ΑΜΩΝ
(Αμών) [Αξιόπιστος· Πιστός· Μακροχρόνιος].
1. Αρχηγός της πόλης της Σαμάρειας όταν κυβερνούσε ο Αχαάβ, ο βασιλιάς του Ισραήλ (περ. 940-920 Π.Κ.Χ.). Ο προφήτης Μιχαΐας ανατέθηκε στη φύλαξή του ενόσω ο Αχαάβ πολεμούσε εναντίον της Ραμώθ-γαλαάδ.—1Βα 22:10, 26· 2Χρ 18:25.
2. Βασιλιάς του Ιούδα (661-660 Π.Κ.Χ.) και γιος του πονηρού Βασιλιά Μανασσή. Άρχισε να βασιλεύει σε ηλικία 22 ετών και ακολούθησε την ειδωλολατρική πορεία που είχε ακολουθήσει αρχικά και ο πατέρας του. Οι κακές συνθήκες που περιγράφονται στα εδάφια Σοφονίας 1:4· 3:2-4 αναμφίβολα είχαν αρχίσει να επικρατούν εκείνη την εποχή. Έπειτα από δύο χρόνια στο θρόνο, δολοφονήθηκε από τους ίδιους τους υπηρέτες του. «Ο λαός του τόπου [‛αμ χα’άρετς]» θανάτωσε τους συνωμότες, τοποθέτησε στο θρόνο το γιο του τον Ιωσία και έθαψε τον Αμών στον «κήπο του Οζά». (2Βα 21:19-26· 2Χρ 33:20-25) Η γενεαλογία του Ιησού περιλαμβάνει το όνομά του.—Ματ 1:10.
3. Η κεφαλή μιας οικογένειας επαναπατρισμένων εξορίστων οι οποίοι συγκαταλέγονται στους “γιους των υπηρετών του Σολομώντα”. (Νε 7:57-59) Αναφέρεται ως «Αμί» στο εδάφιο Έσδρας 2:57.