ΑΧΙΜΑΑΣ
(Αχιμάας).
1. Πατέρας της Αχινοάμ, της συζύγου του Σαούλ.—1Σα 14:50.
2. Γιος του ιερέα Σαδώκ και πατέρας του Αζαρία. (1Χρ 6:8, 9, 53) Όταν ο Αβεσσαλώμ στασίασε εναντίον του πατέρα του τού Δαβίδ και σφετερίστηκε το θρόνο, ο νεαρός Αχιμάας έπαιξε ζωτικό ρόλο στη μετάδοση μυστικών πληροφοριών στον Δαβίδ. Σε μια περίπτωση στην οποία παραλίγο θα έπιαναν αυτόν και το σύντροφό του, κρύφτηκαν σε ένα πηγάδι και μια γυναίκα κάλυψε το στόμιο του πηγαδιού με σιτηρά. (2Σα 15:27, 36· 17:17-21) Όταν σκοτώθηκε ο Αβεσσαλώμ, επιλέχθηκε ένας Χουσίτης δρομέας να μεταφέρει τα νέα στον Δαβίδ. Ο Αχιμάας επέμενε να του επιτραπεί να τρέξει και αυτός. Αφού του δόθηκε η άδεια, πέρασε τον πρώτο δρομέα και, καθώς έφτανε στην πόλη, τον αναγνώρισαν από το τρέξιμό του. «Αυτός είναι καλός άνθρωπος και πρέπει να έρχεται με καλά νέα», αναφώνησε ο Δαβίδ. Και έτσι αποδείχτηκε. Ο Αχιμάας είπε τα καλά νέα και άφησε τα άσχημα νέα για το δεύτερο δρομέα. (2Σα 18:19-32) Δεν είναι βέβαιο αν ο Αχιμάας ήταν ποτέ αρχιερέας. Μερικοί υποστηρίζουν ότι ίσως πέθανε πριν από τον πατέρα του, κάτι που επέτρεψε στο γιο του, τον Αζαρία, να διαδεχθεί τον Σαδώκ.—1Βα 4:2· 1Χρ 6:8-10.
3. Σύζυγος της κόρης του Σολομώντα Βασεμάθ και ένας από τους 12 διαχειριστές, ο οποίος είχε το διορισμό να προμηθεύει στο σπιτικό του βασιλιά τροφή από την περιοχή του Νεφθαλί έναν μήνα το χρόνο. (1Βα 4:7, 15) Μερικοί υποστηρίζουν ότι ήταν το ίδιο πρόσωπο με τον Αρ. 2.