Κεφάλαιο 22
Μέρος 4ο—Μάρτυρες ως το Πιο Απομακρυσμένο Μέρος της Γης
Ενώ ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έκαναν σχέδια για εντατική δράση στη μεταπολεμική εποχή. Η έκθεση που ακολουθεί στις σελίδες 462 ως 501 παρουσιάζει συναρπαστικές λεπτομέρειες του τι έγινε στην πραγματικότητα από το 1945 ως το 1975, καθώς αυτοί αύξαναν αριθμητικά, εδραιώνονταν σε πολύ περισσότερες χώρες και ενασχολούνταν με το κήρυγμα και τη διδασκαλία του Λόγου του Θεού με πιο επισταμένο τρόπο από ό,τι οποτεδήποτε προηγουμένως.
ΣΤΑ περισσότερα νησιά των Δυτικών Ινδιών είχε ήδη φτάσει με κάποιον τρόπο το άγγελμα της Βασιλείας μέχρι το 1945. Αλλά έπρεπε να δοθεί πιο πλήρης μαρτυρία. Οι ιεραπόστολοι που ήταν εκπαιδευμένοι στη Σχολή Γαλαάδ θα έπαιζαν σημαντικό ρόλο.
Ιεραπόστολοι Επιτείνουν τη Μαρτυρία στις Δυτικές Ινδίες
Ως το 1960 αυτοί οι ιεραπόστολοι είχαν υπηρετήσει σε 27 νησιά ή νησιωτικά συμπλέγματα της Καραϊβικής. Στα μισά από αυτά τα μέρη δεν υπήρχε καμιά εκκλησία των Μαρτύρων του Ιεχωβά όταν πήγαν οι ιεραπόστολοι. Αυτοί άρχισαν να διεξάγουν οικιακές Γραφικές μελέτες με ενδιαφερόμενα άτομα και οργάνωσαν τακτικές συναθροίσεις. Όπου υπήρχαν ήδη εκκλησίες, αυτοί έδωσαν πολύτιμη εκπαίδευση στους ντόπιους ευαγγελιζομένους. Το αποτέλεσμα ήταν να βελτιωθεί η ποιότητα των συναθροίσεων και η αποδοτικότητα στη διακονία.
Στο Τρινιδάδ οι πρώτοι Σπουδαστές της Γραφής έδιναν μαρτυρία πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά, μετά την άφιξη των ιεραποστόλων από τη Γαλαάδ το 1946, δόθηκε ισχυρή ώθηση στη διεξαγωγή οικιακών Γραφικών μελετών με ενδιαφερόμενα άτομα. Στην Τζαμάικα το κήρυγμα των καλών νέων είχε αρχίσει πριν από μισό σχεδόν αιώνα, και υπήρχαν χίλιοι ντόπιοι Μάρτυρες όταν πήγε εκεί ο πρώτος ιεραπόστολος. Χάρηκαν, όμως, που τους δόθηκε βοήθεια για να γίνει δυνατόν να φτάσουν τα καλά νέα στους πιο μορφωμένους, ειδικά στα προάστια γύρω από την πρωτεύουσα. Εξάλλου, στην Αρούμπα είχε ήδη δοθεί πολλή μαρτυρία στην αγγλόφωνη κοινότητα, και έτσι οι ιεραπόστολοι έστρεψαν την προσοχή τους στους ντόπιους. Όλοι έπρεπε να ακούσουν τα καλά νέα.
Για να είναι βέβαιο ότι δόθηκε στους κατοίκους όλων των νησιών σε αυτό το τμήμα της γης η ευκαιρία να ακούσουν για τη Βασιλεία του Θεού, το 1948 η Εταιρία Σκοπιά μετέτρεψε τη 18μετρη σκούνα Σιμπία σε πλωτό ιεραποστολικό οίκο. Ανατέθηκε στο πλήρωμα να μεταδώσει το άγγελμα της Βασιλείας σε όλα τα νησιά των Δυτικών Ινδιών στα οποία δεν υπήρχε κανένας ενεργός κήρυκας των καλών νέων. Καπετάνιος ήταν ο Γκαστ Μάκι, και μαζί του πήγαν ο Στάνλεϊ Κάρτερ, ο Ρόναλντ Πάρκιν και ο Άρθουρ Γουόρσλι. Ξεκίνησαν από τα Έξω Νησιά του συμπλέγματος Μπαχάμες, έπειτα προχώρησαν νοτιοανατολικά περνώντας από τα Υπήνεμα Νησιά και τα Προσήνεμα Νησιά. Ποια ήταν η επίδραση των επισκέψεών τους; Στο Σεν Μαρτέν ένας επιχειρηματίας τούς είπε: «Ο κόσμος ποτέ δεν μιλούσε για τη Γραφή, αλλά από τότε που ήρθατε εδώ, όλοι μιλούν για τη Γραφή». Αργότερα, η Σιμπία αντικαταστάθηκε από ένα μεγαλύτερο πλεούμενο, το Λάιτ (Φως). Υπήρξαν αλλαγές και στο πλήρωμα. Μέσα σε μια δεκαετία είχε ολοκληρωθεί το ειδικό έργο που γινόταν με τη χρήση αυτών των πλεούμενων, και τη σκυτάλη την πήραν διαγγελείς των καλών νέων που είχαν τη βάση τους στη στεριά.
Μαρτυρία Πρώτα στις Μεγαλύτερες Πόλεις
Όπως στις Δυτικές Ινδίες, έτσι και στην Κεντρική και στη Νότια Αμερική υπήρχαν ήδη άτομα σε πολλές περιοχές που είχαν κάποια έντυπα της Εταιρίας Σκοπιά πριν πάνε εκεί ιεραπόστολοι από τη Σχολή Γαλαάδ. Ωστόσο, για να φτάσουν σε όλους τα καλά νέα και για να βοηθηθούν οι ειλικρινείς να γίνουν γνήσιοι μαθητές, χρειαζόταν βελτιωμένη οργάνωση.
Όταν τελείωσε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος το 1945, υπήρχαν εκατοντάδες Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Αργεντινή και στη Βραζιλία· περίπου τρεις χιλιάδες στο Μεξικό· λίγες και πολύ μικρές εκκλησίες στη Βρετανική Γουιάνα (σημερινή Γουιάνα), στην Ολλανδική Γουιάνα (σημερινό Σουρινάμ), στην Ουρουγουάη, στην Παραγουάη και στη Χιλή· και μια χούφτα ευαγγελιζόμενοι στη Βενεζουέλα, στη Γουατεμάλα και στην Κολομβία. Αλλά, όσο για τη Βολιβία, το Ελ Σαλβαδόρ, τον Ισημερινό, τη Νικαράγουα και την Ονδούρα, το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά δεν εδραιώθηκε σε μόνιμη βάση παρά μόνο όταν έφτασαν οι ιεραπόστολοι που είχαν εκπαιδευτεί στη Σχολή Γαλαάδ.
Οι ιεραπόστολοι αρχικά έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή στα κύρια αστικά κέντρα. Είναι αξιοσημείωτο ότι, τον πρώτο αιώνα, ο απόστολος Παύλος έκανε μεγάλο μέρος του κηρύγματός του σε πόλεις που βρίσκονταν πάνω στις κύριες ταξιδιωτικές οδούς στη Μικρά Ασία και στην Ελλάδα. Στην Κόρινθο, μια από τις πιο εξέχουσες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας, ο Παύλος αφιέρωσε 18 μήνες στη διδασκαλία του Λόγου του Θεού. (Πράξ. 18:1-11) Στην Έφεσο, ταξιδιωτικό και εμπορικό σταυροδρόμι του αρχαίου κόσμου, διακήρυξε τη Βασιλεία του Θεού πάνω από δύο χρόνια.—Πράξ. 19:8-10· 20:31.
Παρόμοια, όταν ο Έντουαρντ Μιχάλεκ και ο Χάρολντ Μόρις, ιεραπόστολοι απόφοιτοι της Σχολής Γαλαάδ, πήγαν στη Βολιβία το 1945, δεν έψαξαν να βρουν την τοποθεσία με το πιο ευχάριστο κλίμα. Απεναντίας, έστρεψαν πρώτα την προσοχή τους στη Λα Πας, την πρωτεύουσα, η οποία βρίσκεται στις Άνδεις σε ύψος σχεδόν 3.700 μέτρων. Οι νεοφερμένοι κάνουν αγώνα για να περπατήσουν στους πολύ ανηφορικούς δρόμους σε αυτό το υψόμετρο· συνήθως η καρδιά τους σφυροκοπάει δυνατά. Αλλά οι ιεραπόστολοι βρήκαν πολλούς που ενδιαφέρονταν για το άγγελμα της Αγίας Γραφής. Εκεί στην πρωτεύουσα, δεν ήταν ασυνήθιστο να τους λένε οι άνθρωποι: «Εγώ είμαι της αποστολικής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αλλά δεν συμπαθώ τους παπάδες». Μέσα σε δυο μόνο μήνες, οι δυο ιεραπόστολοι διεξήγαν 41 οικιακές Γραφικές μελέτες.
Την επόμενη δεκαετία, καθώς πήγαιναν περισσότεροι ιεραπόστολοι και μεγάλωνε ο αριθμός των ντόπιων Μαρτύρων, στράφηκε η προσοχή και σε άλλες πόλεις της Βολιβίας: την Κοτσαμπάμπα, την Ορούρο, τη Σάντα Κρους, τη Σούκρε, την Ποτοσί και την Ταρίχα. Έπειτα, έγινε δυνατόν να δοθεί περισσότερη προσοχή σε μικρότερες πόλεις και κωμοπόλεις, καθώς και στις αγροτικές περιοχές.
Παρόμοια, στην Κολομβία οι ιεραπόστολοι άρχισαν να οργανώνουν το κήρυγμα στην πρωτεύουσα, την Μπογκοτά, το 1945, και στην παράκτια πόλη Μπαρανκίγια το επόμενο έτος. Ύστερα από αυτό, σταδιακά η προσοχή στράφηκε στην Καρθαγένη, στη Σάντα Μάρτα, στην Κάλι και στη Μεδεγίν. Τα καλά νέα μπορούσαν να φτάσουν σε περισσότερους ανθρώπους σε μικρό χρονικό διάστημα όταν γινόταν έργο πρώτα στις μεγαλύτερες πόλεις. Με τη βοήθεια εκείνων που γνώριζαν την αλήθεια εκεί, το άγγελμα μεταδιδόταν σύντομα στις γύρω περιοχές.
Αν εκδηλωνόταν ελάχιστο ενδιαφέρον σε μια πόλη, οι ιεραπόστολοι μεταφέρονταν σε άλλα μέρη. Γι’ αυτό, στον Ισημερινό, όταν τρία χρόνια έργου στα μέσα της δεκαετίας του 1950 δεν είχαν αποδώσει ούτε ένα άτομο που να έχει το θάρρος να πάρει θέση υπέρ της αλήθειας στη φανατικά θρησκευόμενη Κουένκα, ο Καρλ Ντόχαου διορίστηκε στη Ματσάλα, μια πόλη με διαλλακτικούς, ανοιχτόμυαλους κατοίκους. Εντούτοις, μια δεκαετία αργότερα, δόθηκε άλλη μια ευκαιρία στους κατοίκους της Κουένκα. Διαπιστώθηκε ότι υπήρχε διαφορετικό πνεύμα, ξεπεράστηκαν εμπόδια, και το 1992, μέσα στην Κουένκα και γύρω από αυτήν, πάνω από 1.200 άνθρωποι είχαν γίνει Μάρτυρες του Ιεχωβά και ήταν οργανωμένοι σε 25 εκκλησίες!
Υπομονετική Αναζήτηση των Προβατοειδών Ανθρώπων
Έχει απαιτηθεί μεγάλη υπομονή για την αναζήτηση και εξεύρεση των αληθινά προβατοειδών ανθρώπων. Στο Σουρινάμ, για να εντοπίσουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά τέτοιους ανθρώπους, έχουν κηρύξει σε Εβραίους, Ινδιάνους, Ινδονήσιους, Κινέζους, Λιβανέζους, απογόνους Ολλανδών αποίκων και σε φυλές της ζούγκλας που αποτελούνται από Βουσνέγρους, των οποίων οι πρόγονοι ήταν δραπέτες σκλάβοι. Ανάμεσα σε όλους αυτούς έχουν βρει εκατοντάδες άτομα που πραγματικά πεινούσαν για την αλήθεια. Μερικοί έπρεπε να απαγκιστρωθούν από τη βαθιά ανάμειξη σε ανιμιστικές και πνευματιστικές συνήθειες. Μια τέτοια περίπτωση ήταν ο Παϊτού, ένας μάγος-γιατρός, που πήρε στα σοβαρά το άγγελμα της Γραφής και κατόπιν πέταξε στο ποτάμι τα είδωλα, τα φυλαχτά και τα μαγικά ποτά του. (Παράβαλε Δευτερονόμιον 7:25· 18:9-14· Πράξεις 19:19, 20). Το 1975 αφιερώθηκε στον Ιεχωβά, τον αληθινό Θεό.
Ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων του Περού ζει σε χωριουδάκια διασκορπισμένα στις Άνδεις και στη ζούγκλα που περιβάλλει τις πηγές του Αμαζονίου. Πώς θα μπορούσαν να φτάσουν τα καλά νέα σε αυτούς; Το 1971 μια οικογένεια Μαρτύρων από τις Ηνωμένες Πολιτείες πήγαν στο Περού για να επισκεφτούν τον ιεραπόστολο γιο τους, τον Τζο Λέιντιχ. Όταν συνειδητοποίησαν τον τεράστιο αριθμό χωριών που ήταν καταχωνιασμένα εδώ και εκεί στις κοιλάδες των βουνών, το ενδιαφέρον τους για αυτούς τους ανθρώπους τούς ώθησε να κάνουν κάτι. Έκαναν ενέργειες για να αποκτήσουν οι αδελφοί ένα αυτοκινούμενο τροχόσπιτο στην αρχή και κατόπιν άλλα δύο, καθώς και μηχανάκια ειδικά για δύσκολους δρόμους, που θα τα χρησιμοποιούσαν για παρατεταμένες αποστολές κηρύγματος σε αυτές τις απόμερες περιοχές.
Παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονταν, σε πολλά μέρη φαινόταν ότι μόνο ελάχιστα άτομα έδειχναν ενδιαφέρον για το άγγελμα της Αγίας Γραφής. Μπορείτε λοιπόν να φανταστείτε πώς ένιωθε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 μια ομάδα έξι νεαρών ιεραποστόλων στο Μπαρκισιμέτο της Βενεζουέλας όταν, ύστερα από έναν ολόκληρο χρόνο επιμελούς κηρύγματος, δεν είχαν δει σχεδόν καμιά πρόοδο. Μολονότι οι άνθρωποι ήταν πολύ φιλικοί, οι περισσότεροι από αυτούς ήταν βουτηγμένοι στις δεισιδαιμονίες και το θεωρούσαν αμαρτία έστω και να διαβάσουν ένα εδάφιο από τη Γραφή. Όποιους έδειχναν ενδιαφέρον τούς αποθάρρυναν ύστερα από λίγο μέλη της οικογένειάς τους ή γείτονες. (Ματθ. 13:19-21) Αλλά, έχοντας την πεποίθηση ότι πρέπει να υπάρχουν μερικοί προβατοειδείς άνθρωποι στο Μπαρκισιμέτο και ότι ο Ιεχωβά θα τους συνήγε στον κατάλληλο καιρό του, οι ιεραπόστολοι συνέχισαν να κάνουν επισκέψεις από σπίτι σε σπίτι. Επομένως, πόσο χάρηκε η Πένι Γκαβέτ όταν κάποια μέρα μια γκριζομάλλα κυρία την άκουσε και κατόπιν είπε:
«Σινιορίτα, από τότε που ήμουν κοριτσάκι περιμένω να έρθει κάποιος στην πόρτα μου και να μου εξηγήσει τα πράγματα που μόλις τώρα μου είπατε εσείς. Βλέπετε, όταν ήμουν μικρή, πήγαινα και καθάριζα το σπίτι του παπά, και αυτός είχε μια Αγία Γραφή στη βιβλιοθήκη του. Ήξερα ότι απαγορευόταν να τη διαβάζουμε εμείς, αλλά ήμουν τόσο περίεργη να μάθω το γιατί, που μια μέρα, όταν δεν με έβλεπε κανείς, την πήρα στο σπίτι μου και τη διάβασα κρυφά. Αυτά που διάβασα με έκαναν να καταλάβω ότι η Καθολική Εκκλησία δεν μας είχε διδάξει την αλήθεια και επομένως δεν ήταν η αληθινή θρησκεία. Φοβόμουν να πω το παραμικρό σε οποιονδήποτε, αλλά ήμουν βέβαιη ότι, κάποια μέρα, αυτοί που διδάσκουν την αληθινή θρησκεία θα έρχονταν στην πόλη μας. Όταν ήρθε η Προτεσταντική θρησκεία, νόμισα στην αρχή ότι πρέπει να είναι αυτοί, όμως σε λίγο διαπίστωσα ότι δίδασκαν πολλά από τα ψέματα που δίδασκε και η Καθολική Εκκλησία. Ενώ, όσα μου είπατε μόλις τώρα είναι αυτά που είχα διαβάσει σε εκείνη τη Γραφή πριν από πάρα πολλά χρόνια». Συμφώνησε πρόθυμα να μελετήσει την Αγία Γραφή και έγινε Μάρτυρας του Ιεχωβά. Παρά την εναντίωση από την οικογένειά της, εκείνη υπηρέτησε πιστά τον Ιεχωβά μέχρι το θάνατό της.
Απαιτήθηκε αρκετή προσπάθεια για να συναχτούν τέτοια προβατοειδή άτομα στις εκκλησίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά και να εκπαιδευτούν για να παίρνουν μέρος στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Παραδείγματος χάρη, στην Αργεντινή, ο Ροσέντο Οχέιντα διένυε τακτικά 60 περίπου χιλιόμετρα από το Τζένεραλ Σαν Μαρτέν του Τσάκο για να διεξάγει μια συνάθροιση στο σπίτι του Αλεϊχάντρο Σοσόνγιουκ, ενός ενδιαφερόμενου ατόμου. Συχνά το ταξίδι αυτό διαρκούσε δέκα ώρες, και έκανε μέρος του με ποδήλατο, μέρος του περπατώντας, μερικές φορές περνώντας από νερά που έφταναν ως τις μασχάλες του. Έκανε αυτό το ταξίδι μια φορά το μήνα επί πέντε χρόνια και κάθε φορά έμενε μια εβδομάδα για να δώσει μαρτυρία στην περιοχή. Άξιζε τον κόπο; Ο ίδιος δεν αμφιβάλλει καθόλου επειδή το αποτέλεσμα ήταν μια χαρούμενη εκκλησία υμνητών του Ιεχωβά.
Προώθηση της Εκπαίδευσης που Οδηγεί στη Ζωή
Στο Μεξικό, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά διεξήγαν το έργο τους σύμφωνα με τους νόμους που αφορούσαν τις εκπολιτιστικές οργανώσεις σε αυτή τη χώρα. Ο στόχος των Μαρτύρων ήταν να κάνουν περισσότερα από το να διεξάγουν απλώς συναθροίσεις στις οποίες γίνονταν ομιλίες. Ήθελαν να γίνουν οι άνθρωποι σαν εκείνους τους Βεροιείς της εποχής του αποστόλου Παύλου, οι οποίοι ήταν σε θέση ‘να εξετάσουν προσεκτικά τις Γραφές για να δουν αν ήταν έτσι τα όσα διδάσκονταν’. (Πράξ. 17:11) Στο Μεξικό, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, αυτό απαιτεί συνήθως να δοθεί ειδική βοήθεια στους ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν πάρει καθόλου σχολική εκπαίδευση αλλά θέλουν να είναι σε θέση να διαβάζουν οι ίδιοι τον εμπνευσμένο Λόγο του Θεού.
Οι τάξεις για αναλφάβητους, που διεξάγουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στο Μεξικό, έχουν βοηθήσει δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους εκεί να μάθουν ανάγνωση και γραφή. Αυτό το έργο το εκτιμάει το Υπουργείο Δημόσιας Εκπαίδευσης του Μεξικού, και το 1974 ένας διευθυντής του Γενικού Γραφείου για την Εκπαίδευση Ενηλίκων αυτού του υπουργείου έγραψε μια επιστολή στη Λα Τόρε ντελ Βίχια ντε Μέχικο, ένα επιμορφωτικό σωματείο που χρησιμοποιούν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, στην οποία επιστολή έλεγε: «Με την ευκαιρία αυτή σας συγχαίρω θερμά . . . για την αξιέπαινη συνεργασία που προσφέρει το σωματείο σας χρόνο με το χρόνο προς όφελος του λαού μας».
Η εκπαίδευση που παρέχουν οι Μάρτυρες, εκτός του ότι προετοιμάζει τους ανθρώπους για να ζήσουν αιώνια ως υπήκοοι της Βασιλείας του Θεού, ανεβάζει παράλληλα το επίπεδο της οικογενειακής τους ζωής τώρα. Ένας δικαστής στο Ελ Σάλτο της πολιτείας Ντουράνγκο, αφού είχε τελέσει σε διάφορες περιπτώσεις γάμους Μαρτύρων του Ιεχωβά, δήλωσε το 1952: «Εμείς ισχυριζόμαστε ότι είμαστε πολύ καλοί πατριώτες και πολίτες, αλλά θα έπρεπε να νιώθουμε ντροπή σε σύγκριση με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αυτοί είναι παράδειγμα για εμάς, επειδή δεν επιτρέπουν να υπάρχει ούτε ένας μέσα στην οργάνωσή τους που να συζεί και να μην έχει νομιμοποιήσει τη σχέση του. Ενώ, εσείς οι Καθολικοί κάνετε σχεδόν όλοι ανήθικη ζωή και δεν έχετε νομιμοποιήσει το γάμο σας».
Αυτό το εκπαιδευτικό πρόγραμμα βοηθάει επίσης τους ανθρώπους να μάθουν να ζουν μαζί ειρηνικά, να αγαπούν ο ένας τον άλλον, αντί να αλληλομισούνται και να αλληλοσκοτώνονται. Όταν ένας Μάρτυρας άρχισε να κηρύττει στο Βενάντο της πολιτείας Γκουαναχουάτο, διαπίστωσε ότι όλοι εκεί ήταν οπλισμένοι με τουφέκια και πιστόλια. Οι βεντέτες είχαν εξολοθρεύσει οικογένειες ολόκληρες. Αλλά η Γραφική διδασκαλία έφερε μεγάλες αλλαγές. Πολλοί πούλησαν τα τουφέκια τους για να αγοράσουν Γραφές. Σύντομα, πάνω από 150 άτομα σε εκείνη την περιοχή έγιναν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Συμβολικά, εκείνοι ‘σφυρηλάτησαν τα μαχαίρια τους σε υνιά’ και άρχισαν να εκζητούν τις οδούς της ειρήνης.—Μιχ. 4:3.
Πολλοί θεοφοβούμενοι Μεξικανοί έχουν πάρει στα σοβαρά όσα τους έχουν διδάξει οι Μάρτυρες του Ιεχωβά από το Λόγο του Θεού. Ως αποτέλεσμα, οι λίγες χιλιάδες ευαγγελιζόμενοι που υπήρχαν στο Μεξικό μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έγιναν γρήγορα 10.000, κατόπιν 20.000, 40.000, 80.000 και περισσότεροι, καθώς οι Μάρτυρες έδειχναν και σε άλλους πώς να εφαρμόζουν τις συμβουλές του Λόγου του Θεού και πώς να τις διδάσκουν σε άλλους.
Διεξαγωγή Συνελεύσεων υπό Αντίξοες Συνθήκες
Ωστόσο, καθώς ο αριθμός των Μαρτύρων του Ιεχωβά μεγάλωνε, αυτοί διαπίστωναν ότι, στη μια χώρα μετά την άλλη, χρειαζόταν να υπερνικούν δύσκολα εμπόδια προκειμένου να διεξάγουν συνελεύσεις για Χριστιανική διδασκαλία. Στην Αργεντινή τούς επιβλήθηκε κυβερνητική απαγόρευση το 1950. Μολαταύτα, από υπακοή στον Θεό, δεν έπαψαν να κηρύττουν ούτε σταμάτησαν να συγκεντρώνονται όλοι μαζί. Οι διευθετήσεις ήταν κάπως πιο πολύπλοκες, αλλά οι συνελεύσεις γίνονταν.
Για παράδειγμα, στα τέλη του 1953, ο αδελφός Νορ και ο αδελφός Χένσελ επισκέφτηκαν την Αργεντινή για να υπηρετήσουν σε μια πανεθνική συνέλευση. Ο αδελφός Νορ μπήκε στη χώρα από τη δύση και ο αδελφός Χένσελ άρχισε τις επισκέψεις του από το νότο. Μίλησαν σε ομάδες που συγκεντρώθηκαν σε αγροκτήματα, σε κάποιο περιβόλι, σε πικ νικ δίπλα σε κάποιο ορεινό ποταμάκι και σε ιδιωτικά σπίτια. Συχνά, χρειάστηκε να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις για να πάνε από τη μια ομάδα στην άλλη. Όταν έφτασαν στο Μπουένος Άιρες, υπηρέτησε ο καθένας σε προγράμματα σε εννιά μέρη τη μια μέρα και σε έντεκα σπίτια την επομένη. Συνολικά, μίλησαν σε 56 ομάδες που αποτελούνταν όλες μαζί από 2.505 άτομα. Το πρόγραμμα του ταξιδιού τους ήταν κουραστικό, αλλά χάρηκαν που υπηρέτησαν τους αδελφούς τους με αυτόν τον τρόπο.
Όταν γίνονταν προετοιμασίες για μια συνέλευση στην Κολομβία το 1955, οι Μάρτυρες έκλεισαν με συμβόλαιο μια αίθουσα στην Μπαρανκίγια. Αλλά, λόγω των πιέσεων από τον αρχιεπίσκοπο, ο δήμαρχος και ο νομάρχης παρενέβησαν και ακυρώθηκε το συμβόλαιο. Έχοντας μόνο μια μέρα στη διάθεσή τους, οι αδελφοί άλλαξαν την τοποθεσία της συνέλευσης, διευθετώντας να τη διεξαγάγουν στις εγκαταστάσεις του γραφείου τμήματος της Εταιρίας. Παρ’ όλα αυτά, την ώρα που άρχιζε το απογευματινό πρόγραμμα της πρώτης μέρας, κατέφτασαν ένοπλοι αστυνομικοί οι οποίοι είχαν διαταγή να διαλύσουν τη συνέλευση. Οι αδελφοί δεν πτοήθηκαν. Η προσφυγή που έγινε στο δήμαρχο το επόμενο πρωί είχε ως αποτέλεσμα να ζητήσει συγνώμη ο γραμματέας του, και σχεδόν 1.000 άτομα στριμώχτηκαν στην ιδιοκτησία της Εταιρίας για την τελευταία μέρα του προγράμματος εκείνης της Συνέλευσης «Θριαμβεύουσα Βασιλεία». Παρά τις καταστάσεις που υπήρχαν τότε, οι αδελφοί ενδυναμώθηκαν έτσι με αναγκαίες πνευματικές συμβουλές.
Υπηρεσία Εκεί που Υπάρχει Μεγαλύτερη Ανάγκη
Ο αγρός ήταν τεράστιος και υπήρχε μεγάλη ανάγκη για εργάτες στη Λατινική Αμερική, όπως και σε πολλά άλλα μέρη. Το 1957, σε συνελεύσεις που έγιναν σε όλο τον κόσμο, δόθηκε η ενθάρρυνση σε άτομα και σε οικογένειες που ήταν ώριμοι Μάρτυρες του Ιεχωβά να εξετάσουν αν μπορούσαν να μεταβούν σε περιοχές όπου υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη, με σκοπό να εγκατασταθούν και να συνεχίσουν τη διακονία τους εκεί. Παρόμοια ενθάρρυνση δινόταν έκτοτε με διάφορους τρόπους. Η πρόσκληση έμοιαζε πολύ με αυτήν που έκανε ο Θεός στον απόστολο Παύλο, ο οποίος είδε σε όραμα κάποιον που τον παρακαλούσε: «Πέρασε στη Μακεδονία και βοήθησέ μας». (Πράξ. 16:9, 10) Ποια ήταν η ανταπόκριση στη σύγχρονη πρόσκληση; Οι δούλοι του Ιεχωβά πρόσφεραν πρόθυμα τον εαυτό τους.—Ψαλμ. 110:3.
Για μια οικογένεια με μικρά παιδιά, απαιτείται μεγάλη πίστη για να φύγουν από τον τόπο τους, να αφήσουν συγγενείς, σπίτι και κοσμική εργασία, και να πάνε σε ένα εντελώς καινούριο περιβάλλον. Η μετακίνηση αυτή μπορεί να απαιτεί την αποδοχή ενός πολύ διαφορετικού επιπέδου ζωής και, σε μερικές περιπτώσεις, την εκμάθηση μιας καινούριας γλώσσας. Παρ’ όλα αυτά, χιλιάδες Μάρτυρες, άτομα και οικογένειες, έκαναν μια τέτοια μετακίνηση προκειμένου να βοηθήσουν άλλους να μάθουν σχετικά με τις στοργικές προμήθειες που έχει κάνει ο Ιεχωβά για αιώνια ζωή.
Ανταποκρινόμενοι γρήγορα, αρκετοί Μάρτυρες του Ιεχωβά άλλαξαν τόπο κατοικίας στα τέλη της δεκαετίας του 1950· άλλοι στη δεκαετία του 1960· και περισσότεροι στη δεκαετία του 1970. Επιπλέον, η μετακίνηση Μαρτύρων σε περιοχές όπου υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη συνεχίζεται ως και σήμερα.
Από πού έφυγαν αυτοί; Μεγάλες ομάδες έφυγαν από την Αυστραλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά και τη Νέα Ζηλανδία. Πολλοί από τη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Επίσης, από την Αυστρία, το Βέλγιο, τη Δανία, την Κορέα, την Ελβετία, την Ιαπωνία, την Ισπανία, την Ιταλία, τη Νορβηγία, τη Σουηδία και τη Φινλανδία, μεταξύ άλλων. Επειδή ο αριθμός των Μαρτύρων του Ιεχωβά έχει αυξηθεί στην Αργεντινή, στη Βραζιλία, στο Μεξικό και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, και αυτές έχουν προσφέρει εργάτες πρόθυμους να υπηρετήσουν σε άλλες χώρες όπου υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη. Παρόμοια, στην Αφρική ζηλωτές εργάτες έχουν πάει από τη μια χώρα στην άλλη για να βοηθήσουν στην επίδοση μαρτυρίας.
Σε ποιες περιοχές εγκαταστάθηκαν; Σε χώρες όπως το Αφγανιστάν, η Μαλαισία και η Σενεγάλη, καθώς και σε νησιά όπως η Ρεϊνιόν και η Σάντα Λουσία. Περίπου 1.000 άτομα πήγαν στην Ιρλανδία όπου υπηρέτησαν επί διάφορα χρονικά διαστήματα. Ένας σημαντικός αριθμός πήγε στην Ισλανδία παρά τους μεγάλους, σκοτεινούς χειμώνες της, και μερικοί έμειναν και έγιναν στύλοι στις εκκλησίες παρέχοντας στοργική βοήθεια στους πιο καινούριους. Πολύ καλό έργο έγινε ειδικά στην Κεντρική και στη Νότια Αμερική. Περισσότεροι από 1.000 Μάρτυρες πήγαν στην Κολομβία, 870 και πλέον στον Ισημερινό, πάνω από 110 στο Ελ Σαλβαδόρ.
Ο Χάρολντ και η Αν Τσίμερμαν ήταν από αυτούς που έκαναν μια τέτοια μετακίνηση. Είχαν υπηρετήσει ήδη ως ιεραπόστολοι-δάσκαλοι στην Αιθιοπία. Αλλά το 1959, όταν οριστικοποιούσαν τις διευθετήσεις για να φύγουν από τις Ηνωμένες Πολιτείες και να πάνε στην Κολομβία, προκειμένου να πάρουν μέρος στη διάδοση του αγγέλματος της Βασιλείας εκεί, μεγάλωναν ήδη τέσσερα παιδιά ηλικίας από πέντε μηνών ως πέντε ετών. Ο Χάρολντ πήγε νωρίτερα για να βρει δουλειά. Όταν έφτασε στη χώρα εκείνη, οι τοπικές ειδήσεις τον ανησύχησαν. Βρισκόταν σε εξέλιξη ένας ακήρυχτος εμφύλιος πόλεμος και γίνονταν μαζικοί σκοτωμοί στην ενδοχώρα. ‘Θέλω στ’ αλήθεια να φέρω την οικογένειά μου να ζήσει μέσα σε τέτοιες συνθήκες;’ αναρωτιόταν. Προσπάθησε να θυμηθεί κάποιο κατευθυντήριο παράδειγμα ή αρχή από την Αγία Γραφή. Αυτό που του ήρθε στο μυαλό ήταν η Γραφική αφήγηση για τους φοβισμένους κατασκόπους που, όταν γύρισαν στο ισραηλιτικό στρατόπεδο, έδωσαν άσχημη αναφορά για τη Γη της Επαγγελίας. (Αριθ. 13:25–14:4, 11) Αυτό τον βοήθησε να πάρει την απόφασή του· δεν ήθελε να τους μοιάσει! Κανόνισε αμέσως να πάει εκεί η οικογένειά του. Μόνο όταν τα χρήματά τους έφτασαν να είναι όλα και όλα τρία δολάρια κατάφερε να βρει την απαραίτητη κοσμική εργασία, αλλά είχαν ό,τι ήταν πραγματικά αναγκαίο. Το πόσο έπρεπε να εργάζεται για να συντηρεί την οικογένειά του ποίκιλλε στο πέρασμα των ετών, όμως προσπαθούσε πάντοτε να κρατάει στην πρώτη θέση τα συμφέροντα της Βασιλείας. Όταν αυτοί πρωτοπήγαν στην Κολομβία, υπήρχαν περίπου 1.400 Μάρτυρες στη χώρα. Τι εκπληκτική αύξηση έχουν δει από τότε!
Η υπηρεσία εκεί που υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη για Μάρτυρες δεν απαιτεί πάντοτε τη μετακίνηση σε άλλη χώρα. Χιλιάδες Μάρτυρες, άτομα και οικογένειες, έχουν εγκατασταθεί σε άλλες περιοχές μέσα στην ίδια τους τη χώρα. Μια οικογένεια στην πολιτεία Μπάια της Βραζιλίας εγκαταστάθηκε στην πόλη Πράντο, όπου δεν υπήρχαν καθόλου Μάρτυρες. Παρά τις αντιρρήσεις που πρόβαλε ο κλήρος, έμειναν και εργάστηκαν σε εκείνη την πόλη και στη γύρω περιοχή τρία χρόνια. Αγόρασαν έναν εγκαταλειμμένο ναό και τον μετέτρεψαν σε Αίθουσα Βασιλείας. Πριν περάσει πολύς καιρός, υπήρχαν πάνω από εκατό ενεργοί Μάρτυρες στην περιοχή εκείνη. Και αυτό ήταν μόνο η αρχή.
Σε ολοένα αυξανόμενους αριθμούς, αυτοί που αγαπούν τη δικαιοσύνη στη Λατινική Αμερική αποδέχονται την πρόσκληση που καταγράφεται στον Ψαλμό 148: ‘Αινείτε τον Γιαχ. Αινείτε τον Ιεχωβά εκ της γης, πάντες οι λαοί’. (Εδ. 1, 7-11) Πράγματι, το 1975 υπήρχαν υμνητές του Ιεχωβά σε κάθε χώρα της Λατινικής Αμερικής. Η έκθεση για εκείνο το έτος έδειχνε ότι στο Μεξικό υπηρετούσαν 80.481 άτομα, οργανωμένα σε 2.998 εκκλησίες. Άλλοι 24.703, σε 462 εκκλησίες, μιλούσαν για τη Βασιλεία του Ιεχωβά στην Κεντρική Αμερική. Επιπλέον, στη Νότια Αμερική, υπήρχαν 206.457 άτομα που υμνούσαν δημόσια τον Ιεχωβά σε 3.620 εκκλησίες.
Τα Καλά Νέα Διαδίδονται στα Νησιά του Ειρηνικού
Ενόσω λάβαινε χώρα ταχεία αύξηση στη Νότια Αμερική, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έστρεψαν επίσης την προσοχή τους στα νησιά του Ειρηνικού. Υπάρχουν εκατοντάδες από αυτά τα νησιά διάσπαρτα μεταξύ Αυστραλίας και Αμερικής, πολλά από τα οποία μόλις που ξεπροβάλλουν πάνω από την επιφάνεια του ωκεανού. Σε μερικά κατοικούν μόνο ελάχιστες οικογένειες· σε άλλα δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, λόγω της προκατάληψης των αρχών, σε πολλά από αυτά τα νησιά ήταν αδύνατον να στείλει ιεραποστόλους η Εταιρία Σκοπιά. Αλλά και εκεί ήταν ανάγκη να ακούσουν οι άνθρωποι για τον Ιεχωβά και τη Βασιλεία του. Αυτό είναι σε αρμονία με την προφητεία που έχει καταγραφεί στα εδάφια Ησαΐας 42:10-12, η οποία λέει: ‘Ψάλλετε εις τον Ιεχωβά άσμα νέον, την δόξαν αυτού εκ των άκρων της γης . . . Ας αναγγείλωσι την αίνεσιν αυτού εν ταις νήσοις’. Γι’ αυτό, το 1951, σε μια συνέλευση που έγινε στο Σίντνεϊ της Αυστραλίας, προσκλήθηκαν να συναντηθούν με τον αδελφό Νορ οι σκαπανείς και οι επίσκοποι περιοχής που ενδιαφέρονταν να πάρουν μέρος στη διάδοση του αγγέλματος της Βασιλείας στα νησιά. Τότε περίπου 30 άτομα προσφέρθηκαν να αναλάβουν το κήρυγμα στα τροπικά νησιά.
Μεταξύ αυτών ήταν ο Τομ και η Ροουένα Κίτο, οι οποίοι βρέθηκαν σύντομα στην Παπούα, όπου δεν υπήρχαν τότε καθόλου Μάρτυρες. Άρχισαν το έργο τους από τους Ευρωπαίους στο Πορτ Μόρεσμπι. Σύντομα, περνούσαν ολόκληρα απογεύματα στο Χανουμπάντα, το «Μεγάλο Χωριό», μαζί με μια ομάδα 30-40 Παπουανών που πεινούσαν για την πνευματική αλήθεια. Από αυτούς, ο λόγος διαδόθηκε και σε άλλα χωριά. Σε λίγο, οι κάτοικοι της Κερέμα έστειλαν έναν εκπρόσωπο ζητώντας να διεξάγεται Γραφική μελέτη με αυτούς. Έπειτα ήρθε ένας αρχηγός από το Χάιμα, εκλιπαρώντας: «Σας παρακαλώ ελάτε να διδάξετε την αλήθεια στους ανθρώπους μου!» Έτσι διαδόθηκε η αλήθεια.
Ένα άλλο αντρόγυνο, ο Τζον και η Έλεν Χιούμπλερ, πήγαν στη Νέα Καληδονία για να εδραιώσουν το έργο εκεί. Όταν έφτασαν το 1954, είχαν τουριστική βίζα μόνο για ένα μήνα. Αλλά ο Τζον βρήκε κοσμική εργασία, και αυτό τους βοήθησε να πάρουν παράταση. Με τον καιρό και άλλοι Μάρτυρες—31 συνολικά—έκαναν παρόμοιες κινήσεις. Στην αρχή διεξήγαν τη διακονία τους σε απόμερες περιοχές για να μην προσελκύουν υπερβολική προσοχή. Αργότερα άρχισαν να κηρύττουν στην πρωτεύουσα, τη Νουμέα. Σχηματίστηκε μια εκκλησία. Κατόπιν, το 1959, κάποιο μέλος της Καθολικής Δράσης τοποθετήθηκε σε μια καίρια κυβερνητική θέση. Οι βίζες των Μαρτύρων δεν ανανεώθηκαν ξανά. Οι Χιούμπλερ αναγκάστηκαν να φύγουν. Τα έντυπα της Σκοπιάς απαγορεύτηκαν. Ωστόσο, τα καλά νέα της Βασιλείας είχαν ριζώσει και ο αριθμός των Μαρτύρων συνέχισε να μεγαλώνει.
Στην Ταϊτή πολλοί είχαν δείξει ενδιαφέρον για το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά όταν οι αδελφοί έκαναν εκεί σύντομες επισκέψεις. Αλλά το 1957 δεν υπήρχαν ντόπιοι Μάρτυρες, το έργο τους ήταν απαγορευμένο και δεν επιτρεπόταν η είσοδος σε ιεραποστόλους της Σκοπιάς. Ωστόσο, η Άγκνες Σενκ, πολίτης της Ταϊτής που ζούσε τότε στις Ηνωμένες Πολιτείες, είχε γίνει Μάρτυρας του Ιεχωβά. Όταν έμαθε την ανάγκη που υπήρχε για διαγγελείς της Βασιλείας στην Ταϊτή, εκείνη, ο σύζυγός της και ο γιος τους έφυγαν ακτοπλοϊκώς από την Καλιφόρνια το Μάιο του 1958 και πήγαν εκεί. Λίγο αργότερα, ενώθηκαν μαζί τους και άλλες δυο οικογένειες, παρ’ όλο που μπόρεσαν να πάρουν τουριστική βίζα μόνο για τρεις μήνες. Τον επόμενο χρόνο, σχηματίστηκε εκκλησία στην Παπεετέ. Και το 1960 η κυβέρνηση αναγνώρισε ένα τοπικά οργανωμένο σωματείο των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Προκειμένου να διαδοθεί το άγγελμα της Βασιλείας, δυο αδελφές ιεραπόστολοι, καθώς επέστρεφαν στο διορισμό τους, επισκέφτηκαν κάποια συγγενή στο νησί Νίουε. Ο μήνας που έμειναν εκεί ήταν πολύ καρποφόρος· βρήκαν πολύ ενδιαφέρον. Αλλά, όταν ήρθε το επόμενο πλοίο που περνούσε από τα νησιά, έπρεπε να φύγουν. Σύντομα, ωστόσο, ο Σαρεμάια Ράιμπε από τα νησιά Φίτζι έκανε σύμβαση εργασίας με το Τμήμα Δημοσίων Έργων στο Νίουε και κατόπιν χρησιμοποιούσε όλο του τον ελεύθερο χρόνο για να κηρύττει. Όμως, λόγω πίεσης από τον κλήρο, ύστερα από λίγους μήνες ακυρώθηκε η άδεια παραμονής του αδελφού Ράιμπε, και το Σεπτέμβριο του 1961 η Νομοθετική Συνέλευση αποφάσισε να μην επιτρέψει να μπουν στη χώρα άλλοι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Εντούτοις, το κήρυγμα των καλών νέων συνεχίστηκε εκεί. Πώς; Οι ντόπιοι Μάρτυρες, αν και πολύ καινούριοι, ενέμειναν στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Επιπλέον, η τοπική κυβέρνηση είχε ήδη προσλάβει τον Γουίλιαμ Λοβίνι, που είχε γεννηθεί στο Νίουε και έμενε στη Νέα Ζηλανδία. Γιατί αυτός επιθυμούσε να γυρίσει στο Νίουε; Επειδή είχε γίνει Μάρτυρας του Ιεχωβά και ήθελε να υπηρετήσει εκεί που υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη. Το 1964 ο αριθμός των Μαρτύρων εκεί έφτασε τους 34.
Το 1973, ο Ντέιβιντ Βόλφγκραμ, πολίτης της Τόνγκα, μαζί με τη σύζυγό του και τα οχτώ παιδιά του, έμενε σε ένα άνετο σπίτι στη Νέα Ζηλανδία. Αλλά το άφησαν και πήγαν και εγκαταστάθηκαν στην Τόνγκα για να προωθήσουν τα συμφέροντα της Βασιλείας. Από εκεί πήραν μέρος στην επέκταση του έργου και σε άλλα νησιά της Τόνγκα, από τα οποία κατοικούνται γύρω στα 30.
Έχει απαιτηθεί πολύς χρόνος, προσπάθειες και δαπάνες για να διαδοθούν τα καλά νέα στα νησιά. Αλλά οι Μάρτυρες του Ιεχωβά θεωρούν ότι η ζωή των συνανθρώπων τους είναι πολύτιμη και δεν φείδονται τίποτα στην προσπάθειά τους να τους βοηθήσουν να ωφεληθούν από τη στοργική προμήθεια την οποία έχει κάνει ο Ιεχωβά για αιώνια ζωή στο νέο του κόσμο.
Μια οικογένεια που πούλησε τη φάρμα της στην Αυστραλία και εγκαταστάθηκε σε ένα από τα νησιά του Ειρηνικού συνόψισε τα αισθήματά της ως εξής: «Το να ακούς αυτούς τους νησιώτες να λένε ότι γνώρισαν τον Ιεχωβά, να τους ακούς να λένε τα παιδιά σου παιδιά τους, και αυτό επειδή τα αγαπούν σαν παιδιά τους λόγω της αλήθειας, να βλέπεις να αυξάνεται τόσο το ενδιαφέρον για τη Βασιλεία όσο και οι παρόντες στις συναθροίσεις, να ακούς αυτούς τους αξιαγάπητους ανθρώπους να λένε: ‘Τα παιδιά μου θα παντρευτούν μόνο εν Κυρίω’, και αυτό παρότι ζουν σε ένα περιβάλλον μακραίωνων παραδόσεων και γάμων ανατολίτικου τύπου, να τους βλέπεις να διορθώνουν και να καθαρίζουν πολύπλοκες γαμήλιες καταστάσεις, . . . να τους βλέπεις να μελετούν καθώς προσέχουν το κοπάδι τους δίπλα στο δρόμο, έπειτα από την εξαντλητική δουλειά στον ορυζώνα, να ξέρεις ότι συζητούν στο τοπικό μαγαζί και σε άλλα μέρη για το πόσο εσφαλμένη είναι η ειδωλολατρία και πόσο ωραίο είναι το όνομα του Ιεχωβά, να σε φωνάζει αδελφό ή αδελφή μια ηλικιωμένη Ινδή μητέρα και να σου ζητάει να έρθει μαζί σου για να μιλήσει στους άλλους σχετικά με τον αληθινό Θεό . . . Όλα αυτά συσσωρεύονται και αποτελούν μια ανεκτίμητη ανταμοιβή για το ότι πήραμε την απόφαση που πήραμε απαντώντας στην έκκληση από το Νότιο Ειρηνικό».
Όμως, δόθηκε προσοχή και σε άλλα μέρη εκτός από αυτά τα νησιά του Ειρηνικού. Από το 1964, διορίστηκαν πεπειραμένοι σκαπανείς από τις Φιλιππίνες να ενισχύσουν τους ζηλωτές ιεραποστόλους οι οποίοι έκαναν ήδη έργο στο Βιετνάμ, στην Κορέα, στην Ινδονησία, στο Λάος, στη Μαλαισία, στην Ταϊβάν, στην Ταϋλάνδη και στο Χονγκ Κονγκ.
Αντιμέτωποι με την Πίεση από την Οικογένεια και από την Κοινότητα
Όταν κάποιος γίνεται Μάρτυρας του Ιεχωβά, αυτό δεν το δέχεται πάντοτε η οικογένειά του και η κοινότητα απλώς ως ζήτημα προσωπικής απόφασης.—Ματθ. 10:34-36· 1 Πέτρ. 4:4.
Οι περισσότεροι από αυτούς που έχουν γίνει Μάρτυρες του Ιεχωβά στο Χονγκ Κονγκ είναι νεαροί. Αλλά αυτοί οι νεαροί έχουν δεχτεί φοβερή πίεση εφόσον ζουν μέσα σε ένα σύστημα που θεωρεί προτεραιότητα την ανώτερη εκπαίδευση και τις καλοαμειβόμενες εργασίες. Οι γονείς βλέπουν τα παιδιά τους ως επένδυση που θα τους εξασφαλίσει άνετη ζωή στα κατοπινά τους χρόνια. Γι’ αυτό, όταν οι γονείς ενός νεαρού στο Γκγουν Ντονγκ συνειδητοποίησαν ότι η Γραφική μελέτη, η παρακολούθηση των συναθροίσεων και η υπηρεσία αγρού του γιου τους θα τον δυσκόλευαν να βγάζει λεφτά, η εναντίωσή τους έγινε σφοδρή. Ο πατέρας του τον κυνήγησε με έναν μπαλτά κρέατος· η μητέρα του τον έφτυσε μπροστά στον κόσμο. Η προφορική κακομεταχείριση συνεχίστηκε σχεδόν ασταμάτητα επί μήνες. Εκείνος ρώτησε μια φορά τους γονείς του: «Δεν με μεγαλώσατε από αγάπη;» Και αυτοί απάντησαν: «Όχι· σε μεγαλώσαμε για τα λεφτά!» Εντούτοις, ο νεαρός αυτός εξακολούθησε να βάζει πρώτη τη λατρεία του προς τον Ιεχωβά· αλλά, όταν έφυγε από το σπίτι, συνέχισε επίσης να βοηθάει οικονομικά τους γονείς του όσο καλύτερα μπορούσε, γιατί ήξερε ότι αυτό θα ευαρεστούσε τον Ιεχωβά.—Ματθ. 15:3-9· 19:19.
Σε πολύ δεμένες κοινότητες, συχνά δεν επέρχεται έντονη πίεση μόνο από την άμεση οικογένεια. Ένας που το έζησε αυτό ήταν ο Φουαϊουπόλου Πέλε στις Δυτικές Σαμόα. Στο λαό του θεωρούνταν αδιανόητο να απορρίψει ένας Σαμοανός τα έθιμα και τη θρησκεία των προπατόρων του, και ο Πέλε ήξερε ότι θα τον καλούσαν να λογοδοτήσει. Μελέτησε πολύ και προσευχήθηκε ένθερμα στον Ιεχωβά. Όταν τον κάλεσε σε συνάντηση στο Φαλέισιου ο ανώτατος αρχηγός της οικογένειας, αυτός βρέθηκε μπροστά σε έξι αρχηγούς, τρεις ρήτορες, δέκα πάστορες, δυο καθηγητές θεολογίας, τον ανώτατο αρχηγό που προέδρευε και τους ηλικιωμένους άντρες και γυναίκες της οικογένειας. Αυτοί εκτόξευαν κατάρες και κατηγορίες εναντίον αυτού και ενός άλλου μέλους της οικογένειας το οποίο έδειχνε ενδιαφέρον για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Άρχισε μια διαλογική συζήτηση· κράτησε ως τις τέσσερις τα ξημερώματα. Το γεγονός ότι ο Πέλε χρησιμοποιούσε την Αγία Γραφή ενοχλούσε μερικούς από τους παρόντες, οι οποίοι ξεφώνιζαν: «Πάρε αυτή τη Γραφή από εδώ! Άσε κάτω αυτή τη Γραφή!» Αλλά, τελικά, ο ανώτατος αρχηγός με αδύνατη φωνή είπε: «Νίκησες, Πέλε». Ο Πέλε όμως απάντησε: «Συγνώμη, κύριε, δεν νίκησα εγώ. Σήμερα ακούσατε το άγγελμα της Βασιλείας. Ελπίζω ειλικρινά να το δεχτείτε».
Όταν Υπάρχει Σφοδρή Εναντίωση από τον Κλήρο
Οι ιεραπόστολοι του Χριστιανικού κόσμου είχαν πάει στα νησιά του Ειρηνικού από τις αρχές του 19ου αιώνα. Η άφιξή τους, σε πολλά μέρη, είχε γίνει ειρηνικά· σε άλλα είχε στηριχτεί στη δύναμη των όπλων. Σε ορισμένες περιοχές είχαν μοιράσει τα νησιά μεταξύ τους με μια «συμφωνία κυρίων». Αλλά είχαν γίνει και θρησκευτικοί πόλεμοι, στους οποίους Καθολικοί και Προτεστάντες είχαν πολεμήσει ο ένας τον άλλον για να αποκτήσουν τον έλεγχο. Αυτοί οι θρησκευτικοί «ποιμένες», οι κληρικοί, χρησιμοποιούσαν τώρα κάθε μέσο που είχαν στη διάθεσή τους για να κρατήσουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά μακριά από αυτό που θεωρούσαν δική τους επικράτεια. Μερικές φορές πίεσαν τους επισήμους να διώξουν τους Μάρτυρες από κάποια νησιά. Σε άλλες περιπτώσεις πήραν οι ίδιοι το νόμο στα χέρια τους.
Στο νησί Νέα Βρετανία, στο χωριό Βούναμπαλ, μια ομάδα από τη φυλή Σούλκα έδειχνε ζωηρό ενδιαφέρον για τη Βιβλική αλήθεια. Αλλά μια Κυριακή του 1959, ενώ ο Τζον Ντέιβισον διεξήγε Γραφική μελέτη με αυτούς, όρμησε μέσα στο σπίτι ένας όχλος Καθολικών, καθοδηγούμενος από τον Καθολικό κατηχητή, και διέκοψαν τη μελέτη με τις φωνές και τις βρισιές τους. Αυτό αναφέρθηκε στην αστυνομία στο Κόκοπο.
Αντί να εγκαταλείψουν τα πρόβατα, οι Μάρτυρες ξαναγύρισαν την επόμενη εβδομάδα για να συνεχίσουν να παρέχουν πνευματική βοήθεια για εκείνους που την εκτιμούσαν στο Βούναμπαλ. Ήταν εκεί και ο Καθολικός ιερέας, αν και δεν τον είχαν καλέσει οι κάτοικοι του χωριού, και είχε φέρει μαζί του αρκετές εκατοντάδες Καθολικούς μιας άλλης φυλής. Αφού τους ξεσήκωσε ο ιερέας, εκείνοι που ανήκαν στην εκκλησία του έβρισαν τους Μάρτυρες, τους έφτυσαν, τους απείλησαν υψώνοντας τις γροθιές τους και έσκισαν τις Γραφές των χωρικών, ενώ ο ιερέας είχε σταυρώσει τα χέρια και έστεκε χαμογελώντας. Οι αστυνομικοί που προσπαθούσαν να θέσουν υπό έλεγχο την κατάσταση ήταν φανερά ταραγμένοι. Και πολλοί χωρικοί φοβήθηκαν επίσης. Αλλά τουλάχιστον ένας χωρικός απέδειξε ότι ήταν θαρραλέος και πήρε θέση υπέρ αυτού που γνώριζε ότι ήταν η αλήθεια. Τώρα, εκατοντάδες άλλοι σε εκείνο το νησί έχουν κάνει το ίδιο.
Αλλά δεν έδειξαν όλοι οι θρησκευτικοί δάσκαλοι εχθρικό πνεύμα στους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ο Σεμ Ιροφάαλου, στα Νησιά Σολομώντος, αισθανόταν ειλικρινά ότι είχε ευθύνη απέναντι σε αυτούς που απέβλεπαν στο πρόσωπό του ως το θρησκευτικό τους ηγέτη. Αφού διάβασε το βιβλίο της Εταιρίας Σκοπιά Από τον Απολεσθέντα Παράδεισο στον Αποκαταστημένο Παράδεισο, διαπίστωσε ότι κάποιος του είχε πει ψέματα. Αυτός και οι θρησκευτικοί δάσκαλοι της περιοχής της δικαιοδοσίας του άκουσαν συζητήσεις που έγιναν με Μάρτυρες, έκαναν ερωτήσεις και βρήκαν τα εδάφια στη Γραφή. Κατόπιν συμφώνησαν ότι ήθελαν να γίνουν Μάρτυρες του Ιεχωβά, και γι’ αυτό μετέτρεψαν σε Αίθουσες Βασιλείας τούς ναούς στα 28 χωριά τους.
Ασταμάτητος Χείμαρρος Αλήθειας στην Αφρική
Ξεκινώντας ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του 1920, είχαν καταβληθεί πολλές προσπάθειες για να δοθεί η ευκαιρία στους ανθρώπους σε όλα τα μέρη της Αφρικής να γνωρίσουν τον Ιεχωβά, τον αληθινό Θεό, και να ωφεληθούν από τις στοργικές του προμήθειες. Όταν τελείωσε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, υπήρχαν ενεργοί Μάρτυρες του Ιεχωβά σε 14 χώρες της αφρικανικής ηπείρου. Το άγγελμα της Βασιλείας είχε φτάσει σε άλλες 14 αφρικανικές χώρες, αλλά κανένας Μάρτυρας από αυτές τις χώρες δεν έδινε έκθεση έργου το 1945. Τα επόμενα 30 χρόνια, ως το 1975, το κήρυγμα των καλών νέων εισχώρησε σε άλλες 19 χώρες της Αφρικής. Σχεδόν σε όλες αυτές τις χώρες, καθώς και στα γύρω νησιά, άρχισαν να σχηματίζονται εκκλησίες—λίγες σε μερικές χώρες, χίλιες και πλέον στη Ζάμπια, περίπου δυο χιλιάδες στη Νιγηρία. Πώς έγιναν όλα αυτά;
Η εξάπλωση του αγγέλματος της Βασιλείας ήταν σαν ένας ασταμάτητος χείμαρρος υδάτων. Το νερό ρέει, ως επί το πλείστον, στην κοίτη του ποταμού, μολονότι ξεχειλίζει λίγο και χύνεται σε παραπλήσια εδάφη· και όταν κάποιο εμπόδιο κλείσει το δρόμο, το νερό βρίσκει άλλο μονοπάτι ή αυξάνει σε όγκο και πίεση ώσπου ξεχύνεται πάνω από το εμπόδιο.
Χρησιμοποιώντας τις συνηθισμένες οργανωτικές διευθετήσεις της, η Εταιρία Σκοπιά διόρισε ολοχρόνιους διακόνους—σκαπανείς, ειδικούς σκαπανείς και ιεραποστόλους—σε χώρες όπου είχε γίνει λίγο ή καθόλου κήρυγμα. Όπου πήγαιναν αυτοί, προσκαλούσαν τους ανθρώπους να ‘πάρουν νερό ζωής δωρεάν’. (Αποκ. 22:17) Παραδείγματος χάρη, στη βόρεια Αφρική, τέσσερις ειδικοί σκαπανείς από τη Γαλλία απηύθυναν αυτή την πρόσκληση στο λαό της Αλγερίας το 1952. Σε λίγο μια μάντισσα εκεί δέχτηκε την αλήθεια, αναγνώρισε ότι έπρεπε να εγκαταλείψει το επάγγελμά της προκειμένου να ευαρεστήσει τον Ιεχωβά και άρχισε να δίνει μαρτυρία στους πρώην πελάτες της. (Δευτ. 18:10-12) Οι σκαπανείς χρησιμοποιούσαν αποτελεσματικά το βιβλίο «Έστω ο Θεός Αληθής» για να βοηθήσουν ειλικρινή άτομα να διακρίνουν τη διαφορά μεταξύ της Αγίας Γραφής και της θρησκευτικής παράδοσης. Αυτό το βιβλίο συνέβαλε τόσο δυναμικά στην απελευθέρωση ανθρώπων από τις συνήθειες της ψεύτικης θρησκείας, ώστε ένας κληρικός το έδειξε από τον άμβωνά του και απήγγειλε κατάρα εναντίον του βιβλίου, εναντίον όσων το διένειμαν και εναντίον όσων το διάβαζαν.
Το 1954 απελάθηκε ένας ιεραπόστολος από την Καθολική Ισπανία επειδή δίδασκε την Αγία Γραφή χωρίς την έγκριση του κλήρου· έτσι, τον επόμενο χρόνο, αυτός και ο σκαπανέας που τον συντρόφευε άρχισαν να κηρύττουν στο Μαρόκο. Σύντομα ενώθηκε με αυτούς μια πενταμελής οικογένεια Μαρτύρων του Ιεχωβά, οι οποίοι είχαν απελαθεί από την Τυνησία, όπου είχε προκληθεί μεγάλη αναστάτωση όταν ένα αντρόγυνο Εβραίων αποδέχτηκαν τον Ιησού ως τον Μεσσία και άρχισαν αμέσως να μιλούν για την καινούρια τους πίστη σε άλλους. Ακόμα πιο νότια, σκαπανείς από την Γκάνα στάλθηκαν στο Μάλι το 1962. Αργότερα, ζητήθηκε να βοηθήσουν στο Μάλι και κάποιοι Γάλλοι σκαπανείς που υπηρετούσαν στην Αλγερία. Εξάλλου, αρκετά άτομα εκεί έγιναν αργότερα Μάρτυρες και μπήκαν στις τάξεις της ολοχρόνιας υπηρεσίας. Το 1966 οχτώ ειδικοί σκαπανείς από τη Νιγηρία ανέλαβαν διορισμούς στο Νίγηρα, μια αραιοκατοικημένη χώρα που περιλαμβάνει μέρος της ερήμου Σαχάρα. Στο Μπουρούντι δόθηκε η ευκαιρία να ακούσουν οι άνθρωποι το άγγελμα της Βασιλείας όταν στάλθηκαν εκεί το 1963 δυο ειδικοί σκαπανείς από τη Βόρεια Ροδεσία (σημερινή Ζάμπια) και στη συνέχεια τέσσερις ιεραπόστολοι εκπαιδευμένοι στη Σχολή Γαλαάδ.
Υπήρχαν επίσης ιεραπόστολοι στην Αιθιοπία στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Η αιθιοπική κυβέρνηση απαίτησε να ιδρύσουν μια κανονική ιεραποστολή και σχολείο, πράγμα που έκαναν. Αλλά, επιπρόσθετα, ενασχολούνταν με τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής, και σύντομα υπήρχε μια συνεχής συρροή ανθρώπων στον ιεραποστολικό οίκο και καινούριοι κατέφταναν κάθε μέρα ζητώντας να τους βοηθήσει κάποιος να κατανοήσουν τη Γραφή. Στις τρεις δεκαετίες που ακολούθησαν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, 39 χώρες στην αφρικανική ήπειρο ωφελήθηκαν από τη βοήθεια τέτοιων Γαλααδιτών ιεραποστόλων.
Παράλληλα, τα ύδατα της αλήθειας ξεχείλιζαν και έρρεαν σε πνευματικά κατάξερες περιοχές μέσω Μαρτύρων του Ιεχωβά των οποίων η κοσμική εργασία τούς έφερνε σε επαφή με άλλους λαούς. Έτσι, κάποιοι Μάρτυρες από την Αίγυπτο των οποίων η εργασία απαίτησε να εγκατασταθούν στη Λιβύη το 1950 κήρυτταν με ζήλο τις ελεύθερες ώρες τους. Το ίδιο εκείνο έτος ένας Μάρτυρας που ήταν έμπορος μαλλιού πήγε να μείνει, μαζί με την οικογένειά του, από την Αίγυπτο στο Χαρτούμ του Σουδάν. Αυτός καθιέρωσε τη συνήθεια να δίνει μαρτυρία στους πελάτες πριν αρχίσει εμπορικές συναλλαγές με αυτούς. Ένας από τους πρώτους Μάρτυρες στη Σενεγάλη (τότε μέρος της Γαλλικής Δυτικής Αφρικής) πήγε εκεί το 1951 ως αντιπρόσωπος μιας εμπορικής εταιρίας. Και αυτός επίσης αντιλαμβανόταν τις ευθύνες που είχε ως Μάρτυρας του Υψίστου. Το 1959, λόγω της κοσμικής του εργασίας, ένας Μάρτυρας πήγε στο Φορ-Λαμί (σημερινή Ντζαμένα), που βρίσκεται στη χώρα η οποία ονομάστηκε αργότερα Τσαντ, και χρησιμοποίησε αυτή την ευκαιρία για να διαδώσει το άγγελμα της Βασιλείας σε εκείνη τη χώρα. Στις χώρες που συνορεύουν με το Νίγηρα υπήρχαν έμποροι που ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά· έτσι, ενώ οι ειδικοί σκαπανείς έκαναν έργο στο Νίγηρα από το 1966 και μετά, αυτοί οι έμποροι κήρυτταν και εκείνοι σε κατοίκους του Νίγηρα με τους οποίους είχαν συναλλαγές. Επιπλέον, δυο γυναίκες Μάρτυρες των οποίων οι σύζυγοι πήγαν στη Μαυριτανία για να εργαστούν το 1966 εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για να δώσουν μαρτυρία σε εκείνη την περιοχή.
Άτομα που αναζωογονούνταν από ‘το νερό της ζωής’ το έδιναν και σε άλλους. Για παράδειγμα, το 1947, κάποιος που είχε παρακολουθήσει μερικές συναθροίσεις αλλά δεν ήταν ο ίδιος Μάρτυρας του Ιεχωβά πήγε να μείνει από το Καμερούν στο Ουμπάνγκι-Σαρί (σημερινή Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία). Όταν άκουσε για ένα άτομο στην Μπάνγκι που ενδιαφερόταν ζωηρά για την Αγία Γραφή, είχε την καλοσύνη να κανονίσει να του στείλει ένα βιβλίο το γραφείο της Εταιρίας Σκοπιά στην Ελβετία. Ο Ετιέν Νκούνκου, ο παραλήπτης, καταχάρηκε με την υγιή πνευματική τροφή που περιείχε το βιβλίο και κάθε εβδομάδα διάβαζε από αυτό σε έναν όμιλο άλλων ατόμων που ενδιαφέρονταν. Ήρθαν σε επαφή με τα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας. Καθώς αύξανε η γνώση τους, εκείνος ο όμιλος μελέτης έγινε επίσης όμιλος κηρύκων. Παρά το ότι η πίεση των κληρικών κατέληξε σε κυβερνητική απαγόρευση των εντύπων της Σκοπιάς, εκείνοι οι καινούριοι Μάρτυρες συνέχισαν να κηρύττουν μόνο με την Αγία Γραφή. Στους ανθρώπους εκείνης της χώρας αρέσει να ακούν Γραφικές συζητήσεις, και έτσι το 1957, τον καιρό που άρθηκε η απαγόρευση σε μερικά έντυπα της Εταιρίας, ο αριθμός των Μαρτύρων εκεί ήδη ξεπερνούσε τους 500.
Όταν Εγείρονταν Εμπόδια
Όταν κάποια εμπόδια παρακώλυαν τον ρου του ζωοπάροχου ύδατος, αυτό γρήγορα έβρισκε κάποιον άλλον τρόπο για να συνεχίσει την πορεία του. Ο Ατζιτέ Σέσι, σκαπανέας από τη Δαχομέη (σημερινό Μπενίν), είχε κηρύξει μόνο για λίγο στο Γαλλικό Τόγκο (σημερινό Τόγκο) το 1949 όταν η κυβέρνηση τον υποχρέωσε να φύγει. Αλλά την επόμενη χρονιά ο Ακάκπο Αγκμπετόρ, πρώην μποξέρ που καταγόταν από το Τόγκο, επέστρεψε στην πατρίδα του μαζί με τον αδελφό του. Επειδή αυτή ήταν η χώρα όπου είχε γεννηθεί, μπορούσε να δίνει μαρτυρία αρκετά ελεύθερα και μάλιστα να διεξάγει συναθροίσεις. Μολονότι οι σκαπανείς που είχαν διοριστεί στο Φερνάντο Πο (σήμερα μέρος της Ισημερινής Γουινέας) γύρω στο 1950 απελάθηκαν έπειτα από σύντομο διάστημα λόγω της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας, αργότερα άλλοι Μάρτυρες κατάφεραν να εξασφαλίσουν συμβάσεις εργασίας που τους επέτρεπαν να μείνουν σε εκείνη την περιοχή. Και φυσικά κήρυξαν, σε αρμονία με την εντολή του Ιησού.—Μάρκ. 13:10.
Ο Εμάνουελ Μάμα, επίσκοπος περιοχής από την Γκάνα, στάλθηκε στην Άνω Βόλτα (που σήμερα λέγεται Μπουρκίνα Φάσο) για λίγες εβδομάδες το 1959 και κατάφερε να δώσει πολλή μαρτυρία στην Ουαγκαντούγκου, την πρωτεύουσα. Αλλά δεν υπήρχαν Μάρτυρες που να μένουν σε εκείνη τη χώρα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, εφτά Μάρτυρες, που κατάγονταν από το Τόγκο, τη Δαχομέη (σημερινό Μπενίν) και το Κονγκό, εγκαταστάθηκαν στην Ουαγκαντούγκου και έψαξαν να βρουν εργασία για να μπορέσουν να υπηρετήσουν σε αυτή την περιοχή. Λίγους μήνες αργότερα, ενώθηκαν μαζί τους αρκετοί ειδικοί σκαπανείς από την Γκάνα. Όμως, λόγω της πίεσης που άσκησε ο κλήρος στους επισήμους, το 1964, και ενώ οι Μάρτυρες δεν είχαν κλείσει εκεί ούτε ένα χρόνο, τους συνέλαβαν, τους έβαλαν στο κρατητήριο 13 μέρες και κατόπιν τους απέλασαν από τη χώρα. Άξιζαν τον κόπο οι προσπάθειές τους; Ο Εμάνουελ Τζόνσον, κάτοικος της χώρας, είχε μάθει πού μπορούσε να βρει τη Βιβλική αλήθεια. Συνέχισε να κάνει μελέτη με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά δι’ αλληλογραφίας και βαφτίστηκε το 1969. Ναι, το έργο της Βασιλείας είχε ριζώσει σε μια ακόμα χώρα.
Όταν έγινε αίτηση για βίζες που θα επέτρεπαν σε Γαλααδίτες ιεραποστόλους να υπηρετήσουν στην Ακτή Ελεφαντοστού, οι γαλλικές αρχές δεν έδωσαν την έγκρισή τους. Γι’ αυτό, το 1950, στάλθηκε ως σκαπανέας στην πρωτεύουσα της Ακτής Ελεφαντοστού ο Άλφρεντ Σούτερ, από τη Χρυσή Ακτή (σημερινή Γκάνα). Όταν τακτοποιήθηκε ο ίδιος, πήγε εκεί και η σύζυγός του· και λίγους μήνες αργότερα, ήρθε ένα αντρόγυνο ιεραποστόλων, ο Γκάμπριελ και η Φλόρενς Πάτερσον. Δημιουργήθηκαν προβλήματα. Μια μέρα, πήραν από τους αδελφούς τα έντυπα επειδή δεν τα είχε εγκρίνει η κυβέρνηση και τους έβαλαν πρόστιμο. Αλλά οι αδελφοί βρήκαν αργότερα τα βιβλία τους να πουλιούνται στην αγορά, τα αγόρασαν και τα χρησιμοποίησαν όπως έπρεπε.
Στο μεταξύ, αυτοί οι αδελφοί επισκέφτηκαν πάμπολλα κυβερνητικά γραφεία προσπαθώντας να πάρουν μόνιμες βίζες. Ο κ. Ουφουέ-Μπουανιί, που αργότερα έγινε πρόεδρος της Ακτής Ελεφαντοστού, προσφέρθηκε να τους βοηθήσει. «Η αλήθεια», τόνισε, «δεν επιδέχεται κανένα φραγμό. Είναι σαν πανίσχυρο ποτάμι· αν προσπαθήσεις να το φράξεις, αυτό θα περάσει πάνω από το φράγμα». Όταν ένας Καθολικός ιερέας και ένας Μεθοδιστής κληρικός επιχείρησαν να επέμβουν, ο Ουεζίν Κουλιμπαλί, ένα κυβερνητικό στέλεχος, είπε: «Εκπροσωπώ το λαό αυτής της χώρας. Εμείς είμαστε ο λαός και εμείς συμπαθούμε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά και γι’ αυτό θέλουμε να μείνουν εδώ σε αυτή τη χώρα».
Μαθητές που Κατανοούν Αληθινά
Όταν ο Ιησούς έδωσε στους ακολούθους του οδηγίες να ‘κάνουν μαθητές από όλα τα έθνη’, έδωσε επίσης την εντολή να βαφτίζονται όσοι γίνονταν μαθητές—όσοι πίστευαν στις διδασκαλίες του Χριστού και τις εφάρμοζαν. (Ματθ. 28:19, 20) Σε αρμονία με αυτό, έχει γίνει πρόβλεψη να βαφτίζονται οι καινούριοι μαθητές στις τακτικές συνελεύσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Ο αριθμός εκείνων που βαφτίζονται σε κάθε περίπτωση μπορεί να είναι σχετικά μικρός. Ωστόσο, σε μια συνέλευση στη Νιγηρία το 1970, βαφτίστηκαν 3.775 καινούριοι Μάρτυρες. Αλλά ο αντικειμενικός σκοπός δεν είναι οι μεγάλοι αριθμοί.
Όταν, το 1956, έγινε αντιληπτό ότι στη Χρυσή Ακτή μερικοί που βαφτίζονταν δεν είχαν οικοδομήσει την πίστη τους σε στερεό θεμέλιο, καθιερώθηκε εκεί μια διευθέτηση με σκοπό να διαπιστώνεται η καταλληλότητα των υποψηφίων για βάφτισμα. Ανατέθηκε η ευθύνη στους επισκόπους των τοπικών εκκλησιών της Χρυσής Ακτής να εξετάζουν προσωπικά τον κάθε υποψήφιο για βάφτισμα προκειμένου να εξακριβώνουν αν έχει σωστή γνώση των βασικών Βιβλικών αληθειών, αν ζει σε αρμονία με τους κανόνες της Γραφής και αν κατανοεί σαφώς τις υποχρεώσεις που έχει ένας αφιερωμένος και βαφτισμένος Μάρτυρας του Ιεχωβά. Αργότερα, τέθηκε σε ισχύ μια παρόμοια διαδικασία σε όλο τον κόσμο. Το 1967, στο βιβλίο «Ο Λόγος σου Είναι Λύχνος εις τους Πόδας Μου» υπήρχε ένας λεπτομερής σκελετός για την ανασκόπηση των βασικών διδασκαλιών της Γραφής με τους υποψηφίους για βάφτισμα. Έπειτα από χρόνια πείρας, δημοσιεύτηκε το 1983 μια περαιτέρω τελειοποίηση εκείνου του σκελετού στο βιβλίο Οργανωμένοι για να Φέρουμε σε Πέρας τη Διακονία Μας.
Με μια τέτοια διευθέτηση, λαμβάνονταν υπόψη οι ανάγκες εκείνων που είχαν πάρει λίγη ή καθόλου βασική σχολική εκπαίδευση;
Αντιμετώπιση του Προβλήματος του Αναλφαβητισμού
Το 1957, η Εκπαιδευτική, Επιστημονική και Πολιτιστική Οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών υπολόγισε ότι περίπου το 44 τοις εκατό του παγκόσμιου πληθυσμού ηλικίας από 15 ετών και πάνω δεν ήξερε να διαβάζει και να γράφει. Αναφέρθηκε ότι σε 42 χώρες της Αφρικής, 2 της Αμερικής, 28 της Ασίας και 4 της Ωκεανίας το 75 τοις εκατό των ενηλίκων ήταν αναλφάβητοι. Αλλά χρειαζόταν να δοθεί και σε αυτούς η ευκαιρία να μάθουν το νόμο του Θεού ώστε να μπορέσουν να προετοιμαστούν για να γίνουν υπήκοοι της Βασιλείας του. Πολλοί που δεν ήξεραν να διαβάζουν είχαν εύστροφο μυαλό και μπορούσαν να θυμούνται πολλά από τα πράγματα που άκουγαν, αλλά και πάλι δεν μπορούσαν να διαβάσουν τον πολύτιμο Λόγο του Θεού και να χρησιμοποιήσουν τα τυπωμένα βοηθήματα Γραφικής μελέτης.
Επί χρόνια οι Μάρτυρες σε ατομική βάση έδιναν προσωπική βοήθεια σε ανθρώπους που ήθελαν να μάθουν να διαβάζουν. Εντούτοις, το 1949 και το 1950, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά καθιέρωσαν τάξεις για αναλφάβητους σε κάθε εκκλησία τους σε πολλές αφρικανικές χώρες. Τα μαθήματα των τάξεων αυτών γίνονταν συνήθως στην Αίθουσα Βασιλείας, και σε μερικά μέρη προσκαλούνταν ολόκληρο το χωριό να ωφεληθεί από το πρόγραμμα.
Όπου η κυβέρνηση χορηγούσε κάποιο πρόγραμμα κατά του αναλφαβητισμού, ήταν χαρά για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά να συνεργάζονται με αυτό. Σε πολλές περιοχές, όμως, χρειάστηκε να ετοιμάσουν και να χρησιμοποιήσουν οι Μάρτυρες το δικό τους εγχειρίδιο διδασκαλίας. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, περιλαμβανομένων χιλιάδων γυναικών και ηλικιωμένων, έχουν βοηθηθεί να μάθουν ανάγνωση και γραφή μέσω αυτών των τάξεων που διεξάγουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ως αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο ήταν φτιαγμένη η σειρά των μαθημάτων, αυτοί δεν έμαθαν μόνο να διαβάζουν και να γράφουν, αλλά ταυτόχρονα ήρθαν σε επαφή με βασικές αλήθειες από τον Άγιο Λόγο του Θεού. Αυτό τους βοήθησε να αποκτήσουν τα προσόντα για να συμμετέχουν στο έργο μαθήτευσης το οποίο παρήγγειλε ο Ιησούς. Η επιθυμία να το κάνουν αυτό αποτελεσματικά έχει ωθήσει πολλούς να καταβάλλουν επίμονη προσπάθεια για να μάθουν να διαβάζουν.
Όταν κάποιος οικοδεσπότης έδιωξε έναν καινούριο Μάρτυρα στη Δαχομέη (σημερινό Μπενίν) της Δυτικής Αφρικής, επειδή ο Μάρτυρας δεν ήξερε να διαβάζει, ο Μάρτυρας αποφάσισε να υπερνικήσει αυτό το πρόβλημα. Εκτός από το ότι παρακολουθούσε τις τάξεις για αναλφάβητους, έκανε επιμελή προσπάθεια ο ίδιος. Έξι εβδομάδες αργότερα επισκέφτηκε τον ίδιο οικοδεσπότη· εκείνος ένιωσε τόση έκπληξη όταν άκουσε να του διαβάζει από το Λόγο του Θεού κάποιος που πριν από πολύ μικρό διάστημα ήταν αναλφάβητος, ώστε έδειξε ενδιαφέρον και για όσα δίδασκε ο Μάρτυρας αυτός. Μάλιστα, μερικοί που πήραν μαθήματα σε αυτές τις τάξεις για αναλφάβητους έγιναν αργότερα περιοδεύοντες επίσκοποι και έπρεπε να διδάσκουν σε αρκετές εκκλησίες. Αυτή ήταν η περίπτωση του Ιζίκιιλ Οβμπιαγκέλε στη Νιγηρία.
Εκπαίδευση Μέσω Κινηματογραφικών Ταινιών και Προβολής Διαφανειών
Με σκοπό να βοηθηθούν εκείνοι που έδειχναν ενδιαφέρον για την Αγία Γραφή να εκτιμήσουν το μέγεθος της ορατής οργάνωσης του Ιεχωβά, κυκλοφόρησε μια κινηματογραφική ταινία το 1954. Αυτή η ταινία, Η Κοινωνία του Νέου Κόσμου εν Δράσει (The New World Society in Action), βοήθησε επίσης στη διάλυση της προκατάληψης που είχαν μερικές κοινότητες.
Στη χώρα που σήμερα λέγεται Ζάμπια, χρειαζόταν συνήθως μια φορητή γεννήτρια για την προβολή της ταινίας. Ένα άσπρο πανί στερεωμένο σε δυο δέντρα χρησίμευε ως οθόνη. Στην επαρχία Μπαρότσα ο ανώτατος αρχηγός είδε την ταινία μαζί με τη βασιλική του οικογένεια και κατόπιν θέλησε να την προβάλουν δημόσια. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το επόμενο βράδυ είδαν την ταινία 2.500 άτομα. Οι παρόντες στις προβολές της ταινίας στη Ζάμπια, μέσα σε περίοδο 17 χρόνων, ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο συνολικά. Στους θεατές άρεσαν πολύ αυτά που έβλεπαν. Από την κοντινή Τανγκανίκα (σήμερα μέρος της Τανζανίας), αναφέρθηκε ότι μετά την προβολή της ταινίας αντηχούσαν οι φωνές του πλήθους που έλεγε: «Ντάκα, ντάκα» (Ευχαριστούμε, ευχαριστούμε).
Μετά την κινηματογραφική ταινία Η Κοινωνία του Νέου Κόσμου εν Δράσει, ακολούθησαν και άλλες ταινίες: Η Ευτυχία της Κοινωνίας του Νέου Κόσμου (The Happiness of the New World Society), Διακήρυξις του ‘Αιωνίου Ευαγγελίου’ Σ’ Όλο τον Κόσμο (Proclaiming “Everlasting Good News” Around the World), Αδύνατον να Ψευσθή ο Θεός (God Cannot Lie) και Κληρονομιά (Heritage). Επιπλέον, έγιναν προβολές διαφανειών, οι οποίες συνοδεύονταν από αφηγήσεις με θέματα όπως η πρακτικότητα της Αγίας Γραφής στην εποχή μας, οι παγανιστικές ρίζες των δογμάτων και των συνηθειών του Χριστιανικού κόσμου και η σημασία των παγκόσμιων συνθηκών υπό το φως των Βιβλικών προφητειών· επίσης έγιναν προβολές διαφανειών σχετικά με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά ως οργάνωση, οι οποίες περιελάμβαναν μια επίσκεψη στα παγκόσμια κεντρικά γραφεία τους, συναρπαστικές συνελεύσεις σε χώρες όπου αυτοί ήταν προηγουμένως υπό απαγόρευση, καθώς και μια ανασκόπηση της σύγχρονης ιστορίας τους. Όλα αυτά έχουν βοηθήσει τον κόσμο να συνειδητοποιήσει ότι ο Ιεχωβά έχει πράγματι ένα λαό στη γη και ότι η Αγία Γραφή είναι ο εμπνευσμένος Λόγος Του.
Εξακριβώνεται Ποιοι Είναι τα Αληθινά Πρόβατα
Σε ορισμένες χώρες, άτομα που απλώς είχαν στην κατοχή τους μερικά έντυπα της Σκοπιάς ισχυρίζονταν ότι είναι Μάρτυρες του Ιεχωβά ή χρησιμοποιούσαν το όνομα Σκοπιά. Αλλά είχαν αλλάξει τις πεποιθήσεις τους και τον τρόπο της ζωής τους για να συμμορφωθούν με τους κανόνες της Αγίας Γραφής; Αν τους δινόταν η αναγκαία καθοδηγία, θα αποδείκνυαν ότι είναι στ’ αλήθεια προβατοειδή άτομα που ακούν τη φωνή του Κυρίου, του Ιησού Χριστού;—Ιωάν. 10:4, 5.
Στο γραφείο τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά στη Νότια Αφρική έφτασε το 1954 μια επιστολή που προκάλεσε έκπληξη, σταλμένη από μια ομάδα Αφρικανών που ζούσαν στη χερσόνησο της Τίγρης, έναν οικισμό ποινικών καταδίκων στη νότια μεριά της Ανγκόλας. Ο επιστολογράφος, ο Ζουάου Μανκόκα, έλεγε: «Η ομάδα των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ανγκόλα αποτελείται από 1.000 μέλη. Αρχηγό τους έχουν τον Σεμάου Γκονσάλβες Τόκο». Ποιος ήταν αυτός ο Τόκο; Ήταν οι ακόλουθοί του πραγματικοί Μάρτυρες του Ιεχωβά;
Έγιναν διευθετήσεις να επισκεφτεί την Ανγκόλα ο Τζον Κουκ, ένας ιεραπόστολος που μιλούσε πορτογαλικά. Ύστερα από μια μακροσκελή συνέντευξη με έναν αποικιακό αξιωματούχο, δόθηκε άδεια στον αδελφό Κουκ να επισκεφτεί τον Μανκόκα. Ο αδελφός Κουκ έμαθε ότι στη δεκαετία του 1940, τότε που ο Τόκο ήταν συνταυτισμένος με μια ιεραποστολή Βαπτιστών στο Βελγικό Κονγκό (σημερινό Ζαΐρ), αυτός είχε πάρει κάποια έντυπα της Σκοπιάς και είχε αρχίσει να λέει σε στενούς συντρόφους του τα όσα μάθαινε. Αλλά, κατόπιν, διάφοροι πνευματιστές επηρέασαν την ομάδα, και με τον καιρό ο Τόκο σταμάτησε εντελώς να χρησιμοποιεί τα έντυπα της Σκοπιάς και τη Γραφή. Αντίθετα, ζητούσε κατεύθυνση μέσω πνευματιστικών μέντιουμ. Η κυβέρνηση επαναπάτρισε στην Ανγκόλα τους ακολούθους του και μετά αυτοί διασκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη της χώρας.
Ο Μανκόκα ήταν ένας από τους συντρόφους του Τόκο, αλλά πάσχιζε να πείσει τους άλλους να πάψουν να ασκούν πνευματισμό και να προσκολληθούν στην Αγία Γραφή. Σε μερικούς ακολούθους του Τόκο δεν άρεσε αυτό και, χρησιμοποιώντας ψεύτικες κατηγορίες, κατήγγειλαν τον Μανκόκα στις πορτογαλικές αρχές. Το αποτέλεσμα ήταν να απελαθεί ο Μανκόκα και όσοι συμμερίζονταν τις απόψεις του σε μια αποικία ποινικών καταδίκων. Από εκεί ήρθε σε επαφή με την Εταιρία Σκοπιά και πήρε και άλλα Γραφικά έντυπα. Ήταν ένας ταπεινός άνθρωπος με πνευματικά ενδιαφέροντα που ήθελε πολύ να συνεργαστεί στενά με την οργάνωση μέσω της οποίας είχε γνωρίσει την αλήθεια. Μετά την πολύωρη συζήτηση περί Βιβλικών αληθειών που έκανε ο αδελφός Κουκ με εκείνη την ομάδα, δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι ο Ζουάου Μανκόκα ήταν αληθινά ένα από τα πρόβατα του Κυρίου. Μέσα από τις πιο δύσκολες καταστάσεις, ο αδελφός Μανκόκα το αποδεικνύει αυτό εδώ και πολλά χρόνια.
Έγιναν επίσης συζητήσεις με τον Τόκο και μερικούς ακολούθους του. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, όμως, εκείνοι δεν έδωσαν ενδείξεις των προβατοειδών ιδιοτήτων που διακρίνουν τους ακολούθους του Χριστού. Επομένως, εκείνον τον καιρό, δεν υπήρχαν 1.000 Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ανγκόλα, αλλά μόνο 25 περίπου.
Εν τω μεταξύ, στο Βελγικό Κονγκό (σημερινό Ζαΐρ) είχε δημιουργηθεί άλλη μια σύγχυση ταυτότητας. Υπήρχε ένα θρησκευτικοπολιτικό κίνημα γνωστό ως Κιταουάλα, το οποίο κατά καιρούς χρησιμοποιούσε και το όνομα Σκοπιά. Στα σπίτια μερικών μελών του βρέθηκαν έντυπα των Μαρτύρων του Ιεχωβά, τα οποία τα μέλη αυτά είχαν αποκτήσει ταχυδρομικώς. Αλλά οι πεποιθήσεις και οι ενέργειες των Κιταουάλα (που εμπεριέκλειαν το φυλετισμό, την ανατροπή της εξουσίας για την επίτευξη πολιτικών ή κοινωνικών αλλαγών και τη χονδροειδή σεξουαλική ανηθικότητα στο όνομα της λατρείας) δεν εκπροσωπούσαν ούτε κατά διάνοια εκείνες των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Εντούτοις, ορισμένες αναφορές που δημοσιεύτηκαν προσπαθούσαν να συνδέσουν την Εταιρία Σκοπιά των Μαρτύρων του Ιεχωβά με το κίνημα Κιταουάλα.
Επανειλημμένες προσπάθειες των Μαρτύρων του Ιεχωβά να στείλουν στη χώρα εκπαιδευμένους επισκόπους συνάντησαν την άρνηση των βελγικών αρχών. Οι Καθολικές και οι Προτεσταντικές ομάδες ήταν κατενθουσιασμένες. Ιδιαίτερα από το 1949, πάρθηκαν σκληρά κατασταλτικά μέτρα εις βάρος όσων προσπαθούσαν να μελετήσουν τη Γραφή στο Βελγικό Κονγκό με τη βοήθεια εντύπων της Σκοπιάς. Αλλά έγινε αυτό που είπε ένας πιστός Μάρτυρας εκεί: «Είμαστε σαν μια τσάντα γεμάτη αφρικανικό καλαμπόκι. Όπου και αν μας πάνε, ο Λόγος θα πέσει, ένας-ένας, ώσπου να έρθει η βροχή και τότε θα μας δουν να ξεφυτρώνουμε παντού». Ακριβώς έτσι, παρά τις δύσκολες συνθήκες, από το 1949 ως το 1960, ο αριθμός αυτών που έδιναν έκθεση έργου ως Μάρτυρες του Ιεχωβά αυξήθηκε από 48 άτομα σε 1.528.
Προοδευτικά οι αρχές άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι πολύ διαφορετικοί από τους Κιταουάλα. Όταν χορηγήθηκε κάποια ελευθερία συγκέντρωσης στους Μάρτυρες, κυβερνητικοί παρατηρητές σχολίασαν πολλές φορές την καλή τους διαγωγή και την ευταξία τους. Όταν γίνονταν βίαιες διαδηλώσεις που απαιτούσαν πολιτική ανεξαρτησία, ο κόσμος ήξερε ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν ανακατεύονταν. Το 1961, μπόρεσε τελικά να μπει στη χώρα ένας Μάρτυρας επίσκοπος με τα κατάλληλα προσόντα, ο Έρνεστ Χόις, Τζούνιορ, από το Βέλγιο. Με πολλές φιλότιμες προσπάθειες, έγινε δυνατόν να βοηθηθούν σταδιακά οι αδελφοί να εναρμονίσουν πληρέστερα τις εκκλησίες τους και την προσωπική τους ζωή με το Λόγο του Θεού. Υπήρχαν πολλά που έπρεπε να μάθουν, και αυτό απαιτούσε μεγάλη υπομονή.
Οι Κιταουάλα μερικών περιοχών έστειλαν μακροσκελείς καταλόγους των μελών τους που ήθελαν να αναγνωριστούν ως Μάρτυρες του Ιεχωβά, νομίζοντας πως κάτι τέτοιο θα βελτίωνε τη θέση τους. Ενεργώντας σοφά, ο αδελφός Χόις έστειλε σε εκείνες τις περιοχές ικανούς αδελφούς για να διαπιστώσουν τι είδους άνθρωποι ήταν αυτοί. Αντί να δέχονται μεγάλους ομίλους, διεξήγαν Γραφικές μελέτες σε ατομική βάση.
Με τον καιρό έγινε φανερό ποιοι ήταν τα αληθινά πρόβατα, εκείνοι που απέβλεπαν πραγματικά στον Ιησού Χριστό ως τον Ποιμένα τους. Και υπήρχαν πολλά τέτοια άτομα. Εκείνοι, στη συνέχεια, δίδαξαν άλλους. Στο πέρασμα των χρόνων, πάμπολλοι ιεραπόστολοι της Σκοπιάς από το εξωτερικό πήγαν και εργάστηκαν μαζί τους, για να τους βοηθήσουν να αποκτήσουν ακριβέστερη γνώση του Λόγου του Θεού και να δώσουν την αναγκαία εκπαίδευση. Το 1975 υπήρχαν 17.477 Μάρτυρες του Ιεχωβά στο Ζαΐρ, οργανωμένοι σε 526 εκκλησίες και ενασχολούμενοι δραστήρια στο κήρυγμα και στη διδασκαλία του Λόγου του Θεού σε άλλους.
Κατατρόπωση της Δύναμης των Φετίχ
Δυτικά της Νιγηρίας βρίσκεται η χώρα Μπενίν (πρώην Δαχομέη), της οποίας ο πληθυσμός διαιρείται σε 60 εθνικές ομάδες και μιλάει γύρω στις 50 γλώσσες και διαλέκτους. Όπως συμβαίνει σε πολλά μέρη της Αφρικής, η παραδοσιακή θρησκεία είναι ο ανιμισμός, ο οποίος συνοδεύεται και από προγονολατρεία. Ένα τέτοιο θρησκευτικό περιβάλλον σκιάζει τη ζωή των ανθρώπων με δεισιδαιμονίες και φόβο. Πολλοί που λένε ότι είναι Χριστιανοί ασκούν και ανιμισμό.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 ως και τη δεκαετία του 1940, Μάρτυρες του Ιεχωβά από τη Νιγηρία είχαν ρίξει πολλούς σπόρους Βιβλικής αλήθειας στη Δαχομέη κάνοντας περιστασιακές επισκέψεις που είχαν σκοπό τη διάθεση Γραφικών εντύπων. Το μόνο που χρειάζονταν πολλοί από αυτούς τους σπόρους για να γίνουν καρποφόροι ήταν λίγο πότισμα. Αυτή η φροντίδα δόθηκε το 1948, όταν γύρισε στη Δαχομέη για να κάνει σκαπανικό ο Νοούρου Ακιτοουντέι, που είχε γεννηθεί στη Δαχομέη και ζούσε ως τότε στη Νιγηρία. Μέσα σε τέσσερις μήνες, 300 άτομα ανταποκρίθηκαν γρήγορα στην αλήθεια και συμμετείχαν μαζί του στη διακονία αγρού. Αυτή η ανταπόκριση ξεπέρασε κάθε λογική προσδοκία.
Λόγω αυτού του έργου, προκλήθηκε σύντομα αναστάτωση, όχι μόνο στον κλήρο του Χριστιανικού κόσμου, αλλά και στους ανιμιστές. Όταν η γραμματέας μιας φετιχιστικής μονής στο Πόρτο-Νόβο έδειξε ενδιαφέρον για την αλήθεια, ο φετιχιστής αρχηγός ανήγγειλε ότι η γραμματέας θα πέθαινε σε εφτά μέρες. Αλλά αυτή η πρώην γραμματέας της μονής δήλωσε κατηγορηματικά: «Αν το φετίχ έφτιαξε τον Ιεχωβά, τότε θα πεθάνω· αλλά αν ο Ιεχωβά είναι ο υπέρτατος Θεός, τότε εκείνος θα κατατροπώσει το φετίχ». (Παράβαλε Δευτερονόμιον 4:35· Ιωάννης 17:3). Για να κάνει τις προβλέψεις του να βγουν αληθινές, το βράδυ της έκτης μέρας, ο φετιχιστής αρχηγός ασχολήθηκε με κάθε είδους μαγεία και μετά ανήγγειλε ότι αυτή η πρώην γραμματέας της μονής ήταν νεκρή. Αλλά οι φετιχιστές τα έχασαν τελείως την επομένη, όταν εκείνη πήγε στην αγορά του Κοτονού ολοζώντανη. Αργότερα, κάποιος αδελφός νοίκιασε ένα αυτοκίνητο και την έβγαλε βόλτα με αυτό στο Πόρτο-Νόβο για να δουν όλοι με τα ίδια τους τα μάτια ότι ήταν ζωντανή. Ύστερα από αυτό, πολλοί άλλοι φετιχιστές έλαβαν σταθερή στάση υπέρ της αλήθειας.—Παράβαλε Ιερεμίας 10:5.
Σε λίγο, εξαιτίας της έντονης θρησκευτικής πίεσης, απαγορεύτηκαν τα έντυπα της Σκοπιάς στη Δαχομέη. Αλλά, υπακούοντας στον Ιεχωβά Θεό, οι Μάρτυρες συνέχισαν να κηρύττουν, συνήθως μόνο με τη Γραφή. Μερικές φορές ασχολούνταν στο έργο από πόρτα σε πόρτα παριστάνοντας τους εμπόρους που πουλούσαν κάθε λογής πράγματα. Αν πήγαινε καλά η συζήτηση, έστρεφαν την προσοχή στην Αγία Γραφή και μπορεί μάλιστα να έβγαζαν ένα πολύτιμο Γραφικό έντυπο από μια τεράστια εσωτερική τσέπη που είχε το ρούχο τους.
Όταν η αστυνομία τούς έφερνε πολλές δυσκολίες στις πόλεις, τότε κήρυτταν στις αγροτικές περιοχές. (Παράβαλε Ματθαίος 10:23). Επίσης, όταν τους έβαζαν φυλακή, κήρυτταν εκεί. Το 1955, κάποιοι φυλακισμένοι Μάρτυρες βρήκαν τουλάχιστον 18 ενδιαφερόμενα άτομα ανάμεσα στους κρατουμένους και στους αξιωματούχους της φυλακής στην Αμπομέι.
Μέσα σε μια μόνο δεκαετία από τότε που ο σκαπανέας αδελφός από τη Δαχομέη γύρισε στην πατρίδα του για να κηρύξει, υπήρχαν 1.426 άτομα που συμμετείχαν στη διακονία—και αυτό παρά το ότι το έργο τους ήταν υπό κυβερνητική απαγόρευση!
Περισσότεροι Εργάτες Συμμετέχουν στο Θερισμό
Ήταν ολοφάνερο ότι υπήρχαν πολλοί άνθρωποι σε όλη την Αφρική που πεινούσαν για την αλήθεια. Ο θερισμός ήταν πολύς, αλλά οι εργάτες ήταν λίγοι. Συνεπώς, ήταν ενθαρρυντικό για τους αδελφούς να βλέπουν πώς απαντούσε ο Κύριος του θερισμού, ο Ιησούς Χριστός, στις προσευχές που έκαναν ζητώντας περισσότερους εργάτες για να βοηθήσουν στην πνευματική σύναξη.—Ματθ. 9:37, 38.
Πολλά έντυπα είχαν δοθεί στην Κένυα από περιοδεύοντες σκαπανείς στη δεκαετία του 1930, αλλά είχε γίνει λίγο έργο καλλιέργειας του ενδιαφέροντος. Όμως, το 1949 η Μαίρη Γουίτινγκτον, με τα τρία μικρά της παιδιά, μετανάστευσε από τη Βρετανία για να μείνει στο Ναϊρόμπι μαζί με το σύζυγό της, ο οποίος εργαζόταν εκεί. Η αδελφή Γουίτινγκτον δεν είχε καν κλείσει ένα χρόνο βαφτισμένη, αλλά είχε το πνεύμα του σκαπανέα. Μολονότι δεν ήξερε αν υπήρχαν άλλοι Μάρτυρες στην Κένυα, άρχισε να βοηθάει άλλους σε αυτόν τον πελώριο τομέα να γνωρίσουν την αλήθεια. Παρά τα εμπόδια, δεν οπισθοχώρησε. Ήρθαν και άλλοι Μάρτυρες—από την Αυστραλία, τη Βρετανία, τη Ζάμπια, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, τη Νότια Αφρική και τη Σουηδία—έχοντας κάνει προσωπικές διευθετήσεις για να εγκατασταθούν εκεί προκειμένου να μεταδώσουν στους ανθρώπους την ελπίδα της Βασιλείας.
Επιπλέον, αντρόγυνα ιεραποστόλων στάλθηκαν να βοηθήσουν στο θερισμό. Στην αρχή, οι άντρες ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν κάποια κοσμική εργασία προκειμένου να παραμείνουν στη χώρα και, επομένως, ήταν περιορισμένος ο χρόνος που είχαν στη διάθεσή τους για τη διακονία. Αλλά οι σύζυγοί τους ήταν ελεύθερες να υπηρετούν ως σκαπανείς. Με τον καιρό, πολύ περισσότεροι από εκατό Γαλααδίτες ιεραπόστολοι πήγαν στην Κένυα. Όταν πλησίαζε η ανεξαρτησία, η οποία έφερε το τέλος του φυλετικού διαχωρισμού που είχε επιβάλει η βρετανική αποικιακή διακυβέρνηση, οι Ευρωπαίοι Μάρτυρες έμαθαν τη γλώσσα σουαχίλι και επέκτειναν γρήγορα το έργο τους για να φτάσουν τα καλά νέα στους ιθαγενείς Αφρικανούς. Ο αριθμός των Μαρτύρων σε αυτό το μέρος του παγγήινου αγρού αυξήθηκε ταχύτατα.
Το 1972, έλαβε και η Μποτσουάνα βοήθεια στον πνευματικό θερισμό, όταν πήγαν να μείνουν στις μεγαλύτερες πόλεις της Μάρτυρες από τη Βρετανία, την Κένυα και τη Νότια Αφρική. Τρία χρόνια αργότερα, ήρθαν και Γαλααδίτες ιεραπόστολοι. Σε μεγάλο βαθμό, όμως, ο πληθυσμός είναι διεσπαρμένος σε αγροτικά χωριά. Προκειμένου να φτάσουν τα καλά νέα σε αυτούς τους ανθρώπους, Μάρτυρες από τη Νότια Αφρική έχουν διασχίσει την ερημική περιοχή που λέγεται Καλαχάρι. Σε απομονωμένες κοινότητες έχουν δώσει μαρτυρία σε αρχηγούς χωριών, σε δασκάλους και συχνά σε ομάδες 10 ή 20 ακροατών γεμάτων εκτίμηση. Ένας ηλικιωμένος είπε: «Κάνατε όλο αυτόν το δρόμο για να μας μιλήσετε για αυτά τα πράγματα; Αυτό δείχνει καλοσύνη, μεγάλη καλοσύνη».
Ο «Βιβλικός Μπράουν» είχε εκφωνήσει δυναμικές Γραφικές ομιλίες στη Λιβερία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, αλλά υπήρξε αρκετή εναντίωση. Το έργο του πνευματικού θερισμού εκεί δεν προόδευσε πραγματικά παρά μόνο όταν πήγαν ιεραπόστολοι εκπαιδευμένοι στη Σχολή Γαλαάδ. Ο πρώτος ήταν ο Χάρι Μπιχάναν, που πήγε εκεί το 1946. Πολλοί άλλοι συμμετείχαν τα μετέπειτα χρόνια. Σταδιακά ενώθηκαν με αυτούς στο έργο ιθαγενείς Λιβεριανοί, και το 1975 ο αριθμός των υμνητών του Ιεχωβά ξεπερνούσε τους χίλιους.
Ο «Βιβλικός Μπράουν» είχε κάνει ακόμα περισσότερο κήρυγμα στη Νιγηρία. Αυτή ήταν ένα έθνος διαιρεμένο σε πάμπολλα βασίλεια, πόλεις-κράτη και κοινωνικά συστήματα, μέσα στο οποίο οι άνθρωποι μιλούσαν 250 και πλέον γλώσσες και διαλέκτους. Η θρησκεία ήταν ένας ακόμα διαιρετικός παράγοντας. Με ελάχιστη διακριτικότητα αλλά με δυναμικά Γραφικά επιχειρήματα, οι πρώτοι Μάρτυρες εκεί ξεσκέπαζαν τον κλήρο και τις ψεύτικες διδασκαλίες του. Όταν απαγορεύτηκαν τα έντυπά τους το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι αδελφοί κήρυτταν μόνο με την Αγία Γραφή. Οι άνθρωποι που αγαπούσαν την αλήθεια ανταποκρίνονταν δείχνοντας εκτίμηση. Έφευγαν από τις εκκλησίες τους, και κατόπιν εγκατέλειπαν την πολυγαμία και πετούσαν τα φυλαχτά τους, πράγματα που είχαν ανεχτεί οι εκκλησίες τους. Το 1950, ο αριθμός των Μαρτύρων του Ιεχωβά που συμμετείχαν στη διακήρυξη του αγγέλματος της Βασιλείας στη Νιγηρία ήταν 8.370 άτομα. Το 1970, ο αριθμός αυτός είχε υπερδεκαπλασιαστεί.
Έπρεπε να υπερπηδηθούν επίμονα νομικά εμπόδια για να παρασχεθεί πνευματική βοήθεια στους ενδιαφερομένους της Νότιας Ροδεσίας (που σήμερα είναι γνωστή ως Ζιμπάμπουε). Οι προσπάθειες για την επίτευξη νομικής αναγνώρισης είχαν αρχίσει στα μέσα της δεκαετίας του 1920. Το 1932, δόθηκε εντολή σε σκαπανείς από τη Νότια Αφρική να εγκαταλείψουν τη χώρα και τους ειπώθηκε αυθαίρετα ότι δεν μπορούσαν να κάνουν έφεση. Αλλά εκείνοι παρ’ όλα αυτά έκαναν έφεση. Χρειάστηκε να αποκρουστούν στα δικαστήρια οι κατηγορίες ότι τα έντυπα της Σκοπιάς είναι ανατρεπτικά. Στις αρχές της δεκαετίας του 1940, φυλακίστηκαν αδελφοί επί κάποιο διάστημα επειδή έδιναν έντυπα που εξηγούσαν την Αγία Γραφή. Χρειάστηκε να φτάσει το 1966 για να λάβουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά πλήρη νομική αναγνώριση ως θρησκευτική οργάνωση στη Ζιμπάμπουε. Επί 40 και πλέον χρόνια, το έργο του πνευματικού θερισμού είχε διεξαχτεί με τρομερές δυσκολίες, αλλά στη διάρκεια αυτής της περιόδου οι θαρραλέοι εργάτες είχαν βοηθήσει πάνω από 11.000 ανθρώπους να γίνουν δούλοι του Ιεχωβά Θεού.
Μαρτυρία σε Κυβερνήτες και Βασιλιάδες
Ο Ιησούς ήξερε ότι οι μαθητές του θα αντιμετώπιζαν εναντίωση στη διακονία τους. Τους είπε ότι θα τους παρέδιδαν μπροστά σε «τοπικά δικαστήρια», ακόμα και μπροστά σε «κυβερνήτες και βασιλιάδες», και αυτό θα γινόταν «για μαρτυρία σε αυτούς και στα έθνη». (Ματθ. 10:17, 18) Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν δοκιμάσει αυτό ακριβώς που προείπε ο Ιησούς και, σε αρμονία με τα όσα είπε, έχουν προσπαθήσει να χρησιμοποιήσουν αυτές τις ευκαιρίες για να δώσουν μαρτυρία.
Μερικοί επίσημοι, από φόβο, δεν έχουν κάνει καλό στους ακολούθους του Χριστού. (Ιωάν. 12:42, 43) Ο Λαγουέλαν Φίλιπς το διαπίστωσε προσωπικά αυτό το 1948 όταν είχε κατ’ ιδίαν συνεντεύξεις με αρκετά κυβερνητικά στελέχη στο Βελγικό Κονγκό, με σκοπό την ανακούφιση των εκεί διωκόμενων Μαρτύρων. Εξήγησε τις πεποιθήσεις και τις δραστηριότητες των Μαρτύρων του Ιεχωβά σε αυτούς τους επισήμους. Αλλά, στη διάρκεια της συνέντευξης, ο γενικός κυβερνήτης ρώτησε σκεφτικά: «Αν σας βοηθήσω, ξέρετε τι θα πάθω εγώ;» Ήξερε ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ασκούσε μεγάλη επιρροή σε εκείνη τη χώρα.
Εντούτοις, ο ανώτατος αρχηγός του κράτους των Σουάζι, ο Βασιλιάς Σομπούζα Β΄, δεν ενδιαφερόταν και πολύ για τη γνώμη του κλήρου. Είχε συζητήσει αρκετές φορές με Μάρτυρες του Ιεχωβά, είχε πολλά έντυπά τους και ήταν ευνοϊκά διακείμενος απέναντί τους. Κάθε χρόνο, τη «Μεγάλη Παρασκευή», προσκαλούσε τους Αφρικανούς κληρικούς στο βασιλικό του χωριό. Τους άφηνε να μιλούν, αλλά καλούσε και ένα Μάρτυρα του Ιεχωβά να μιλήσει. Το 1956 ο Μάρτυρας μίλησε για το δόγμα της αθανασίας της ψυχής και για τους τιμητικούς τίτλους των θρησκευτικών ηγετών. Όταν τελείωσε, ο ανώτατος αρχηγός ρώτησε τους κληρικούς: «Είναι αλήθεια ή ψέματα αυτά που μας είπαν εδώ οι μάρτυρες του Ιεχωβά; Αν είναι ψέματα, πείτε γιατί». Οι κληρικοί δεν μπόρεσαν να τα αντικρούσουν. Σε μια περίπτωση μάλιστα, ο ανώτατος αρχηγός ξέσπασε σε γέλια όταν είδε πόσο σάστισαν οι κληρικοί με αυτά που είπε ένας Μάρτυρας.
Συχνά η αστυνομία ήταν εκείνη που είχε αναλάβει να ζητάει από τους Μάρτυρες εξηγήσεις για το έργο που έκαναν. Από μια εκκλησία στην Ταγγέρη του Μαρόκου, οι Μάρτυρες έκαναν τακτικά ταξίδια στη Θέουτα, ένα λιμάνι υπό ισπανικό έλεγχο που βρισκόταν όμως στη μαροκινή ακτή. Όταν κάποια φορά το 1967 η αστυνομία σταμάτησε τους Μάρτυρες, τους ανέκρινε επί δυο ώρες, στη διάρκεια των οποίων δόθηκε εξαιρετική μαρτυρία. Κάποια στιγμή, οι δυο αστυνομικοί επιθεωρητές ρώτησαν αν οι Μάρτυρες πιστεύουν στην «Παρθένο Μαρία». Όταν τους είπαν ότι οι αφηγήσεις των Ευαγγελίων δείχνουν πως η Μαρία έκανε και άλλα παιδιά μετά την παρθενική γέννηση του Ιησού και πως αυτά ήταν ετεροθαλή αδέλφια του Ιησού, οι αξιωματικοί έβγαλαν μια κραυγή έκπληξης και είπαν ότι αποκλείεται να υπάρχει κάτι τέτοιο στην Αγία Γραφή. Όταν έδειξαν στον έναν αξιωματικό τα εδάφια Ιωάννης 7:3-5, εκείνος τα κοίταζε επί πολλή ώρα χωρίς να λέει λέξη· τότε ο άλλος είπε: «Δώσε μου τη Γραφή. Θα σου εξηγήσω εγώ τα εδάφια!» Ο πρώτος αξιωματικός απάντησε: «Μην μπαίνεις στον κόπο. Αυτά τα εδάφια είναι όσο πιο σαφή γίνεται». Έγιναν και πολλές άλλες ερωτήσεις και οι απαντήσεις δόθηκαν μέσα σε άνετη ατμόσφαιρα. Έκτοτε, οι αρχές παρενέβαιναν ελάχιστα όταν κήρυτταν οι Μάρτυρες σε εκείνη την περιοχή.
Υψηλά κυβερνητικά πρόσωπα έχουν γνωρίσει καλά τους Μάρτυρες του Ιεχωβά και τη διακονία τους. Μερικοί αναγνωρίζουν ότι το έργο που κάνουν οι Μάρτυρες είναι αληθινά επωφελές για το λαό. Στα τέλη του 1959, όταν γίνονταν ετοιμασίες για την ανεξαρτησία της Νιγηρίας, ο γενικός κυβερνήτης Δρ Ννάμντι Αζικίβε ζήτησε να είναι παρών ο Γ. Ρ. Μπράουν ως εκπρόσωπος των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Ο ίδιος είπε στο Υπουργικό του Συμβούλιο: «Αν όλα τα θρησκεύματα ήταν σαν τους μάρτυρες του Ιεχωβά, δεν θα είχαμε φόνους, ληστείες, εγκλήματα, φυλακισμένους και ατομικές βόμβες. Οι πόρτες δεν θα ήταν κλειδωμένες ολημερίς και ολονυχτίς».
Γινόταν ένας αληθινά μεγάλος πνευματικός θερισμός στην Αφρική. Το 1975 υπήρχαν 312.754 Μάρτυρες που κήρυτταν τα καλά νέα σε 44 χώρες της αφρικανικής ηπείρου. Σε εννιά από αυτές τις χώρες, υπήρχαν λιγότερα από 50 άτομα που είχαν πάρει θέση υπέρ της Βιβλικής αλήθειας και συμμετείχαν στο ευαγγελιστικό έργο. Αλλά οι Μάρτυρες θεωρούν πολύτιμη τη ζωή του καθενός. Σε 19 από αυτές τις χώρες, εκείνοι που συμμετείχαν στη διακονία από σπίτι σε σπίτι ως Μάρτυρες του Ιεχωβά αριθμούσαν χιλιάδες. Αναφέρθηκαν θεαματικές αυξήσεις σε ορισμένες περιοχές. Στην Ανγκόλα, για παράδειγμα, από το 1970 ως το 1975, ο αριθμός των Μαρτύρων αυξήθηκε από 355 σε 3.055. Στη Νιγηρία, το 1975, υπήρχαν 112.164 Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αυτοί δεν ήταν απλώς άτομα στα οποία άρεσε να διαβάζουν έντυπα της Σκοπιάς ούτε ήταν απλώς άτομα που μπορεί περιστασιακά να παρακολουθούσαν συναθροίσεις σε μια Αίθουσα Βασιλείας. Όλοι τους ήταν ενεργοί διαγγελείς της Βασιλείας του Θεού.
Η Άπω Ανατολή Αποδίδει Υμνητές του Ιεχωβά
Όπως και σε πολλούς άλλους τόπους, έτσι και στις Φιλιππίνες το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά επεκτάθηκε ραγδαία μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μόλις έγινε δυνατόν, μετά την αποφυλάκισή του στις 13 Μαρτίου 1945, ο Τζόζεφ Ντος Σάντος ήρθε σε επαφή με το γραφείο της Εταιρίας Σκοπιά στη Νέα Υόρκη. Ήθελε να πάρει όλη την ύλη για μελέτη της Αγίας Γραφής και όλες τις οργανωτικές οδηγίες που είχαν χάσει οι αδελφοί στις Φιλιππίνες κατά τον πόλεμο. Έπειτα επισκέφτηκε ο ίδιος τις εκκλησίες για να τις ενοποιήσει και να τις ενισχύσει. Το ίδιο εκείνο έτος έγινε μια πανεθνική συνέλευση στη Λινγκαγιέν της Πανγκασινάν, όπου δόθηκαν οδηγίες σχετικά με το πώς μπορούσαν να διδάξουν τους ανθρώπους που πεινούσαν για την αλήθεια μέσω οικιακών Γραφικών μελετών. Τα επόμενα χρόνια έγινε συντονισμένη προσπάθεια για να μεταφραστεί και να δημοσιευτεί περισσότερη ύλη στις τοπικές γλώσσες—ταγκαλόγκ, ιλόκο και κεμπουάνο. Έμπαινε το θεμέλιο για την επέκταση, η οποία και ήρθε γρήγορα.
Μέσα σε μια δεκαετία από το τέλος του πολέμου, ο αριθμός των Μαρτύρων στις Φιλιππίνες αυξήθηκε από 2.000 περίπου σε 24.000 και πλέον. Ύστερα από άλλα 20 χρόνια, υπήρχαν εκεί πάνω από 78.000 υμνητές του Ιεχωβά.
Η Κίνα ήταν από τις πρώτες χώρες της Άπω Ανατολής στις οποίες στάλθηκαν ιεραπόστολοι εκπαιδευμένοι στη Σχολή Γαλαάδ. Ο Χάρολντ Κινγκ και ο Στάνλεϊ Τζόουνς έφτασαν στη Σαγκάη το 1947· ο Λιου Ντι Χιμ, το 1949. Τους υποδέχτηκαν οι τρεις Γερμανοί σκαπανείς που είχαν αρχίσει το έργο εκεί το 1939. Επρόκειτο για μια χώρα στην οποία η πλειονότητα του λαού ήταν Βουδιστές και δεν ανταποκρίνονταν γρήγορα σε συζητήσεις περί Αγίας Γραφής. Μέσα στα σπίτια τους υπήρχαν ιερά και βωμοί. Είχαν καθρέφτες πάνω από τις πόρτες τους για να τρομάζουν και να διώχνουν τα κακά πνεύματα. Κόκκινες ταινίες με ρητά για ‘καλή τύχη’ και τρομακτικές εικόνες Βουδιστικών θεών στόλιζαν τις εισόδους. Αλλά εκείνες οι μέρες ήταν μέρες μεγάλης αλλαγής στην Κίνα. Υπό την κομμουνιστική διακυβέρνηση ήταν όλοι υποχρεωμένοι να μελετούν ‘τις σκέψεις του Μάο Τσε-τουνγκ’. Μετά την κοσμική τους εργασία, έπρεπε να παρακολουθούν μακροσκελή σεμινάρια κατά τα οποία αναλυόταν ο κομμουνισμός. Μέσα σε όλα αυτά, οι αδελφοί μας συνέχιζαν να κηρύττουν δραστήρια τα καλά νέα για τη Βασιλεία του Θεού.
Πολλοί από αυτούς που ήθελαν να μελετήσουν με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν προηγουμένως κάποια επαφή με την Αγία Γραφή μέσω των εκκλησιών του Χριστιανικού κόσμου. Αυτό συνέβαινε στην περίπτωση της Νάνσι Γιουέν, μιας νοικοκυράς που εργαζόταν για κάποια εκκλησία και η οποία ήταν ευγνώμων για τα όσα της έδειξαν οι Μάρτυρες στην Αγία Γραφή. Σύντομα συμμετείχε με ζήλο στο έργο από σπίτι σε σπίτι και διεξήγε και η ίδια Γραφικές μελέτες. Άλλοι στους οποίους κήρυτταν είχαν το συνηθισμένο κινεζικό και Βουδιστικό παρελθόν και καμιά προγενέστερη γνώση για τη Γραφή. Το 1956 ο ανώτατος αριθμός των ευαγγελιζομένων έφτασε τους 57. Αλλά το ίδιο εκείνο έτος, συνέλαβαν τη Νάνσι Γιουέν έξι φορές επειδή κήρυττε και κατόπιν την έκλεισαν στη φυλακή. Άλλους είτε τους συνέλαβαν είτε τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν τη χώρα. Τον Στάνλεϊ Τζόουνς και τον Χάρολντ Κινγκ τούς συνέλαβαν στις 14 Οκτωβρίου 1958. Πριν δικαστούν, παρέμειναν υπό κράτηση δυο χρόνια. Σε αυτά τα δυο χρόνια, τους ανέκριναν διαρκώς. Όταν τελικά πέρασαν από δίκη το 1960, τους καταδίκασαν σε μεγάλες ποινές φυλάκισης. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1958 η δημόσια δράση των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Κίνα διακόπηκε βίαια. Αλλά το κήρυγμά τους δεν σταμάτησε ποτέ εντελώς. Ακόμα και στη φυλακή και στα στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων, υπήρχαν τρόποι να δίνουν μαρτυρία. Θα γίνονταν περισσότερα στο μέλλον σε αυτή την αχανή χώρα; Αυτό θα φαινόταν στον κατάλληλο καιρό.
Εν τω μεταξύ, τι γινόταν στην Ιαπωνία; Μόνο εκατό περίπου Μάρτυρες του Ιεχωβά κήρυτταν εκεί πριν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Όταν αντιμετώπισαν τα βάναυσα κατασταλτικά μέτρα που επιβλήθηκαν τα χρόνια του πολέμου, πολλοί από αυτούς συμβιβάστηκαν. Μολονότι λίγοι κράτησαν την ακεραιότητά τους, το οργανωμένο δημόσιο κήρυγμα σταμάτησε. Εντούτοις, έγινε μια καινούρια αρχή όσον αφορά τη διακήρυξη της Βασιλείας του Ιεχωβά σε εκείνο το μέρος του κόσμου όταν πήγε στο Τόκιο, τον Ιανουάριο του 1949, ο Γαλααδίτης ιεραπόστολος Ντον Χάσλετ. Ύστερα από δυο μήνες, μπόρεσε να πάει να τον βρει εκεί η σύζυγός του, η Μέιμπελ. Επρόκειτο για έναν αγρό όπου πολλοί πεινούσαν για την αλήθεια. Ο αυτοκράτορας είχε απαρνηθεί τον ισχυρισμό του ότι ήταν θεός. Ο κόσμος είχε χάσει την εκτίμησή του για το Σιντοϊσμό, το Βουδισμό, τον Καθολικισμό και την Κιοντάν (την οποία απαρτίζουν διάφορες Προτεσταντικές ομάδες στην Ιαπωνία) επειδή αυτά υποστήριξαν την πολεμική προσπάθεια της Ιαπωνίας, η οποία είχε καταλήξει σε ήττα.
Στο τέλος του 1949, 13 ιεραπόστολοι από τη Σχολή Γαλαάδ έκαναν έργο στην Ιαπωνία. Στη συνέχεια, ήρθαν περισσότεροι—συνολικά πάνω από 160. Είχαν πολύ λίγα έντυπα για το έργο τους. Μερικοί ιεραπόστολοι μιλούσαν ένα ξεπερασμένο είδος ιαπωνικής γλώσσας που χρησιμοποιούνταν στη Χαβάη, αλλά έπρεπε να μάθουν τη σύγχρονη γλώσσα. Οι άλλοι είχαν μάθει λίγα βασικά, αλλά έπρεπε να καταφεύγουν συχνά στο ιαπωνοαγγλικό λεξικό τους ώσπου να εξοικειωθούν καλύτερα με την καινούρια τους γλώσσα. Πριν περάσει πολύς καιρός, οι οικογένειες Ισίι και Μιούρα, που δεν είχαν απαρνηθεί την πίστη τους στα χρόνια του πολέμου, ήρθαν σε επαφή με την οργάνωση και ξανάρχισαν να συμμετέχουν στη δημόσια διακονία.
Σιγά-σιγά άνοιξαν ιεραποστολικοί οίκοι στο Κόμπε, στη Ναγκόγια, στην Οσάκα, στη Γιοκοχάμα, στο Κιότο και στο Σεντάι. Από το 1949 ως το 1957, η κύρια προσπάθεια ήταν να εδραιωθεί το έργο της Βασιλείας στις μεγάλες πόλεις στο κύριο νησί της Ιαπωνίας. Κατόπιν, οι εργάτες άρχισαν να πηγαίνουν σε άλλες πόλεις. Ο αγρός ήταν πελώριος. Ήταν ολοφάνερο ότι, για να λάβει πλήρη μαρτυρία όλη η Ιαπωνία, χρειάζονταν πολλοί σκαπανείς. Αυτό τονίστηκε, πολλοί προσφέρθηκαν εθελοντικά, και υπήρξε θαυμάσια ανταπόκριση στις ενωμένες προσπάθειες αυτών των φιλόπονων διακόνων! Η πρώτη δεκαετία απέφερε 1.390 υμνητές του Ιεχωβά. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, υπήρχαν 33.480 ζηλωτές υμνητές του Ιεχωβά διασκορπισμένοι σε όλη την Ιαπωνία. Και ο ρυθμός της σύναξης επιταχυνόταν.
Το ίδιο έτος που πήγε ο Ντον Χάσλετ στην Ιαπωνία, το 1949, δόθηκε επίσης μεγάλη ώθηση στο έργο της Βασιλείας στην Κορέα. Η Κορέα βρισκόταν υπό ιαπωνική κυριαρχία κατά τον παγκόσμιο πόλεμο, και οι Μάρτυρες είχαν υποστεί ανήλεο διωγμό. Παρ’ όλο που ένας μικρός όμιλος συναθροιζόταν για μελέτη μετά τον πόλεμο, δεν είχαν καμιά επαφή με τη διεθνή οργάνωση ώσπου ο Τσο Γιουνγκ-ουόν είδε ένα άρθρο για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, το 1948, στην εφημερίδα του Αμερικανικού Στρατού Αστερόεσσα (Stars and Stripes). Το επόμενο έτος σχηματίστηκε μια εκκλησία 12 ευαγγελιζομένων στη Σεούλ. Αργότερα το ίδιο έτος κατέφτασαν οι πρώτοι ιεραπόστολοι από τη Σχολή Γαλαάδ, ο Ντον και η Ερλίν Στιλ. Έπειτα από εφτά μήνες, ακολούθησαν άλλοι έξι ιεραπόστολοι.
Είχαν εξαιρετικά αποτελέσματα—κατά μέσο όρο 20 Γραφικές μελέτες ο καθένας και παρόντες στις συναθροίσεις ως και 336 άτομα. Κατόπιν ξέσπασε ο Πόλεμος της Κορέας. Είχαν περάσει μόλις τρεις μήνες από την άφιξη της τελευταίας ομάδας ιεραποστόλων όταν τους διακόμισαν όλους στην Ιαπωνία. Πέρασε πάνω από ένας χρόνος ώσπου να καταφέρει ο Ντον Στιλ να γυρίσει στη Σεούλ και άλλος ένας χρόνος ώσπου να πάει να τον βρει η Ερλίν. Στο μεταξύ οι Κορεάτες αδελφοί είχαν παραμείνει σταθεροί και ζηλωτές στο κήρυγμα, παρά το γεγονός ότι είχαν χάσει τα σπίτια τους και πολλοί από αυτούς ήταν πρόσφυγες. Αλλά, τώρα που ο πόλεμος ανήκε στο παρελθόν, δόθηκε προσοχή στην παροχή περισσότερων εντύπων στην κορεατική. Οι συνελεύσεις και η εισροή περισσότερων ιεραποστόλων έδωσαν ώθηση στο έργο. Το 1975 υπήρχαν 32.693 Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Κορέα—σχεδόν όσοι και στην Ιαπωνία—και υπήρχε προοπτική για εξαιρετική αύξηση, εφόσον διεξάγονταν πάνω από 32.000 οικιακές Γραφικές μελέτες.
Ποια Ήταν η Κατάσταση στην Ευρώπη;
Το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου στην Ευρώπη δεν σήμαινε ότι οι εκεί Μάρτυρες του Ιεχωβά απέκτησαν πλήρη ελευθερία για να διεξάγουν χωρίς εναντίωση το έργο Βιβλικής εκπαίδευσης που επιτελούν. Σε μερικά μέρη οι αρχές τούς σέβονταν λόγω της σταθερής τους στάσης κατά τη διάρκεια του πολέμου. Αλλού όμως, οι ισχυρές εθνικιστικές τάσεις και η θρησκευτική εχθρότητα κατέληξαν σε περαιτέρω διωγμό.
Στους Μάρτυρες στο Βέλγιο συγκαταλέγονταν ορισμένοι που είχαν έρθει από τη Γερμανία για να συμμετάσχουν στο κήρυγμα των καλών νέων. Επειδή δεν υποστήριζαν το ναζιστικό καθεστώς, η Γκεστάπο τούς είχε κυνηγήσει σαν άγρια θηρία. Τώρα, όμως, Βέλγοι επίσημοι κατηγόρησαν μερικούς από αυτούς τους ίδιους Μάρτυρες ότι ήταν Ναζί, τους φυλάκισαν και κατόπιν τους απέλασαν. Μολαταύτα, ο αριθμός των Μαρτύρων που συμμετείχαν στη διακονία αγρού στο Βέλγιο υπερτριπλασιάστηκε μέσα στα πέντε χρόνια που ακολούθησαν τον πόλεμο.
Ποιος κρυβόταν πίσω από μεγάλο μέρος του διωγμού; Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Όπου είχε τη δύναμη να κάνει κάτι, ήταν αμείλικτη στον πόλεμο που διεξήγε για να εξαλείψει τους Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Γνωρίζοντας ότι πολλοί στη Δύση φοβούνταν τον κομμουνισμό, ο Καθολικός κλήρος στην ιρλανδική πόλη Κορκ, το 1948, υποδαύλιζε την εναντίωση κατά των Μαρτύρων του Ιεχωβά με το να τους αποκαλεί συνέχεια «διαβόλους του κομμουνισμού». Ως αποτέλεσμα, καθώς ο Φρεντ Μέτκαφ συμμετείχε στη διακονία αγρού, βρέθηκε ξαφνικά μπροστά σε έναν όχλο που τον γρονθοκόπησε, τον κλώτσησε και σκόρπισε τα Γραφικά του έντυπα στο δρόμο. Ευτυχώς, περνούσε ένας αστυνομικός εκείνη ακριβώς την ώρα και διέλυσε τον όχλο. Παρ’ όλα αυτά, οι Μάρτυρες εγκαρτέρησαν. Δεν συμφωνούσαν όλοι οι Ιρλανδοί με τη βία. Αργότερα, ακόμα και μερικοί που συμμετείχαν στα βίαια επεισόδια το μετάνιωσαν. Οι περισσότεροι Καθολικοί στην Ιρλανδία δεν είχαν δει ποτέ τους Αγία Γραφή. Αλλά με στοργική υπομονή, μερικοί από αυτούς βοηθήθηκαν να ασπαστούν την αλήθεια που ελευθερώνει τους ανθρώπους.—Ιωάν. 8:32.
Μολονότι, το 1946, στην Ιταλία υπήρχαν περίπου μόνο εκατό Μάρτυρες, τρία χρόνια αργότερα είχαν 64 εκκλησίες—μικρές αλλά πολύ δραστήριες. Ο κλήρος ανησυχούσε. Ανήμπορος να αντικρούσει τις Βιβλικές αλήθειες που κήρυτταν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, ο Καθολικός κλήρος πίεζε τις κυβερνητικές αρχές να κάνουν προσπάθειες για να απαλλαγούν από αυτούς. Έτσι, το 1949, δόθηκε διαταγή να φύγουν από τη χώρα οι Μάρτυρες ιεραπόστολοι.
Επανειλημμένα ο Καθολικός κλήρος επιχείρησε να διαλύσει ή να εμποδίσει τη διεξαγωγή συνελεύσεων των Μαρτύρων στην Ιταλία. Χρησιμοποίησαν θορυβοποιά στοιχεία για να προσπαθήσουν να διαλύσουν μια συνέλευση στη Σουλμόνα το 1948. Στο Μιλάνο πίεσαν τον αρχηγό της αστυνομίας να αναστείλει την άδεια για μια συνέλευση περιφερείας στο Τεάτρο ντελ Άρτε το 1950. Ξανά, το 1951, έβαλαν την αστυνομία να αναστείλει την άδεια για μια συνέλευση στην Τσερινιόλα. Αλλά το 1957, όταν η αστυνομία διέταξε να σταματήσει μια συνέλευση περιφερείας των Μαρτύρων που γινόταν στο Μιλάνο, ο ιταλικός Τύπος αποδοκίμασε αυτή την ενέργεια και έγιναν ερωτήσεις στο κοινοβούλιο. Η εβδομαδιαία εφημερίδα της Ρώμης Ιλ Μόντο (Il Mondo), της 30ής Ιουλίου 1957, δεν δίστασε να δηλώσει ότι η ενέργεια αυτή είχε γίνει «για να ικανοποιηθεί ο αρχιεπίσκοπος» Τζιοβάνι Μπατίστα Μοντίνι, που έγινε αργότερα Πάπας Παύλος ΣΤ΄. Ήταν πασίγνωστο ότι επί αιώνες η Καθολική Εκκλησία είχε απαγορεύσει την κυκλοφορία της Αγίας Γραφής σε γλώσσες που χρησιμοποιούσε το πλατύ κοινό. Αλλά οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ενέμειναν στο να βοηθούν ειλικρινείς Καθολικούς να δουν οι ίδιοι τι λέει η Αγία Γραφή. Η αντίθεση μεταξύ της Αγίας Γραφής και των δογμάτων της εκκλησίας ήταν ολοφάνερη. Παρά τις έντονες προσπάθειες που έκανε η Καθολική Εκκλησία για να το αποτρέψει, χιλιάδες την εγκατέλειπαν, και το 1975 υπήρχαν 51.248 Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ιταλία. Όλοι τους ήταν ενεργοί ευαγγελιστές και ο αριθμός τους πολλαπλασιαζόταν ραγδαία.
Στην Καθολική Ισπανία, όταν ξανάρχισε βαθμιαία η οργανωμένη δράση των Μαρτύρων του Ιεχωβά μετά το 1946, δεν προκάλεσε έκπληξη το γεγονός ότι και εκεί ο κλήρος πίεζε τις κοσμικές αρχές να προσπαθήσουν να τους σταματήσουν. Διαλύθηκαν εκκλησιαστικές συναθροίσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Εκδιώχτηκαν ιεραπόστολοι από τη χώρα. Συνελήφθησαν Μάρτυρες απλώς και μόνο επειδή είχαν στην κατοχή τους την Αγία Γραφή ή Γραφικά έντυπα. Αυτούς συνήθως τους κρατούσαν σε βρωμερές φυλακές μέχρι και τρεις μέρες, κατόπιν τους άφηναν ελεύθερους—μόνο και μόνο για να τους ξανασυλλάβουν, να τους ξαναανακρίνουν και να τους ξαναβάλουν στη φυλακή. Πολλοί έμειναν ένα μήνα και πλέον στη φυλακή. Οι ιερείς υποκινούσαν τις κοσμικές αρχές να καταδιώκουν όποιον μελετούσε την Αγία Γραφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ακόμα και μετά την ψήφιση του Νόμου περί Θρησκευτικής Ελευθερίας το 1967, οι αλλαγές έγιναν με αργό ρυθμό. Εντούτοις, όταν δόθηκε τελικά στους Μάρτυρες του Ιεχωβά νομική αναγνώριση το 1970, υπήρχαν ήδη πάνω από 11.000 μέλη τους στην Ισπανία. Και πέντε χρόνια αργότερα, αριθμούσαν πάνω από 30.000, καθένας από τους οποίους ήταν ενεργός ευαγγελιστής.
Τι γινόταν στην Πορτογαλία; Και εδώ δόθηκε εντολή σε ιεραποστόλους να φύγουν από τη χώρα. Ωθούμενη από τον Καθολικό κλήρο, η αστυνομία έκανε έρευνα σε σπίτια Μαρτύρων του Ιεχωβά, κατέσχεσε έντυπά τους και διέλυσε συναθροίσεις τους. Μάλιστα, τον Ιανουάριο του 1963, ο αρχηγός της Αστυνομικής Διεύθυνσης Ασφαλείας στην Κάλντας ντα Ράινια εξέδωσε γραπτή εντολή που τους απαγόρευε να ‘ενασχολούνται στην ανάγνωση της Αγίας Γραφής’. Αλλά οι Μάρτυρες δεν εγκατέλειψαν την υπηρεσία τους στον Θεό. Ήταν πάνω από 13.000 όταν απέκτησαν νομική αναγνώριση στην Πορτογαλία το 1974.
Σε άλλα μέρη της Ευρώπης, οι κοσμικές αρχές έβαζαν εμπόδια στο κήρυγμα των καλών νέων κατατάσσοντας τη διάθεση Γραφικών εντύπων στις εμπορικές δραστηριότητες, που υπόκεινται στους νόμους περί εμπορίου. Σε αρκετά καντόνια της Ελβετίας, εφάρμοζαν τους κανονισμούς για τους μικροπωλητές στους Μάρτυρες του Ιεχωβά που διένειμαν έντυπα με εθελοντική συνεισφορά. Επειδή οι Μάρτυρες συνέχιζαν το έργο τους, υποβλήθηκαν σε πάμπολλες συλλήψεις και δικαστικές αγωγές. Όταν εκδικάστηκαν οι υποθέσεις, όμως, μερικά δικαστήρια, περιλαμβανομένου και του Ανώτατου Δικαστηρίου στο καντόνι Βο, το 1953, αποφάνθηκαν ότι δεν ήταν σωστό να συσχετίζεται το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά με τη δραστηριότητα των μικροπωλητών. Στο μεταξύ, στη Δανία γινόταν προσπάθεια να περιοριστούν οι ώρες κατά τις οποίες θα μπορούσαν να προσφέρουν έντυπα οι Μάρτυρες, περιορίζοντας το έργο τους στις ώρες που επέτρεπε ο νόμος να λειτουργούν τα εμπορικά καταστήματα. Και για αυτό έπρεπε να γίνει δικαστική μάχη. Παρά τα εμπόδια, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά συνέχισαν να διακηρύττουν τη Βασιλεία του Θεού ως τη μόνη ελπίδα για το ανθρώπινο γένος.
Ένα άλλο ζήτημα που επηρέαζε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ευρώπη, όπως και σε άλλα μέρη της γης, ήταν η Χριστιανική ουδετερότητα. Επειδή η Χριστιανική τους συνείδηση δεν τους επέτρεπε να αναμειγνύονται σε συγκρούσεις μεταξύ διαφόρων φατριών του κόσμου, τους καταδίκαζαν σε φυλάκιση στη μια χώρα μετά την άλλη. (Ησ. 2:2-4) Αυτό απομάκρυνε νεαρούς άντρες από την τακτική τους διακονία από σπίτι σε σπίτι. Αλλά ένα επωφελές αποτέλεσμα ήταν η εντατική μαρτυρία που δόθηκε σε δικηγόρους, δικαστές, στρατιωτικούς και δεσμοφύλακες. Ακόμα και στη φυλακή οι Μάρτυρες έβρισκαν κάποιον τρόπο για να κηρύττουν. Μολονότι η μεταχείριση σε ορισμένες φυλακές ήταν βάναυση, οι Μάρτυρες που βρίσκονταν στη φυλακή της Σάντα Καταλίνα, στην Κάδιξ της Ισπανίας, μπορούσαν να αφιερώνουν κάποιο μέρος του χρόνου τους για να δίνουν μαρτυρία μέσω αλληλογραφίας. Επίσης, στη Σουηδία δόθηκε μεγάλη δημοσιότητα στον τρόπο αντιμετώπισης των υποθέσεων που αφορούσαν την ουδετερότητα Μαρτύρων του Ιεχωβά. Έτσι, με πολλούς τρόπους γινόταν γνωστό στους ανθρώπους το γεγονός ότι ο Ιεχωβά έχει μάρτυρες στη γη και ότι αυτοί προσκολλούνται σταθερά στις Γραφικές αρχές.
Υπήρχε και κάτι άλλο που κρατούσε τους Μάρτυρες στο προσκήνιο. Αυτό είχε επίσης δυναμική, τονωτική επίδραση στο ευαγγελιστικό τους έργο.
Συνελεύσεις που Συνέβαλαν στη Μαρτυρία
Όταν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έκαναν μια διεθνή συνέλευση στο Παρίσι της Γαλλίας το 1955, τηλεοπτικές ειδήσεις έδειξαν σε όλη τη χώρα στιγμιότυπα από το τι λάβαινε χώρα. Το 1969 έγινε άλλη μια συνέλευση κοντά στο Παρίσι, και ήταν εμφανές ότι η διακονία των Μαρτύρων υπήρξε καρποφόρα. Εκείνοι που βαφτίστηκαν στη συνέλευση αριθμούσαν 3.619 άτομα, δηλαδή αποτελούσαν περίπου το 10 τοις εκατό του μέσου όρου των παρόντων. Σχετικά με αυτό, η δημοφιλής απογευματινή εφημερίδα του Παρισιού Φρανς-Σουάρ (France-Soir), στις 6 Αυγούστου 1969, είπε: «Αυτό που ανησυχεί τον κλήρο των άλλων θρησκειών δεν είναι τα μέσα που χρησιμοποιούν οι μάρτυρες του Ιεχωβά για την εντυπωσιακή τους διανομή εντύπων, αλλά μάλλον το ότι κερδίζουν προσηλύτους. Κάθε μάρτυρας του Ιεχωβά έχει την υποχρέωση να δίνει μαρτυρία ή να διακηρύττει την πίστη του χρησιμοποιώντας την Αγία Γραφή από σπίτι σε σπίτι».
Σε περίοδο τριών εβδομάδων το ίδιο εκείνο καλοκαίρι του 1969, έγιναν άλλες τέσσερις μεγάλες διεθνείς συνελεύσεις στην Ευρώπη—στο Λονδίνο, στην Κοπεγχάγη, στη Ρώμη και στη Νυρεμβέργη. Τη συνέλευση της Νυρεμβέργης την παρακολούθησαν 150.645 άτομα από 78 χώρες. Εκτός από αεροπλάνα και πλοία, χρειάστηκαν περίπου 20.000 αυτοκίνητα, 250 πούλμαν και 40 ειδικά τρένα για να μεταφερθούν οι εκπρόσωποι σε εκείνη τη συνέλευση.
Οι συνελεύσεις, όχι μόνο ενίσχυσαν και εξάρτισαν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά για τη διακονία τους, αλλά έδωσαν επίσης στο κοινό την ευκαιρία να δουν οι ίδιοι τι είδους άνθρωποι είναι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Όταν προγραμματίστηκε να γίνει μια διεθνής συνέλευση στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας το 1965, ασκήθηκε έντονη θρησκευτική πίεση προκειμένου να τους εξαναγκάσουν να ματαιώσουν τις διευθετήσεις τους. Αλλά η συνέλευση έγινε, και πολλοί οικοδεσπότες στο Δουβλίνο παρείχαν κατάλυμα σε εκπροσώπους. Με ποιο αποτέλεσμα; «Δεν μας είχαν πει την αλήθεια σχετικά με εσάς», σχολίασαν μετά τη συνέλευση μερικές σπιτονοικοκυρές. «Οι παπάδες μάς είπαν ψέματα, αλλά τώρα που σας ξέρουμε, θα χαρούμε πολύ να σας έχουμε και πάλι μαζί μας».
Όταν οι Άνθρωποι Μιλούν Κάποια Άλλη Γλώσσα
Στις πρόσφατες δεκαετίες οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ευρώπη έχουν διαπιστώσει ότι η επικοινωνία με άτομα άλλων εθνικοτήτων παρουσιάζει ιδιαίτερη πρόκληση. Έχουν μεταβεί πάρα πολλά άτομα από τη μια χώρα στην άλλη για να επωφεληθούν από τις ευκαιρίες που υπάρχουν εκεί να βρουν εργασία. Μερικές ευρωπαϊκές πόλεις έχουν γίνει η έδρα μεγάλων διεθνών οργανισμών, και δεν μιλούν την τοπική γλώσσα όλοι όσοι εργάζονται σε αυτούς τους οργανισμούς.
Φυσικά, σε μερικά μέρη ο πολυγλωσσικός τομέας είναι συνηθισμένο φαινόμενο εδώ και αιώνες. Στην Ινδία, για παράδειγμα, υπάρχουν 14 κύριες γλώσσες και ίσως 1.000 δευτερεύουσες γλώσσες και διάλεκτοι. Η Παπούα-Νέα Γουινέα έχει πάνω από 700 γλώσσες. Αλλά, ειδικά στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, οι Μάρτυρες στο Λουξεμβούργο διαπίστωσαν ότι ο τομέας τους είχε αποκτήσει ανθρώπους από 30 και πλέον διαφορετικά έθνη—και έκτοτε πήγαν εκεί τουλάχιστον άλλες 70 εθνικότητες. Η Σουηδία αναφέρει ότι έχει μεταβληθεί από χώρα όπου υπήρχε μια γλώσσα, την οποία χρησιμοποιούσαν σχεδόν όλοι, σε μια κοινωνία που μιλάει 100 διαφορετικές γλώσσες. Πώς το έχουν αντιμετωπίσει αυτό οι Μάρτυρες του Ιεχωβά;
Κατ’ αρχάς, συχνά απλώς προσπαθούσαν να μάθουν ποια είναι η γλώσσα του οικοδεσπότη και κατόπιν προσπαθούσαν να βρουν κάποια έντυπα τα οποία μπορούσε να διαβάσει. Στη Δανία, έγιναν ηχογραφήσεις σε κασέτα για να ακούσουν οι ειλικρινείς Τούρκοι το άγγελμα στη δική τους γλώσσα. Η Ελβετία είχε μεγάλο ποσοστό ξένων εργατών από την Ισπανία και την Ιταλία. Η εμπειρία που είχε ο Ρούντολφ Βίντεργκερ βοηθώντας μερικούς από αυτούς δείχνει χαρακτηριστικά πώς άρχιζαν τα πράγματα. Αυτός προσπάθησε να δώσει μαρτυρία σε έναν Ιταλό, αλλά κανένας τους δεν ήξερε αρκετά καλά τη γλώσσα του άλλου. Τι μπορούσε να γίνει; Ο αδελφός μας του άφησε μια ιταλική Σκοπιά. Παρά το γλωσσικό πρόβλημα, ο αδελφός Βίντεργκερ έκανε επανεπίσκεψη. Άρχισε Γραφική μελέτη με εκείνον τον κύριο, τη σύζυγό του και το 12χρονο γιο τους. Το βιβλίο μελέτης του αδελφού Βίντεργκερ ήταν στη γερμανική, αλλά στην οικογένεια είχε δώσει ιταλικά αντίτυπα. Όπου δεν βοηθούσαν οι λέξεις, χρησιμοποιούνταν χειρονομίες. Μερικές φορές εκτελούσε χρέη διερμηνέα το αγοράκι, που μάθαινε γερμανικά στο σχολείο. Όλη αυτή η οικογένεια δέχτηκε την αλήθεια και σύντομα άρχισε να τη μεταδίδει σε άλλους.
Ωστόσο, κυριολεκτικά εκατομμύρια εργάτες από τη Γιουγκοσλαβία, την Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Τουρκία πήγαιναν να μείνουν στη Γερμανία και σε άλλες χώρες. Η πνευματική βοήθεια θα τους δινόταν πιο αποτελεσματικά στη δική τους γλώσσα. Σύντομα μερικοί ντόπιοι Μάρτυρες άρχισαν να μαθαίνουν τις γλώσσες των ξένων εργατών. Μάλιστα στη Γερμανία, το γραφείο τμήματος διευθέτησε να γίνονται μαθήματα για την εκμάθηση της τουρκικής. Μάρτυρες από άλλες χώρες, οι οποίοι ήξεραν τη γλώσσα που χρειαζόταν, κλήθηκαν να εγκατασταθούν σε μέρη όπου υπήρχε ειδική ανάγκη για βοήθεια.
Μερικοί εργάτες που ήρθαν από το εξωτερικό δεν είχαν συναντήσει ποτέ προηγουμένως Μάρτυρες του Ιεχωβά και πεινούσαν αληθινά για πνευματικά πράγματα. Ήταν ευγνώμονες για την προσπάθεια που γινόταν προκειμένου να βοηθηθούν. Σχηματίστηκαν πολλές εκκλησίες που μιλούσαν ξένες γλώσσες. Αργότερα, μερικοί από αυτούς τους ξένους εργάτες γύρισαν στην πατρίδα τους για να συνεχίσουν τη διακονία τους σε περιοχές στις οποίες δεν είχε δοθεί προηγουμένως πλήρης μαρτυρία για τη Βασιλεία του Θεού.
Άφθονη Σοδειά Παρά τα Εμπόδια
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά χρησιμοποιούν τις ίδιες μεθόδους κηρύγματος σε ολόκληρη τη γη. Στη Βόρεια Αμερική, επιτελούν δραστήρια το ευαγγελιστικό έργο έναν αιώνα και πλέον. Δεν προξενεί έκπληξη, επομένως, το γεγονός ότι έχει συναχτεί άφθονη πνευματική σοδειά εκεί. Το 1975 υπήρχαν 624.097 ενεργοί Μάρτυρες του Ιεχωβά στις ηπειρωτικές Η.Π.Α. και στον Καναδά. Αυτό, όμως, δεν οφειλόταν στο ότι το κήρυγμά τους στη Βόρεια Αμερική γινόταν χωρίς εναντίωση.
Μολονότι η καναδική κυβέρνηση κατήργησε, το 1945, την απαγόρευση που είχε επιβάλει στους Μάρτυρες του Ιεχωβά και στα νομικά τους σωματεία, τα οφέλη αυτής της απόφασης δεν έγιναν αμέσως αισθητά στην επαρχία Κεμπέκ. Το Σεπτέμβριο του 1945, Μάρτυρες του Ιεχωβά στο Λασίν και στο Σατογκέ δέχτηκαν επίθεση από όχλους Καθολικών. Άλλοι Μάρτυρες συνελήφθησαν και κατηγορήθηκαν για πρόκληση στασιασμού επειδή τα έντυπα που διέθεταν επέκριναν τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Άλλους τους έβαλαν στη φυλακή επειδή διένειμαν Γραφικά έντυπα που δεν είχαν εγκριθεί από τον αρχηγό της αστυνομίας. Το 1947, 1.700 υποθέσεις κατά Μαρτύρων εκκρεμούσαν στα δικαστήρια του Κεμπέκ.
Ενόσω γίνονταν ιδιαίτερες προσπάθειες για να εκδικαστούν υποθέσεις που θα αποτελούσαν νομικό προηγούμενο, δόθηκε η οδηγία στους Μάρτυρες να κηρύττουν το ευαγγέλιο προφορικά, χρησιμοποιώντας μόνο την Αγία Γραφή, την Καθολική Μετάφραση Ντουαί (Douay Version), όπου ήταν δυνατόν. Ορισμένοι ολοχρόνιοι διάκονοι από άλλες τοποθεσίες του Καναδά προσφέρθηκαν να μάθουν γαλλικά και να πάνε να εγκατασταθούν στο Κεμπέκ προκειμένου να συμμετάσχουν στη διάδοση της αληθινής λατρείας εκεί.
Πολλοί ειλικρινείς Καθολικοί προσκαλούσαν τους Μάρτυρες να περάσουν μέσα στο σπίτι τους και τους έκαναν ερωτήσεις, αν και συνήθως έλεγαν: ‘Εγώ είμαι Ρωμαιοκαθολικός και δεν θα αλλάξω ποτέ’. Αλλά, δεκάδες χιλιάδες από αυτούς, αφού είδαν οι ίδιοι τι λέει η Αγία Γραφή, τελικά άλλαξαν υποκινούμενοι από αγάπη για την αλήθεια και από την επιθυμία να ευαρεστήσουν τον Θεό.
Επίσης, και στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν απαραίτητο να γίνουν δικαστικές μάχες για να διασφαλιστεί το δικαίωμα των Μαρτύρων του Ιεχωβά να κηρύττουν δημόσια και από σπίτι σε σπίτι. Από το 1937 ως το 1953, υπήρχαν 59 τέτοιες υποθέσεις που αφορούσαν τους Μάρτυρες, οι οποίες έφτασαν όλες ως το Ανώτατο Δικαστήριο στην Ουάσινγκτον, D.C.
Φροντίδα για Μη Ανατεθειμένους Τομείς
Ο στόχος των Μαρτύρων του Ιεχωβά δεν είναι απλώς να κάνουν κάτι όσον αφορά το κήρυγμα των καλών νέων, αλλά να μεταδώσουν το άγγελμα της Βασιλείας σε όλους όσους είναι δυνατόν. Για αυτόν το σκοπό, το Κυβερνών Σώμα των Μαρτύρων του Ιεχωβά έχει αναθέσει σε κάθε γραφείο τμήματος την ευθύνη για μια συγκεκριμένη εδαφική έκταση του παγκόσμιου αγρού. Όταν σχηματίζονται εκκλησίες μέσα στον τομέα του τμήματος, δίνεται σε κάθε εκκλησία μέρος αυτού του τομέα στο οποίο πρέπει να κηρύξει. Κατόπιν η εκκλησία διαιρεί την περιοχή σε τμήματα που μπορούν να ανατεθούν σε ομάδες διακόνων και σε μεμονωμένους διακόνους της εκκλησίας. Αυτοί προσπαθούν να έρχονται σε επαφή με το κάθε σπιτικό σε τακτική βάση. Αλλά τι γίνεται για τις περιοχές που προς το παρόν δεν είναι ανατεθειμένες σε εκκλησίες;
Το 1951 καταρτίστηκε ένας κατάλογος όλων των διοικητικών διαμερισμάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες προκειμένου να διαπιστωθεί σε ποια δεν γίνονταν τακτικές επισκέψεις Μαρτύρων του Ιεχωβά. Εκείνον τον καιρό, σχεδόν το 50 τοις εκατό δεν καλλιεργούνταν ή καλυπτόταν μόνο εν μέρει. Έγιναν διευθετήσεις να διεξάγουν ορισμένοι Μάρτυρες τη διακονία τους σε εκείνες τις περιοχές στη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών ή σε κάποια άλλη κατάλληλη εποχή, με στόχο τη δημιουργία εκκλησιών. Όταν δεν έβρισκαν κανέναν σε ένα σπίτι, μερικές φορές άφηναν κάποιο τυπωμένο μήνυμα μαζί με ένα Γραφικό έντυπο. Οι Γραφικές μελέτες γίνονταν μέσω αλληλογραφίας. Αργότερα, στάλθηκαν ειδικοί σκαπανείς σε τέτοιες περιοχές για να καλλιεργήσουν το ενδιαφέρον που είχε εντοπιστεί.
Αυτή η δραστηριότητα δεν έγινε μόνο τη δεκαετία του 1950. Παντού στον κόσμο, σε χώρες όπου δίνεται μαρτυρία στις κύριες πόλεις, αλλά υπάρχουν μη ανατεθειμένοι τομείς, εξακολουθούν να γίνονται φιλόπονες προσπάθειες για να φτάσουν τα καλά νέα σε ανθρώπους που δεν έρχονται τακτικά σε επαφή με αυτά. Στην Αλάσκα, στη δεκαετία του 1970, περίπου το 20 τοις εκατό του πληθυσμού ζούσε σε απόμερα χωριά. Πολλούς από αυτούς τους ανθρώπους είχε περισσότερες πιθανότητες να τους βρει κάποιος το χειμώνα, τότε που το ψάρεμα σχεδόν σταματάει. Αλλά αυτή είναι η εποχή κατά την οποία οι φοβερές χιονοπτώσεις και χιονοθύελλες καθιστούν επικίνδυνα τα εναέρια ταξίδια. Ωστόσο, έπρεπε να δοθεί και στους Εσκιμώους, στους Ινδιάνους και στους Αλεούτους η ευκαιρία να μάθουν για την προμήθεια της ατελεύτητης ζωής στη Βασιλεία του Θεού. Για να φτάσουν σε αυτούς τα καλά νέα, μέσα σε δυο χρόνια μια ομάδα 11 Μαρτύρων πήγε με μικρά αεροπλάνα σε 200 περίπου χωριά διασκορπισμένα σε μια περιοχή 844.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Όλο αυτό το εγχείρημα υποστηρίχτηκε από προαιρετικές συνεισφορές που έκαναν οι ντόπιοι Μάρτυρες.
Εκτός από αυτές τις αποστολές κηρύγματος, έχει δοθεί η παρότρυνση σε ώριμους Χριστιανούς να εξετάσουν αν μπορούν να μεταβούν σε περιοχές, μέσα στην ίδια τους τη χώρα, στις οποίες υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη για διαγγελείς της Βασιλείας. Έχουν ανταποκριθεί χιλιάδες άτομα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες μεταξύ εκείνων που ενήργησαν έτσι είναι ο Γιουτζίν και η Ντέλια Σούστερ, οι οποίοι έφυγαν από το Ιλινόις το 1958 για να υπηρετήσουν στο Χόουπ του Αρκάνσας. Έχουν μείνει εκεί πάνω από τρεις δεκαετίες προκειμένου να εντοπίσουν ενδιαφερομένους, να τους οργανώσουν ως εκκλησία και να τους βοηθήσουν να αναπτυχτούν σε Χριστιανική ωριμότητα.
Κατόπιν παρακίνησης του επισκόπου της περιοχής τους, το 1957, ο Αλεξάντερ Μπ. Γκριν και η σύζυγός του έφυγαν από το Ντέιτον του Οχάιο για να υπηρετήσουν στο Μισισιπή. Στην αρχή διορίστηκαν στο Τζάκσον και δυο χρόνια αργότερα στο Κλαρκσντέιλ. Στο πέρασμα του χρόνου, ο αδελφός Γκριν υπηρέτησε σε άλλες πέντε τοποθεσίες. Όλες αυτές είχαν μικρές εκκλησίες που χρειάζονταν βοήθεια. Ο αδελφός έβγαζε τα προς το ζην καθαρίζοντας και συντηρώντας κτίρια, φροντίζοντας κήπους, επιδιορθώνοντας έπιπλα, επισκευάζοντας αυτοκίνητα και κάνοντας άλλες παρόμοιες δουλειές. Αλλά οι προσπάθειές του είχαν κυρίως στόχο το κήρυγμα των καλών νέων. Βοηθούσε τους ντόπιους Μάρτυρες να αναπτυχτούν πνευματικά, συνεργαζόταν μαζί τους στην κάλυψη των τομέων τους και σε αρκετές περιπτώσεις τούς βοηθούσε στο χτίσιμο μιας Αίθουσας Βασιλείας προτού φύγει για αλλού.
Το 1967, όταν ο Τζέραλντ Κέιν, ο οποίος ζούσε στις δυτικές Ηνωμένες Πολιτείες, έγινε Μάρτυρας, αυτός και η οικογένειά του ένιωθαν έντονα την επιτακτικότητα του ευαγγελιστικού έργου. Πριν βαφτιστούν καν, έκαναν διευθετήσεις για να υπηρετήσουν εκεί που υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη. Επί τέσσερα χρόνια συνεργάστηκαν με την εκκλησία του Νιντλς στην Καλιφόρνια. Η εκκλησία αυτή είχε την ευθύνη ενός τομέα που περιελάμβανε τμήματα τριών πολιτειών στις δυτικές Ηνωμένες Πολιτείες. Όταν κάποια ζητήματα υγείας έκαναν αναγκαία τη μετακίνηση, διάλεξαν και πάλι μια τοποθεσία όπου υπήρχε ειδική ανάγκη για βοήθεια και μετέτρεψαν μέρος του σπιτιού τους εκεί σε Αίθουσα Βασιλείας. Μετακόμισαν και σε άλλα μέρη κατόπιν, αλλά πάντοτε το πρώτιστο μέλημά τους ήταν να εγκαθίστανται σε κάποια τοποθεσία όπου θα μπορούσαν να δώσουν τη μεγαλύτερη βοήθεια στην επίδοση μαρτυρίας.
Εφόσον ο αριθμός των εκκλησιών έχει πολλαπλασιαστεί, σε μερικές περιοχές έχει γίνει έντονα αισθητή η ανάγκη για ικανούς πρεσβυτέρους. Για να καλυφτεί αυτή η ανάγκη, χιλιάδες πρεσβύτεροι έχουν προσφερθεί να πηγαινοέρχονται τακτικά (και με δικά τους έξοδα) σε εκκλησίες που βρίσκονται έξω από την κοινότητά τους. Κάνουν αυτό το ταξίδι τρεις, τέσσερις, πέντε ή και περισσότερες φορές την εβδομάδα—για να πάρουν μέρος στις συναθροίσεις της εκκλησίας και στη διακονία αγρού, καθώς και για να ποιμάνουν το ποίμνιο. Αυτό δεν γίνεται μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και στο Ελ Σαλβαδόρ, στην Ιαπωνία, στην Ισπανία, στην Ολλανδία και σε πολλές άλλες χώρες. Σε μερικές περιπτώσεις οι πρεσβύτεροι και οι οικογένειές τους έχουν αλλάξει τόπο κατοικίας για να καλύψουν αυτή την ανάγκη.
Ποια ήταν τα αποτελέσματα; Πάρτε για παράδειγμα μια χώρα. Το 1951, όταν πρωτοαναγγέλθηκαν οι διευθετήσεις για την κάλυψη μη ανατεθειμένων τομέων, υπήρχαν περίπου 3.000 εκκλησίες στις Ηνωμένες Πολιτείες, με 45 ευαγγελιζομένους ανά εκκλησία κατά μέσο όρο. Το 1975, υπήρχαν 7.117 εκκλησίες, και ο μέσος όρος των ενεργών Μαρτύρων που ήταν συνταυτισμένοι με κάθε εκκλησία είχε ανέλθει σχεδόν στους 80.
Η μαρτυρία που δόθηκε για το όνομα και τη Βασιλεία του Ιεχωβά από το 1945 ως το 1975 ξεπέρασε κατά πολύ οτιδήποτε είχε επιτελεστεί ως τότε.
Ο αριθμός των Μαρτύρων αυξήθηκε από 156.299, το 1945, σε 2.179.256 άτομα σε όλη την υδρόγειο, το 1975. Ο κάθε ένας από αυτούς είχε προσωπική συμμετοχή στο δημόσιο κήρυγμα για τη Βασιλεία του Θεού.
Το 1975, υπήρχαν ενεργοί Μάρτυρες του Ιεχωβά σε 212 χώρες (αν υπολογιστούν βάσει του τρόπου με τον οποίο χωριζόταν ο χάρτης στις αρχές της δεκαετίας του 1990). Στις ηπειρωτικές Η.Π.Α. και στον Καναδά, 624.097 από αυτούς διεξήγαν τη διακονία τους. Στην Ευρώπη, εκτός από την τότε Σοβιετική Ένωση, υπήρχαν άλλοι 614.826. Η Αφρική άκουγε το Βιβλικό άγγελμα της αλήθειας από τους 312.754 Μάρτυρες που συμμετείχαν στο έργο εκεί. Στο Μεξικό, στην Κεντρική Αμερική και στη Νότια Αμερική υπηρετούσαν 311.641 Μάρτυρες· στην Ασία, 161.598· στην Αυστραλία και στα πολλά νησιά όλης της γης, 131.707.
Στα 30 χρόνια που πέρασαν μέχρι το 1975, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αφιέρωσαν 4.635.265.939 ώρες στο δημόσιο κήρυγμα και στη διδασκαλία. Επίσης, έδωσαν 3.914.971.158 βιβλία, βιβλιάρια και περιοδικά σε ενδιαφερόμενα άτομα για να τα βοηθήσουν να κατανοήσουν πώς μπορούσαν να ωφεληθούν από το στοργικό σκοπό του Ιεχωβά. Σε αρμονία με την εντολή που είχε δώσει ο Ιησούς να μαθητεύσουν, έκαναν 1.788.147.329 επανεπισκέψεις σε ενδιαφερόμενα άτομα και το 1975 διεξήγαν κατά μέσο όρο 1.411.256 δωρεάν οικιακές Γραφικές μελέτες με άτομα και οικογένειες.
Το 1975, το κήρυγμα των καλών νέων είχε φτάσει στην πραγματικότητα σε 225 χώρες. Σε 80 και πλέον χώρες όπου είχαν ήδη φτάσει τα καλά νέα το 1945, αλλά όπου δεν υπήρχαν εκκλησίες εκείνον το χρόνο, ανθούσαν εκκλησίες ζηλωτών Μαρτύρων το 1975. Σε αυτά τα μέρη συγκαταλεγόταν η Κορέα με 470 εκκλησίες, η Ισπανία με 513, το Ζαΐρ με 526, η Ιαπωνία με 787 και η Ιταλία με 1.031.
Κατά την περίοδο από το 1945 ως το 1975, η συντριπτική πλειονότητα εκείνων που έγιναν Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν ομολογούσαν ότι είναι χρισμένοι από το πνεύμα του Θεού με προοπτική την ουράνια ζωή. Την άνοιξη του 1935, ο αριθμός των ατόμων που πήραν από τα εμβλήματα στο Δείπνο του Κυρίου αποτελούσε συνολικά το 93 τοις εκατό εκείνων που συμμετείχαν στη διακονία αγρού. (Αργότερα το ίδιο εκείνο έτος, προσδιορίστηκε η ταυτότητα του ‘πολύ όχλου’ του εδαφίου Αποκάλυψη 7:9, ότι δηλαδή αυτόν τον αποτελούν τα άτομα που θα ζήσουν για πάντα στη γη). Το 1945, ο αριθμός των Μαρτύρων που απέβλεπαν σε ζωή σε μια παραδεισένια γη είχε αυξηθεί ως το βαθμό να αποτελούν αυτοί το 86 τοις εκατό εκείνων που συμμετείχαν στο κήρυγμα των καλών νέων. Το 1975, εκείνοι που ομολογούσαν ότι είναι χρισμένοι από το πνεύμα Χριστιανοί ήταν λιγότεροι από το μισό τοις εκατό του συνόλου της παγκόσμιας οργάνωσης των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Αν και ήταν διασκορπισμένοι σε 115 περίπου χώρες εκείνον τον καιρό, αυτοί οι χρισμένοι συνέχιζαν να υπηρετούν ως ένα ενοποιημένο σώμα υπό τον Ιησού Χριστό.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 463]
«Από τότε που ήρθατε εδώ, όλοι μιλούν για τη Γραφή»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 466]
«Όσα μου είπατε μόλις τώρα είναι αυτά που είχα διαβάσει σε εκείνη τη Γραφή πριν από πάρα πολλά χρόνια»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 470]
Χιλιάδες άτομα εγκαταστάθηκαν σε περιοχές, μέσα στην ίδια τους τη χώρα, στις οποίες υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη για Μάρτυρες
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 472]
«Ανεκτίμητη ανταμοιβή»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 475]
Ικανοί Μάρτυρες στάλθηκαν σε χώρες όπου υπήρχε ειδική ανάγκη
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 486]
Με δυναμικά Γραφικά επιχειρήματα, οι πρώτοι Μάρτυρες στη Νιγηρία ξεσκέπαζαν τον κλήρο και τις ψεύτικες διδασκαλίες του
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 497]
Όπου δεν βοηθούσαν οι λέξεις, χρησιμοποιούνταν χειρονομίες
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 499]
Ο στόχος; Να μεταδοθεί το άγγελμα της Βασιλείας σε όλους όσους είναι δυνατόν
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 489]
Καταβλήθηκαν πολλές προσπάθειες για να φτάσουν στο λαό της Κίνας τα καλά νέα για τη Βασιλεία του Ιεχωβά
Από το Τσιφού, στάλθηκαν χιλιάδες επιστολές, φυλλάδια και βιβλία μεταξύ των ετών 1891 και 1900
Ο Κ. Τ. Ρώσσελ μίλησε στη Σαγκάη και επισκέφτηκε 15 πόλεις και χωριά, 1912
Βιβλιοπώλες διέθεσαν πολλά έντυπα σε ολόκληρη την κινεζική ακτή και έκαναν ταξίδια στην ενδοχώρα, 1912-1918
Ιάπωνες βιβλιοπώλες υπηρέτησαν εδώ, 1930-1931
Έγιναν ραδιοφωνικές εκπομπές στην κινεζική από τη Σαγκάη, το Πεκίνο και την Τιεντζίν στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930· ως αποτέλεσμα κατέφτασαν από πολλά μέρη της Κίνας επιστολές που ζητούσαν έντυπα
Σκαπανείς από την Αυστραλία και την Ευρώπη έδωσαν μαρτυρία στη Σαγκάη, στο Πεκίνο, στην Τιεντζίν, στο Τσίνγκταο, στο Πέι-τάι-χο, στο Τσιφού, στο Βέι-χάι-βέι, στην Καντόνα, στο Σουατόου, στο Αμόι, στο Φου-τσόου, στο Χάνκοου και στο Νανκίνγκ στη διάρκεια των δεκαετιών του 1930 και του 1940. Άλλοι ήρθαν από την Οδό της Βιρμανίας και έδωσαν μαρτυρία στο Πάο-σαν, στο Τσουνγκίνγκ, στο Τσενγκ-του. Ντόπιοι σκαπανείς υπηρέτησαν στο Σενσί και στο Νινγκ-πο
[Εικόνα]
Γαλααδίτες ιεραπόστολοι, όπως ο Στάνλεϊ Τζόουνς (αριστερά) και ο Χάρολντ Κινγκ (δεξιά), υπηρέτησαν εδώ από το 1947 ως το 1958, μαζί με οικογένειες ζηλωτών ντόπιων Μαρτύρων
[Χάρτης]
ΚΙΝΑ
[Χάρτης/Εικόνες στη σελίδα 462]
Η «Σιμπία» εξυπηρέτησε ως πλωτός ιεραποστολικός οίκος στις Δυτικές Ινδίες
Γκ. Μάκι
Σ. Κάρτερ
Ρ. Πάρκιν
Α. Γουόρσλι
[Χάρτης]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
ΜΠΑΧΑΜΕΣ
ΥΠΗΝΕΜΑ ΝΗΣΙΑ
ΠΑΡΘΕΝΑ ΝΗΣΙΑ (Η.Π.Α.)
ΠΑΡΘΕΝΑ ΝΗΣΙΑ (ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ)
ΠΡΟΣΗΝΕΜΑ ΝΗΣΙΑ
[Χάρτης στη σελίδα 477]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Τα ζωοπάροχα ύδατα της αλήθειας διείσδυσαν μέσα από τα εθνικά σύνορα σε πολλές κατευθύνσεις στην Αφρική
ΑΙΓΥΠΤΟΣ
ΣΕΝΕΓΑΛΗ
ΚΕΝΥΑ
ΝΟΤΙΑ ΑΦΡΙΚΗ
ΓΚΑΝΑ
ΚΕΝΥΑ
ΜΑΛΑΟΥΙ
ΝΙΓΗΡΙΑ
ΣΙΕΡΑ ΛΕΟΝΕ
ΖΑΜΠΙΑ
[Εικόνες στη σελίδα 464]
Ως ιεραπόστολοι στη Βολιβία, ο Έντουαρντ Μιχάλεκ (αριστερά) και ο Χάρολντ Μόρις (δεξιά) κήρυξαν πρώτα εδώ στη Λα Πας
[Εικόνα στη σελίδα 465]
Το πλοιάριο «Ελ Ρεφούχιο», το οποίο έφτιαξαν Μάρτυρες στο Περού, χρησιμοποιήθηκε για να κηρυχτεί το άγγελμα της Βασιλείας στους ανθρώπους που ζούσαν κατά μήκος των ποταμών στην περιοχή του άνω Αμαζονίου
[Εικόνα στη σελίδα 467]
Οι τάξεις για αναλφάβητους, που διεξάγουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στο Μεξικό, έχουν δώσει τη δυνατότητα σε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους να διαβάζουν το Λόγο του Θεού
[Εικόνα στη σελίδα 468]
Ο αδελφός Νορ (μπροστά δεξιά) συναντήθηκε με Μάρτυρες σε μικρές συνελεύσεις σε αγροκτήματα και σε βουνά της Αργεντινής όταν τους είχαν στερήσει την ελευθερία να συγκεντρώνονται πιο φανερά
[Εικόνα στη σελίδα 469]
Μεταξύ των χιλιάδων Μαρτύρων που εγκαταστάθηκαν σε άλλες χώρες για να υπηρετήσουν εκεί που υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη συγκαταλέγονταν οικογένειες, όπως ο Χάρολντ και η Αν Τσίμερμαν με τα τέσσερα μικρά παιδιά τους (Κολομβία)
[Εικόνα στη σελίδα 471]
Αποδεχόμενοι μια πρόσκληση για εθελοντές, ο Τομ και η Ροουένα Κίτο εγκαταστάθηκαν στην Παπούα για να διδάξουν τη Βιβλική αλήθεια
[Εικόνα στη σελίδα 471]
Ο Τζον και η Έλεν Χιούμπλερ, ακολουθούμενοι από 31 άλλους Μάρτυρες, εγκαταστάθηκαν στη Νέα Καληδονία. Πριν αναγκαστούν να φύγουν, είχε εδραιωθεί μια εκκλησία εκεί
[Εικόνα στη σελίδα 473]
Ως νεαρός στις Δυτικές Σαμόα, ο Φουαϊουπόλου Πέλε αντιμετώπισε έντονη πίεση από την οικογένειά του και από την κοινότητα όταν αποφάσισε να γίνει Μάρτυρας του Ιεχωβά
[Εικόνα στη σελίδα 474]
Όταν ο Σεμ Ιροφάαλου και οι σύντροφοί του πείστηκαν ότι αυτά που διδάσκουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι πράγματι η αλήθεια, οι ναοί σε 28 χωριά στα Νησιά Σολομώντος μετατράπηκαν σε Αίθουσες Βασιλείας
[Εικόνες στη σελίδα 476]
Για να κηρύξουν οι Μάρτυρες στην Αιθιοπία, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, απαιτήθηκε να ιδρύσουν μια ιεραποστολή και σχολείο
[Εικόνα στη σελίδα 478]
Όταν ο Γκάμπριελ Πάτερσον (ο εικονιζόμενος) κινδύνευε να απελαθεί, ένας διαπρεπής αξιωματούχος τού είπε καθησυχαστικά: ‘Η αλήθεια είναι σαν πανίσχυρο ποτάμι· αν προσπαθήσεις να το φράξεις, αυτό θα περάσει πάνω από το φράγμα’
[Εικόνες στη σελίδα 479]
Το 1970 σε μια συνέλευση στη Νιγηρία, βαφτίστηκαν 3.775 καινούριοι Μάρτυρες· είχε εξακριβωθεί προσεκτικά ότι καθένας τους πληρούσε πράγματι τις προϋποθέσεις
[Εικόνες στη σελίδα 481]
Προβολές ταινιών (στην Αφρική και σε όλο τον κόσμο) έδωσαν στους θεατές μια ιδέα για το μέγεθος της ορατής οργάνωσης του Ιεχωβά
[Εικόνα στη σελίδα 482]
Ο Ζουάου Μανκόκα (εικονιζόμενος εδώ με τη σύζυγό του Μαίρη) υπηρετεί όσια τον Ιεχωβά επί δεκαετίες αντιμετωπίζοντας πολύ δύσκολες συνθήκες
[Εικόνα στη σελίδα 483]
Το 1961 ο Έρνεστ Χόις, Τζούνιορ, με την οικογένειά του, μπόρεσε να μπει στο Ζαΐρ (το τότε Κονγκό) για να βοηθήσει στην παροχή πνευματικής διδασκαλίας σε εκείνους που ήθελαν αληθινά να υπηρετούν τον Ιεχωβά
[Εικόνα στη σελίδα 485]
Μολονότι είχε μόνο ένα χρόνο βαφτισμένη και δεν ήξερε αν υπήρχαν άλλοι Μάρτυρες στην Κένυα, η Μαίρη Γουίτινγκτον άρχισε να βοηθάει άλλους να γνωρίσουν την αλήθεια
[Εικόνα στη σελίδα 487]
Η Μαίρη Νίσμπετ (μπροστά στο κέντρο), περιστοιχισμένη από τους γιους της Ρόμπερτ και Τζορτζ, οι οποίοι έκαναν σκαπανικό στην Ανατολική Αφρική κατά τη δεκαετία του 1930, και (πίσω) από το γιο της Γουίλιαμ και τη σύζυγό του Μιούριελ, οι οποίοι υπηρέτησαν στην Ανατολική Αφρική από το 1956 ως το 1973
[Εικόνες στη σελίδα 488]
Σε μια συνέλευση στις Φιλιππίνες το 1945, δόθηκαν οδηγίες σχετικά με το πώς γίνεται η διδασκαλία μέσω οικιακών Γραφικών μελετών
[Εικόνες στη σελίδα 490]
Ο Ντον και η Μέιμπελ Χάσλετ, οι πρώτοι μεταπολεμικοί ιεραπόστολοι στην Ιαπωνία, ενώ κάνουν έργο δρόμου
[Εικόνα στη σελίδα 491]
Επί 25 χρόνια ο Λόιντ Μπάρι (δεξιά) υπηρέτησε στην Ιαπωνία, στην αρχή ως ιεραπόστολος και μετά ως επίσκοπος τμήματος
[Εικόνα στη σελίδα 491]
Ο Ντον και η Ερλίν Στιλ, οι πρώτοι από τους πολλούς ιεραποστόλους που υπηρέτησαν στην Κορέα
[Εικόνα στη σελίδα 492]
Στο παρελθόν, τον Φρεντ Μέτκαφ μερικές φορές τον κυνήγησαν όχλοι καθώς προσπαθούσε να κηρύξει από τη Γραφή στην Ιρλανδία· αλλά, αργότερα, όταν οι άνθρωποι κάθησαν και άκουσαν, χιλιάδες έγιναν Μάρτυρες του Ιεχωβά
[Εικόνα στη σελίδα 493]
Παρά την εναντίωση από τον κλήρο, χιλιάδες συνέρρεαν στις συνελεύσεις των Μαρτύρων στην Ιταλία (Ρώμη, 1969)
[Εικόνα στη σελίδα 494]
Σε περιπτώσεις όπου είχε επιβληθεί απαγόρευση, οι εκκλησιαστικές συναθροίσεις γίνονταν συνήθως στην εξοχή, υπό τύπον εκδρομής, όπως εδώ στην Πορτογαλία
[Εικόνες στη σελίδα 495]
Οι Μάρτυρες στη φυλακή της Κάδιξ στην Ισπανία συνέχισαν να κηρύττουν γράφοντας επιστολές
[Εικόνες στη σελίδα 496]
Οι μεγάλες συνελεύσεις έδωσαν στο κοινό την ευκαιρία να δουν και να ακούσουν οι ίδιοι τι είδους άνθρωποι είναι οι Μάρτυρες
Παρίσι, Γαλλία (1955)
Νυρεμβέργη, Γερμανία (1955)
[Εικόνες στη σελίδα 498]
Για να φτάσουν τα καλά νέα σε όλους στο Λουξεμβούργο, χρειάζεται να χρησιμοποιούν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έντυπα σε εκατό τουλάχιστον γλώσσες