ΑΤΘΑΪ
(Ατθαΐ) [συντετμημένη μορφή του Αθαΐας].
1. Εγγονός του Σησάν, ενός απογόνου του Ιούδα μέσω του Εσρών. Ο Σησάν είχε μόνο κόρες, μια από τις οποίες πάντρεψε με τον Αιγύπτιο δούλο του, τον Ιαραά, που έγινε πατέρας του Ατθαΐ. Αργότερα ο Ατθαΐ έγινε πατέρας κάποιου Νάθαν.—1Χρ 2:25, 34-36.
2. Ένας από τους 11 γενναίους Γαδίτες που πέρασαν τον πλημμυρισμένο Ιορδάνη για να συνταχθούν με το στρατό του Δαβίδ στην έρημο.—1Χρ 12:8, 11-15.
3. Ο δεύτερος από τους τέσσερις γιους που γέννησε στον Ροβοάμ η ευνοούμενη σύζυγός του, η Μααχά, η εγγονή του Αβεσσαλώμ. Κατά συνέπεια, ο Ατθαΐ ήταν εγγονός του Σολομώντα και αδελφός του Βασιλιά Αβιά (Αβιάμ).—2Χρ 11:20, 21.