρχή μέχρι το τέλος.
Μερικές μέρες αργότερα, επιστρέψαμε στην Αδελαΐδα και μετακομίσαμε σε άλλο σπίτι. Την ίδια εκείνη μέρα δεχτήκαμε μια απρόσμενη επίσκεψη από τη Σάρα Μάρτσαντ. Η πεθερά μου της είχε μιλήσει για το ενδιαφέρον μου, και εκείνη μας επισκέφτηκε για να δει αν είχαμε τακτοποιηθεί στο καινούριο μας σπίτι, και για να αξιολογήσει πόση πνευματική βοήθεια χρειαζόμουν. Το επόμενο πρωί ο νέος μας γείτονας που έμενε στο διπλανό σπίτι μού φώναξε πάνω από το φράχτη: «Νομίζω ότι ενδιαφέρεστε για τα συγγράμματα του Δικαστή Ρόδερφορντ [τότε πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά]».
«Πώς το ξέρετε αυτό;» ρώτησα.
«Α, μου το είπε ένα πουλάκι», απάντησε εκείνος.
Προφανώς τον είχε πληροφορήσει η Σάρα. Εκείνος ο άντρας, ο Τζέιμς Ίρβιν, ήταν ο μόνος Μάρτυρας που ζούσε τότε στα βόρεια προάστια της Αδελαΐδας. Ήταν σκαπανέας, δηλαδή ολοχρόνιος διάκονος των Μαρτύρων του Ιεχωβά, και άρχισε μια τακτική οικιακή Γραφική μελέτη μαζί μου.
Πρόοδος στη Γραφική Αλήθεια
Όταν επέστρεψα στην εργασία μου στο αστυνομικό τμήμα, φλεγόμουν από ενθουσιασμό για τα καλά πράγματα που είχα μάθει. Γι’ αυτό, όποτε είχα την ευκαιρία, άρχιζα να μιλάω στους συναδέλφους μου για την πίστη που είχα βρει πρόσφατα. Ωστόσο, απογοητεύτηκα όταν αντιμετώπισαν τον ενθουσιασμό μου με χλευασμό.
Εντελώς απρόσμενα η ίδια μου η σύζυγος άρχισε να εναντιώνεται στο γεγονός ότι έβρισκα τέτοιο ενδιαφέρον στην Αγία Γραφή. Αλλά, με τη βοήθεια του Ιεχωβά, μπόρεσα να αντιμετωπίσω επιτυχώς την εναντίωσή της. Το 1935 αφιέρωσα τη ζωή μου στον Ιεχωβά και βαφτίστηκα. Εκείνες τις μέρες υπήρχε μόνο μια εκκλησία στην Αδελαΐδα, και μόνο γύρω στα 60 άτομα παρακολουθούσαν την εβδομαδιαία μελέτη από την Αγία Γραφή χρησιμοποιώντας τη Σκοπιά.
Κάποια μέρα, ο Χάρολντ Τζόουνς, ο προεδρεύων επίσκοπος της εκκλησίας, μου είπε: «Έχουμε μια δουλειά για εσένα. Θέλουμε κάποιον να φροντίζει τα αρχεία των τομέων μας». Αυτή η δουλειά ήταν τέλεια για εμένα, εφόσον λόγω της εργασίας μου στην αστυνομία έπρεπε να πηγαίνω με το αυτοκίνητο σε όλη την Αδελαΐδα. Ήξερα την πόλη πολύ καλά και έτσι μπορούσα να προετοιμάσω καλά τους χάρτες των τομέων που χρησιμοποιούσαμε στο κήρυγμά μας.
Τον Απρίλιο του 1938, ο Ιωσήφ Ρόδερφορντ, ο πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, επισκέφτηκε την Αυστραλία και εκφώνησε μια ομιλία στο Σίντνεϊ την οποία παρακολούθησαν 12.000 και πλέον άτομα, μολονότι τότε υπήρχαν μόνο 1.300 Μάρτυρες σε όλη την Αυστραλία. Στην Αδελαΐδα, περίπου 20 άτομα από εμάς δεν μπορούσαν να κάνουν το ταξίδι των 1.800 χιλιομέτρων για το Σίντνεϊ. Γι’ αυτό νοικιάσαμε το παλιό Θέατρο Τίβολι και φροντίσαμε να συνδεθούμε τηλεφωνικά με το Σίντνεϊ για τη μετάδοση της ομιλίας του Ρόδερφορντ. Διευθετήσαμε να υπάρξει διαφήμιση από το ραδιόφωνο και, ως αποτέλεσμα, περίπου 600 άτομα ήρθαν να ακούσουν την ομιλία στην Αδελαΐδα!
Πώς Έχασα τη Δουλειά μου στην Αστυνομία
Το 1939 άρχισε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, και η ουδετερότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά τέθηκε υπό λεπτομερή έλεγχο από τις διάφορες εξουσίες. Σε μια περίπτωση, δυο δημοσιογράφοι από την εφημερίδα Αλήθεια (Truth) ήρθαν στην Αίθουσα Βασιλείας και με εχθρικό τρόπο προσπάθησαν να μπουν με το ζόρι μέσα. Εγώ απλώς τους εμπόδισα να το κάνουν αυτό, εφόσον φαινόταν ότι δεν είχαν καλό σκοπό. Το επόμενο πρωί ένας τίτλος της εφημερίδας έλεγε: «Αστυνομικός της Ν[ότιας] Α[υστραλίας] Θυρωρός σε Αίθουσα Βασιλείας των Μ.Ι.».
Ως αποτέλεσμα εκείνου του γεγονότος, αντιμετώπισα την περιφρόνηση των συναδέλφων μου. Ο αμέσως ανώτερός μου, ένας πιστός δραστήριος Καθολικός, έδωσε στον αστυνομικό επιθεωρητή, Ρέιμοντ Λιν, ψεύτικες πληροφορίες για εμένα. Κατόπιν απρόσμενα, τον Αύγουστο του 1940, οδηγήθηκα ενώπιον του κ. Λιν, του ίδιου ανθρώπου για τον οποίο είχα αρχίσει να εργάζομαι 16 χρόνια νωρίτερα. Η κατηγορία; Ότι δεν θα υπάκουα σε όλες τις εντολές του.
«Θα πυροβολούσες κάποιον αν σε διέταζα να το κάνεις αυτό;» ρώτησε.
«Αυτή είναι μια υποθετική κατάσταση», απάντησα. «Όμως, όχι, σίγουρα δεν θα πυροβολούσα κανέναν».
Επί δύο ώρες προσπάθησε να μου δείξει πόσο ανόητο ήταν να ανήκω σε μια οργάνωση η οποία βρισκόταν στην επίσημη μαύρη λίστα και η οποία επρόκειτο να τεθεί υπό απαγόρευση στην Αυστραλία. Κατέληξε λέγοντας: «Και αυτό ύστερα από όλα όσα έχω κάνει για εσένα, προσφέροντάς σου μια τόσο καλή σταδιοδρομία».
«Το εκτιμώ αυτό», αποκρίθηκα. «Και έχω προσπαθήσει να δείξω την εκτίμησή μου δουλεύοντας σκληρά. Αλλά δεν μπορώ να σας βάλω πάνω από τη λατρεία μου προς τον Ιεχωβά Θεό».
«Είναι καλύτερα να αφήσεις τους Μάρτυρες του Ιεχωβά ή να παραιτηθείς», αποκρίθηκε ο επιθεωρητής.
Έτσι παραιτήθηκα αμέσως. Τον Αύγουστο του 1940 ένας τίτλος στην εφημερίδα Αλήθεια έλεγε: «Αστυνομικός του Ρόδερφορντ Παραιτείται». Τώρα έπρεπε να ενημερώσω τη σύζυγό μου και να βρω άλλη εργασία. Με χαροποίησε το γεγονός ότι βρήκα δουλειά σε ένα τοπικό τυπογραφείο όπου τυπωνόταν το περιοδικό Παρηγορία (τώρα Ξύπνα!) για την Αυστραλία.
Υπηρεσία υπό Απαγόρευση
Απόλαυσα την εργασία μου στην καινούρια μου τέχνη μέχρι τον Ιανουάριο του 1941, όταν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά τέθηκαν υπό απαγόρευση σε όλο το έθνος. Κάθε εκτύπωση των εντύπων μας στη χώρα σταμάτησε, τουλάχιστον από όσο ήξεραν οι αρχές. Στην πραγματικότητα, άρχισαν να λειτουργούν πιεστήρια υπό την επιφάνεια—όλα βρίσκονταν στην περιοχή του Σίντνεϊ—και ποτέ δεν χάσαμε ούτε ένα τεύχος της Σκοπιάς στη διάρκεια της απαγόρευσης!
Λίγο μετά την απαγόρευση του έργου μας, εξέτισα τις δύο ποινές φυλάκισης που αναφέρονται στην αρχή. Τελικά, τον Ιούνιο του 1943, το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας αποφάσισε ότι η απαγόρευση παραβίαζε το Σύνταγμα, έτσι η κυβέρνηση επέστρεψε όλη την περιουσία που είχε κατασχέσει από την Εταιρία Σκοπιά.
Εκ των υστέρων, μου είναι δύσκολο να πιστέψω ότι, στη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων, αστυνομικοί έκαναν αιφνιδιαστικές έρευνες σε σπίτια (περιλαμβανομένου και του δικού μου). Εντούτοις, παρά το διωγμό, εμείς συνεχίσαμε το κήρυγμά μας από σπίτι σε σπίτι χρησιμοποιώντας μόνο την Αγία Γραφή μας. Πολλές φορές η αστυνομία μάς ακολουθούσε. Αστυνομικοί με πολιτικά παρευρίσκονταν ακόμα και στις συναθροίσεις μας που γίνονταν σε ιδιωτικά σπίτια. Κάποτε, όταν έκανα εισήγηση για έναν εκπρόσωπο από το γραφείο τμήματος στο Σίντνεϊ, παρατήρησα: «Ανάμεσά μας βρίσκονται δύο μέλη του αστυνομικού σώματος της Νότιας Αυστραλίας. Σας παρακαλώ καλωσορίστε τους!» Αυτοί έμειναν έκπληκτοι και ήρθαν σε δύσκολη θέση αλλά παρέμειναν και απόλαυσαν τη συνάθροιση, λέγοντας κατόπιν ότι δεν μπορούσαν παρά να υποβάλουν μια ευνοϊκή έκθεση.
Θρησκευτική Μισαλλοδοξία
Τον Απρίλιο του 1945 οργανώσαμε μια συνέλευση στο δημαρχείο κάποιου προαστίου της Αδελαΐδας. Η πολυδιαφημισμένη δημόσια ομιλία ‘Οι Πραείς Θέλουσι Κληρονομήσει την Γην’ είχε προγραμματιστεί για την Κυριακή 29 Απριλίου. Αλλά άρχισαν να προμηνύονται προβλήματα από νωρίς το πρωί. Ως επίσκοπος συνέλευσης, πήγα στο τοπικό αστυνομικό τμήμα για να προειδοποιήσω για τα επικείμενα προβλήματα. Ωστόσο, η επίσκεψη και τα παράπονά μου αγνοήθηκαν τελείως.
Όταν ήρθε η ώρα να αρχίσει η δημόσια ομιλία είχε σχηματιστεί ένας όχλος. Μερικά άτομα μπήκαν μέσα μόλις άρχισε η ομιλία. Αρκετά εύσωμα μέλη του όχλου όρμησαν και προσπάθησαν να καταστρέψουν τον ηχητικό εξοπλισμό. Κατόπιν άρχισαν να πέφτουν πέτρες σπάζοντας τα παράθυρα. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί πληροφορήθηκαν για τη φασαρία, και γρήγορα μετέδωσαν ότι μια οχλαγωγία βρισκόταν σε εξέλιξη. Χιλιάδες περιέργων συγκεντρώθηκαν έξω.
Δυστυχώς, αναγκαστήκαμε να διακόψουμε τη συγκέντρωση. Αλλά όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε από την αίθουσα, η αστυνομία άνοιξε δρόμο για εμάς, και σε όλο το πλήθος απλώθηκε σιωπή. Όλοι μπορούσαν να καταλάβουν την ανοησία εκείνων που μας εναντιώνονταν επειδή από την αίθουσα βγήκαν συνηθισμένοι άνθρωποι, περιλαμβανομένων ηλικιωμένων αντρών και γυναικών καθώς επίσης και μικρών παιδιών. Ο θρησκευτικός φανατισμός καταδικάστηκε στη στήλη των εφημερίδων «Γράμματα προς τον Εκδότη» τις μέρες που ακολούθησαν.
Εντούτοις, επί αρκετά χρόνια αργότερα, δεν επιτρεπόταν στους Μάρτυρες του Ιεχωβά να χρησιμοποιούν τις εγκαταστάσεις των δημαρχείων στη Νότια Αυστραλία. Σε μια περίπτωση, στα μέσα της δεκαετίας του 1950, μίλησα στον επιστάτη του δημαρχείου του Νόργουντ σε ένα προάστιο της Αδελαΐδας, σχετικά με τη χρήση της αίθουσάς τους για τη συνέλευσή μας περιφερείας.
«Οι αίθουσες των δημαρχείων έχουν κλείσει για εσάς εφ’ όρου ζωής», είπε.
«Έχετε μείνει πίσω», του αποκρίθηκα.
Τότε έβγαλα από την τσάντα μου το φυλλάδιο σχετικά με τη διεθνή συνέλευση που είχε γίνει το 1953 στο Στάδιο Γιάνκι της Νέας Υόρκης. «Κοιτάξτε τι γίνεται με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά σε άλλα μέρη—πάνω από 165.000 σε μια συγκέντρωση!» παρατήρησα.
Εκείνος πήρε το φυλλάδιο, το μελέτησε προσεκτικά, και ύστερα από λίγο είπε: «Ναι, φαίνεται πως τα πράγματα έχουν αλλάξει». Από τότε και έπειτα ξανάρχισε η χρήση τέτοιων εγκαταστάσεων από εμάς σε όλη τη Νότια Αυστραλία.
Το 1984, έπειτα από μακρόχρονη ασθένεια, η σύζυγός μου πέθανε. Ωστόσο, πριν από το θάνατό της, άρχισε να δείχνει αγάπη για την αλήθεια της Αγίας Γραφής και για τον Ιεχωβά Θεό. Αυτό οφειλόταν κατά κύριο λόγο στην καλοσύνη που της έδειξαν στοργικοί Μάρτυρες στο πέρασμα των χρόνων. Στη συνέχεια, το Δεκέμβριο του 1985, παντρεύτηκα τη Θέι, η οποία υπηρετεί τον Ιεχωβά επί πολλά χρόνια.
Επί 60 χρόνια περίπου, νιώθω ικανοποιημένος καθώς υπηρετώ τον Ιεχωβά. Επειδή πάντοτε εμπιστευόμουν στον Ιεχωβά, παρέμενα στενά προσκολλημένος στην οργάνωσή του και ποτέ δεν συμβιβάστηκα κάτω από πίεση, μπορώ να αναπολώ μια ζωή με πολλά προνόμια και ευλογίες. Επίσης, συνεχίζω να προσπαθώ σκληρά να κρατάω τα μάτια μου σταθερά προσηλωμένα στο βραβείο της άνω κλήσης. (Φιλιππησίους 3:14)—Όπως το αφηγήθηκε ο Χιούμπερτ Ε. Κλιφτ.
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Υπηρετώ ως διάκονος