ΑΒΙΝΑΔΑΒ
(Αβιναδάβ) [Ο Πατέρας Είναι Πρόθυμος (Ευγενής· Γενναιόδωρος)].
1. Κάτοικος της πόλης Κιριάθ-ιαρίμ στην περιοχή του Ιούδα, περίπου 14 χλμ. ΔΒΔ της Ιερουσαλήμ, στο σπίτι του οποίου παρέμεινε για κάποιο διάστημα η κιβωτός της διαθήκης.
Όταν ανέβασαν την ιερή Κιβωτό από τη Βαιθ-σεμές, μετά την εφτάμηνη καταστροφική παραμονή της ανάμεσα στους Φιλισταίους, την τοποθέτησαν στο σπίτι του Αβιναδάβ και αγίασαν το γιο του τον Ελεάζαρ για να τη φυλάει. Σε αυτό το σπίτι η Κιβωτός παρέμεινε περίπου 70 χρόνια, ώσπου ο Δαβίδ διευθέτησε να μεταφερθεί στην Ιερουσαλήμ. Στη διάρκεια της μεταφοράς, ένας άλλος γιος του Αβιναδάβ, ο Ουζά, πέθανε ακαριαία όταν άναψε εναντίον του ο θυμός του Ιεχωβά εξαιτίας του ότι άγγιξε την Κιβωτό αψηφώντας την εντολή του εδαφίου Αριθμοί 4:15.—1Σα 6:20–7:1· 2Σα 6:1-7· 1Χρ 13:6-10.
2. Ο δεύτερος γιος του Ιεσσαί και ένας από τους τρεις μεγαλύτερους αδελφούς του Δαβίδ οι οποίοι πολέμησαν με τον Σαούλ εναντίον των Φιλισταίων.—1Σα 16:8· 17:13.
3. Ένας από τους γιους του Βασιλιά Σαούλ ο οποίος θανατώθηκε από τους Φιλισταίους στο Όρος Γελβουέ.—1Σα 31:2· 1Χρ 9:39.
4. Ο πατέρας ενός από τους 12 διαχειριστές του Βασιλιά Σολομώντα οι οποίοι τον εφοδίαζαν με τροφή. Αυτός ο διαχειριστής, ο «γιος του Αβιναδάβ», καλούμενος και Βεν-αβιναδάβ, παντρεύτηκε την κόρη του Σολομώντα Ταφάθ και είχε διοριστεί να προμηθεύει στο σπιτικό του Σολομώντα τροφή από όλη την οροσειρά της Δωρ έναν μήνα το χρόνο.—1Βα 4:7, 11.