ΑΧΙΕΖΕΡ
(Αχιέζερ) [Ο Αδελφός μου Είναι Βοηθός].
1. Γιος του Αμμισαδαΐ ο οποίος εκλέχθηκε αρχηγός της φυλής του Δαν έναν χρόνο μετά την Έξοδο. (Αρ 1:1, 4, 12) Υπό αυτή την ιδιότητα βοήθησε τον Μωυσή στην απογραφή, είχε υπό τις διαταγές του την τρίφυλη υποδιαίρεση που κατά την πορεία σχημάτιζε την οπισθοφυλακή και έφερε την προσφορά του τη δέκατη ημέρα της εγκαινίασης του θυσιαστηρίου στη σκηνή της μαρτυρίας.—Αρ 2:25· 7:66, 71· 10:25.
2. Γιος του Σεμαά του Γαβααθίτη και επικεφαλής των κραταιών Βενιαμιτών που πρόσφεραν την υποστήριξή τους στον Δαβίδ, στη Σικλάγ.—1Χρ 12:1-3.