ΒΕΝ
[Γιος].
1. Λευίτης μουσικός των ημερών του Δαβίδ ο οποίος συνόδευσε την κιβωτό της διαθήκης στην Ιερουσαλήμ.—1Χρ 15:15, 18.
2. Το πρόθημα βεν [μπεν στην εβραϊκή] εμφανίζεται πολλές φορές σε ονόματα όπως το «Βενιαμίν» (που σημαίνει «Γιος του Δεξιού Χεριού») ή το «Βεν-αμμί» (που σημαίνει «Γιος του Λαού Μου [δηλαδή των συγγενών μου]»). Αντιστοιχεί με το βαρ [μπαρ στην αραμαϊκή] που εμφανίζεται σε αραμαϊκά ονόματα όπως το «Βαρνάβας» (που σημαίνει «Γιος Παρηγοριάς»). (Πρ 4:36) Επίσης, χρησιμοποιείται συχνά για να προσδιορίσει και άλλου είδους σχέσεις εκτός από τη γονική σχέση, όπως τη φυλή: «γιοι του [μπενέχ] Ισραήλ», “γιοι των Χουσιτών” (2Χρ 35:17· Αμ 9:7)· την τοποθεσία: «γιοι της διοικητικής περιφέρειας» (Εσδ 2:1) ή την κατάσταση: «γιοι της νεότητας», “γιοι της αδικίας” (Ψλ 127:4· Ωσ 10:9).