ΑΝΤΙΠΑΣ
(Αντίπας) [συντετμημένη μορφή του Αντίπατρος, που σημαίνει «Αντί του Πατέρα [Του]»].
1. Μέλος της πρώτης Χριστιανικής εκκλησίας που υπέστη μαρτυρικό θάνατο στην Πέργαμο, τον πρώτο αιώνα Κ.Χ.—Απ 2:12, 13· βλέπε ΠΕΡΓΑΜΟΣ.
2. Ο Ηρώδης Αντίπας, γιος του Ηρώδη του Μεγάλου.—Βλέπε ΗΡΩΔΗΣ Αρ. 2.