ΑΧΙΜΕΛΕΧ
(Αχιμέλεχ).
1. Γιος του Αχιτώβ και δισέγγονος του Ηλεί, αρχιερέας στη σκηνή της μαρτυρίας η οποία βρισκόταν στη Νωβ. Λόγω του ότι έδωσε βοήθεια στον Δαβίδ, μη γνωρίζοντας ότι εκείνος κρυβόταν από τον Σαούλ, ο Αχιμέλεχ (μαζί με άλλους 84 ιερείς του Ιεχωβά, καθώς και τους άντρες και τα γυναικόπαιδα της Νωβ) σφαγιάστηκε από τον Εδωμίτη Δωήκ. Ο Αβιάθαρ ήταν ο μόνος γιος του Αχιμέλεχ που γλίτωσε. (1Σα κεφ. 21, 22) Όταν αργότερα ο Δαβίδ συνέθεσε τον 52ο Ψαλμό, αναφέρθηκε στην αποτρόπαιη πράξη του Δωήκ. (Ψλ 52:Επιγρ.) Και ο Ιησούς μνημόνευσε την εμπειρία που είχε ο Δαβίδ με τον Αχιμέλεχ.—Ματ 12:3, 4· Μαρ 2:25, 26· Λου 6:3, 4· βλέπε ΑΧΙΑ Αρ. 3.
2. Γιος του Αβιάθαρ και εγγονός του Αχιμέλεχ τον οποίο σκότωσε ο Δωήκ.—1Χρ 18:16· 24:3, 6, 31.
3. Χετταίος ο οποίος δεν συνόδευσε τον Δαβίδ όταν εκείνος του ζήτησε να μπουν μαζί κρυφά στο στρατόπεδο του Σαούλ τη νύχτα.—1Σα 26:6, 7.