ΑΣΠΙΔΑ, 2
[ελλ. κείμενο, ἀσπίς].
Δημώδης ονομασία που χρησιμοποιείται για αρκετά δηλητηριώδη φίδια τα οποία δεν σχετίζονται μεταξύ τους.
Η λέξη “ασπίδες” εμφανίζεται μόνο μία φορά με την εν λόγω έννοια στην Αγία Γραφή, στο εδάφιο Ρωμαίους 3:13 όπου ο απόστολος Παύλος, μιλώντας για τους αμαρτωλούς, λέει: «Δηλητήριο ασπίδων είναι πίσω από τα χείλη τους». Εδώ ο Παύλος παραθέτει από το εδάφιο Ψαλμός 140:3: «Το δηλητήριο της κερασφόρας οχιάς είναι κάτω από τα χείλη τους». Επομένως, οι ασπίδες του εδαφίου Ρωμαίους 3:13 πρέπει να είναι κερασφόρες οχιές.—Βλέπε ΟΧΙΑ, ΚΕΡΑΣΦΟΡΑ.