ΒΗΒΑΪ
(Βηβαΐ).
1. Κεφαλή ενός οίκου. Εξακόσιοι και πλέον από τους απογόνους του επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ μαζί με τον Ζοροβάβελ το 537 Π.Κ.Χ. (Εσδ 2:1, 2, 11· Νε 7:16) Άλλοι 29 ήρθαν με τον Έσδρα το 468 Π.Κ.Χ. (Εσδ 8:11) Τέσσερις από την πρώτη ομάδα είχαν πάρει αλλοεθνείς συζύγους, τις οποίες απέβαλαν κατόπιν επιμονής του Έσδρα.—Εσδ 10:28, 44.
2. Εξέχων άντρας ή κάποιος εκπρόσωπος των γιων του Βηβαΐ (Αρ. 1), ο οποίος επικύρωσε τη συμφωνία πιστότητας του Νεεμία.—Νε 9:38· 10:1, 15.